Εδώ, στο «Soy Cuba» το ασπρόμαυρο κομψοτέχνημα του Μιχαήλ Καλατόζοφ, μέλους κι αυτός της ρωσικής πρωτοπορίας που κατέκτησε και τη Δύση το 1958 μετά το ξενόγλωσσό Όσκαρ για το «Όταν Περνούν οι Γερανοί», ξεδιπλώνονται τέσσερις ιστορίες με φόντο την προεπαναστατική Κούβα του Μπατίστα, ήρωες εκπροσώπους του καθημερινού μόχθου και θέμα τα κοινωνικοπολιτικά αίτια που οδήγησαν στην ιστορική αλλαγή του ’59:
Ένα φτωχοκόριτσο κρύβει από τον αγαπημένο της, έναν πλανόδιο οπωροπώλη, πως τις νύχτες κάνει κονσομασιόν σ΄ ένα κλαμπ που επισκέπτονται Αμερικανοί τουρίστες.
Ένας ηλικιωμένος αγρότης μαθαίνει από τον γαιοκτήμονα, τού οποίου καλλιεργεί τα χωράφια με ζαχαροκάλαμο, πως σκοπεύει να πουλήσει το σπίτι που τού έχει παραχωρήσει σε αμερικανική πολυεθνική.
Ένας φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Αβάνας έχει βάλει στο στόχαστρο τον στυγνό διοικητή της αστυνομίας που καταπατά βίαια κάθε απόπειρα της επαναστατημένης νεολαίας να εκφραστεί.
Ένας επαρχιώτης οικογενειάρχης πείθεται για την αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα μετά τον βομβαρδισμό του σπιτιού του από τις καθεστωτικές δυνάμεις.
Επινοημένο από την Σοβιετική Ένωση λίγο μετά την ταπεινωτική για τις ΗΠΑ πυραυλική κρίση στον Κόλπο των Χοίρων και συγραμμένο από τον Ρώσο ποιητή Γιεβγκένι Γεβτουσένκο και τον Κουβανό πεζογράφο Ενρίκε Πινιέδα Μπάρνετ, το σχέδιο του «Soy Cuba» υλοποιήθηκε ως σύμπραξη των δύο χωρών, πάντως με πλήρη διαθεσιμότητα κάθε απαραίτητου πόρου και τεχνικής στήριξης από τη μεριά των Ρώσων ώστε να τονισθούν οι «μνήμες υπανάπτυξης» από την φιλοδυτική Κούβα του Μπατίστα.
Χωρίς αμφιβολία, αποτελεί δείγμα αυστηρά προπαγανδιστικού σινεμά, με ό,τι μονοδιάστατο και ξεπερασμένο μπορεί αυτό να συνεπάγεται σήμερα. Σε καμία, όμως, περίπτωση τυπικό, μιας και η απίθανης ρευστότητας σκηνοθεσία του Καλατόζοφ, πιο επαναστατική κι από την ίδια την επανάσταση που προαναγγέλλεται εδώ, στέλνει αδιάβαστο και τον πιο προχωρημένο μοντερνιστή των καιρών μας.
Σκορσέζε και Κόπολα όταν πρωτοείδαν την ταινία σε ένα αφιέρωμα στον Καλατόζοφ, στο Φεστιβάλ του Τέλιουραϊντ το 1992, έσπευσαν να αναλάβουν την παραγωγή της ανακαίνισης και σύστασής της στον κόσμο. Μια από τις λιγοστές εναπομείνασες κόπιες, που ξεθάφτηκε μετά από έρευνα για να συμπεριληφθεί στο αφιέρωμα, έστεκε σκονισμένη στα ράφια ενός αρχείου όπως την είχαν αφήσει το 1964, μετά την παταγώδη αποτυχία της και σε Κούβα και Σοβιετική Ένωση, επειδή οι μεν Κουβανοί τη βρήκαν φορμαλιστική σε βαθμό παραμόρφωσης της πραγματικότητάς τους, οι δε Σοβιετικοί όχι επαρκώς προπαγανδιστική.
Εμβληματικό το μονοπλάνο στο ξενοδοχείο που ξεκινά από την ταράτσα και καταλήγει στον πάτο της πισίνας, ή εκείνο που σκαρφαλώνει από τον δρόμο στα κτίρια, διασχίζει δωμάτια και ίπταται σε πλονζέ πάνω από μια κηδεία. Δυσεξήγητες οι ακροβασίες των διευθυντών φωτογραφίας Σεργκέι Ουρουσέφσκι και Αλεξάντερ Καλτσάτι, σε εποχές που το steadicam ήταν άγνωστη λέξη, εκπληκτική και η ισορροπία του Καλατόζοφ ανάμεσα στον ρωσικό ιδεαλισμό και τον δυτικό ρεαλισμό, αυτή ακριβώς που την καταδίκασε στη λήθη για τρεις σχεδόν δεκαετίες.