Νέα

Στον «κάμπο του Άι-Πάτη» – Μια έρευνα στ’ Αϊπάτια και τους γύρω οικισμούς. Των Γιώργου Αρ. Γλυνού, Σπύρου Τσαούση

Στον «κάμπο του Άι-Πάτη» – Μια έρευνα στ’Αϊπάτια και τους γύρω οικισμούς
Των Γιώργου Αρ. Γλυνού, Σπύρου Τσαούση

Πριν λίγους μήνες, γίναμε αποδέκτες μιας πολύ ενδιαφέρουσας πληροφορίας. Ντόπιοι στην περιοχή κοντά στα Έξω Αϊπάτια, μας πληροφόρησαν ότι, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στην περιοχή υπήρχε κάποιο «παλιό μοναστηράκι».
Η περιοχή βρίσκεται ανάμεσα στα ξωκλήσια της Αγίας Φωτεινής και του Χρυσοστόμου, σε μια ήπια πλαγιά πάνω από τον κάμπο. Λίγα μέτρα παρακάτω περνούν, εκατέρωθεν της πλαγιάς, ο Καππαριανός ποταμός και η κοίτη των ρεμάτων της Πίσω Μεριάς. Οι ντόπιοι μας υπέδειξαν δύο ερειπωμένα κτίσματα στην περιοχή κάτω από έναν παλιό ανεμόμυλο, αλλά και θέση πιθανότατα λαξευτού τάφου, κάτω από ένα βράχο.

Ο ανεμόμυλος και τα δύο ερειπωμένα κτίσματα (αεροφωτογραφία Βαγγέλης Λουκίσας)

Εξήντα μέτρα παρακάτω, προς τον Καππαριανό ποταμό, ο διαβάτης συναντά τα ερείπια του Αγίου Υπατίου, του ναού που έδωσε το όνομά του στην περιοχή1.

Τα ερείπια του Αγίου Υπατίου

 

Κάτω από τον ανεμόμυλο οι ντόπιοι μας υπέδειξαν δίχωρο κτίσμα το οποίο έχει βορειοδυτικό προσανατολισμό. Στη βόρεια πλευρά παρατηρούνται μικρά ανοίγματα σε σχήμα τοξοθυρίδας (λοξίκες), ενώ στην ανατολική πλευρά υπάρχει φραγμένη θύρα και φραγμένα παράθυρα.

Το δυτικό τμήμα του δίχωρου κτίσματος. Διακρίνεται στο βάθος άνοιγμα σε σχήμα τοξοθυρίδας (λοξίκα) και παράθυρο στον δυτικό τοίχο (πρώην θύρα). Πάνω αριστερά από το κτίσμα διακρίνεται ο ανεμόμυλος.

Το ανατολικό τμήμα του δίχωρου κτίσματος. Διακρίνονται στον νότιο τοίχο δύο φραγμένα παράθυρα και φραγμένη θύρα. Επισημαίνεται το κτίσιμο της στέγης με εκφορικό σύστημα.

 

Το δίχωρο κτίσμα όπως φαίνεται από τα βορειοδυτικά, από την πλευρά του ανεμόμυλου.

Ανατολικά από το δίχωρο κτίσμα διακρίνονται ερείπια ενός άλλου σαφώς μεγαλύτερου κτίσματος, στο οποίο εξακολουθεί να στέκει μόνο μέρος του δυτικού τοίχου. Το κτίσμα έχει βορειοανατολικό προσανατολισμό, παρόμοιο με τον κοντινό ναό του Χρυσοστόμου.

Το ερειπωμένο κτίσμα ανατολικά του δίχωρου κτίσματος (αεροφωτογραφία Βαγγέλης Λουκίσας). Με περίγραμμα αποτυπώνεται η περίμετρος των ερειπίων.

Οι διαστάσεις του κτίσματος ανέρχονται σε 18 μέτρα μήκος και 9 μέτρα πλάτος. Στην ανατολική απόληξή του διαμορφώνονται δύο ημικύκλια ερειπίων. Στη νοτιοανατολική πλευρά του βόρειου ημικυκλίου, παρατηρείται ένα τμήμα τοιχοποιίας που φαίνεται να προέρχεται από γωνιώδη αψίδα. Τα ερείπια της αψίδας είναι γεμάτα από πέτρες και κεραμική.

Το βόρειο ημικύκλιο στην ανατολική πλευρά, γεμάτο με θραύσματα κεραμικής.

 

Διακρίνεται η ιστάμενη τοιχοποιία στο βόρειο ημικύκλιο, που θυμίζει υπόλειμμα γωνιώδους αψίδας.

Το νότιο ημικύκλιο εμφανίζεται ως ένας υπερυψωμένος σωρός χωμάτων και ερειπίων.

Διακρίνεται το υπερυψωμένο έδαφος στο νότιο ημικύκλιο.

 

Αεροφωτογραφία του ανατολικού κτίσματος (Βαγγέλης Λουκίσας). Διακρίνονται οι δύο σωροί ημικυκλικών ερειπίων στα ανατολικά.

Στη μέση του δυτικού τοίχου διακρίνονται τα ερείπια βάθρου κάποιας ενδιάμεσης τοξοστοιχίας ή πεσσοστοιχίας, η οποία φαίνεται να διαχώριζε το κτίσμα σε δύο σχεδόν ίσα κλίτη (3,30 μ – 3,40μ).

Στον δυτικό τοίχο το βάθρο πιθανότατα της ενδιάμεσης τοξοστοιχίας ή πεσσοστοιχίας.

Εκατέρωθεν των ερειπίων της ενδιάμεσης τοξοστοιχίας / πεσσοστοιχίας, παρατηρούνται δύο φραγμένα ανοίγματα, που πιθανότατα αποτελούσαν παράθυρα. Τα ανοίγματα αυτά από την εξωτερική πλευρά φαίνεται να έχουν επιχωθεί αρκετά και να ξεκινούν χαμηλότερα από το επίπεδο του εδάφους.

Τα δύο ανοίγματα στον δυτικό τοίχο εκατέρωθεν των ερειπίων της ενδιάμεσης τοξοστοιχίας / πεσσοστοιχίας.

 

Το νότιο φραγμένο άνοιγμα στον δυτικό τοίχο. Διακρίνεται από το φως του ήλιου το μέγεθος της επίχωσης από την εξωτερική πλευρά.

Η εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου. Περίπου στη μέση, με ακανόνιστη τοιχοποιία αμέσως πάνω από το επίπεδο του εδάφους, διακρίνεται το φραγμένο νότιο άνοιγμα. Η επίχωση στο σημείο φαίνεται να είναι μεγάλη.

Στον νότιο τοίχο φαίνεται να υπήρχε λαμπάς εισόδου και πιθανότατα τόξο (καμάρα). Εξωτερικά ακριβώς φαίνεται να υπάρχει και κάποιο πεσμένο ανώφλι της όποιας παλιάς εισόδου.

Λαμπάς εισόδου στον νότιο τοίχο. Στο ανώτερο τμήμα φαίνεται να υπήρχε τόξο. Εξωτερικά διακρίνεται το πεσμένο ανώφλι.

 

Εξωτερικά του λαμπά εισόδου, διακρίνεται πεσμένο ανώφλι.

Ο προσανατολισμός του κτίσματος, τα δύο ανοίγματα στα δυτικά με τη σημαντική επίχωση, η ενδιάμεση τοξοστοιχία ή πεσσοστοιχία με τον διαχωρισμό σε δύο σχεδόν ίσα κλίτη, τα ερείπια που θυμίζουν αψίδες ιερών στα ανατολικά, παραπέμπουν στην ύπαρξη στο σημείο κάποιας πολύ παλιάς πιθανότατα δίκλιτης εκκλησίας. Το μέγεθος του ναού είναι ασυνήθιστα μεγάλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλύτερος δίκλιτος ναός που έχει καταγραφεί στην Άνδρο είναι ο Ταξιάρχης της Χώρας (Φραγκομονάστηρο)2 με μήκος 16,5 μέτρα, ενώ το εξεταζόμενο κτίσμα έχει μήκος 18 μέτρα.
Η ύπαρξη του ανεμόμυλου σε μικρή απόσταση από τόσο μεγάλο κτίσμα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κτίσμα θα πρέπει να είχε ερειπωθεί πριν την ανέγερση του ανεμόμυλου, καθώς το εθιμικό δίκαιο των ανεμόμυλων δεν επέτρεπε την ανέγερση κτισμάτων στη ζώνη γύρω από τη φτερωτή, που θα εμπόδιζαν τη φυσική ροή του ανέμου. Παράλληλα, στη γύρω περιοχή έχει καταγραφεί εκτεταμένο δίκτυο νερόμυλων. Σε έκθεση του 1830 προς την κυβέρνηση Καποδίστρια καταγράφονται στ’Αϊπάτια 12 νερόμυλοι3. Σε αυτή την αναφορά θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και οι νερόμυλοι του Μπουρού στην Πίσω Μεριά.

Νερόμυλος στο Μπουρό της Πίσω Μεριάς

Η ύπαρξη τόσων νερόμυλων στην περιοχή στις αρχές του 19ου αι., φανερώνει ότι ο ανεμόμυλος στ’Αϊπάτια πιθανότατα είναι αρκετά παλιότερος. Οι νερόμυλοι παρήγαγαν καλύτερα αλεσμένα δημητριακά, καθώς είχαν σταθερή ταχύτητα αλέσματος, λόγω της σταθερής παροχής νερού. Αντίθετα, τα αλεσμένα δημητριακά από τους ανεμόμυλους συχνά καίγονταν καθώς, ανάλογα με τον άνεμο, η ταχύτητα περιστροφής ήταν μεταβαλλόμενη.
Συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι νερόμυλοι στην περιοχή πιθανότατα χτίστηκαν μετά τον ανεμόμυλο και πως ο ανεμόμυλος πιθανότατα ανεγέρθηκε μετά την ερείπωση του μεγάλου κτίσματος. Δεν αποκλείεται ο ανεμόμυλος και το ογκώδες βάθρο στο οποίο αυτός εδράζεται να δομήθηκε με υλικό από τον ερειπωμένο ναό.
Σε κάθε περίπτωση, για την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων για το σχήμα και τη χρήση του μεγάλου αυτού κτίσματος, απαιτείται μια σκαπτική έρευνα στην περίμετρο των θεμελίων, ούτως ώστε να εξακριβωθεί αν πράγματι τα ερείπια στην ανατολική απόληξη αφορούν κόγχες ιερών και αν υπάρχει άλλο θαμμένο τρίτο κλίτος. Πάντως, οι γωνιόλιθοι στη νοτιοδυτική γωνία του κτίσματος και η σαφής γραμμή των ερειπίων στη βόρεια πλευρά παραπέμπουν σε δύο κλίτη.
Όπως αναφέραμε στην περιοχή παρατηρείται πιθανότατα και λαξευτός τάφος κάτω από ένα βράχο.

Κάτω από ένα βράχο, σύμφωνα με τους ντόπιους υπάρχει λαξευτός τάφος.

Επίσης, οι ντόπιοι μας υπέδειξαν επιγραφή των Οθωμανικών χρόνων που βρέθηκε λίγο χαμηλότερα, θαμμένη σε ένα κονάκι, σε μικρή απόσταση από τον Καππαριανό ποταμό. Η επιγραφή είναι αρκετά ανορθόγραφη και αναφέρεται σε κάποια κρήνη που δημιούργησε ένας μοναχός ονόματι Διονύσιος.

Επιγραφή, αρκετά ανορθόγραφη, των Οθωμανικών χρόνων (17ος – 18ος αι.) που βρέθηκε θαμμένη σε κονάκι κοντά στον Καππαριανό ποταμό, όχι μακριά από τα ερείπια στην περιοχή του Αγίου Υπατίου. Σύμφωνα με τον Γ. Πάλλη αναγράφει: «…ΟΣ ΑΝΑΚΕΝΗΣΘΥ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΥΔΟΡ ΔΙΑ [ΣΥΝ]ΔΡΟΜΙΣ ΚΟΠΟΥ Κ[ΑΙ] ΕΞ[ΟΔΩΝ] [ΔΙ]ΟΝΙΣΙΟΥ ΜΟΝΑ[ΧΟΥ]». Η φωτογραφία δημοσιεύεται κατόπιν σχετικής άδειας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Α.Π.: 573744.

Ενδέχεται η αναφορά στον μοναχό να σχετίζεται με την προφορική παράδοση για ύπαρξη μετοχίου της Μονής Παναχράντου στην περιοχή, κάτι που επιβεβαιώνεται και από γραπτές πηγές όπως θα δούμε παρακάτω. Υφίσταται άλλωστε τοπωνύμιο «Καλογερικό» σε κοντινό αγρό.
Πάντως η περιοχή παρουσίαζε ένδεια πηγαίων υδάτων και η δημιουργία κρήνης θα ήταν πολύ σημαντική. Ο Ζήνων Δελαγραμμάτικας, γόνος αρχοντικής οικογένειας από τ’Αμονακλειού, στα 1884 μας πληροφορεί ότι συνοικία στ’Αϊπάτια αποτελούμενη από 15 οικίες, ονομαζόταν Γκαργκαριότο, καθώς οι κάτοικοι «γκαργκαριάζουσιν από τη δίψα των, διότι υπάρχει έλλειψις προφανής υδάτων»4.
Ο ναός του Αγίου Υπατίου με τη σειρά του, φαίνεται να κρύβει τη δική του ιστορία. Στο ιερό του ναού φαίνεται να υπάρχουν εντοιχισμένοι πωρόλιθοι, υλικό που συνήθως προέρχεται από προϋπάρχοντες βυζαντινούς ναούς.

Διακρίνονται πωρόλιθοι στο ιερό του Αγίου Υπατίου.

Παράλληλα, δίπλα στον ναό υπάρχει άλλο ερειπωμένο κτίσμα. Όπως παρατήρησε η αρχιτέκτονας Λίνα Δεμαθά, το ιερό του Αγίου Υπατίου έχει ελαφρώς διαφορετικό προσανατολισμό από το διπλανό κτίσμα, το οποίο δεν αποκλείεται να ήταν δίκλιτος ναός. Η ανατολική απόληξη του διπλανού κτίσματος έχει καταρρεύσει από την υποχώρηση του εδάφους στο συγκεκριμένο σημείο, γεγονός που καθιστά δυσχερή την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ακριβή μορφή του κτίσματος. Ωστόσο, είναι εμφανές ότι το διπλανό κτίσμα είναι δομημένο με εκφορικό σύστημα, ενώ στη βόρεια πλευρά εμφανίζεται μικρό άνοιγμα κοντά στην ανατολική άκρη που έχει καταρρεύσει. Αρκετές σχιστόπλακες από την πεσμένη στέγη του κτίσματος παραμένουν στον χώρο.

Τμήμα των ερειπίων του κτίσματος δίπλα στον Άγιο Υπάτιο. Διακρίνονται οι πεσμένες σχιστόπλακες της στέγης, το εκφορικό σύστημα, το άνοιγμα στον βόρειο τοίχο και η ανατολική πλευρά που έχει καταρρεύσει.

Ο Ζήνων Δελαγραμμάτικας μας πληροφορεί ότι το 1884 ο ναός του Αγίου Υπατίου ήταν ήδη ερειπωμένος5.
Πάντως τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ερειπίων του Αγίου Υπατίου παραπέμπουν σε ένα τυπικό ναό της Άνδρου χτισμένο με το πατροπαράδοτο εκφορικό σύστημα, με τις μεγάλες σχιστόπλακες στη στέγη.

Τα ερείπια του Αγίου Υπατίου. Το εφαπτόμενο κτίσμα έχει καταρρεύσει στην κατωφέρεια της ανατολικής πλευράς (αεροφωτογραφία Βαγγέλης Λουκίσας).

Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι τα ανωτέρω ερειπωμένα κτίσματα στην περιοχή του Αγίου Υπατίου, βρίσκονται σε ένα κομβικό σημείο των παραδοσιακών διαδρομών της περιοχής. Δίπλα στον Καππαριανό ποταμό υπήρχε η παλιά στράτα εξόδου από την κοιλάδα του Κορθίου προς τη Δυτική Άνδρο, μέσω της Καππαριάς. Παράλληλα δύο άλλες στράτες από τα Αϊπάτια ανηφόριζαν το ύψωμα του Φανού και συναντούσαν την προαναφερθείσα διαδρομή εξόδου. Τα ερείπια λοιπόν της περιοχής του Αγίου Υπατίου, λόγω της θέσης τους, έλεγχαν όλες αυτές τις διαδρομές, ενώ επόπτευαν και τον κάμπο του Κορθίου. Επιπρόσθετα η περιοχή είχε πολύ γρήγορη πρόσβαση και στον λόφο του Παλαιοκάστρου που βρισκόταν σε μικρή απόσταση.
Σε ακτίνα 500 – 750μ από την ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Υπατίου βρίσκονται οι οικισμοί Αμονακλειού, Έξω Αϊπάτια, Αλαμανιά και Αγία Μαρίνα. Στον χώρο που περικλείεται από τους οικισμούς αυτούς, βρίσκεται ένας από τους πλατύτερους κάμπους του νησιού.

Στο κέντρο επισημαίνεται η θέση των ερειπίων του Αγίου Υπατίου και του ανεμόμυλου. Περιμετρικά σε ακτίνα 500 – 750 μ. οι οικισμοί Έξω Αϊπάτια, Αμονακλειού, Αγία Μαρίνα και Αλαμανιά. Με κίτρινο ορισμένες από τις κύριες παραδοσιακές στράτες της περιοχής.

 

Λόγω της εξαιρετικής τοποθεσίας, με τον πλατύ κάμπο στη συμβολή των δύο ρεμάτων, η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή υπήρξε μακραίωνη, κάτι που πιστοποιείται από τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν εντοπιστεί.

Ο κάμπος μπροστά στον Άγιο Υπάτιο (αεροφωτογραφία Βαγγέλης Λουκίσας)

Θα στρέψουμε λοιπόν την προσοχή μας σε αυτά τα ευρήματα αλλά και στις παλιότερες ιστορικές μαρτυρίες για την περιοχή, προκειμένου να εξετάσουμε σε ποιο χρονολογικό πλαίσιο θα μπορούσαν να τοποθετηθούν τα ερείπια που μας υπέδειξαν οι ντόπιοι και ο διπλανός ερειπωμένος ναός του Αγίου Υπατίου.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής

Στην «Ιστορία της Νήσου Άνδρου», ο Δημήτρης Πασχάλης παραθέτει λίστα των αρχαιοτήτων που είχαν εντοπιστεί μέχρι την εποχή του στο νησί. Αρκετά από τα ευρήματα αυτά μεταφέρθηκαν, με προσωπική του επιμέλεια, στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού, καθώς υπήρξε επί τριετία κι επιμελητής αρχαιοτήτων της Άνδρου. Το σύνολο των αρχαίων ευρημάτων που βρέθηκαν θαμμένα στην περιοχή του Κορθίου και περιλαμβάνονται στη λίστα του Πασχάλη είναι τα παρακάτω:
«Εις Αϋπάτια ευρέθησαν πολλοί αρχαίοι τάφοι μετά ικανών κτερισμάτων.
Εν τω αυτώ χωρίω και εν κτήματι πρώην Κρισεντζίου ανευρέθησαν νομίσματα χάλκινα της Περγάμου, φέροντα ένθεν μεν κεφαλήν Ασκληπιού, δάφνη εστεμμένην, ένθεν δε όφιν ελισσόμενον περί ράβδον μετ’επιγραφής «ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ».
Εν Αμονακλειού, εν κτήματι Γεωργίου Αραγιάννη, ευρέθη αρχαίος τάφος, εμπερικλείων συν άλλοις και πολλά αγγεία τεθραυσμένα τε και μη, εν οις και δίωτον τοιούτον μετά ποδός, όπερ περιθέει μαίανδρος διατηρούμενος μόνο επί της ετέρας των πλευρών…
Εν τω Όρμω Κορθίου, εν αγρώ απέχοντι της θαλάσσης όσον διακόσια βήματα, ανασκαπτομένου φρέατος, ευρέθησαν αγγεία, λύχνοι, νομίσματα και άλλα αρχαία αποδεικνύοντα ότι και το μέρος τούτο της νήσου ην το πάλαι κατωκημένον.»6
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου εκτίθεται κρατηρίσκος από τ’Αμονακλειού, ο οποίος παραπέμπει στους γεωμετρικούς χρόνους και, σύμφωνα με τον Ν. Πετρόχειλο, θα πρέπει να συνδεθεί με τον τάφο που μνημονεύει στο ίδιο χωριό ο Πασχάλης7.

Κρατηρίσκος με βάθρο από το Αμονακλειού – Μέση Γεωμετρική περίοδος (περίπου 850 – 750 π.Χ.) Αρ. C3 – Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου. Τα δικαιώματα επί του απεικονιζόμενου κρατηρίσκου ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ν. 3028/2002). Ο κρατηρίσκος υπάγεται στην αρμοδιότητα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Pedestalled Krateriskos from Amonakliou – Middle Geometric c. 850 – 750 B.C. – Archeological Museum of Andros – inv. C3. All rights of the krateriskos presented above are reserved by the Hellenic Ministry of Culture and Sports (L. 3028/2022). The krateriskos is under the jurisdiction of the Cyclades Ephorate of Antiquities. Hellenic Ministry of Culture and Sports – Archaeological Resources Fund.

 

Επιπρόσθετα, ο Αντ. Μηλιαράκης μας πληροφορεί ότι τα ευρήματα που βρέθηκαν στο υπό κατασκευή πηγάδι του Όρμου Κορθίου, που αναφέρει ανωτέρω ο Πασχάλης, δόθηκαν ως παιχνίδια σε παιδιά της περιοχής και απωλέσθηκαν8.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου εκτίθεται και μυκηναϊκό αγγείο από την περιοχή του Κορθίου. Είναι άγνωστο ωστόσο, αν αυτό θα πρέπει να σχετιστεί με τα μνημονευόμενα κτερίσματα από τ’Αϊπάτια.
Στ’Αμονακλειού, συναντά κανείς πλήθος εντοιχισμένων επιγραφών και γλυπτών σε δεύτερη χρήση, τα οποία χρονολογούνται στους Ρωμαϊκούς, Παλαιοχριστιανικούς και Μεσοβυζαντινούς χρόνους.

Ο Ταξιάρχης στ’ Αμονακλειού

Στη δυτική πρόσοψη του Ταξιάρχη συναντούμε επιτύμβια επιγραφή του 3ου – πρώιμου 4ου αι. Σύμφωνα με τον Ν. Πετρόχειλο στην επιγραφή αναγράφεται το όνομα κάποιου Ερμησία από την Αλεξάνδρεια, πιθανότατα της Αιγύπτου. Η επιγραφή αναφέρει:
«ΕΡΜΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ ΕΝΘΑΔΕ ΚΙΤΕ – ΧΑΙΡΟΙΣ ΠΑΡΟΔΙΤΑ ΥΓΕΙΑΙΝΕ ΠΑΡΟΔΙΤΑ»9
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας εντοπίσαμε στην περιοχή και άλλη παλαιά επιτύμβια επιγραφή, για την οποία αναμένεται επιστημονική δημοσίευση από τον Γ. Πάλλη. Κατά την εκτίμησή του, η επιγραφή φαίνεται να ανάγεται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (6ο αι.).
Στον Ταξιάρχη και στην Αγία Ειρήνη έχουν επισημανθεί γλυπτά της Μεσοβυζαντινής περιόδου και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη ναών, εντοιχισμένα σε δεύτερη χρήση. Σύμφωνα με τον Γ. Πάλλη, τα γλυπτά αυτά υποδεικνύουν ότι στην περιοχή «προϋπήρχε ένας ναός που διακοσμήθηκε με γλυπτά άριστης ποιότητας και τέχνης χαρακτηριστικής του ώριμου 12ου αι., τα οποία ίσως φιλοτεχνήθηκαν από το συνεργείο που εργάστηκε στο τέμπλο [του Ταξιάρχη] της Μελίδας»10.

Η συνοικία του Ταξιάρχη στ’Αμονακλειού. Πάνω δεξιά η συνοικία του Μπενετιάνου.

Τα γλυπτά αυτά δεν είναι τα μοναδικά μεσοβυζαντινά που βρίσκονται εντοιχισμένα στ’ Αμονακλειού, καθώς σε άλλο σημείο της περιοχής ο διαβάτης έχει τη δυνατότητα να δει γλυπτά που δεν συνανήκουν με αυτά του Ταξιάρχη και της Αγίας Ειρήνης. Ορισμένα από αυτά φαίνεται να είναι προγενέστερα του 12ου αι. Σύμφωνα με τον Γ. Πάλλη θα μπορούσαν να ανάγονται ακόμη και στον 10ο αι ή 11ο αι., από τους οποίους δεν διαθέτουμε στην Άνδρο παρά ελάχιστα αντίστοιχα δείγματα.
Παρ’ό,τι τα ανωτέρω γλυπτά θα μπορούσαν να είχαν μεταφερθεί από άλλη περιοχή, η πλειάδα τόσων ευρημάτων σε μια σχετικά περιορισμένη περιοχή, παραπέμπει στην ύπαρξη παλαιότερα τουλάχιστον δύο ναών με διάκοσμο της Μεσοβυζαντινής περιόδου (10ος -12ος αι.). Παράλληλα, οι επιτύμβιες επιγραφές σε συνδυασμό με τους αρχαίους τάφους που έχουν εντοπιστεί στην περιοχή, μαρτυρούν τη μακραίωνη κατοίκηση της περιοχής.

Τα ιστορικά τεκμήρια για την περιοχή

Η πρώτη αναφορά στ’Αϊπάτια συναντάται σε αφιερωτήριο προς τη Μονή Αγίας του 1573. Σε αυτό ο Νικολός Σπαρβέρης αφήνει στη Μονή το μερτικό του «εις τον κάμπο τ’Αειπάτη» 11. Το έγγραφο μαρτυρά λοιπόν ότι στην αυγή της Οθωμανικής εποχής της Άνδρου, η περιοχή είχε ήδη λάβει το όνομά της από τον ναό του Αγίου Υπατίου. Είναι εύλογο να υποθέσουμε λοιπόν, ότι ο ναός πιθανότατα υπήρχε στα χρόνια της Λατινοκρατίας, η οποία είχε λήξει μόλις επτά χρόνια νωρίτερα.

Ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Υπατίου

Ο αδερφός του ανωτέρω Νικολού Σπαρβέρη, εμφανίζεται σε άλλο αφιερωτήριο του 1570. Στο έγγραφο αυτό συναντούμε άλλα γνωστά τοπωνύμια της ίδιας περιοχής, όπως τον ναό της κοντινής Αγίας Άννας αλλά και τη Θεοτόκο στα Τρομάρχια. Στο αφιερωτήριο αυτό, υπογράφουν ως μάρτυρες άτομα με γνώριμα επώνυμα της περιοχής όπως Μπαγγέλας, Ψάλτης και Βαρδαλής12. Υπενθυμίζεται πως σε ό,τι αφορά το τοπωνύμιο Τρομάρχια, έχει υποστηριχθεί ότι ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους, λόγω συσχέτισής του με το βυζαντινό αξίωμα του Τουρμάρχη13.

Ο νεότερος τρίκλιτος ναός της Αγίας Άννας

Σε έγγραφο του 1578 εντοπίζεται και η πρώτη καταγραφή του τοπωνυμίου της «Οπίσω Μεριάς». Μεταξύ των μαρτύρων του εγγράφου αναφέρεται ιερέας Κωσταντής Κουμαριανός14.
Στην απογραφή του 1670 στα χωριά της γύρω περιοχής καταγράφονται οι παρακάτω ενοριακοί ναοί με τους ιερείς τους15:

Δεδομένου ότι την εποχή εκείνη, οι ναοί ήταν συνήθως ιδιόκτητοι και τα παιδιά των ιερέων πολύ συχνά γίνονταν ιερείς με τη σειρά τους, είναι αρκετά πιθανό η οικογένεια Κουμαριανού να είχε στην ιδιοκτησία της τους ναούς των Ταξιαρχών και της Αγίας Ειρήνης στ’Αμονακλειού. Μάλιστα στην πρόσοψη της Αγίας Ειρήνης υπάρχει επιγραφή ταφής μέλους της οικογένειας Κουμαριανού.
Σε παλιότερο έγγραφο του 1620, αναφέρονται τα ονόματα δεκαεπτά ιερέων της περιφέρειας Απάνω Κάστρου16. Συνδυάζοντας τα ονόματα των ιερέων του εγγράφου του 1620 με τους ανωτέρω ιερείς που αναφέρονται στην απογραφή του 1670, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετές περιπτώσεις που πιθανότατα είχαν σχέσεις άμεσης συγγένειας μεταξύ τους και ενδεχομένως ιδιοκτησίας των ενοριακών ναών. Σε αυτό το πλαίσιο, συναντούμε τον παπα-Αντώνη Φίφη, πιθανότατα πατέρα του ιερέα του Αγ. Γεωργίου στις Πέτρες. Αντίστοιχα παρατηρούμε τον ιερέα παπα-Γιάννη Κουμαριανό, που ίσως ήταν παππούς των συνεπώνυμων ιερέων του Αμονακλειού. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται και ο παπα-Αντώνης Κεραμάς, που ίσως ήταν παππούς του συνονόματου ιερέα της Αγίας Παρασκευής στην Πίσω Μεριά.

Ο νεότερος τρίκλιτος ναός της Αγίας Παρασκευής στην Πίσω Μεριά, όπως φαίνεται από το Μουστάκειο. Ψηλότερα η συνοικία του Μακρυδιάνου.

Στην απογραφή του 1670, οι προαναφερθέντες οικισμοί είχαν τα παρακάτω χαρακτηριστικά ανά ενορία:

Πλήθος νοικοκυριών ανά ενορία με βάση την απογραφή του 1670. Η εκτίμηση πληθυσμού με πολλαπλασιασμό επί των ενήλικων αρρένων επί 4 και επί 5.

Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν υπόφοροι κεφαλικού φόρου κατώτερης κλίμακας, με εξαίρεση πέντε ιερείς (βλ. προηγούμενο πίνακα). Μεταξύ των απογραφόμενων στην περιοχή, απουσιάζουν επώνυμα αρχοντικών οικογενειών, με μόνη εξαίρεση μία καταγραφή οικογένειας Ντελαγραμμάτικα στον Άγιο Δημήτριο στα Έξω Αϊπάτια. Παρ’ότι και αυτή η περίπτωση αφορά υπόφορους κεφαλικού φόρου κατώτερης κλίμακας, η εν λόγω οικογένεια φαίνεται να είχε έγγεια περιουσία διόλου ευκαταφρόνητη σε σχέση με τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής.

Τα Έξω Αϊπάτια με τον ναό του Αγίου Δημητρίου

Πάντως η μετέπειτα παρουσία της αρχοντικής οικογένειας Ντελαγραμμάτικα στ’ Αμονακλειού, πιθανότατα θα πρέπει να συσχετιστεί με τον Μπουρτούλη Ντελαγραμμάτικα, ενορίτη Αηδονίων στην απογραφή του 1670, με πολλαπλάσια έγγεια περιουσία.
Παρ’ό,τι η Αλαμανιά δεν αναφέρεται στην απογραφή του 1670, στην κοντινή ενορία Αγίας Μαρίνας καταγράφονται τρεις οικογένειες με το επώνυμο Αλαμάνος. Επιπρόσθετα σε έγγραφο της ίδιας περίπου εποχής (1665), περιγράφεται κάμπος της μονής Παναχράντου ως κείμενος στην περιοχή του χωριού Αϊπάτια «εις το Πέραμα εις των Αλαμαναίων από κάτω» 17. Όπως αναφέρει ο Δημ. Πολέμης, στον κάμπο κάτω από την Αλαμανιά υφίσταται πράγματι σημείο με το όνομα «Πέραμα». Το τοπωνύμιο επαναλαμβάνεται ως «Αλαμαναίο» σε δύο έγγραφα της μονής Αγίου Νικολάου των ετών 1676 και 1735. Στο δεύτερο προσδιορίζεται ως κατοικημένη περιοχή18.
Σε έγγραφο του Επαρχείου Άνδρου του 1833, δίνονται οι παρακάτω πληροφορίες για τις ενοριακές εκκλησίες της περιοχής19:

Συνδυάζοντας τις ανωτέρω πληροφορίες για την κατάσταση των ενοριακών εκκλησιών του 1833 με την απογραφή του 1670, παράγονται ιδιαίτερα χρήσιμες πληροφορίες.

Ο παλιός ναός της Ζωοδόχου Πηγής στην Πίσω Μεριά. Στα 1670 υπήρξε ένας από τους ενοριακούς του οικισμού.

Πράγματι, εκκλησίες που καταγράφονται ήδη από το 1670 όπως η Αγία Μαρίνα, η Ζωοδόχος Πηγή, η Αγία Άννα και ο Άγιος Δημήτριος, στα 1833 χαρακτηρίζονται πλέον ως παλαιές και προτείνεται να κλείσουν, ώστε οι ενορίτες να μεταβαίνουν στις νεότερες και μεγαλύτερες κοντινές εκκλησίες. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνεται οι ενορίτες της παλαιάς και μικρής Αγίας Μαρίνας να μεταβαίνουν στη νεότερη και μεγαλύτερη Αγία Μονή της Αλαμανιάς. Αντίστοιχα, οι ενορίτες του παλαιού Αγίου Δημητρίου και της παλαιάς Αγίας Άννας να μεταβαίνουν στον νεότερο και μεγαλύτερο Άγιο Προκόπιο στ’Αϊπάτια. Τέλος οι ενορίτες της παλαιάς και μικρής Ζωοδόχου Πηγής της Πίσω Μεριάς, προτείνεται να μεταβαίνουν στη Γέννηση του Νιώνα.

Στα 1833, η δίκλιτη Γέννηση καταγράφεται ως η μεγαλύτερη σε χωρητικότητα εκκλησία της ανωτέρω περιοχής. Με δεδομένο ότι δεν καταγράφεται στην απογραφή του 1670, τεκμαίρεται ότι η δίκλιτη αυτή εκκλησία θα πρέπει να ανεγέρθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν της απογραφής αυτής. Υπενθυμίζεται ότι οι δίκλιτες εκκλησίες άρχισαν να χτίζονται επί Ενετοκρατίας προκειμένου να τελείται η λατρεία τόσο του Καθολικού όσο και του Ορθόδοξου δόγματος, στα δύο ξεχωριστά κλίτη. Οι εκκλησίες αυτές συνέχισαν να χτίζονται και μετά το 17ο αι. Για παράδειγμα ο Δ. Βασιλειάδης μας πληροφορεί ότι ο δίκλιτος Άγιος Νικόλαος του Πιτροφού20, ανεγέρθηκε εκ θεμελίων μεταξύ των ετών 1759 – 1768.

Ο Νιώνας με τον δίκλιτο ναό της Γεννήσεως της Θεοτόκου στα αριστερά.

Τελικά, οι παλιοί ενοριακοί ναοί της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Άννας και της Αγίας Παρασκευής ανακαινίστηκαν μετά το 1833, παίρνοντας τη μορφή τρίκλιτων ναών, και σήμερα η χωρητικότητά τους ξεπερνάει εκείνη της Γεννήσεως του Νιώνα.
Σε ό,τι αφορά τις εκκλησίες του Αμονακλειού, το έγγραφο επιβεβαιώνει ότι οι δύο ενοριακές του Ταξιάρχη και της Αγίας Ειρήνης παρέμεναν μέχρι και τις αρχές του 19ου αι. στην ιδιοκτησία της οικογένειας Κουμαριανού.

Ο δίκλιτος ναός της Αγίας Ειρήνης στ’Αμονακλειού.

Μεταξύ 1834 – 1837, ο Karl Gustav Fiedler επισκέπτεται την περιοχή ερχόμενος από την Παλαιόπολη. Οι πρώτες του εντυπώσεις αντικρύζοντας την κοιλάδα του Κορθίου από τα δυτικά, είναι οι εξής:
«Εμφανίζονται κάποια χωριά με αρκετά σπίτια που είναι τετράγωνα καθώς και ένας χαμηλός ισχυρός πύργος. Σε τούτον κατοικούν οι πλούσιοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι εκεί διαμένουν ασφαλώς οχυρωμένοι, αφού σε περίπτωση ξαφνικής επίθεσης, σε έναν τέτοιο πύργο δύνανται με μικρά όπλα να υπερασπίσουν καλύτερα τους εαυτούς τους. Τα κτίσματα είναι ασβεστωμένα. Μπορεί επίσης κάποιος να δει λευκές εκκλησίες και πολλούς λευκούς πυργίσκους, που δεν είναι πολύ ψηλοί και σε κάθε γωνία έχουν επάλξεις, ενώ στο επάνω μέρος τους κοσμούνται με διακεκομμένη τοιχοποιία. Υπάρχουν επίσης πύργοι για περιστέρια, κατασκευασμένοι με περισσότερο διάκοσμο και επιμέλεια από ό,τι τα κανονικά σπίτια.» Στη συνέχεια θα προχωρήσει προς ένα Μοναστήρι, πιθανότατα αυτό των Τρομαρχίων, και κατόπιν στην περιοχή του Στενού.

Το γεφύρι στ’Αϊπάτια κοντά στον Άγιο Προκόπιο. Στα 1884, ο Ζήνων Δελαγραμμάτικας αναφέρει ότι το γεφύρι έχτισε ο Νικοκλής Δε-Μαθάς. Σύμφωνα με προφορική παράδοση της οικογένειας Δεμαθά, που είχε προεξέχουσα θέση στ’Αϊπάτια ήδη από τον 19ο αι., μέλος της οικογένειας πνίγηκε προσπαθώντας να διαβεί τον ποταμό, όταν πιάστηκαν τα μαλλιά της σε κάποιο δέντρο. Κατόπιν αυτού, η οικογένεια αποφάσισε να χτίσει γεφύρι στο σημείο για να μην επαναληφθεί παρόμοιο δυστύχημα.

Κατά την επιστροφή του ο Fiedler θα περάσει από τα Αϊπάτια όπου θα σημειώσει: «Επιστρέψαμε προς ένα χωριό ονόματι Αϊπάτια το οποίο βρίσκεται στη νότια πλευρά της κοιλάδας που διασχίσαμε τελευταία, για να αναπαυθούμε λίγο και να δροσιστούμε μιας και για πέντε ώρες περιπλανώμεθα στις ερημικές, βραχώδεις κλιτύες. Οι περισσότεροι κάτοικοι δεν ήταν στα σπίτια τους, ενώ όσοι είχαν μείνει πίσω δεν γνώριζαν ποια ακριβώς συμπεριφορά έπρεπε να επιδείξουν απέναντί μας. Μας έφεραν εξαιρετικό κρασί και μόλις πληρώσαμε έφεραν πουλερικά, τυρί, κ.ο.κ. σε ποσότητες μεγαλύτερες από όσες χρειαζόμαστε. Από τούτο το χωριό διακρίνει κανείς βόρεια της κοιλάδας τέσσερις βραχώδεις και έξι πεπλατυσμένες βουνοκορφές, επίσης στα βόρεια μία δευτερεύουσα, μάλλον καλλιεργούμενη κοιλάδα.»21
Όπως και στο έγγραφο του 1830 προς την κυβέρνηση Καποδίστρια για τους νερόμυλους, είναι αρκετά πιθανό ο Fiedler, λέγοντας Αϊπάτια, να εννοεί και τις συνοικίες της Πίσω Μεριάς που έχουν οπτική επαφή με τις βουνοκορφές των Γερακώνων.

Γλυπτό των Οθωμανικών χρόνων από τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Πίσω Μεριά

Ο Μηλιαράκης μιλάει επίσης για την ύπαρξη πύργου στα 1878, που συναντούσε κανείς μπαίνοντας στην Πίσω Μεριά, ερχόμενος από την πλευρά του Κορθίου22. Παρ’ό,τι υφίστανται μαρτυρίες στη δυτική συνοικία των «Πύργων» της Πίσω Μεριάς, για ύπαρξη παλαιότερα εκεί πύργων23, δεν αποκλείεται να εννοεί τον πύργο στο Μπενετιάνο.

Συμπεράσματα
Από την ανωτέρω ανάλυση διαπιστώνουμε ότι η θέση των ενοριακών ναών της περιοχής που μνημονεύονται στην απογραφή του 1670, προσδιορίζεται πλήρως από το έγγραφο του 1833. Το έγγραφο με τους 17 ιερείς του Απάνω Κάστρου του 1620, ενδεχομένως μας δίνει κάποια προβολή και προς το παρελθόν για κάποιους από τους ναούς αυτούς. Η Αγία Άννα αναφέρεται σε έγγραφο του 1570 ενώ και ο Άγιος Υπάτιος θα πρέπει να υπήρχε ήδη από τη Λατινοκρατία.

Ο ερειπωμένος Άγ. Υπάτιος στο κέντρο της φωτογραφίας. Γύρω του, με πορτοκαλί χρώμα τα τοπωνύμια της περιοχής και με κίτρινο επισημαίνονται οι προαναφερθέντες ενοριακοί ναοί στα 1670 και 1833. Αποτυπώνονται κάποιες από τις κυριότερες παραδοσιακές στράτες της περιοχής, με κίτρινο χρώμα.

Παράλληλα, η ύπαρξη τόσων αρχαιολογικών ευρημάτων από διάφορες ιστορικές περιόδους, φανερώνει ότι η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ήταν έντονη, τουλάχιστον από τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και μετά.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει ταυτοποιηθεί η θέση του συνόλου των ενοριακών ναών της περιοχής που αναφέρονται στην απογραφή του 1670 και καμία από αυτές δεν σχετίζεται με το μεγάλο κτίσμα που επισημάναμε, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι το κτίσμα αυτό, αν ήταν ναός, πρέπει να βρισκόταν σε χρήση σε άλλη ιστορική περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι οι ενοριακοί ναοί του 1670, με βάση το έγγραφο του 1833 είχαν αρκετά μικρότερο μέγεθος και χωρητικότητα από το μεγάλο αυτό κτίσμα. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική επίχωση που παρατηρείται εξωτερικά του δυτικού τοίχου, την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς σε άλλο τόσο μεγάλο ναό στην περιοχή από το 17ο αι. και μετά, αλλά και την ύπαρξη του ανεμόμυλου σε μικρή απόσταση, συμπεραίνουμε ότι το κτίσμα αυτό πρέπει να ήταν αρκετά παλιό και να είχε εγκαταλειφθεί πιθανότατα πριν το 17ο αιώνα.
Η ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου ναού στην περιοχή αλλά και του Αγίου Υπατίου, που μνημονεύεται ήδη στο τέλος της Λατινοκρατίας κι εμφανίζει εντοιχισμένους πωρόλιθους, μας φανερώνει πιθανότατα μια σημαντική θέση παλαιότερης οικιστικής εγκατάστασης η οποία μας διαφεύγει. Δεν αποκλείεται ο οικισμός αυτός να σχετίζεται με την πληθώρα μεσοβυζαντινών γλυπτών υψηλής τέχνης που έχουν διασωθεί εντοιχισμένα σε κτίσματα στο γειτονικό Αμονακλειού. Γιατί όμως να εγκαταλείφθηκε η θέση αυτή;
Ίσως είναι χρήσιμο εδώ να παραθέσουμε μια προφορική μαρτυρία κατοίκου του Κορθίου που ενδεχομένως να δικαιολογεί την εγκατάλειψη της θέσης αυτής. Σύμφωνα με όσα τού είχε διηγηθεί ο παππούς του Δημήτριος Μπακέλας, γεννηθείς το 1904 με καταγωγή από την Πίσω Μεριά, στην πίσω πλευρά της Ράχης, υπήρχε άλλοτε θέση οικιστικής εγκατάστασης κοντά στην πηγή Μεσάδες (Μισάδες) 24, στη θέση Σκάλα Στενού, κάτω από τις ανεμογεννήτριες στο Φραγκάκι. Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, οι κάτοικοι εκεί είχαν έλθει από την περιοχή της Καρδίτσας. Το τοπωνύμιο Μεσάδες όπως και το διπλανό Βαγιώνιδες25, που παρατηρούμε στον χάρτη των Μαμάη – Σταυλά του 1894, θυμίζει πράγματι τοπωνύμιο της Θεσσαλίας (π.χ. Σοφάδες), ενώ είναι μάλλον ασυνήθιστο για τη Νότια Άνδρο.

Απόσπασμα του χάρτη των Μαμάη – Σταυλά (1894), όπου αποτυπώνεται το τοπωνύμιο «Βαγιώνιδες», όχι μακριά από την πηγή στους Μεσάδες (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).

Η ίδια μαρτυρία υποστηρίζει ότι μια φονική ασθένεια έπληξε την περιοχή του Κορθίου και κατόπιν αυτού, οι κάτοικοι των Μεσάδων μετακινήθηκαν στην Πίσω Μεριά, καθώς ο πληθυσμός στην περιοχή είχε αποδεκατιστεί. Αρχικά κατοίκησαν τον Νιώνα και σταδιακά επεκτάθηκαν και χαμηλότερα. Ίσως μάλιστα το τοπωνύμιο της Πίσω Μεριάς να απηχεί την προηγούμενη εγκατάσταση των κατοίκων αυτών στην πίσω μεριά της Ράχης. Όπως προαναφέραμε πάντως, το τοπωνύμιο «Οπίσω Μεριά» συναντάται σε έγγραφο ήδη από το 1578. Συνεπώς, αν ισχύει η παραπάνω υπόθεση, η μετακίνηση θα πρέπει να είχε λάβει χώρα νωρίτερα. Η μαρτυρία αυτή έχει αξία και ως προς το ιδιαίτερο ιδίωμα του Νιώνα στην Πίσω Μεριά, το οποίο θεωρείται ένα από τα πιο έντονα ιδιώματα βόρειου φωνηεντισμού της περιοχής του Κορθίου.

Η περιοχή στη Σκάλα Στενού, κοντά στην πηγή των Μεσάδων. Ψηλά διακρίνονται οι δύο από τις ανεμογεννήτριες στο Φραγκάκι και απέναντι η Τήνος. Στην περιοχή συναντά κανείς ακόμη πολλές αγροικίες.

Θα μπορούσε άραγε η μαρτυρία αυτή για τη φονική ασθένεια που έπληξε την περιοχή κοντά στ’Αϊπάτια, να εξηγεί την εγκατάλειψη κάποιου σημαντικού οικιστικού συνόλου που θα δικαιολογούσε την ύπαρξη τόσο μεγάλου ναού εκεί; Οφείλουμε πάντως να επισημάνουμε ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία μεταφέρεται με κάθε επιφύλαξη, καθώς ήταν παντελώς άγνωστη στους κατοίκους της Πίσω Μεριάς με τους οποίους συνομιλήσαμε προκειμένου να τη διασταυρώσουμε. Η περιοχή δε στη Σκάλα Στενού, θεωρούμε ότι δύσκολα θα μπορούσε να αποτελέσει αυτόνομο οικισμό, παρά τη σημαντική πηγή στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, η περαιτέρω μελέτη του χώρου στο ύψωμα πάνω από τον κάμπο στ’Αϊπάτια, είναι βέβαιο ότι θα προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για την ιστορία του τόπου. Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η μελέτη της κεραμικής από την ανασκαφή στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στο Κόρθι, φανέρωσε ότι «η δραστηριότητα στο χώρο περιμετρικά του ναού ήταν εντατική και χρονολογικά εκτεταμένη από τους πρωτοβυζαντινούς μέχρι και τους νεότερους χρόνους»26. Με βάση τα όσα καταγράψαμε ανωτέρω, αντίστοιχα ευρήματα φαίνεται να καταγράφονται και σε μικρή απόσταση από τα ερείπια της περιοχής του Αγίου Υπατίου. Όπως αναφέραμε, στη ζώνη γύρω από τον ναό έχουν εντοπιστεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που εκτείνονται από τους ύστερους ρωμαϊκούς μέχρι και τους νεότερους χρόνους. Έτσι, υπάρχουν ενδείξεις ότι η περιοχή κατοικούνταν τόσο πριν όσο και μετά την εγκατάλειψη της Παλαιόπολης κατά τον 7ο αι. Όπως προκύπτει και από το οδοιπορικό του Fiedler από την Παλαιόπολη προς την περιοχή του Κορθίου, τα Αϊπάτια βρίσκονταν πάνω στις παραδοσιακές οδούς που συνέδεαν την Παλαιόπολη και τη Δυτική ακτή του νησιού με την ευρύτερη περιοχή του Κορθίου. Καθώς μάλιστα η Παλαιόπολη συνυπήρξε για κάποιους αιώνες με το πρωτοβυζαντινό πόλισμα στην περιοχή του Κορθίου, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι η περιοχή κοντά στα ερείπια του Αγίου Υπατίου υπήρξε κρίκος σύνδεσης των δύο περιοχών. Η πλειάδα των ευρημάτων των μεσοβυζαντινών χρόνων στο γειτονικό Αμονακλειού και τα ερείπια γύρω από τον Άγιο Υπάτιο φαίνεται να αποτελούν την ιστορική συνέχεια στους μετέπειτα αιώνες, αυτού του παλαιότερου κρίκου σύνδεσης.

Θερμές ευχαριστίες στον Αναπληρωτή Καθηγητή Γιώργο Πάλλη για τα σχόλιά του καθώς και για τη χρονολόγηση γλυπτών και επιγραφών που εντοπίσαμε στην περιοχή. Επίσης στην αρχαιολόγο Σταυρούλα Παπανικολοπούλου, την αρχιτέκτονα Λίνα Δεμαθά και τον Παναγιώτη Κουλούρη για τις παρατηρήσεις τους κατά την κοινή επίσκεψή μας στον χώρο των ερειπίων γύρω από τον Αγ. Υπάτιο. Ο Στέφανος Νομικός μας βοήθησε με τα σχόλιά του για την πιθανότητα ο ανεμόμυλος να προϋπήρξε των νερόμυλων της περιοχής. Μας εξέφρασε επίσης την εκτίμησή του ότι το μεγάλο ερειπωμένο κτίσμα που επισημάναμε αποτελούσε δίκλιτο ναό. Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε επίσης τους Παναγιώτη Καλογρίδη, Νίκο Μαγκανιώτη, π. Ιάκωβο Στεφάνου, Παναγιώτη Αναστασόπουλο, Γιάννη Κοντό, Φλώρα Νιτσόλα, Νίκο Μπουρούτη, Γιάννη Μπακέλα, Θανάση & Κώστα Καρπούζη, αλλά και τους πολλούς ανώνυμους κατοίκους της Πίσω Μεριάς και των Αϊπατιών που συναντήσαμε στη διάρκεια της έρευνάς μας, για τις πολύτιμες πληροφορίες και μαρτυρίες τους. Τέλος, ευχαριστούμε θερμά την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων για την παροχή άδειας δημοσίευσης της παρούσας μελέτης και φωτογραφίων προστατευόμενων αρχαιοτήτων, καθώς επίσης την Καΐρειο Βιβλιοθήκη και τον Βαγγέλη Λουκίσα για τη συνεχή υποστήριξη.

Με τη Λ. Δεμαθά στον Άγιο Υπάτιο.

Βιβλιογραφία
1. Ζ. Δελαγραμμάτικας, Οδοιπορικαί Σημειώσεις (1884) Εν πλω προς Κόρθιον Αμονακλειού – Αϋπάτια, Ανδριακόν Ημερολόγιον του έτους 1925, σελ. 128, Δ. Πασχάλης, Τοπωνυμικόν της νήσου Άνδρου σελ. 22, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Εστία , 1933 & Π. Αναστασόπουλος, Κόρθι ο θησαυρός της Άνδρου, τόμος Ά, σελ. 134, art2face Αθήνα 2021
2. Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 39, 223
3. Βαλμά Παυλώφ Ευδοκία, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα της εποχής του Καποδίστρια (1828 – 1832), Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1997
4. Ζ. Δελαγραμμάτικας, Οδοιπορικαί Σημειώσεις (1884) Εν πλω προς Κόρθιον Αμονακλειού – Αϋπάτια, Ανδριακόν Ημερολόγιον του έτους 1925, σελ. 128
5. Ζ. Δελαγραμμάτικας, Οδοιπορικαί Σημειώσεις (1884) Εν πλω προς Κόρθιον Αμονακλειού – Αϋπάτια, Ανδριακόν Ημερολόγιον του έτους 1925, σελ. 128
6. Δ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 τομ. Α, σελ. 588
7. Ν. Πετρόχειλος, Η επιτύμβια στήλη του Ερμησίου Αλεξανδρέως, Άγκυρα 5, Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, Άνδρος 2018 σελ. 12
8. Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 113
9. Ν. Πετρόχειλος, Η επιτύμβια στήλη του Ερμησίου Αλεξανδρέως, Άγκυρα 5, Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, Άνδρος 2018 σελ. 7 – 13
10. Γ. Πάλλης, Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 145, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
11. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 17.
12. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 9-10.
13. Ι.Κ. Βογιατζίδης, Μεσαιωνική Άνδρος, Ανδριακόν Ημερολόγιον του έτους 1925, σελ. 176 – 179 & Δ. Πασχάλης, Τοπωνυμικόν της νήσου Άνδρου σελ. 69, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Εστία , 1933.
14. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 20-21.
15. Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
16. Ηλ. Κολοβός: Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό Πλαίσιο, Ανδριακά Χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006, σελ. 229.
17. Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου σελ. 162 – 163, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
18. Δ. Πολέμης, Μοναστηριακά του Αγίου Νικολάου, Ανδριακά Χρονικά 32, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2001, σελ. 229 – 230.
19. Δ. Αντωνίου, Η Άνδρος μέσα από το αρχείο του Υπουργείου Παιδείας (1833 – 1850) Τόμος Ά Εκκλησιαστικά, Στοιχείον Ά, Κατάλογος των Εκκηλσιών της νήσου Άνδρου, Ανδριακά Χρονικά 20, Καΐρειος Βιβλιοθήκη Άνδρος 1993
20. Δ. Βασιλειάδης, Αι επιπεδόστεγοι μεταβυζαντιναί βασιλικαί των Κυκλάδων, Ανάτυπον εκ της Επετηρίδος της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών Τόμος Γ’ 1963, Τύποις Γ. Κυπραίου, Αθήναι 1962, σελ. 168.
21. Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, σελ. 230 – 231, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021
22. Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 78
23. Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 276
24. Δ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 τομ. Α, σελ. 142
25. Δ. Πασχάλης, Τοπωνυμικόν της νήσου Άνδρου σελ. 23, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Εστία , 1933
26. Μαρίνα Βόγκλη, Κεραμική από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016, σελ. 115

Αφήστε ένα σχόλιο

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας

Εάν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα νέα μας καταχωρίστε το email σας στην παρακάτω φόρμα.
Διατηρούμε τα δεδομένα σας ιδιωτικά. Για περισσότερες πληροφορίες και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά σας διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου μας.

Video της Ημέρας

Αρχείο

Βρείτε μας και στα Socia Media

© 2018 - 2023 | Ο Περίγυρος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Άνδρου | Crafted by  Spirilio