Νέα

Εικόνες του τοπίου (18) – Πόλεμος και Κατοχή. Του Γιώργου Σπέη

ANDROS KASTRO 1944,  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: RON RAMSAY

Πόλεμος και Κατοχή. Του Γιώργου Σπέη

Η ιστορία δεν γράφεται μόνο από ιστορικούς που ψάχνουν έγγραφα αλλά και από απλούς ανθρώπους που η ιστορία είναι γι’ αυτούς βίωμα. Οι μνήμες του Πολέμου και της Κατοχής είναι ακόμα ζωντανές για εκείνη τη βαριά εποχή στο νησί.

 Το 1939 όταν γινόταν οι ταραχές μεταξύ των Ελλήνων και των Ιταλών ήμουνα στον 9ο συνοριακό τομέα στη Μακεδονία στη Φλώρινα. Πήγαμε Οκτώβριο μήνα είμαστε σε μια άλλη πολιτεία στα Γιαννιτσά. Όταν πήγαμε εκεί ένα απόγευμα μύριζε μπαρούτι. Είχανε αγριέψει πολύ τα πράγματα. Μια επιστράτευση σε ένα κτήριο και λέγαν πως το είχαν κάνει εκείνη τη χρονιά, έλεγαν κάποιοι ότι θα επιστρατεύσει δυο μεραρχίες. Κάτω στον σιδηροδρομικό σταθμό είχε μαζευτεί και πολύς στρατός και είχαμε και καταλύματα, ένα τάγμα εστεγάζετο σ’ ένα τουρκόσπιτο στη Φλώρινα. Εγώ είχα γίνει λοχίας  με μια διμοιρία και μεταξύ αυτών ήταν και 5-6 Ανδριώτες μέναμε στον σιδηροδρομικό σταθμός στο φόρο, έλεγε αλτ φόρος,  και ήταν μια σκάλα ξύλινη και ανεβαίναμε επάνω, καλό ήταν. Δίπλα ήταν εφόδια του στρατού, σανός για τα υποζύγια, άλλα υλικά διάφορα. Πήγαμε μια μέρα στο φρουραρχείο, είδα στη πόρτα πίσω μια ημερησία διαταγή και έλεγε «Αναλαβών τη διοίκηση της ταξιαρχίας, ήταν δύο συντάγματα, υποκλίνομαι ευλαβώς προ των ενδόξων σημαιών των συνταγμάτων χαιρετίζω αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτας ακρίτας των ελληνικών συνόρων και προτείνω ως πολεμικόν έμβλημα ουδείς θα περάσει. Νίκη ή Θάνατος. Μουτούσης Σωτήριος Υποστράτηγος.» Αυτό είναι μες το μυαλό μου.

Ύστερα έγινε μια συνθηκολόγηση με τους Ιταλούς και μας απέλυσαν 17 Δεκεμβρίου. Τον επόμενο χρόνο του 40 με μπαρκάραμε από το Γαύριο και πήγαμε στον πόλεμο.

 Μας ειδοποίησαν για 17 Δεκεμβρίου, φθάσαμε στο Γαύριο με τα διάφορα μέσα που τότε υπήρχαν και μπήκε μέσα στο λιμάνι το πολεμικό Ιέραξ σαν αετός που χύνεται στο θύμα. Κάνει μια βόλτα και από εκεί βγήκε και περίμενε και σε κάποια ώρα παρουσιάστηκε ένα ατμόπλοιο της ακτοπλοΐας και με τις βάρκες μπήκαμε μέσα και φτάσαμε στο Πειραιά. Μας πήγανε στο Γουδί σ’ ένα  έμπεδο εκεί, δεν φύγαμε αμέσως, σε μερικές μέρες φύγαμε. Εκεί ήταν σ’ ένα λόχο ήταν διοικητής κάποιος  Οργίνος από το Κόρθι δικηγόρος έφεδρος. Αυτός είναι ενταφιασμένος στο λιμάνι του Κορθίου όπως μπαίνουμε δεξιά σ’ ένα κάβο. Μας υποδέχθησαν και μας είπαν πλαγίως αν ζητήσει το μηχανικό οπλίτες να υπηρετήσουν δεν θα ΄ταν άσχημο να το προτιμήσουμε. Και προτιμήθηκε από πολλούς. Επήγα και γω. Ένας που έκανε τη κατάσταση μου λέει τι βαθμό έχεις. Του λέω λοχίας. Μου λέει θα σε γυρίσουν πίσω. Καθίσαμε κάμποσες μέρες, πήραμε εξοπλισμό πήραμε τα πάντα και ξεκινήσαμε απάνω για τον Πειραιά. Φύγαμε από το βράδυ, φθάσαμε στο Μεσολόγγι, από εκεί Αγρίνιο με κάτι λεωφορεία που φέρνανε τραυματίες. Πήγαμε στα Ιωάννινα κάτσαμε μια μέρα-δυο, έχω πάρει και μια γκλίτσα από τα Ιωάννινα. Την έβαλα στο σακίδιο και επήγε όλη την Αλβανία και εγύρισε. Επήγαμε το βράδυ εκεί και φθάσαμε στο Καλπάκι, είχε δοθεί η μάχη του Καλπακίου. Ήταν εκεί άρματα μάχης από τους Ιταλούς χαλασμένα. Ο Κατσιμήτρος είχε εντολή να υποχωρήσει αλλά αυτός πολέμησε. Τότε οι Έλληνες είχαν φιλότιμο. Πιστεύαν και στην Παναγία, που ήταν προστάτης μας, εγώ δεν την είδα αλλά άλλοι έλεγαν πως την είδαν και πήγαμε πρόθυμοι, δεν κάναμε κοπάνα.

 Στην Αλβανία μπήκαμε μέσα, είχε βουλιάξει και μια ξύλινη γέφυρα. Εκεί ήταν και ένας πατριώτης μας στο μηχανικό. Ήταν ο Σαραντάπορος, περάσαμε αντίκρυ στην Αλβανία και προχωρήσαμε τον δρόμο που πάει προς την Κλεισούρα. Εστρίψαμε το δρόμο που πάει δεξιά πριν τη Κλεισούρα, στο ύψος της Πρεμετής και λίγο πάρα κάτω, δεν είχαμε πάρει ακόμα τη Κλεισούρα. Ήταν χωριό, Μπούνταλιη λεγότανε ήτα  η έδρα της Μεραρχίας σ’ ένα στάβλο.

 Ήταν το άλογο του στρατηγού. Τοποθετήθηκα μετά σε μια πυροβολαρχία, στο 51 σύνταγμα πεζικού που ήταν η διαδοχή του συντάγματος Πίνδου που είχε διοικήσει ο Δαβάκης. Το είχε αναλάβει ο Κετσέας ένας άλλος αξιωματικός, και προχωρούσαμε. Δεν βρήκα χιόνια πολλά, μια φορά βρήκα χιόνια καλά πέρασα δεν βαριέσαι.

 Συνέπεσε όταν ήρθε κάποιος από τη στρατολογία μου λέει από που είσαι από τις Κυκλάδες Έχεις βαθμό; Είμαι λοχίας σε πολυβόλα. Θα πας στο πατριώτη σου τον Αγιοπετρίτη που είναι από τη Νάξο. Βάλε με. Στο τάγμα μου δεν ήταν άλλοι από την Άνδρο, ήμουνα μοναχογιός. Γνωρίστηκα  με δυο φίλους από τη Τρίπολη, Θεός σχωρέσ’ τους σκοτώθηκαν. Μέχρι το 731 το ύψωμα, το τάγμα μας το διατηρήσαμε δυο μήνες. Δεν ήμουνα ποτέ επιτιθέμενος πάντοτε αμυνόμενος, ήθελε να μου πει ο λοχαγός θα υποστηρίξουμε αυτή τη τοποθεσία. Είχαμε δύο πολυβόλα υπό την επίβλεψή μου και ήμουνα καλός εκτιμητής των αποστάσεων. Ποτέ μου δεν ήμουν επιτιθέμενος γιατί τα πολυβόλα είναι βαριά όπλα δεν είναι εύκολο να τα μεταφέρεις. Πάντως την εαρινή επίθεση την αντιμετώπισα πολύ σκληρά διότι οι Ιταλοί είχαν εξοπλισμό μεγάλο και φανατισμό μεγάλο, ζητούσαν να μπούνε στην Ελλάδα. Μετά την δεύτερη μέρα της επίθεσης 9 Μαρτίου, ερχόταν μια μεραρχία των Σερρών, τα τμήματά μας προχωρούσαν και πήγα δεξιότερα μιας χαράδρας γιατί οι Ιταλοί ήταν πονηροί. Εξεμεταλεύονταν ακάλυπτες περιοχές για να εισχωρήσουν. Εισχώρησαν σε αυτή τη χαράδρα η οποία δεν ήταν τυχαία γιατί είχε υπονομευθεί γιατί αντιαρματικά κωλύματα είχε ήταν φυλαγμένη. Και πήγαμε εκεί αντίκρυ σε κάτι υψώματα και επιτηρούσαμε τη χαράδρα. Αυτή η χαράδρα κόστισε στους Ιταλούς 500 αιχμαλώτους  σκοτωμένους μιλιούνια. Είχε έρθει και ο διοικητής ο Κετσέας, είχαν δύο πυροβόλα στην έξοδο της χαράδρας με έναν αξιωματικό τον Αργυρόπουλο, αυτά ήταν πυρομαχικά από τον Τρικούπη. Όταν τους αντελήφθει δεν τους έριχνε όχι καμπύλη τροχιά, αλλά ευθυτενή τροχιά και τους ρήμαξε. Αλλά σκοτώθηκε και αυτός και ένας άλλος. Πάντως ενικήσαμε τους Ιταλούς αλλά δυστυχώς επενέβησαν οι Γερμανοί και δεν μπορούσαμε να νικήσουμε. Ήταν το έθνος ενωμένο. Εμείς οι Έλληνες έχουμε στο αίμα μας τη διχόνοια, η οποία είναι η πληγή του έθνους ανέκαθεν.

 Δεν υπάρχει άνθρωπος να μην φοβάται. Έπιασα δύο αιχμαλώτους χωρίς να το θέλω. Ήρθαν και έπεσαν επάνω μου δυο καλά παλικάρια Ιταλοί φορτωμένοι  με κάτι πυρομαχικά, βγήκα για σωματική μου ανάγκη κατά τον Γενάρη ήτανε και είδα από μακριά δύο και κατέβαιναν έλεγαν μεταξύ τους ιταλιάνο μοναστέρο ιταλιάνο μοναστέρο. Ήταν ένα χωριουδάκι απέναντί μας στα 250 μέτρα το οποίο πότε το κρατούσαν πότε το παρατούσαν γιατί ήταν επικίνδυνο, φθορά μεγάλη. Αυτοί πηγαίναν εκεί είχαν χάσει το μονοπάτι. Δύο καλοντυμένοι, καθαροί, 25 χρονώ εκεί γύρω. Τους πήρα κάτω και τους πήγα στη σκηνή του ταγματάρχη, λέω στο σκοπό πάρτε τους. Μου λέει που τους βρήκες. Του λέω πήγα πάνω στο βουνό και ήρθαν και έπεσαν απάνω μου.

 Ο γυρισμός ‘ήταν δύσκολος. Όταν εκηρύχθει ο Γερμανικός πόλεμος είχαμε οπισθοχωρήσει στο ύψος της Πρεμετής απέναντι. Δύο επιτελείς της μεραρχίας έλεγαν ότι εκηρύχθει ο Γερμανικός πόλεμος. Εγώ τους άκουγα που το λέγανε Να δούμε η Τουρκία τι θα κάνει τώρα, θα μετάσχει, αν δεν μετάσχει η Γερμανία δεν θα τά ‘βρει εύκολα. Αλλά οι πονηροί οι Τούρκοι δεν  … Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στη Μέρτζανη μπήκαμε σε κάτι φορτηγά αυτοκίνητα μας τα είχαν φέρει οι Εγγλέζοι τότε και πήγαμε στον τομέα της Κορυτσάς. Εκεί ήταν κάτι υψώματα  Κιαπι Κιάρι εγώ τα θυμάμαι από τον χάρτη.  Εκρατήσαμε άμυνα καμιά βδομάδα γιατί είχαν εισχωρήσει οι Γερμανοί προς τη Σερβία  και από το Μοναστήρι μπαίνανε εύκολα από τη Φλώρινα, πιθανόν να είχαν καταλάβει και τη Φλώρινα. Δεν είχαμε τίποτα, αψιμαχίες μονάχα με τους Γερμανούς. Κάτι μοτοσικλετιστές μια μέρα που ήταν σφηνωμένοι αριστερά μας όμως μια μέρα, που ήταν και κάτι Αντριώτες, ο γιατρός ο Δάμπασης, ο Κανελλόπουλος ο πολιτικός ήτανε σ’ αυτή τη μεραρχία, ο Λεωνίδας ο Σιγάλας και όταν υποχώρησαν αυτοί υποχωρήσαμε και εμείς και φθάσαμε στο ύψος της Ερσέκας και ύστερα τραβήξαμε το βουνό και πιάσαμε τα ελληνοαλβανικά σύνορα να μη περάσουν οι Ιταλοί μέσα. Εν τω μεταξύ όταν φθάσαμε στη Κόνιτσα επήλθε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και άρχισε οι κάθοδος των μυρίων, με τα πόδια. Με τα πόδια μέχρι τη Λοκρίδα που είναι ένα μέρος η Τιθωρέα. Περπατούσαμε και ξεκουραζόμαστε. Μας είχε πιάσει η πείνα είχαμε χάσει τον εφοδιασμό. Εκεί στην Ερσέκα ήταν αποθήκη, ούτε στον Πειραιά δεν ήταν τέτοιες αποθήκες με εφόδια αλλά που να τα κουβαλάμε. Τα χωριά ήταν φτωχά, δεν είχαν τι να πάρουμε και σιγά- σιγά- σιγά κατεβήκαμε. Μέχρι του Αγίου Κωσταντίνου είχα έρθει εδώ. Θυμάμαι τη Ραφήνα μπήκαμε σ’ ένα καϊκάκι.

 Περάσαμε από τη Καλαμπάκα, εκεί φάγαμε, όσοι είχαν λεφτά περάσανε καλά. Εκεί οι χωρικοί σφάζανε να μην τους τα πάρουνε οι Γερμανοί και κατεβήκαμε Τρίκαλα. Καθόμαστε καμιά μέρα σε κάθε μέρος στη Καρδίτσα είχα και έναν γνωστό μου είμαστε μαζί και είχε και γαλακτοπωλείο και το είχε ανοίξει. Και μού λέγε κάτσε βρε Γιάννη να ξεκουραστείς  αλλά είμαστε μέσα στην ψείρα. Η αρρώστια μας η μεγάλη ήταν η ψείρα. Ξεκινήσαμε πάλι φτάσαμε στη Λαμία, ε ήτανε ουρά 300.000 κόσμος άλλοι ανέβαιναν άλλοι κατέβαιναν. Εφτάσαμε στη Τιθορέα, είχανε βάλει ένα τραινάκι. Στη Λαμία κατέβαιναν κάτι γερμανικά αυτοκίνητα και κουβαλούσανε βόδια. Είπε ο επικεφαλής ότι να ανεβαίνουμε είκοσι είκοσι άτομα μας έπαιρναν αλλά εμείς θέλαμε στο πρώτο να ανεβούμε όλοι. Και είπε τότε κανένας. Φτάσαμε στου Ρουφ το βράδυ. Πεινούσαμε πήγαμε σ’ ένα καφενείο. Βρε έχεις τίποτα να φάμε. Μου λέει δεν έχω τίποτα, κάτι συκαλάκια. Ε δώσε μου. Θέλω να πάω τώρα στη Καλλιθέα. Μου λέει δεν μπορείς να πας πρέπει να βγει ο ήλιος. Επήγα σε μια εκκλησία  κάθισα εξημέρωσε ο Θεός τη μέρα την άλλη μέρα περιφερόμενος είδα έναν από μακριά μ’ ένα ζιμπίλι  και στάρι. Λέω να πάω από κοντά να τον ρωτήσω. Τον καλημέρισα μου λέει εγώ πάω στον Πειραιά να δουλέψω δεν έχει συγκοινωνία να δουλέψω ξυλουργός. Βρε θέλω να πάω στο τάδε μέρος Να σε οδηγήσω εγώ. Και με πήγε, έκανε μια λοξοδρόμηση, αλλά μετά το αναγνώρισα και του είπα να πάει στο καλό. Και μου λέει θα πάω κάτω στο Μοσχάτο εκεί θα πάω. Πήγα σ’ ένα σπίτι να πάρω τα πολιτικά μου. Με είδαν από πάνω από το μπαλκόνι Μου λέει, Ήρθες Γιάννη, μια ξαδέλφη μου. Ήρθα. Έλα επάνω να ανέβεις. Που να ανέβω που είμαι γεμάτος ψείρα. Δεν πειράζει , θα πλυθείς, σου έχω πάρει και στυρόλ, ήταν ένα σωληνάριο και ψοφούσαν οι ψείρες. Τέλος πάντων. Η ζωή μας ήταν ταλαιπωρημένη. Η γενιά μας. Ήρθαμε εδώ.

1944 Το λιμάνι της Ραφήνας, από το βιβλίο ΕΛΛΑΔΑ, GREECE, από το Naval Intelligence Division, Great Britain

Στη Ραφήνα πως βρέθηκα δεν το θυμάμαι, εδώ βρήκαμε ένα καϊκάκι και ερχότανε στο Μπατσί. Βγήκαμε στο Μπατσί στη προκυμαία ήταν ένας από τις Μένητες. Βρε Γιάννη ήρθες. Ήρθα. Μπας και έχεις ένα γαϊδούρι να κρεμάσω κάτι. Μου λέει Έχω και θα πάμε και μαζί. Φύγαμε 7 από το Μπατσί 11 είχαμε φτάσει εδώ.

 

 Ήρθαμε εδώ αρχίσαμε και πολεμούσαμε. Οι Ιταλοί είχαν έρθει αλλά με τους Ιταλούς ήταν εχθροί και αυτοί αλλά .. αλλά οι Γερμανοί δεν μας επείραξαν. Αυτούς που φοβηθήκαμε ήταν οι αντάρτες. Αυτοί ήταν η πληγή του τόπου. Είχε αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ο καπετάνιος καπετάν Χελμός δεν ήταν Αντριώτης. Είχαν προσχωρήσει  κάποιοι από δω.

 Η ζωή εδώ ήταν έλλειψη τροφών. Είχαμε κάτι χωραφάκια να βγάλουμε να συντηρηθούμε. Εδώ είχαμε λάδι και συντηρηθήκαμε. Όσοι είχαν  λάδι περίσσιο ζήσανε καλά. Το λάδι ήταν πιο καλό από τις λίρες. Στάρι δεν είχαμε πολύ, τον πρώτο χρόνο κριθάρι κάναμε. Εδώ είχαμε ένα χωράφι και κάναμε τον πρώτο χρόνο πολύ κριθάρι και λίγο σιτάρι. Με αγελάδες και ξυλάλετρο. [Γιάννης Κορκόδειλος]

 

 Στο πόλεμο, ήμουνα δύο ετών, θυμάμαι τα Αγγλικά αεροπλάνα, τα οποία περνούσαν πάνω από τις Στενιές και κτυπούσαν τα Γερμανικά. Και σε ηλικία 3 ετών θυμάμαι καθόμαστε όλη η γειτονιά, που φεύγανε οι Γερμανοί και τους είχαν βάλει φωτιά. Τα αεροπλάνα μέσα στα μάτια μου. Θυμάμαι τα πολυβόλα που είχαν τα αεροπλάνα, τον κάλυκα, είχε κάνει τη βολή και τις κάλυκες τις πετάνε. Και έφερε ένας το μπρούτζινο και τα κάναμε ανθοδοχεία. Και το πολυβολισμό καθώς περνούσε πάνω από το χωριό.

 Πρόσφατα έμαθα ότι στην Αγία Τριάδα που είχαν το φυλάκιο οι Γερμανοί τα παιδιά του σχολείου σταματούσαν το πρωί για να φέρουν νερό. Όποιος είχε ζώο τον υποχρέωναν μια φορά τη βδομάδα να πηγαίνει χώμα ή νερό. Και είχαν και ένα σκύλο, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος, όταν φύγαν δεν τον πήραν μαζί συναισθάνθηκε ότι έπεσε το Ράϊχ. Τους Ιταλούς δεν τους υπολόγιζαν τους παίρναν στο κυνήγι.

 5 ή 6 Στενιώτες πήρανε δυο βάρκες νέα παιδιά των 20 χρονών και ξεκινήσανε από δω κρυφά, πήγαν στα Μεστά της Χίου. Παλαιότερα στα Μεστά είχε πάει μια βάρκα γιατί όταν φυσάει νοτιάς σε διώχνει από το νησί, με το βοριά σε φέρνει. Αυτοί ήταν μέσα στη βάρκα και ο στρόμπος, το σκοινί που κρατάει το κουπί στο σκαρμό, τους έσπασε και μέχρι να το ξαναδέσουνε είχανε φύγει και πήγανε στα Μεστά. Αυτοί που φύγαν ξέρανε. Και τους οδήγησε ο ψαράς από τα Μεστά της Χίου που ήταν τα φυλάκια των Ιταλών.  Πήγαν στη Τουρκία, οι Τούρκοι όταν νικούσαν οι Γερμανοί πηγαίναν με τους Γερμανούς. Από που ήρτε μπρε; Από την Άνδρο. Άντρο πάει κερατά γκιαούρ. Βρήκανε και άλλους Ανδριώτες εκεί, έναν τον είχαν πάει μια βδομάδα μέσα, από τους φυγάδες. Αυτοί άμα τους πιάσανε την κοπανήσανε και γυρίσανε στη Χίο. Από τη Χίο οι μεν 2 πήραν ανεμότρατα και γύρισαν στην Άνδρο οι άλλοι τρεις επιχείρησαν να γυρίσουν με τη βάρκα στην Άνδρο, ναυαγήσανε στη Τήνο οι δύο πνιγήκανε, Φαλαγγάς και Μπέης, ο ένας τον βρήκανε μισοπεθαμένο, Λεωνίδας Πολέμης, οι Τηνιακοί από τη βάρκα που επιχείρησε να επιστρέψει.

 Όταν ήρθαν  πίσω  τους υποχρεώσαν οι Ιταλοί να πηγαίνουν κάθε μέρα με τα πόδια από τις Στενιές στη κομαντατούρα, να δώσουν το παρόν και κάθε πρωί τους τιμωρούσαν με μια κλωτσιά ο σκοπός. Τη Τρίτη φορά λένε ποιός είναι αυτός ο Μουσολίνι, γίνεται η συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο, οι Ανδριώτες περιθάλπουν τους Ιταλούς, τους δίνουν καταφύγιο και έρχεται ο Ματσούκας αντίστασης στην Άρνη να βγάλει λόγο και πάει αυτός ο ναυαγός με τις κλωτσιές και μεταξύ του πλήθους βλέπει ένα γνωστό. Του λέει εσένα που σε ξέρω στο στρατό είμαστε μαζί; Ε, του λέει, όλα τα ίδια ήταν ο Ιταλός. Α Ιταλός είσαι, εσύ δεν ήσουνα ο σκοπός που μου έριχνες τις κλωτσιές. Του λέει το θυμάσαι? Εγώ δεν το θυμάμαι αλλά όταν κάθομαι μου το θυμίζει.

 Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μάθαιναν σκοποβολή στη τράτα που έχει τα βαρέλια, η πεζότρατα. Είναι σκοινί δίχτυ 300 μέτρα και σκοινί και είναι 5 από τη κάθε πλευρά με τη πλάτη, η ροκάνα η λεγόμενη σα σπαθόλουρα αξιωματικού από τρίχα γίδας, κρόκο το λέν’ αλλού και τραβούσαν. Οι Γερμανοί, αυτοί που κατεβαίναν και παίρναν τα καλύτερα, μαθαίναν σκοποβολή επάνω στα βαρέλια, τους πλωτήρες που κρατάν το σκοινί για να μην σέρνεται. Όπως τα τραβούσαν περνά Γερμανός αεροπόρος πνιγμένος με το αλεξίπτωτο φουσκωμένο, τον τραβούσε ο αέρας. Τι να κάνουν αυτοί να το πούνε να μην το πούνε, μπερδεμένη η κατάσταση. Το μεσημέρι πηγαίναν στις αμμουδιές πίσω για φαγητό. Έρχεται μια Στενιώτικα βάρκα, τι να κάνουν αυτοί. Λεν αυτοί θα σας πούμε κάτι αλλά μην τυχόν και το πείτε σε κανέναν. Τι έχεις. Λέει το πρωί συναντήσαμε έναν Γερμανό πνιγμένο με το αλεξίπτωτο. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 

Ήμουν παιδάκι εγώ και τα θυμάμαι. Θυμόμουνα τις Ιταλοί. Ήτανε συσσίτιο στο χωριό. Η μάνα μου μαγείρευε στο συσσίτιο, το έστελνε ο Ερυθρός Σταυρός. Ερχόταν τα παιδιά πεινασμένα, τελειωμένα. Στην πλατεία του χωριού, ερχόταν οι Ιταλοί, μάλλον κοπέλες είχανε δεν ξέρω. Ερχόταν με τα μουλάρια τους και τραγουδούσανε. Είχαμε μάθει και κάτι λίγα ιταλικά. Είχαν πολύ ανάγκη. Ερχόταν τα παιδιά των Στενιών. Ο Ερυθρός Σταυρός ερχόταν στη Χώρα. Παίρναν ρεβίθια, μακαρονάκι και τα δίναν στη μάνα μου και σε μια άλλη γυναίκα και τα μαγειρεύανε. Τους είχε μεγάλο τραπέζι. Τελευταία ήταν κάνα δυο μεγάλα 18-19 χρονώ και λέγανε, «Ελένη θα μας δώσεις το καζάνι να το γανώσομε (το κάναν γύρω- γύρω, το έγλειφαν)» και σήμερα είχες εσύ σειρά, εγώ σειρά, ο άλλος σειρά να το γανώσει.

stenies-andros-steniotes.gr-androsfilm.gr

 Οι Ιταλοί δεν ήτανε άγριοι, καλοί άνθρωποι ήτανε. Είχαν έρθει στη θεία μου. Δεν είχε παιδιά, είχε την αδελφή μου σπίτι. Πουλούσε τσιγάρα και πηγαίναν και λέγανε η Αννίκα πουλάει τσιγάρα και πάει και της ζητάει τσιγάρα. Η αδελφή μου ήταν 2-3 χρονώ. Ο ένας Ιταλός έκλαιγε και λέει έχω κι εγώ στην Ιταλία παιδάκι και έκλαιγε «πίκουλο, πίκουλο,..». Ενώ οι Γερμανοί ήτανε πιο βάρβαροι. Οι Ιταλοί μέναν στην Αγ. Τριάδα, μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Το πήραν. Οι Γερμανοί επιτάζαν τους ανθρώπους να πάνε, να τους χτίσουνε το σπίτι, να τους φέρουνε νερό από τη Φάμπρικα και ο πατέρας μου πήγαινε, όλοι πηγαίναν αναγκαστικά. Μια μέρα φύγανε και ακούγεται στο χωριό, φύγανε οι Ιταλοί από την Αγ. Τριάδα. Πάμε να πάρουμε τα αρνιά και τα πράγματα. Φύγαν οι χωριανοί μας, πήραν τα αρνιά, ….. Αυτοί γυρίσαν μετά από κάποιες ημέρες και βάζουν το οπλοπολυβόλο να χτυπήσουν τις Στενιές. Ο διοικητής ο Γερμανός ήταν καλός, Φριτζ τον λέγανε. Οι Ιταλοί σκορπίσαν εδώ εκεί στα χωριά. Άλλοι κρυβότανε, στη Βουρκωτή από δω από κει. Στην Αγ. Τριάδα στην εκκλησία είχαν βγάλει και τα μάτια από τις εικόνες, οι Γερμανοί. Θα βάλουμε λέει το οπλοπολυβόλο. Μια κοπέλα που είχε από την Παλαιόπολη ο διοικητής, λέει «μην κάνεις αυτό για όνομα του θεού. Έρχονται στις Στενιές στο καφενείο στην πλατεία, ήταν καμιά 15 άντροι. Τους βάζουνε μέσα κλείνουν την πόρτα και τους λένε αν δεν φέρουνε τα αρνιά θα βάλουμε το οπλοπολυβόλο να σας σκοτώσουμε. Η θεία μου είχε ένα οικόπεδο μεγάλο. Άννα να χαρείς φέρε τα αρνιά κάτω γιατί σκοτώνουνε τους ανθρώπους. Φεύγει με τα αρνιά, τα 2, το τρίτο δεν μπορούσε να το πιάσει. Χριστανή μου, Αγία είσαι, γιατί θα σκοτώσουν τον άντρα μου.

 Πήρανε τα αρνιά και τους αφήσανε τους ανθρώπους ελεύθερους, κι αυτός τώρα ο διοικητής ήτανε ασυρματιστής και έτυχε να είναι με τον πατέρα μου σε ένα καράβι. Μετά τον πόλεμο, πήγε στη Γερμανία, μαζί με την κοπέλα, Όλγα τη λέγανε ήταν καλή κοπέλα. Διάφορα ψάχναν να πάρουνε. Οι Ιταλοί δεν είχαν αφήσει γάτες, τις τρώγανε. Γάτα δεν είχε μείνει στο χωριό. Οι άντρες λείπανε στην Κατοχή. Πολλοί άντροι, άλλος 5 χρόνια, 6 χρόνια δεν μπορούσαν να γυρίσουν. Ήρθαν το ’45 με ’46. Δεν ξέραν, αν ζούνε ή πεθάνανε, γιατί στο χωριό τορπιλίσανε πολλά καράβια Στενιώτικα στον πόλεμο.

 Εδώ με βαπόρι είχαν έρθει οι Γερμανοί και το είχαν στο λιμάνι. Ήρθε ένα εγγλέζικο και το βομβάρδισε. Δεν είχαν φύγει ακόμα οι Γερμανοί. Το βομβαρδισμό στη Χώρα το θυμάμαι. Τρώγαμε βράδυ εγώ ήμουν μικρή, το 43, 6 χρονώ ήμουνα, δεν πήγαινα ακόμα σχολείο. Βγαίνει η μάνα μου έξω. Ρίχνανε φωτοβολίδες ότι θα ρίξουνε πυρ οι Ιταλοί. Τι είναι αυτά λέει ο πατέρας μου, πάμε να φύγουμε, θα βομβαρδίσουνε στη Χώρα. Και φεύγουμε και πάμε σ’ ένα ρέμα, τα φαγιά τα κλείσαμε, και τρέξαμε. Πήγαμε μέσα στου Καραβ,ά που είναι κάτι ρέματα. Είναι μέσα σε μια ρεματιά μια χαβούζα, στις Στενιές ήταν μια σπηλιά, πιο πέρα από το σταθμό της Αγ. Βαρβάρας, αριστερά στη ρεματιά λίγο πιο πάνω. Και καθίσαμε εκεί όλη νύχτα, κόσμος πολύς. Την αδελφή μου την είχε η θεία μου και την πάει ψηλά στο βουνό που είναι η εκκλησία Αγ. Παρασκευή σε ένα κελί, μα καμιά 10αριά ήτανε. Η Χώρα εδώ ήτανε ισοπεδωμένη, το σπίτι της νονάς μου, ήτανε κοντά στο Δημοτικό Θέατρο, της το είχανε ισοπεδώσει. Μόνε, ο νονός μου έλειπε ταξίδι, είχε τορπιλιστεί και χαθεί κι αυτός, αλλά δεν το ξέρανε. Σ’ αυτό το καράβι χαθήκανε 4-5 Στενιώτες. Της το ισοπεδώσανε και κάτω της αφήσανε μόνο 2 δωμάτια. Δεν είχε και παιδιά η νονά μου. Αλλά βομβαρδίζανε 2-3 μέρες, την αδελφή μου τη βάλανε στο πατητήρι γιατί ήτανε μικρή με κάτι άλλα παιδιά. Ήρθαν οι Γερμανοί και βομβαρδίζανε για τους Ιταλό). Η πεθερά μου είχε στείλει τον άντρα μου σε μια γειτόνισσα να αρμέξει τις αγελάδες γιατί ήταν φτωχοί άνθρωποι και τον είχε χάσει. Μετά καμιά φορά ήρθε ο Γιώργης, φοβισμένος  ήτανε, αλλά η Κατοχή πείνα μη συζητάτε το τι περάσαμε. [Μαρία Αντώνογλου]

 

Στη Κατοχή αυτοί που δεν είχαν γεωργική παραγωγή υπέφεραν από την πείνα. Πείνασαν περισσότερο τα σπίτια των ναυτικών που δεν είχαν καλλιέργειες και έτσι ξεπουλούσαν ότι είχαν στα σπίτια.

 Στα Αποίκια τώρα είναι Βουρκωτιανοί. Στη Κατοχή τους δουλεύανε ετούτους και τους Στενιώτες, οι Βουρκωτιανοί, και τους ταΐζανε αγριολεμπίνα, τους το πουλούσανε για αλεύρι. Είχε πολλούς μύλοι στη Βουρκωτή, τους το αλέθανε και τους παίρνανε τραπέζια καρέκλες ότι βρίσκανε, λάδια τους δίνανε. Στην Κατοχή δεν είχαν μία, οι Αποικιανοί. Μετά τα κρύβανε και όταν είμαστε παιδάκια παίζαμε με τα εκατομμύρια, παιδάκια εμείς. [Δημήτρης Ζαννάκης]

 Στον πόλεμο ψόφησα στη πείνα το 41. Δούλευα για μια οκά σύκα ξερά την ημέρα από το πρωί μέχρι που θα πέσει ο ήλιος και τα έπαιρνα και πήγαινα στο σπίτι, και τα μοίραζε ένα εσύ, ένα εσύ ένα εγώ ή ούλοι να ζήσουμε ή ούλοι να πεθάνουμε και ευτυχώς τότε ζήσαμε. [Θεοχάρης Ραΐσης]

  Φυτεύαμε κήπους όλο το καλοκαίρι. Με τη Κατοχή ο παππούς είχε ζώα και του τα φάγανε. Τότε ήταν οι κλεψιές και μού ‘δωκε μια κατσίκα γριά ξεκοιλιασμένη. Μου λέει πάρ’ τηνε και μου ‘κανε σαράντα κεφάλια. Αχρόνιστα γεννούσαν τα ριφάκια και τα πήγα τον χειμώνα στη Θεοτόκο από πίσω, έχει ο πάππους κλείσματα εκεί και το καλοκαίρι στη Λεζίνα από πάνω μέσα από τις Κατακαλαίοι εκεί. Από αυτά τα ζωάκια παίρναμε γάλα, τυρί σφάζαμε και κανένα ρίφι και πορευόμαστε. [Ιπποκράτης Πολέμης]

Κάποια μέρη υπέφεραν πολύ περισσότερο από άλλα και ο λόγος ήταν η οικονομία του τόπου. Αυτοί που ήταν γεωργοί τα κατάφεραν, οι ναυτικοί υπέφεραν.

  Καμία σχέση οι Στενιές. Εκεί ήταν ναυτικοί γι’ αυτό με την Κατοχή υποφέρανε. Πέθανε κόσμος πάρα πολύς. Δεν ξέραν που να πάνε. Δεν είχαν καθόλου κλήρο. Το χωριό χτισμένο το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο ενώ εδώ είναι κτήμα και σπίτι.

Οι Στενιές στην Κατοχή τα πουλήσαν όλα. …[Ελευθέριος Πολέμης]

 

Το καλοκαίρι ήταν πιο εύκολο αλλά ο χειμώνας έφερνε μεγαλύτερη πείνα.

 Στο δρόμο εκεί που πας πιο κάτω από τη Σάριζα, ήξερα σε μια γωνιά στον δρόμο ήτανε μια μολόχα και ένας ζαμπούκος, είναι ακόμα εκεί δα. Ο ζαμπούκος είναι ένας θάμνος που από μέσα το κοτσάνι του είναι ένας αφρός και κάνει για τσιμπουκάκι μια πίπα. Το κάνεις έτσι με τον σούγια και το γλείφεις άνετα και το καλοκαίρι πάνε οι ζίνες επάνω. Από μέσα μια μολόχα, αυτή είναι αιωνόβια. Είχαμε τόσο χιόνι στο χωριό. Η μάνα μου τίποτα η κατσαρόλα άδεια. Είχε βρει ο πατέρας μου μια φούχτα φακές, ένα μονόχερο, Τι να το κάνω αυτό. Ο Λευτέρης μόλις είχε γεννηθεί, είμαστε εφτά ανωμάτοι. Μάνα πάμε σ΄ ένα μέρος, θα ξεχιονίσουμε το μέρος, θα ξεχιονίσω εγώ. Θα είναι η μολόχα αν έχει πετάγματα θα μαζέψουμε από αυτά να το κάνουμε με τις φακές. Πάω και ξεχιονίζω και βρίσκω τη μολόχα σε πλήρη κατάσταση, κάτι λουμάκια κάτι βλαστάρια, είναι μαλακιά και γλυκιά, αλλά όχι τσιμπητά μόνο τρυφερά μαζέψαμε αρκετά και είχαμε Λαμπρή. [Ιπποκράτης Πολέμης]

Δεν πεινούσαν μόνο οι Ανδριώτες αλλά και οι κατακτητές. Ειδικά οι Ιταλοί έπαιρναν ότι τους άρεσε και ακόμα έκλεβαν όταν μπορούσαν.

 Η μάνα μου με έστειλε στη Βουρκωτή γιατί η γιαγιά θα ζύμωνε να μας δώσει ένα ψωμί, σα σήμερα η γιαγιά ζύμωσε σαν αύριο έπρεπε να πάρω το ψωμί να φύγω. Όταν έφτασα στο Μάρμαρο, τι να σας πω, βλέπω ερχότανε ένα κομβόι, οι Ιταλοί με τα μουλάρια. Εγώ κοριτσάκι τις έτρεμα να μου πάρουν και το ψωμί, ήθελα να το φέρω να φαν και τα παιδιά όλοι μας. Υπήρχε ένα κελί εκεί επάνω και κρύφτηκα με το ψωμί στην αγκαλιά και φύγανε και πήγα κάτω και κοίταζα μην έρχονται. Και άλλη μια φορά βλέπω, κόβανε ξύλα, και μόλις ακούω αυτό το ντραβαλητό. Κάνω πίσω και λέω στη Μάνα οι Ιταλοί κόβουνε ξύλα επάνω στου Γιάννακα. Δεν αφήσανε τίποτα. Είχε μεγάλες δρύδες και μας επιτάζανε. Παίρνανε από τις ανθρώποι και τις κάνανε τζάκια. Πηγαίνανε στη Βουρκωτή γιατί ξέρανε ήταν χωριό γεωργικό και ψάχνανε και τις αγριεύανε και άμα τις βλέπανε που ερχόντανε κλείνανε όλοι και κρυβόντανε. Οι γριές δεν μπορούσανε να φύγουν.

 Η μάνα μου είχε τετζερέδες μπακίρια και ήρθε μια θεία και τις είπε μάζεψε τις τετζεράδες γιατί θα μας τις πάρουνε, τις βάζουνε σε ένα τσουβάλι μέσα και πάνε και σκάβουνε σε μια παραβολή και τη χτίσανε οι δυο γυναίκες. Ήρθε μια εποχή αν τις βγάλουνε και τι να δούνε πράσινες πολύ.  Οι Ιταλοί κλέβανε και πεινούσανε ενώ οι Γερμανοί ήταν άλλοι. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]

 Στη Κατοχή τη νύχτα ζυμώνανε, ακούγαμε τη μυρουδιά του ψωμιού και λιποθυμούσαμε, πέφταμε χάμω, πείνα και των γονέων. Το 41, μετά μαζέψαμε λίγο στάρι, λίγο κριθάρι, δεν το φάγαμε το σπείραμε, βάζαμε και κανά κήπο βρήκαμε και κανά φασόλι.

Δούλευα στο λιοτρίβι τότε και ερχότανε ο θείος και μου έλεγε, τέλεψες βρε; Ναι θειέ, Άντε πάνω σε θέλει η θειά σου. Και πήγαινα επάνω και επειδής ήξερε ότι δεν καθόμουνα εκεί να φάω γιατί ήθελα να πλυθώ να αλλάξω να ξεκουραστώ μου το έδινε και το πήγαινα στο σπίτι και έτρωγα, καλή η θεία η Μαρία.

Οι Ιταλοί είχανε φάει και ξύλο εδώ. Εδώ απέναντι ήταν ένας και είχε βάλει ντομάτες και του λείπανε οι ντομάτες, μόλις κοκκινίζανε την άλλη μέρα δεν υπήρχε ντομάτα. Μα ποιός μου τις κλεβει, να πιάσω ένανε. Ήτανε μέσα στο κελί του και βγαίνει έξω και βλέπει ,έναν Ιταλό με τις ντομάτες. Τον έπιασε και του δίνει ένα πέταμα και πήγε κάτω σε κλαδιά γιατί αν ήτανε πέτρες θα σκοτωνότανε. Πήγαινε ο Ιταλός κάτω και κούτσαινε, χάθηκε.

ANDROS KASTRO 1944 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: RON RAMSAY

Έχω φάει ένα σκαμπίλι από ένα Γερμανό ακόμα το θυμάμαι, μας είχαν στην Αγία Τριάδα κάτω και ανοίγαμε χαρακώματα, φαρδιά και βαθιά. Με πήρε ο ύπνο. Ήταν και άλλος ένας και τον πήρε ο ύπνος και αυτόν και το βράδυ δεν μας αφήνανε να φύγουμε. Του λέω το ξύλο που θα φάμε τώρα.. Αλλά δεν μας δείρανε. Αλλά μας δώσαν να πάμε ένα τσουβάλι αλεύρι να το πάμε από την Αγία Τριάδα στη Χώρα μέσα. Εγώ πιό πονηρός από τον άλλο το πήγα στο Νιμπορειό κάτω. Άμα το πήγα, του λέω κουράστηκα και το πήγε αυτός στη Χώρα. Τελευταία βγάζει τσιγάρα και μας έδινε τσιγάρα και του λέω δεν το θέλω και μου σκάει ένα χαστούκι, άχουου. Άμα φύγαμε ήρθαμε στο Συνοικισμό ήτανε ο αμαξιτός δρόμος που περνούσε κάτω από την Αγία Τριάδα για τα Αποίκια πήγανε. Αλλά εγώ πήρα τον παλιό δρόμο τον ανήφορο που περνάει από την Αγία Μαρίνα.

Οι Ιταλοί με είχαν βάλει και τους έπαιζα όλη τη νύχτα σαντούρι, το σπίτι αυτό το είχαν φυλάκιο οι Ιταλοί. [Θεοχάρης  Ραΐσης]

Γνωστή ήταν και η αγάπη των Ιταλών για τις γάτες. Στη Κατοχή άμα μπορούσες να πιάσεις γάτα γινόσουνα τότε πλούσιος. [Δημήτρης Ζαννάκης]

Το πιο σημαντικό γεγονός στο νησί ήταν η αντίσταση των Ιταλών στους Γερμανούς μετά την συνθηκολόγησή τους.

 Θυμάμαι εκείνο τον βομβαρδισμό όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι, και βυθίζανε αυτά τα καραβάκια, εγώ με τη συγχωρεμένη την αδελφή μου είχαμε τριήμερο πυρετό από το φόβο. Το πρωί με την ανατολή του ηλίου αρχίζανε και βομβαρδίζανε αλλά είχαμε στο σπίτι το πατρικό ήταν παλιό, 1 μέτρο και ντουβάρι εκεί πηγαίναμε και σπηλιώναμε. Θυμάμαι όταν ήρθαν οι Γερμανοί και φεύγαν οι Ιταλοί και φύγαμε όλοι από τα σπίτια μας και κρυβόμασταν, είχαμε πάει στον ποταμό τον Μπεζιγρή (αυτός από την Πιθάρα και καταλήγει στα Γυάλια). Στο σημείο αυτό στα Απατούρια λέγεται Μπεζιγρή-Μπουζογρή γιατί είναι πολύ μπούζι το νερό, εκεί που είναι ο Γερμανός, στο ποτάμι μέσα. Εκεί πηγαίναμε στη γιαγιά , στον ποταμό μέσα είχανε σπηλιές και όπως κρυβόμασταν. Εκεί στις σπηλιές, ν’ ανεβαίνουν οι Ιταλοί, φύγανε οι καημένοι από τη Χώρα. Τους λυπόμασταν κιόλας γιατί ήταν καλοί, δεν πειράζανε εδώ. Το μόνο που ‘χαν να κλέψουνε να φάνε. Είχανε αγαπητικιές, ερωτιάρηδες οι Ιταλοί, και για να κρυφτούνε από τους Γερμανούς ανεβαίνανε απάνω από το ποτάμι. Κι εμείς τρυπώναμε. Είχε κάτι μεγάλα γκρέμνα και είχε σπηλιές στο ποτάμι μέσα. Παλιά κόβανε τα πλατάνια. Είχανε ξύλα, ήταν καθαρά τότε. Είχαμε πάει όλοι να κρυφτούμε. Ο πατέρας μου τότε όταν έγινε αυτό ήτανε πίσω στα Άχλα και ερχότανε καβάλα στο γαϊδουράκι. Στο Αλογάρι, στα Χοχλακερά, εκεί που έγινε αμαξωτός τώρα, τότες ήτανε μονοπατάκι (ο δρόμος προς τον Πλάτανο που στρίβει για Άχλα). Το κτήμα μας ήταν εκεί στον  Πλάτανο.

 Περνούσαν τα βλήματα δεξιά αριστερά, ήρθε στο σπίτι, που να βρει παιδιά, που να βρει γυναίκα.

 Οι Γερμανοί κακοί άνθρωποι. Ο Διοικητής, είχε χτίσει ένα σπίτι απάνω στο βουναλάκι της Αγ. Τριάδος, ένα βουλιαγμένο, το οχυρό των Γερμανών. Και ήταν επίταξη, όσοι είχαν γαϊδουράκια κάθε μέρα 1, 2, 3, για να κουβαλάνε νερό από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύση με το γαϊδουράκι,. Είχε πάει ο αδελφός μου με ένα γαϊδουράκι, ήτανε έφηβος και είχε μαλλιάσει τα πόδια του και φορούσε κοντό παντελονάκι. Μαζί του όμως τον ακολούθησε και το σκυλάκι μας η Ίρμα. Κι όταν το  είδε ο Διοικητής το πήρε. Τι κλάματα κάναμε στο σπίτι. Αλλά ο Διοικητής αυτός είχε αγαπήσει μια κοπέλα Όλγα τηνε λέγανε, από το Μπατσί, και την αγάπησε πάρα πολύ. Την είχε πάρει όταν φύγανε μαζί του. Τώρα έρχεται η κόρη της. Έχει σπίτι στο Μπατσί. Αυτή δεν άφησε να κάνει κακό σε κανένανε στην Άνδρο απάνω, γιατί πηγαίνανε κι εδώ οι Γερμανόφιλοι  και προδίδανε και κάνανε τέτοια πράγματα. Πήγε ο αδελφός μου και την παρακάλεσε, και είπε γιατί έχω τρεις αδελφοί και κλαίνε για το σκυλάκι. Κι εκείνη, τον έπεισε και το δώσε πίσω. Δεν έκαμε κακά μεγάλα. Αλλά, στους Ιταλούς προδίνανε εδώ οι ντόπιοι, ποιος έχει γίδα, ποιός έχει πρόβατο, μοσχάρι, πηγαίνανε και τα παίρνανε οι Ιταλοί και τα τρώγανε.

 Ο πατέρας μου πήγαινε πίσω στον Πλάτανο, γέμιζε θάλασσα και μετά με ένα σφυράκι και γέμιζε αλάτι. Είχε δισάκι, σακούλες από μουσαμά, βαπορίσιο, και τα γέμιζε αυτά και το’ φερνε σπίτι γιατί δεν είχαμε αλάτι, αλάτι πραγματικό. Γέμιζε τσουβάλια, θυμάμαι, και είχαμε μια κάσα στο κατώι, κάσες του πετρελαίου ξύλινες και ήταν πάντα γεμάτες, Ερχόντουσαν Στενιώτισες και τους έδινε η μαμά φούχτες – φούχτες. Και εκτός αυτού, επειδή είχαμε αγελάδα, αυτές ερχόντουσαν. Λείπαν οι άντρες τους και ήταν ένα χωριό στεγνό και τους έβαζε γάλα πηχτό τυρόγαλο και δεν μπορείς να φανταστείς, η μια έλεγε να πάω λίγο πηχτό του παιδιού μου. Με μέρη από κονσέρβες κάναμε τενεκεδάκια και τους έβαζε η μαμά μου. Η Χώρα είχε πρόβλημα, μια αδελφή της μητέρας μου είχε ξεσπιτίσει, είχε έρθει εδώ μαζί μας. [Μαρία  Ραΐση]

 

Μια σελίδα της ιστορίας του νησιού που παραμένει άγνωστη. Είναι η Αντίσταση και το αντάρτικο.

 Εμείς αλέθαμε το κριθάρι έτσι. Είχαμε αλεύρι, είχαμε και ζώα και σφάζαμε από ένα ζώο και τρώγαμε. Και στάρι, κάναμε το πληγούρι, το έβραζε από βραδύς η μαμά στο γάλα. Περνούσαν οι Ιταλοί, οι Ιταλοί ήτανε καλοί, οι Γερμανοί, ήτανε… Ήτανε ένα χωριό κάτω, οι Χάρτες, και από πάνω ο Σιδόντας. Και περνούσε, είχανε φυλάκιο στις Χάρτες και πηγαίνανε στα χωριά. Απάνω στο δώμα εμείς, μια εγώ μια η αδελφή μου φυλάγαμε να τους δούμε για να σκεπάσουμε. Μόλις τους βλέπαμε στη ράχη, και έπιασε το χορό. Περάσαν οι Ιταλοί  και την έπιασε τη γιαγιά μου τα κλάματα, και λέει να μην ξαναγίνει γιατί εμείς εντάξει. 

ANDROS KASTRO 1944,  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: RON RAMSAY

 Όταν έρχονταν οι Γερμανοί ήταν ένας ψαράς από την Κάρυστο και έφερε έναν Άγγλο. Ο Άγγλος αυτός ήθελε να βλέπει στο στενό το Κάβο Ντόρο που περνούσαν τα καράβια και είχε ασύρματο μαζί. Και ήρθανε στον πατέρα μου, ήταν φαροφύλακας στο φανάρι αλλά το καιρό εκείνο τους είχανε παύσει. Ήταν και άλλοι δύο εκεί, ο Ρέρρας και ο Μουζάκης. Τον έφερε ο Τσιμπιτώρης, ο ψαράς ο Καρυστινός. Λέει ο πατέρας μου εγώ έχω παιδιά, θα μας πιάσουν οι Γερμανοί, είχαν φύγει οι Ιταλοί. Ήταν τότε που συνθηκολόγησαν και του κυνηγούσανε. Ο Άγγλος ήρθε να βοηθήσει για τα καράβια, έστελνε αυτά. Δεν θα ξεχάσω το αλεύρι που μας έφεραν οι Άγγλοι, κάτι ψωμιά τόσα. Ο ένας ο Μουζάκης είχε ένα θείο και μια θεία που δεν είχαν παιδιά. Καθόντουσαν σ’ ένα μικρό σπιτάκι σαν καλυβάκι ήτανε. Ένα δωμάτιο, που ήτανε και το τζάκι, κι ένα χωλάκι, που μπαίνανε μέσα. Και λέει θα πάει εκεί να κάτσει γιατί κι αν τους πιάσουνε, γέροι άνθρωποι  είναι. Ο γέρος ήτανε αόμματος, δεν έβλεπε. Η γριά λέει λοιπόν εντάξει. Όπως είχαν το καλυβάκι, από δω μέχρι την πόρτα είχαν ένα μέρος που βάζανε τα γουρούνια. Αλλά είχε κάνει σχίνα και όποιος περνούσε εκεί δεν έβλεπε κανένα. Και πήγαινε εκεί μέσα και έβλεπε. Οι Γερμανοί ερχόντουσαν από πάνω και ρίχναν ντουφεκιές τους παίρναν είδηση. Όταν ερχόντουσαν στο Σηδόντα, εγώ με την αδελφή μου τρέχαμε και πηγαίναμε εκεί πέρα και λέγαμε έρχονται οι Γερμανοί. Και λέγαμε της γιαγιάς γιατί να φωνάξουμε. Γιατί λένε οι Γερμανοί είναι γέροι άνθρωποι. Κάτι θα έχουν ζυμώσει και θα τους το πάρουμε και τι να φαν οι άνθρωποι. Μετά που μεγαλώσαμε καταλάβαμε. Μετά ερχόντουσαν και από τις Μερμηγκιές. Όταν ερχόντουσαν από τις Μυρμηγκιές ήταν ένα άλλο παιδί παπά, ο Μιχάλης, και έφευγε αυτός, ξαμολιόταν.

 Έλα που μια φορά τον είδανε και του βάλανε με το όπλο και χώθηκε αυτός μέσα στα αγκάθια, ήταν μεγάλα αγκάθια αυτά. Ήρθαν από πάνω, δεν τον σκοτώσανε αλλά δεν πρόλαβε να πάρει τον ασύρματο. Είχε ζυμώσει  η κυρά Μαρία και βγάζει τα ψωμιά όξω, όπως τα ‘χε βγάλει από το φούρνο, διότι τα βάζανε στη σκάφη και τα σκεπάζανε, τα σκεπάζει. Αυτός φεύγει από κει και πάει και χώθηκε, κρύφτηκε. Αυτοί λοιπόν πήγανε εκεί γιατί, εντοπίζανε πως υπάρχει ασύρματος εκεί. Έλεγε ο γέρος, Μαρία τι είναι αυτό το μπι μπι μπι, τι είναι αυτό. Έλεγε εκείνη τι λες κουφέ, που ακούς εσύ, να τα ξύλα κάνουν στη φωτιά. Μπήκαν αυτοί ξεσκεπάσανε. Αυτή κατουρήθηκε η κακομοίρα από το φόβο της, αλλά αυτοί ξεσκεπάσαν και είδαν τα ψωμιά ζεστά. Είδαν αυτή που έκανε κάτι κινήσεις. Νομίζαν για τα ψωμιά. Παίρνουν ένα ψωμί το βάζουν στην αμασκάλη το ψωμί και φύγανε. Μετά τον πήρε πάλι αυτός, τον ειδοποιήσανε, και τον πήγε στη Σύρο. [?]

 

 Είχα πάει εκεί πάνω για ξύλα. Ήταν αντάρτες εκεί πάνω. Τι κάνεις γέρο εδώ. Ήρθα για ξύλα. Είναι δικά μας δεν είναι δικά σου.  Να μην ξανάρθεις εδώ!

Είχε και Ανδριώτες αντάρτες. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]

ANDROS KASTRO 1944,  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: RON RAMSAY

 Όταν έγινε ο ανταρτοπόλεμος, που ήρθαν οι αντάρτες, ειδοποιήσαν με μεγάφωνα, να μαζευτούνε στο σχολείο να τους μιλήσουνε και λέει ο πατέρας μου μην πάτε πουθενά μην βάλουν κανένα πολυβόλο και σας θερίσουν όλοι, δεν κάνανε τέτοια αλλά μαζέψανε κάποιες που είχανε οι Ιταλοί  και τις κουρέψανε.

 Είμαστε οι πρώτοι πρόσκοποι που ντυθήκαμε με στολές το 1944, τον Νοέμβριο. Με μικτή εδώ κατάσταση. Ήρθε εδώ στην Άνδρο ένας Νικολάου κυβερνητικός εκπρόσωπος, και ΕΑΜ ήταν εδώ και Ιερός Λόχος εδώ.

 Ο Ιερός Λόχος ήρθε πριν το Δεκέμβριο. Τον Δεκέμβριο τους μαγκώσαν  και τους πιάσαν και τους πήγαν στη Σύρο, οι ξένοι φύγαν και ήταν οι Αντριώτες στο ΕΑΜ. Εδώ υπήρχε και τις ΟΠΛΑ εδώ τελευταία. Όταν ήρθε ο Νικολάου κυβερνητικός εκπρόσωπος της κυβερνήσεως του Καΐρου από τη Σύρα. Ήρθε με ένα βαποράκι, με το Ασπίς. Ντυθήκαμε εμείς, μαζευτήκαμε, βρήκαμε ρούχα, βάλαμε τις στολές μας να τον υποδεχτούμε σε μια βάρκα. Και δίπλα ήταν αντάρτες. Και μόλις μας είδαν μας γυρίσαν τα όπλα. Που πάτε εσείς. Εγώ είχα το θράσος, εμάς μας διέλυσε ο Μεταξάς, τι εκπροσωπούμε; Σε μένα το λες.

Πηγαίναμε από δω στο Κόρθι με τα πόδια, μόνο τις σκηνές και τα καζάνια τα φορτώναμε στο γαϊδουράκι. Το κάναμε με στάσεις. [Αντώνης Πολέμης]

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας

Εάν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα νέα μας καταχωρίστε το email σας στην παρακάτω φόρμα.
Διατηρούμε τα δεδομένα σας ιδιωτικά. Για περισσότερες πληροφορίες και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά σας διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου μας.

Video της Ημέρας

Αρχείο

Βρείτε μας και στα Socia Media

© 2018 - 2023 | Ο Περίγυρος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Άνδρου | Crafted by  Spirilio