Για την ζωγραφική του Κωνσταντίνου Γλυνού
«Μια μέρα πιθανόν να μάθουμε πως δεν υπήρξε τέχνη παρά μόνο ιατρική»
Τη ρήση αυτή του Νίτσε ανατρέπει ένας γιατρός με την τέχνη του. Όπως ο ιατρός Άντον Τσέχωφ έτσι και ο γιατρός Κ. Γλυνός, επειδή υπάρχει η τέχνη, προσαρτά και προσαρμόζει την ιατρική του στο ίδιον της τέχνης του: τη φιλανθρωπία.
Ο Γλυνός μου είχε εξομολογηθεί ένα βράδυ που ψηνόμουνα στον πυρετό πως αποφάσισε να γίνει γιατρός όταν είδε τον πατέρα του να πεθαίνει στα χέρια του. Πάντως αυτός ο εγκιβωτισμός επιστήμης-ζωγραφικής που το υλικό του (το κόκκινο) περνάει στο αίσθημα, δείχνει τη νοσταλγία του ξενιτεμένου ναυτικού για το σπίτι του στην Άνδρο βυθισμένο στο κόκκινο του ξύλινου καϊκιού του. Κι αυτή η νοσταλγία (το πάθημα) δεν είναι πλέον η μετάβαση από το ένα στο άλλο, αλλά η μνήμη του ενός και του άλλου.
Η μετάβαση από την ιατρική στη ζωγραφική και αντίστροφα, κινητοποιεί τέτοιες δυνάμεις όπου ο ζωγράφος-γιατρός παλινδρομεί ανάμεσα σε δύο δημιουργίες. Άλλωστε η ζωγραφική του Γλυνού είναι γλώσσα των παθημάτων του σώματος. Ένα μίγμα δηλαδή αισθησιασμού και έννοιας (επιστήμης) χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει η τέχνη. Θα έλεγα, να ενσαρκωθεί η τέχνη, διότι εάν η σάρκα είναι το «θερμόμετρό του γίγνεσθαι», τότε τα «δέκατα» είναι η θερμοκρασία της αντίδρασης της υγείας απέναντι στην ψυχρότητα του θανάτου.
Αν λοιπόν η ζωγραφική του Γλυνού λειτουργεί σ’ εμένα, είναι όχι μόνο γιατί εμβαθύνει την επιφάνεια του τελάρου αλλά και του σώματός μου. Και με αυτή την έννοια ο Γλύνος κράτησε την πυκνότητα ανάλογη μ’ εκείνην την «ύαλο» που βλέπει ως γιατρός στην αξονική ενός φορτωμένου πνευμονιού. Έτσι είδα τους πίνακές του με μια δική μου αξονική διαδικασία. Τους είδα ως σήματα κορύφωσης που με καταβυθίζουν στο χάος με το οποίο θα ήθελα κάποτε να βρεθώ αντιμέτωπος.
Υ.Γ. Ο Κωνσταντίνος Γλυνός θα εκθέσει την δουλειά του στην γκαλερί «Αδαμαντία», στη Χώρα της Άνδρου, από τις 23 Σεπτεμβρίου.
Από το ΒΗΜΑ