Οι ιστορίες με τα φαντάσματα σταμάτησαν κάθετα τη δεκαετία του 70. Θυμάμαι ότι κάποιος είδε ένα καβαλάρη στον τοίχο αλλά σταμάτησαν απότομα. Το παραμύθι και αυτές οι ιστορίες είχαν πρώτη θέση. [Γιάννης Μπουλμέτης]
Οι ιστορίες με τα στοιχειά είναι ατέλειωτες γιατί οι εμπειρίες με ανεξήγητα πράγματα, ειδικά στην εξοχή χωρίς φώτα με τη δύναμη της φύσης και τη μοναξιά να βαραίνουν και τον πιο θαρραλέο, δημιουργώντας εντυπώσεις της φαντασίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιοι πάντα αμφισβητούσαν όλα αυτά και κάποιοι τα εκμεταλλεύονταν για διάφορες δουλειές που έπρεπε να γίνονται στα κρυφά.
Στοιχειά δεν υπήρχαν, μπορεί και να υπήρχαν δεν ξέρω.
Ερχότανε ένας συγγενής με το πατέρα μου καβάλα, στην Κλώστρα επάνω. Βλέπει έναν μπροστά του με ένα σεντόνι και πήγαινε. Του λέει αν είσαι άνθρωπος μίλησε μου, αν είσαι διάολος θα σε σκοτώσω, γιατί είχε τη καραμπίνα μαζί. Ακούει έτσι, πήγαινε να κλέψει τις κότες ένας γέρος, του λέει για όνομα του Θεού μην με χτυπήσεις, τον πιάσανε. Και οι δυό ήταν κλέφτες. Του λέει εσύ είσαι! [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Τα στοιχεία ήταν οι κλέφτες. Τέτοια πράγματα δεν υπήρχανε.
Αν είχανε μαλώσει με τον πεθαμένο, τον βλέπανε στον ύπνο τους και πηγαίναν την άλλη μέρα στο ταφείο και τον μαλώνανε, τον φοβερίζανε. Αυτά τα έφτασα εγώ. [Περικλής και Δανάη Αθανασίου]
Λέγανε οι παλαιοί βλέπανε νεράιδες και ήταν κλέφτες, την άλλη μέρα λείπανε τα αρνιά από εκείνο το μέρος. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Ήταν μια γουρούνα και την έβγαζε ένας το βράδυ και είχε και τα μικρά και ήταν επιθετική. Πήγαινε και ξάπλωνε στη πηγή. Φωτισμός δεν υπήρχε. Πήγαινες με τα λαδοφάναρα. Σκοτάδι. Έβλεπες ένα πράγμα ξαπλωμένο. Άρχιζε να φωνάζει. Δεν ήθελες και πολύ… Πέρνανε δρόμο και λέγανε έχει βγει η γουρούνα! Το βράδυ κάνανε και τη δουλειά. Γι’ αυτό λέγανε «όποιος το βράδυ περπατεί λάσπες και σκατά πατεί». [Γιώργος Καΐρης]
Στα Απατούρια το Στοιχειωμένο έχει σπηλιά. Πήγαινε εκεί ο βουρδούλακας, λιουγκάτια στα αρβανίτικα.
Πηγαίνανε στη σπηλιά πολλές από τα χωριά, όπου καμπάνα και πουτάνα. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Υπήρχαν και οι τολμηροί που όμως κατά βάθος αλλιώς πίστευαν. Πήγε ένας στο νεκροταφείο για να καρφώσει το μαυρομάνικο μαχαίρι του σε τάφο και έβαλε στοίχημα αλλά καθώς γονάτισε κάρφωσε το πουκάμισό του και έμεινε εκεί, έχασε και το στοίχημα. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Οι καλιβρούσηδες, οι γνωστοί στο Πανελλήνιο καλικάτζαροι ήταν το φόβητρο των παιδιών και ένα όπλο στους γονείς για να τα ελέγχουν.
Για τις καλιβρούσηδες, όταν είμαστε παιδιά, είχανε σύκα αλλά τα θέλανε για την Μεγάλη Σαρακοστή, που νηστεύανε 40 μέρες όλες. Για να μην τους ζητάνε σύκα τους λέγαν, τα κατουρούνε οι καλιβρούσηδες. Στην αρχή το πιστεύαμε αλλά μετά το καταλαβαίναμε και λέγαμε, θα σας συγυρίσουμε καλά. Φυλάγαμε και όταν φεύγαμε, τα είχαν στο κατώι κάτω σε πιθάρια και από πάνω είχαν μια πετσέτα και από πάνω μια πλάκα στρογγυλή. Σηκώναμε τη πλάκα και γεμίζαμε τις τσέπες μας και φεύγαμε. Αν ανοίγανε το πιθάρι το βρίσκανε στη μέση κάτω. Αλλά είμαστε παιδιά, τι να τρώγαμε. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Οι καλιβρουσηδες, τα χρόνια εκείνα επειδή ήτανε δυστυχία, σφραγίζανε τα πιθάρια τα πήλινα με πέτρα από πάνω και χώμα γύρω- γύρω και 40 μέρες να μην φας σύκα γιατί θα περάσουν οι καλιβρούσηδες και θα το κατουρήσουνε. Όλα αυτά ήταν παραμύθια αλλά μπορεί και να ‘τανε!
Όλα αυτά τα παλιά ήταν ευαγγέλια όχι σαν τα σημερινά που τα έχουν γράψει στα παλιά παπούτσια. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Οι καλιβρούσηδες ήταν πνεύματα, παρουσιαζόντανε πριν τα Χριστούγεννα και πίστευαν οι άνθρωποι ότι είναι πνεύματα ταραχοποιά. Επίσης επειδή οι άνθρωποι τότε είχαν μια καλή τροφή τα σύκα και τα βάζανε μέσα στα πιθάρια, τα ‘χριζαν τα πιθάρια, πέρναγε ο καλιβρουσης και τα κατουρούσε. Ετελείωνε με τα Θεοφάνια. Έλεγε η μάνα μου να κλείσουμε τα σύκα να μην τα κατουρήσουν οι καλιβρούσηδες. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Οι καλιβρούσηδες, μας λέγαν, ήρθαν με το καΐκι κάτω στα Άχλα και ανεβαίνανε επάνω. Τώρα είναι στο ποταμό. Τώρα είναι εκεί και έρχονται. Και τα πιστεύαμε εμείς σαν παιδάκια, τα έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης Ζαννάκης ο Σπίγκος που ήτανε γείτονας με βράκες. Τον είχαμε πάντα με το παραμύθι.
Και το βράδυ όταν έφτανε έπρεπε να μου βάλουνε το σκοινί και μου βάζανε ένα σκοινί γιατί είχα γεννηθεί, Χριστούγεννα 25 και θα με παίρνανε οι καλικάντζαροι. Ερχόντουσαν και σκεπάζαμε τα σύκα. Ησυχάζαμε όταν φεύγαν της Βαπτίσεως. Είχαμε πιστέψει τόσο πολύ και φοβόμαστε. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Ο αδελφός μου ο μικρός είχε γεννηθεί την άλλη μέρα του Χριστού. Ήταν καλιβρουσάκι, της Βαπτίσεως, ημερώ ήταν. Δεν έπρεπε να μείνει αβάπτιστο. Κάτι ξύλα που βρίσκαμε μέσα στα ποτάμια λέγανε πως ήταν καλιβρούσηδες. [Μαρία Ραΐση]
Συνήθως έρχονται από το τζάκι και πέφτουνε στο σπίτι και μαγαρίζουνε τα πάντα και γι’ αυτό τα σύκα τα είχανε σε πιθάρια μέσα και βάζανε και χώμα από πάνω και πέτρα με λάσπη, κολλημένη, πώμα-πούμα. [Λεωνίδας Στεφάνου].
Ιστορία που έλεγε ο προπάππους και η προγιαγιά και η γιαγιά. Ο προπάππους μας είχε πιάσει ένα καλιβρούση και τον έπιασε με βρουλιά (βούρλα). Έκανε μάγια και τον είχε και δούλευε και του ‘χτιζε ντουβάρια και μασιές και του έσκαβε αλλά σε κάποια φάση, λύθηκε, τον ξαπώλησε. Λύθηκαν τα βούρλα και ο καλιβρούσης, τραβάει έναν πόρδο και του λέει «όπως πάει ο πόρδος μου να πάνε και οι δουλειές που σου’ κανα» και γκρεμίσαν ντουβάρια όλα, φύγανε.
Τα ξύλα τα κουβαλούσανε όλοι στα σπίτια, το βράδυ δεν έφτανε η κούραση, έπαιρναν κι ένα ξύλο και τα παιδάκια για τη φωτιά. Την εβδομάδα, που ήτανε οι καλιβρούσηδες να’ ρθουνε, δεν κουβαλούσε κανείς ξύλα. Μια φορά πήγε ένας, κουβαλούσε ένα μεγάλο ξύλο, πολύ βαρύ και το πήγε στο σπίτι. Μόλις το πήγε σπίτι του φωνάζει, Σιγά σιγά μπάρμπα ακούμπησε με, μην με βροντήσεις κάτω. Το κοπανάει χάμω εκείνος κι όπου φύγει- φύγει, ούτε ξύλο φάνηκε ούτε τίποτε. Ήτανε καλιβρούσης. Τον κουβαλούσε όλο το δρόμο.
Με τις καλιβρούσηδες βάζανε στα παιδιά μια βρουλιά, αν έχεις γενέθλια από 20-25 Δεκέμβρη, βάζανε στη μέση όταν γεννηθούνε για να μην τους πειράζουνε οι καλιβρούσηδες [Λεωνίδας, Δημήτρης και Μαρίκα Στεφάνου]
Άμα ‘ρχότανε τα Χριστούγεννα, γιατί τα καημένα το γλυκό μας ήταν τα σύκα τα ξερά. Η μαμά μου έκανε ένα πιθάρι σύκα ξερά, τα ξεραίναμε πάνω σε ασπαρτιές, πάνω στον χωμάτινο δώμα, στην αυλή, ξεραινότανε. Ούτε τα ‘πλένανε, κατευθείαν στο πιθάρι σκεπασμένο για να μη μαλακώσουν. Μέχρι τα Χριστούγεννα τρώγαμε, μετά μας έλεγε σύκα δεν έχουμε γιατί περάσανε οι καλιβρούσηδες και τα κατουρήσανε, για να έχουμε μέχρι την άλλη Σαρακοστή. Πως ερχότανε τώρα ποδαράτοι, κάνα πουλί τις έφερνε, δεν ξέρω. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Είχα μια θεία , ήτανε φτωχιά, είχε μια κόρη, δεν μιλούσε καλά. Και μια μέρα λέει πήγα και έπλυνα στη βρύση, αλλά πήγα το πρωί μισή ώρα και ήταν οι καλιβρούσηδες. Πηγαίναν και πλένανε νύχτα για να ναι καθαρά. Ήταν ντυμένοι με άσπρα, όπως εμείς. Μου είπανε τι θέλεις να σου φέρω. Μιλούσανε και χορεύανε. Δεν τους είπα τίποτε και μια μέρα που πήγαινα για τη Φάμπρικα, να οι καλιβρούσηδες, στη Χιονάτη, μια κρήνη απέναντι από τη Φάμπρικα είναι το νερό κρύο. Τους είπα θέλω ένα βαρέλι λακέρδες και μετά μου το φέρανε.
Της αδελφής μου μια φορά επειδή πίστευε, της βάλανε στο κρεβάτι κάτι ρούχα. Και βάζει τα κλάματα το πρωί, οι καλιβρούσηδες λέει…
Οι καλιβρούσηδες ήταν τα Χριστούγεννα. Της Βαπτίσεως, των Φώτων, φεύγανε και δεν φυτεύανε από τα Χριστούγεννα μέχρι της Βαπτίσεως γιατί είναι οι καλιβρούσηδες. [Μαρία Αντώνογλου]
Εκτός από τους καλιβρούσηδες υπήρχαν και άλλα ανεξήγητα, όπως φώτα, ήχοι και συμβάντα.
Ο πατέρας του είχε μανία να πιάνει χέλια αλλά δεν είχε φακό. Εκείνα τα χρόνια κάνανε τσαρούχια από λάστιχα. Τα άναβε αυτά για να πάει να ψαρέψει. Σε μια μεριά στο διάσελο από κάτω βλέπει μια γριά και καθότανε. Ο Λευτέρης φοβήθηκε, τον ρώταγε, δεν απαντούσε. Γυρίζει πίσω πάει στο κελί και έπεσε να κοιμηθεί. Φεύγει πάει στου Αντώνη του Φαλέκου, ήταν δίπλα στα Άχλα. Με την Κατοχή ήταν κόσμος εκεί, ήταν πετεινοί, παιδιά. Δεν μένανε στα σπίτια γιατί ήταν οι Ιταλοί που γυρίζανε και τους τα παίρνανε, ψάχνανε τα κατώγια και τους τα παίρνανε. Πηγαίνανε και εκεί αλλά πιο δύσκολα. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Ο άντρας μου είχε δει φως λέει στο κτήμα στο κελί δίπλα είχε ένα κελί και ήταν χτισμένο σα μελισσοτρύπι που βάζουνε τα παλιά. Εκεί μέσα είχε δει φως, επήγαν να δούνε δεν είδαν τίποτα την άλλη μέρα. Τι φωτάκι ήταν αυτό εκεί μέσα; [Εριφύλη]
Θυμάμαι ο θείος μου έχει πει ερχόνταν για το δρόμο μέσα στη Λαρομούντρα, νύχτα από το κτήμα του. Αυτοί νυχτώνανε στα κτήματά τους. Ερχόταν κάτω στα Άχλα, στο βουνό που λέγαμε από τον Αη Γιάννη το Σκίνο. Μπορεί και 10 η ώρα να φτάσουνε σπίτι τους. Ήταν πολύ πέτρα εκεί, γκρέμνα μεγάλα, και άκουσε βιολιά πολλά και προχωρούσανε και περπατούσανε. Το θυμάμαι και αναρριγώ. Κάτι υπάρχει στενοχωρέθηκε. Έκανε το σταυρό του και πήγε σπίτι του αλλά είδε και άκουσε. [Εριφύλη]
Λέγανε ο πάππους μου έφυγε από τη Βουρκωτή στην Άρνη σε μια αδελφή του να κοιμηθεί να πάει από εκεί στη Σύρο. Όταν πήγε στην αδελφή του λέει δεν αισθάνομαι καλά κάτι έχω και πέφτει στο κρεβάτι ένα μήνα άρρωστος ήταν εκεί. Φέρνουν ένα γιατρό Παρόδο και έναν άλλο δεν θυμάμαι το όνομά του. Δεν μπορούσαν να βρούνε τίποτα. Να είναι πάνω στο κρεβάτι χωρίς νερό χωρίς φαγητό ένα πράγμα ξύλο και το χρώμα άσπρο. Τον πήραν και τον φέρανε στο χωριό. Ο γιατρός πήγαινε μέρα παρά μέρα στο χωριό. Τίποτα, ούτε πέθαινε ούτε τίποτα. Καιρό πολύ. Ήταν ένας γέρος στο χωριό, αυτό έχει γίνει στο σπίτι μας στο χωρίο. Λιώσανε το κερί από το μέλι, μετά το μέλι φτιάχνανε κεριά. Λιώσανε ξανά το κερί, το είχανε σε στρογγυλά πιάτα. Το ονομάσανε ότι το κάνανε γι΄ αυτό τον άρρωστο και το πήγανε σε κάποιον στο Μεγάλο Χωριό, στον Αμμόλοχο, να το διαβάσει κάποιος. Φύγανε από το χωριό με τα πόδια και πήγανε εκεί πέρα και πήγανε να διαβάσει το κερί και είδανε ότι ήτανε από μια νεράϊδα και ξαναπήγανε στο σπίτι και τον βρήκανε καλά. Και λέγανε ότι από αυτό είχε πάθει, με φάρμακα δεν έγινε καλά. [Περικλής και Δανάη Αθανασίου]
Πολύ ενδιαφέρον είναι οι απόψεις για το Ανάθεμα, σωρός από πέτρες, πάνω από την Άρνη.
Το Ανάθεμα είναι σα σατανικό μέρος και κάποια ώρα άμα περάσεις θα σε βρει κάτι κακό. Εκεί και στην Άρνη στο ρέμα στη Τόρνα, είναι μια μεγάλη ρεματιά με πέτρες και κάποιες ώρες τη νύχτα πηγαίνουνε φαντάσματα εκεί. Μας τόχαν πει και οι γονείς μας, από κεί πέρα βλέπεις και το Μπατσί. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Επί Τουρκοκρατίας το ανάθεμα, ήταν για να αναθεματίσουνε τον τούρκικο ζυγό. Πέρνανε μια πέτρα από τη θάλασσα και την ανεβάζανε μέχρι κει πάνω. Υπάρχει ένας σωρός εκεί. Εκτός κι αν είναι κανένα κτίσμα και βούλιαξε. Πιθανό να ήτανε κανένας αρχαίος ναός. Οτιδήποτε υπήρχε ιστορικό το χαλάσανε οι καλόγεροι, στην Άνδρο ειδικά. 1000χρονια ιστορία έχει χαθεί. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Το ανάθεμα το ξέρουν ως Κακιά Σκάλα, εκεί κάποιος είχε πέσει ή είναι μια στροφή απότομη προς την Παλαιόπολη πάνω στο Πέταλο που λέγεται έτσι. [Μαρία Ραΐση]
Τέλος υπάρχουν ιστορίες με «πραγματικά» στοιχειά και πνεύματα.
Είναι ένα ρέμα από την άλλη πλευρά στα Πανωχώρια [Στενιές], από το κάτω μέρος, στον πάνω σταθμό. Ήταν μέσα στο ρέμα ένας άνθρωπος ένα βράδυ και μας μιλούσε και μετά έγινε γουρούνι.
Μετά στα βουνά ήτανε νεράιδες. Εμείς πηγαίναμε για χόρτα στο βουνό. Μας έλεγε η θεία μου, έχει από κει πάνω ανεραϊδες και άμα βγείτε από κει πάνω αλλοίμονο σας,… [Μαρία Αντώνογλου]
Λέγανε και κάτι πράγματα πως να το πω εγώ το άκουσα από τον ίδιο, Είχα ένα ξάδελφο, το είπε ήρθε από τη δουλειά, η γυναίκα του είχε το τραπέζι έτοιμο, εγώ ήμουν με τη γιαγιά. Έρχεται αυτός από τις Στενιές και τους λέει αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει. Ανεβαίνοντας από τις Στενιές και ερχότανε με τα πόδια επάνω ανταμώνει αυτόν που είχε πεθάνει και του λέει πάρε ένα τσιγάρο, του γύρεψε ένα τσιγάρο, του λέει δεν ανάβεις ένα και εσύ λέει τώρα το έσβησα. Ανεβαίνοντας προς τη Σάριζα του λένε ο τάδες πέθανε Μα εγώ τον είδα τώρα δα πως έγινε αυτό. Η φαντασία ήτανε, η σκιά του ανθρώπου αυτού ήτανε, δεν ξέρω. Το άκουσα από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ερχόταν στις Κατακαλαίοι βλέπει κοντά στην εκκλησία άμα έφτασε μια γουρούνα με 5-6 γουρουνάκια μαζί της. Έκανε προς το Κακοσούλι. Την άλλη μέρα πάει στις Κατακαλαίοι παίρνει ένα τσουβάλι και πάει στον μπάρμπα Δημήτρη του λέει κανένα γουρουνάκι, του λέει δεν έχω, δεν έχεις;
Η μάνα μου με τον πατέρα ερχόταν από το πανηγύρι πάνω στο μουλάρι καβάλα όταν φτάσανε στο σταυροδρόμι, για τις Κατακαλαίοι από εκεί έπρεπε να περάσουν δεν είχε άλλο δρόμο, το μουλάρι να φυσάει τις μύτες του. Και να σαλτέρνει μέχρι εκεί πάνω, βρε ντε τίποτα, πιάνει η μάνα μου, ήξερε όλα τα εκκλησιαστικά απέξω και πιάνει το πιστεύω, τώρα ψέματα μας τά ‘λεγε; [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Στο Κακοσούλι. Βλέπανε μια γουρούνα με τα γουρουνάκια, ήταν όνειρο. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Ήταν ένας και έκανε κουτραμπάντα τσιγάρα ζάχαρες και πηγαίναν στο Στενό με τον Λεμπέση, αυτός ήταν ο αρχηγός είχε καμιά δεκαριά μουλάρια, ήταν αγωγιάτης και έπαιρνε παιδιά μαζί του, εικοσάρηδες τριαντάρηδες. Όταν φτάσανε πάνω μετά τη Σταυροπέδα ακούει μια χωριανή του εκεί, της λέει που πας. Λέει πάω στο κτήμα για τις αγελάδες είχε και ένα παιδί. Της λέει άφησε το παιδί να τον πάρω στο μουλάρι, το παιδί είχε και μουλαρίσια ποδάρια. Και αυτός, ο Ζερβής, φορούσε βράκες και του ‘τρωγε τα ποδάρια αλλά τι να κάνει, κουβεντιάζανε κιόλας. Αυτή πεθαμένη αλλά αυτός δεν ήξερε πως είχε πεθάνει. Το αφεντικό το μεγάλο, άμα φτάσανε στις Στραπουριές στο σταυροδρόμι, του λέει αυτή εγώ θα πάω από δω. Παίρνει το παιδί αυτή και φεύγει, Άμα γυρίζει σπίτι πέφτει στο κρεβάτι και πέθανε. Ο πατέρας μου είχε δει και τα μουλαρίσια ποδάρια, όλα τα είχε δει.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι λαφρόστιχοι. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Τις παραμονές του Αγίου Χαραλάμπου είχε πάει ο πάππους της μαμάς μέσα στο Ζένιο, και νύχτωσε. Τότε δεν είχε φώτα. Είχανε τότε φαναράκια με λάδι και πήγαν και φωνάξανε να τον βρούνε. Η γιαγιά ήταν έγκυος και έκλαιγε και έλεγε να φέρετε τον πάππου. Πήγανε να τον βρούνε, τον φωνάζανε τίποτα. Όπως είχε μαζευτεί κόσμος και δεν είχαν έρθει οι άλλοι βρέθηκε ο πάππους μπροστά τους. Και λέει τι φωνάζετε, βρε παιδιά, τι έχετε. Λέει, Πάρτε τον άνθρωπο να το ξεκουράσετε ότι τον πήγε ένας άνθρωπος εκεί. Τότε όταν γεννήθηκε το παιδί το βγάλανε Χαράλαμπο και το όνομα είναι τώρα από αυτό στ΄ Αποίκια και στις Στενιές. Λέγανε ότι ήταν ο Αγιος Χαράλαμπος. [Περικλής και Δανάη Αθανασίου]