Βουρκωτή
Η Βουρκωτή παρ’ όλο που βρίσκεται στη διπλανή κοιλάδα και σε μεγάλο ύψος ήταν πάντα στενά συνδεδεμένη με την κοιλάδα. Βουρκωτιανοί πάντα κατέβαιναν να δουλέψουν στα Αποίκια και πάντα περνούσαν από εκεί για τη Χώρα. Αναφέρεται Βουρκωτιανοί να κατεβαίνουν στη Χώρα αυθημερόν για να καπνίσουν έναν ναργιλέ στα καφενεία της Χώρας, ενώ οι γυναίκες τους κρατώντας τη ρόκα και γνέθοντας κατέβαιναν φορτωμένες κηπευτικά για να τα πουλήσουν.
Ο μπαμπάς μου έβαζε κήποι και η μαμά φορτωνότανε σαν γαϊδουράκι, ένα πίσω εδώ κι το άλλο μπροστά εδώ. Να πάει στις Στενιές, να πουλάει, κολοκυθάκια, φασολάκια, πατάτες, κρασί, λάδι. Χωρίς γαϊδουράκι, σπάνια, γιατί ένα είχανε. Το ‘παιρνε ο μπαμπάς μου και πήγαινε στη Βόρη. Κάτω εκεί [Άχλα] έβαζε τα πρώιμα. Μετά τα καλοκαιρινά, τα’ βαζε πάνω στο χωριό Μετά του δίναμε από κει και πηγαίναμε Χώρα που πουλούσε η μάνα μου και τη βλέπαμε τη Φάμπρικα που δούλευε. Περνούσαμε από κει, πάγαινε μετά στη Χώρα να ψωνίσει, φορτωνότανε σαν γαϊδούρι. Για σκέψου τι τραβούσανε οι άνθρωποι. Γι’ αυτό όταν ήμουν πιο μικρή τηνε κακολογούσα. Ήτανε πάρα πολύ δύσκολα, τώρα δεν είναι ευχαριστημένοι. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση].
Η Βουρκωτή φαινόταν σαν ένα παράξενο μέρος με άγριους ανθρώπους.
Ήταν τότε εντελώς απομονωμένο χωριό, μιλούσαν ακόμη Αλβανικά. Η μόνη επαφή που είχαν ήταν με Στενιές. Ανεβαίναν από τα Αποίκια, Κατακαλαίοι, από πίσω, Σάπια βρύση πίσω, μεταξύ του βουνού απάνω της κορυφής και της Βουρκωτής. Αριστερά, πιστεύω είχανε κατολισθήσεις, ο σάπιος βράχος εκεί, στη μέση της διαδρομής, βουνό με ποτάμι. Και πηγαίναν εκεί στα πανηγύρια τους, τα οποία είχαν μεγάλη πλάκα βέβαια. Εάν σηκωνόταν κάποιος άλλος, γινότανε χαμός Κυρίου. Είχανε κάτι γκλίτσες, κάτι μαγκούρες που τις χρησιμοποιούσανε για τις δουλειές τους. Η πρώτη μαγκουριά έπεφτε στο λουξ, και μετά όποιον πάρει ο Χάρος. Μιλάμε για ξύλο, όχι αστεία. Απάνω, πάνω σε σκάλες, με το κεφάλι σπασμένο, με αίματα. Έπεφτε πάρα πολύ ξύλο. Είχανε αυτό το κακό. Είχε χορέψει 5 αδελφές, 15 ξαδέλφες και ήθελε ακόμη να χορέψει. Ποιος είσαι εσύ σηκωνόταν επάνω, εμείς ήταν καφενεία που είχαν 2 πόρτες, και με την παραμικρή ένδειξη ότι θα έπεφτε ξύλο φεύγαμε. [Ελευθέριος Πολέμης]
Στην Βουρκωτή όλοι ήταν Ζαννάκης, Ρούσσος και Μανδαράκας. [Γιώργος Καϊρης]
Οι Βουρκωτιανοί ήταν Αρβανίτες και διατήρησαν τη γλώσσα τους πράγμα που προξενούσε αιτία για διάφορες ιστορίες και συμπεριφορές.
Τα αρβανίτικα μου θυμίζουν εποχές άσχημες, οι γονείς μου μιλήσουν και θύμωνα τους πετούσα πράγματα, δεν τα ήθελα. [Εριφύλη]
Η γλώσσα τους αυτή δημιουργούσε απορίες για την καταγωγή που ήταν τόσο παλιά που είχε ξεχαστεί και έτσι οι εξηγήσεις είναι πολλές.
Μέχρι και ο παπάς στην εκκλησία έψελνε αρβανίτικα. Τους φωνάζανε “κακκάβια“ γιατί ήταν από τη Κακαβιά και άλλους τους φωνάζανε μπρίκια γιατί ήτανε από τη Πρίστινα. Οι ίδιοι αλληλο-βριζότανε. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Τον πάππου μου τον λέγανε Μπελιγράδη γιατί ήτανε από τη Γιουγκοσλαβία. Ο πατέρας μου ήταν από τη Βουρκωτή και η μάνα μου από τις Κατακαλαίοι. Ο Όθωνας τους είχε φέρει τους Αρβανίτες στην Άνδρο. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Υπάρχει ακόμα και εξήγηση για το όνομα του χωριού.
Ήτανε πολύ ψηλά και ήτανε βούρκος είχε πάντα ομίχλη το χειμώνα και τη βγάλανε Βουρκωτή. [Εριφύλη]
Η Βουρκωτή αυτή την εποχή οι άνθρωποι ήταν άγριοι και είχε πολύ σκάμνους, πλατάνια για να μην τους βλέπουνε. Ήταν από το Βαρίδι και πήγαν εκεί πάνω να κρυφτούνε, ήταν σα ζούγκλα. Βγήκε Βουρκωτή γιατί είχε πολύ δάσος, για κρυφό μέρος. Κάποιος άλλος διαβασμένος μπορεί να ξέρει διαφορετικά. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Η Βουρκωτή, τη βγάλανε. Πολύ παλιά ήτανε, δεν τη λέγανε Βουρκωτή, Βαρκωτή, κάπως έτσι. Πολύ παλιά ήτανε Τούρκοι εκεί γιατί έχουμε και πολλές λέξεις εμείς τούρκικες. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Η Βουρκωτή, σαν τόπος, περιλαμβάνει και όλο το βουνό πάνω από το χωριό και μέχρι κάτω στα Άχλα. Ψηλά υπάρχουν διάφορες τοποθεσίες με διάφορες ιστορίες αλλά και τα τοπωνύμια κρύβουν πολλά, Πέταλο, Ζένιο, Άγιοι Σαράντα…
Πέταλο, Το λένε γιατί μοιάζει σαν πέταλο. Όλο ομίχλη έχει. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Έχει ένα σωρό πέτρες και τα έχουνε σκεπάσει όλα. Έχουν κλέψει. Έχουν κάτι κάνει δεν ξέρω. Περπατούσα πολλές ώρες και εκεί απάνω είναι ένα μέρος το Πέταλο, είχανε βρει μια πέτρα. Είχε γίνει ένας πόλεμος πολλά χρόνια. Και βρήκανε αυτή τη πέτρα, ήτανε μεγάλη, ήτανε γκρέμνο και είχανε κάνει ένα σταυρό επάνω. Είναι εκεί ακόμα και είναι ένα καμπί. Το βγάλανε Πέταλο οι παλαιοί. Είναι μες στη μέση στο καμπί και είναι ένα μεγάλο γκρέμνο και τώρα άμα πάω, ξέρω είναι εκεί. Έμεινε εκεί το γκρέμνο. Αυτό ήτανε αρχαίο πράγμα. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρό παιδί, εκεί πάνω είναι οι άγιοι Σαράντα. Και αναβαίναμε εκεί πάνω, και περπατούσα- περπατούσα. Δεν υπήρχε εκεί τίποτα, βουνό. Και λέει όποιος περνάει από δω να φέρνει λίγο λάδι να ανάψει το καντήλι γιατί εδώ δεν ξανάρχονται οι παπάδες. Ήταν έρημα και έχει παραμείνει. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Παρ’ όλο του ύψος του βουνού υπήρχαν μονοπάτια για να συνδέουν τα χωριά γύρω και πιο κάτω.
Το Ζένιο είναι πολύ μέσα οι Βουρκωτιανοί δεν βγαίνανε επάνω. Το μέρος αυτό εξυπηρετεί πολύ κόσμο. Βγαίνουν επάνω από τον Πιτροφό, από του Απροβάτου , από το Μπατσί. [Εριφύλη]
Η Βουρκωτή απέχει πολύ από τη θάλασσα και το κατέβασμα ήταν αρκετά δύσκολο στα χωράφια της ρεματιά.
Δεν περνούσες στην απέναντι πλευρά. Στη ρεματιά στα Άχλα, το νερό ήτανε τόσο πολύ και βούιζε και ανεβαίναμε από εκεί από τη θάλασσα στο χωριό μας. Μόνο εκεί πηγαίναμε. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Η διαφορά της Βουρκωτής από τ’ Αποίκια και ακόμα περισσότερο από τη Χώρα ήταν πολύ μεγάλη και οι αναμνήσεις και από τις δύο πλευρές. Η ζωή στη Βουρκωτή ήταν πολύ δύσκολη και η διαφορά από τα αστικά σπίτια της Χώρας τεράστια.
Δεν θέλω να τα θυμάμαι γιατί ήταν άσχημα χρόνια. [Εριφύλη]
Τα Αποίκια ήταν πιο σύγχρονο μέρος. [Εριφύλη]
Πολύ συνηθισμένο ήταν κορίτσια από τη Βουρκωτή να πηγαίνουν στη Χώρα για να γίνουν υπηρέτριες σε πιο πλούσια σπίτια.
Εγώ θυμάμαι, όταν γεννήθηκε η Θεανώ και φτιάξαμε το σπίτι μας, δεν είχε νερό. Πήγαινε η κοπέλα, είχαμε μια για να βοηθάει τη μητέρα μου. Είχε μια Βουρκωτιανή, οι γυναίκες δεν βγαίναν να ψωνίσουνε πρώτα. Ο μπαμπάς ταξίδευε. Την είχαμε να μας ψωνίζει. Πήγαινε στη βρύση και έφερνε ένα κουβά νερό. Μετά όταν μεγαλώσαμε πηγαίναμε και εμείς.
Ήταν δυστυχισμένα, ήταν μικρά, πηγαινάν 2 τάξεις τρεις και ύστερα τα βγάζαν από το σχολείο. Μένανε δύο χρόνια σε κάθε τάξη. Ήτανε μεσ’ τη ψείρα. Δεν είχαν ούτε ρούχα να φορέσουν, από αυτά που είχαμε εμείς τους δίναμε. Εδώ τρώγανε πιο καλά. Μπορεί να ήταν αυτάρκεις εκεί αλλά δεν τρώγαν απ’ όλα τα πράγματα. Είχαν τις πατάτες, τα κρεμμύδια, τα ζαρζαβάτια αλλά ο άνθρωπος θέλει και άλλα πράγματα.
Πολλά χωριά είχαν σχολειά, όταν ήμουν μικρή εγώ, αλλά δημοτικά.
Κάθε μέρα οι Βουρκωτιανοί κατεβαίναν και φέρναν πατάτες από κει. Μούστο μας φέρνανε με τα γαϊδούρια τους, σταφύλια. Μέχρι τώρα η γεύση τους είναι στο στόμα μου. Από τα μπαϊρια, τα απότιστα, ή φασολάκια το καλοκαίρι ή ζαρζαβάτια ανάρπαστα γινόντουσαν, αυγά…
Δεν θυμάμαι κανένα Βουρκωτιανό, οι γυναίκες τους τα φέρνανε. Οι Βουρκωτιανοί φορούσανε βράκες. Και σε ένα παιδί που δεν έτρωγε το φαΐ του λέγανε, τρώγε γιατί θα σε δώσω στο βρακά. Είχανε βράκες και τους φοβόντανε. Οι γυναίκες φορούσανε οτιδήποτε, ειδικά στη Κατοχή, μπορούσανε να σου κατεβούνε με κιμονό γιαπωνέζικο. Εδώ, οι Χωραϊτες που δεν είχανε να φάνε δίνανε οτιδήποτε. Εκείνες τα καλαθιάζανε που κατεβαίνανε. Και κρεμμύδια φέρνανε. Τότε δεν είχε δρόμο.
Αρβανίτικα μιλούσανε και στο σπίτι και ιδίως άμα δεν θέλανε να καταλάβουμε κάτι, μιλούσανε στα Αρβανίτικα ή θα μας βγάζανε. Όλα τα ξέρω. Μεγάλωσα μέσα στην Αρβανιτιά εκεί με τους γονείς. Ήμουνα υπηρέτρια, ήμουνα οικιακή βοηθός να το πω έτσι πιο εξελιγμένα. Κατά πρώτης είχα πάει Χώρα. Έφυγα από τη Βουρκωτή 7 χρονώ μικρό παιδί. Με πήγανε, δεν πήγα μόνη μου, με πήγανε. Κάνανε παιδιά τότε και λέει πάρε εσύ, πάρ’ κι εσύ. Για να πάμε να φάμε ψωμάκι. Μου δώσανε ένα τέτοιο σκαμνάκι, μου το βάζανε στο νεροχύτη γιατί ήταν πιο ψηλό για να πλύνω τα πιάτα το καημένο κι έκαμα και ζημιές. Είχα μια κυρία που πήγαινε, χαρτόπαιζε κι εγώ ήμουνα κλεισμένη μέσα και πάγαινα στο παράθυρο κι έβλεπα απάνω το δρόμο τους Κατακαλαίους και μ’ έπιανε από τη χαρά μου που έβλεπα κει πότε να πάενα. Το σκούσα καμιά φορά και πήγαινα στη Βουρκωτή. Είχα παρέα. Έβρισκα ένα ξάδελφο μου
Είχε κιάλια η κυρία, ήτανε καπετάνιος ο σύζυγος, κι έφευγε αυτή πάγαινε. Εγώ ξέρεις τι ήτανε το φαί μου, βούτυρο και ψωμί κι έκανα και ζημιές, που μου βαζε για να πλύνω τα πιάτα. Κλεισμένη μέσα δεν μπορούσα να βγω όξω. Είχα κιάλια κι έβλεπα απάνω το δρόμο γιατί ξέρεις τι γινόταν στις Κατακαλαίοι, οι Βουρκωτιανοί κατεβαίνανε από κει. Δεν είχανε αμαξωτοί τότε και έβλεπα, που λες, που κατεβαίνανε με τα ζώα, με τα μουλάρια, με τα γαϊδουράκια. Κατεβαίνανε κάτω κι εγώ που λες η χαρά μου και άμα έβρισκα, ανακάλυψα τον ξάδελφό μου, που δούλευε εκεί στο γύφτικο, έφευγα. Το σκούσα, δεν έλεγα πως φεύγω και πάαινα και τον έβρισκα κι ερχόμασταν ποδαράτο. Να πάω στη Βουρκωτή. Χαρά που πάαινα στο χωριό μου μικρό παιδάκι. Λίγο ξυλαράκι από τη μαμά και το άλλο πρωί πάλι ντουγρού για τη Χώρα. Και μετά άμα μεγάλωσα έστρωσα. Έτσι τα κάνανε οι γονείς τότε όλα τα κορίτσια. Τα βγάζανε από το σπίτι από μικρά. Να πας σου λέει να φας ψωμί, να φας ψωμί ξένο. Γι’ αυτό λέγανε κιόλας μετά άμα δεν φας ψωμί ξένο, το λέμε σαν παροιμία, ‘να φας ψωμί ξένο να δεις. Εγώ να σου πω από τη δική μου πλευρά, βέβαια άμα ήμουν μικρό στενοχωριόμουν. Μετά άμα κατάλαβα τέλος πάντων, γιατί εκεί μπορεί να ‘μουνα και πολύ ζώ (ζώο), Ανάλογα που μεγαλώνεις. Σε τι περιβάλλον. Άμα μεγαλώνεις σε άγριο περιβάλλον θα δεις το άγριο περιβάλλον. Καλύτερα που έφυγα. Ζυμώθηκα και διαφορετικά με άλλο κόσμο. Έτσι το βλέπω. Όταν μεγάλωσα τα λέω τώρα, δεν τα ‘λέγα τότε που ήμουνα μικρή. Χαρά άμα έβλεπα χωριανοί μου στη Χώρα. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Άλλαξα 2-3 σπίτια, μετά από την κυρία Πασχάλη, είχα πάει σ’ ένα ελαιοχρωματιστή που λεγότανε Φόρας, πήγα εκεί, μετά από κει φεύγω πήγα κατέληξα μέχρι τέλη ’56, ’57 παντρεύτηκα, εκεί ήμουνα πια μεγαλούτσικια, 18 χρονώ παντρεύτηκα, πήγα στον Πολέμη που η μητέρα του με είχε βαφτίσει, του Γιάννη του Πολέμη, της Μίνας, ο πατέρας, η γιαγιά της Μίνας με είχε βαφτίσει, Κουτσούκου λέγεται τώρα το συζυγικό της. Πήγα εκεί, το χειμώνα Πειραιά, το καλοκαίρι εδώ. Σχολείο δεν μας στείλανε, γιατί τα αγόρια θέλανε να μάθουνε γράμματα πήγα μέχρι την πρώτη τάξη, αυτό ήτανε τα γράμματα που έμαθα γιατί οι γονείς θέλανε δουλειά, δεν μας αφήνανε να πάνε σχολείο, είμαστε 4 αδελφές με 1 αδελφό, τον χάσαμε στο καράβι, μας κάηκε ο καημένος με τη γυναίκα του μαζί, εκείνος πήγαινε, αλλά δεν τα ’θελε κι’ αυτός, με 2 ντουβάρια γονείς ποιος να τον διαβάσει ποιος θα τον μάθει…
Πριν πάω στη Χώρα πήγα σχολείο πρώτη τάξη στη Βουρκωτή, μετά πήγα Χώρα. Ποιος να σε προστατέψει, αφού οι γονείς…Εγώ ήμουνα με μια ξαδέλφη μου και είμασταν στις 2 αδελφές, οι κυρίες μας ήτανε από την Παλαιόπολη. Και μια φορά, θα σου πω τώρα να γελάσεις, μια φορά, αφού ήτανε καλοκαίρι, πήγαμε να μαζέψουμε καρύδια, ήταν το πατρικό της εκεί η μια έχει τον Πασχάλη από τη Χώρα και η άλλη έχει ένα Γουλαντρή, από αυτοί τις Γουλανδρήδες, τις ονομαστοί. Η μια Ειρήνη την ελέγανε και εκείνη γιατί ήμαστε δυο αδελφών παιδιά, πήαμε στην Παλαιόπολη οι δυο αδελφές εκεί και οι δυο ξαδέλφες, οι υπηρέτριες. Τέλος πάντων, πήγαμε που λες εκεί ένα καλοκαίρι. Πηγαίναμε τακτικά αλλά εκείνο το καλοκαίρι μου έχει μείνει. Μαζέψαμε τα καρύδια, τα καθαρίσαμε να τα κάνουμε γλυκό. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι, ας ήτανε η μια Γουλαντρήδαινα και η άλλη ο άντρας της καπετάνιος, δεν ήτανε καλά άτομα κατά τη γνώμη μου. Είχανε ένα κουτί λουκούμια, λοιπόν από το κουτί χάθηκε ένα λουκούμι, καταστροφή δε λες τίποτα. Μας φέρανε την εικόνα να ορκιστούμε. Λοιπόν μας φέρανε που λες την εικόνα εκεί, δεν το ξεχνώ αυτό, και τι όρκο να κάνουμε. Όποια το ’χει φάει από τις δυό μας να στραβωθεί και να τύχει, μπορεί η καημένη η ξαδέλφη μου να το ‘φαγε εκείνη και το καημένο, χρειάστηκε μετά από λίγο καιρό γυαλιά. Για ένα λουκούμι τώρα. Μας αυτώνανε. Δεν είχανε τα παιδιά τη ζέστη που έχουνε σήμερα και πάλι καλά. Εγώ λέω από τη μια ας πούμε, γιατί έφυγα και βασανιζόμουνα μικρό παιδάκι, στενοχωριόμουνα που δεν ήμουνα με τα αδέλφια μου, αλλά κι από την άλλη λέω πως έμαθα και πέντε πράγματα παραπάνω. Δεν ξέρω να γράφω αλλά σου διαβάζω τα πάντα. Στα Αποίκια ήρθα τέλη ’57. Το ’56 έφυγα από τη Χώρα, γύρω στα ’52-’53 έφυγα από τη Χώρα και πήγα στον Πολέμη το Γιάννη. Το καλοκαίρι στην Άνδρο, το χειμώνα Πειραιά. Μετά παντρεύτηκα και ήρθα Αποίκια. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Τα ήθη και οι συμπεριφορές ήταν πολύ διαφορετικές ανάμεσα στη Βουρκωτή και τα Αποίκια και αντίστοιχα σχολιάζονταν.
Οι Αρβανίτες είχαν τις μαγκούρες σαν όπλα. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Οι Βουρκωτιανοί είχαν μανία με τις δίκες. Στα διαλείμματα της δίκης μιλούσαν μεταξύ τους αρβανίτικα. Σε μια δίκη κάποιος θεώρησε ότι αδικήθηκε από την απόφαση του δικαστηρίου και εξερχόμενος λέει «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη». Ο ειρηνοδίκης δεν ξέρω από που ήταν, το άκουσε και το κατάλαβε και τον εκκάλεσε πίσω και του έβαλε 5 χρόνια φυλακή. Ο δικηγόρος έκανε αγόρευση και η ποινή για εξύβριση της δικαιοσύνης επεβάλετο 5 χρόνια. Και την έκανε στη Σύρο. Αλλά και αναμεταξύ τους και τα χρόνια του 50 κατεβαίνοντας στη πιάτσα στις ταβέρνες μιλούσαν, οι νεότεροι τα παράτησαν. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Μια φορά δουλεύαμε στον μύλο από κάτω, φτιάχναμε μια αιμασιά, στρεματίζαμε να φυτέψουμε λεμονιές. Ένας έκλεψε μια κοπέλα δεν τον εθέλανε, Βουρκωτιανή ήτανε. Μια αγαπούσε ένανε και τον ήθελε και μετά και αυτός την αγαπούσε να την πάρει, ήταν λεβέντης όμορφος. Και μετά την αρραβωνιάσανε με άλλονε Βουρκωτιανό, και να δεις τι έγινε. Ο αδελφός της την πήρε να την πάει στου γαμπρού το σπίτι, βεγγέρα πήγανε, ένα βράδυ με φανάρι. Θα περνούσαν από του πρώτου το σπίτι από κάτω που την αγαπούσε. Αυτός τις φύλαγε εκεί. Όπως περνούσε του κοπανάει μια κλωτσιά στο φανάρι και του σκάει μια μπουνιά στη μούρη. Πάρ’ τονε κάτω και βουτάει τη νύφη και την πάει μέσα στο σπίτι. Σκώθηκε όλη η Βουρκωτή στο πόδι. Τη φέρνει εδώ στη Μεσκουλιά, στο κτήμα. Το λέγανε έτσι γιατί είχε μέσκουλες, και δουλεύαμε εκεί. Αυτοί πήγανε στο δικαστήριο και από της νύφης τη μεριά και από του γαμπρού, και αυτόν που πήγε να την κλέψει, γιατί του την επήρανε. Ήταν εντάξει η κοπέλα γιατί δεν την πείραξε. Και ανεβήκανε επάνω στο δώμα οι Βουρκωτιανοί και όπως είναι με χώμα το δώμα και γύρω- γύρω με πλάκες και από πάνω πέτρες χοντρές, πετρώματα τις λένε, πετρώναν τις πλάκες, βγάλαν τις πέτρες, βουλιάξαν τα σπίτια εκείνο το βράδυ, μαλώνανε.
Την άλλη μέρα πήγαν στη Χώρα και φέραν τις χωροφυλάκοι και ήρθαν. Α τώρα είναι ευκαιρία. Εμείς δουλεύαμε εδώ, και κόβαμε με το ράμμα που είχε βάλει ο μάστορας στον τοίχο, ένα σπάγκο γερό. Τρύπησα ένα ντενεκέ γερό σαν το λαήνι. Πέρασα ένα σπάγκο χοντρό τον έδεσα. Αυτή που είχε το κτήμα είχε ένα σκύλο. Εκείνη την ημέρα μου έφαγε ένα ψωμί ο σκύλος για να τον καλοπιάσω, ήταν άγριος. Του δένω σφιχταριά στην ουρά, του δίνω μια με ένα μπαστούνι και κάνει απάνω. Κανόνισα να τις προλάβει στη Σάριζα, όπου ήταν ο κόσμος εκεί καφενεία και αυτά και τις πρόλαβε εκεί. Αλλά με που το αγριέψαν το σκυλί, εγύρισε πίσω και πέρασε από μπροστά μας σα σφαίρα και πήγε και κρεμάστηκε στον ποταμό. Είχανε κόψει ένα πλάτανο εκεί και είχε πετάξει πετάγματα. Πέρασε από πάνω ο σκύλος, μπέρδεψε και μένει ο σκύλος εκεί κρεμασμένος. Ένας απέναντι άκουσε το σκύλο και πήγε και τον έλυσε. Έλα που η ουρά του πρήστηκε πολύ εκεί δεν το σκέφτηκα. Μου λέει αυτή, δεν πονηρεύτηκε για να με πιάσει, δεν μπορεί κανείς να τον πιάσει. Του σκάω μια μπουνιά και δεν με δάγκωσε. Μου λέει εσύ το έκανες γιατί δεν μουντάρισε άλλον, εσένα μουντάρισε. Λέω ναι, εγώ το έκανα. Είναι αμαρτία το ζώο, λέει λύστε το τώρα. Κρατούσαν τη σκύλα μέσα σε ένα τσουβάλι και την ουρά απόξω. Κόψανε το σπάγκο με ένα σουγιά. Πρήστηκε η ουρά της έγινε τόση. Και πήγανε στη Βουρκωτή και χτίσανε όλα τα δώματα, γιατί είχανε βουλιάξει τις πέτρες κάτω από όλα τα δώματα. Τέτοια γινόντανε. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Η ζωή πάλι στη Βουρκωτή είχε και τις ευχάριστες στιγμές της. Τα παιδιά είχαν τα παραμύθια και οι μεγάλοι τις βεγγέρες και τα πανηγύρια. Διασκέδαση με τα ελάχιστα.
Εκεινα τα χρόνια όλο βεγγέρες κάναμε τρώγαμε, πίναμε και τραγουδούσαμε. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Βεγγέρες κάναμε στις γιορτές με το φαναράκι, η λάμπα, με λάδι, το λύχνο. Να βάλουμε λαδάκι και φυτίλι παίρναμε από τη Χώρα. Να βάλουμε να καίει και το φαναράκι κι αυτό τα ίδια, το ανάβανε με λαδάκι και το φυτιλάκι μέσα σ’ ένα γυάλινο. Το κρατούσες στο χέρι, φαναράκι. Το κάνανε οι φαρνατζήδες που υπήρχαν στη Χώρα, εκεί που είναι το κρεοπωλείο σήμερα. Φτιάχνανε τέτοια πράγματα με λαμαρίνα και φτιάχνανε και τα φανάρια. Γύρω- γύρω ήτανε ψιλή λαμαρίνα και από πάνω το κεραμίδι (τσίγγινο) με ένα χερούλι να το κρατάς, και γύρω- γύρω ήτανε με τζαμάκια. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Ήταν όμως πιο καλά γιατί ήταν πιο δεμένος ο κόσμος. Με ένα κομμάτι μπακαλιάρο με δυο ελιές γινόταν γλέντι. Γλεντούσαν αυτά τα χρόνια. Παίζανε σαντούρι παίζανε βιολιά. Δίχως έξοδα.
Και βεγγέρες και γιορτές, το πρωί βγάζαν τις γυναίκες και μέναν μόνοι οι άντροι και γλεντούσαν μόνοι τους. Τσακωνόνταν γιατί έβγαζαν τα ζώα και έπεφτε και μαγκούρα. Στο γλέντι επάνω και έφευγε ένας με κεφάλι σπασμένο. Δεν γινόταν πανηγύρι χωρίς ξύλο. Και όλα γινόταν στο χορό επάνω στο γλέντι. Πηγαίναν τα ζώα εκεί. Αν πείραζες γυναίκα εκείνα τα χρόνια… Έπρεπε να πάρεις την άδεια από τον άντρα να χορέψεις τη γυναίκα όχι φοξ και τέτοια. Είχαν ένα συνήθειο και πετούσε το μαντήλι, πάνω στον μπάλο, αν το έβλεπε ο άντρας σήκωνε τη μαγκούρα. Έπρεπε να το ζητούσες αν το έγκρινε αν δεν το έγκρινε έπρεπε να κάτσεις κάτω. Αυτό ήταν πριν 50 χρόνια.
Στην Άρνη είχανε σκοτωθεί και έτσι, δυό άντροι, τον έπιασε από την μέση, το έσφιξε, τον μπατάρει επάνω σε πεζούλι και τον έκοψε. Είχε πιεί κιόλας αλλά πηγαίναν έτσι, αδιάβαστοι, που λένε.
Δύσκολα πράγματα.
Ιστορίες λέγανε σε βεγγέρες. Τα περισσότερα τα λέγανε στα αρβανίτικα. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Είχαμε ένα παππού στη Βουρκωτή που μας έλεγε ιστορίες. Ο μπάρμπα Γιάννης Ζαννάκης ή Σπίγκος. Ο παππούς αυτός εκτός από παραμύθια έλεγε ήταν ένας που είχε ένα σακί λιβάνι και ανέβαινε στον ουρανό και κατέβαινε άγγελος Κυρίου και του έλεγε τι θέλεις, τέτοια παραμύθια. [Εριφύλη]
Τα όργανα εκείνη την εποχή ήταν απαραίτητα για να γίνει γλέντι.
Πηγαίναμε τότε στη Βουρκωτη και παίζαμε. Το φωξ τότε δεν το λέγανε έτσι, το λέγανε αγκαλιαστό. Οι βουρκωτιανοί οι γέροι δεν θέλανε αγκαλιαστό και κάνανε καυγάδες γιατί δεν θέλανε αγκαλιαστό.
Άλλο ένα βράδυ ήμουνα με το Λέκκα, μές το καφενείο είχε σηκώσει ο καφετζής σε μια γωνιά με σανίδια και παίζαμε εκεί απάνω και ευτυχώς θα μας σπούσαν το σαντούρι εκείνο το βράδυ. Απέναντι ήταν ένα άλλο καφενείο και δεν ήταν κανείς. Πιάνει ένανε Ντεμπεσίρη, ήταν το παρατσούκλι του, ο άλλος καφετζής, και έναν άλλονε του μυλωνά τον γιό, τις μεθάει και τις δυό να χαλάσουν το χορό. Και άμα ήρθαν εκεί πήγαν στο τεζιάκι χτυπούσαν εκεί, Να μας βάλεις ρακί, και χτυπούσαν τα ποτήρια στο τεζιάκι. Λέω του Λέκα Φρατζέσκο καυγά έχουμε. Μόνο κοιτούσα εγώ να μη σπάσουν το σαντούρι. Το έβαλα όρθιο και είχα μια καρέκλα μπροστά να μη μού ‘ρθει καμιά καρέκλα, να μην τη φάω εγώ και σπάσει το σαντούρι μου. Εκεί νά ‘σουνα μέσα.
Ήτανε μια, τον άντρα της τον λέγανε Γιώργο Μαργέτη, Μπουμπούς το παρατσούκλι, τη γυναίκα τη λέγανε Φρατζέσκα, για να μην χτυπήσουν τον άντρα της πήγαινε στη μέση και τη πετούν χάμω και την πατούσαν στη κοιλιά και ξεφώνιζε. Άδειασε όλο το καφενείο. Σε μια ώρα ήρθανε σε μας και άδειασε πάλι εκείνο το καφενείο.
Ο Ντεμπεσίρης έβαζε το ποτήρι στο στόμα και το μασούσε αλλά δεν το κατάπινε, τρέλα. Τέτοια γινότανε. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Δεν επιτρεπότανε να χορέψουνε αγκαλιαστά, θα γινότανε σκοτωμός και είχε γίνει. Μόνο μπάλο καλαματιανό. Μια φορά σηκώθηκε κάποιος και χόρεψε αυτό και πως έφυγε ζωντανός δεν ξέρω έγινε κακό μεγάλο. Στη Βουρκωτή ήταν χειρότερο αλλά και εδώ. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Τα πανηγύρια ήταν η ευκαιρία για γνωριμίες.
Όταν γινότανε κανένα πανηγύρι, αρχινούσαν τα καλοκαιρινά, από του Αγ. Πνεύματος, έχουμε Αγ. Τριάδα στο χωριό, ίσα μέσα από το ποτάμι που πάμε να στρίψουμε που είναι το γεφύρι στη Βουρκωτή, ο αμαξωτός, λίγο πιο μέσα είναι η Αγ. Τριάδα, φυλάγαμε αυτό το πανηγύρι να έρθει. Τότε δεν κάθονταν οι γυναίκες με τις άντρες μαζί, οι άντρες πίνανε, οι γυναίκες σ’ ένα ξύλινο παγκάκι και η χαρά μας. Μας κερνούσανε λουκουμάκι, αυτή ήταν η ευτυχία, αλλά η χαρά μας ήταν να μας ρίξουν το μαντήλι να χορεύουν. Αυτά είναι τα ευχάριστα, κανένα πανηγυράκι. Τις Απόκριες να ντυθεί η μαμά μας μασκαράς, να γελάμε κι εμείς και χορό που πηγαίναμε στις χοροί αυτοί. Αυτή ήταν η διασκέδαση μας.
Ένας θείος μου αδελφός του πατέρα μου, έτυχε να’ μαι εδώ [στη Βουρκωτή], να μην είμαι εκεί που δούλευα υπηρέτρια. Ο θειός μου έπαιζε μπουζούκι και ο παππούς ο Τριανταφυλλάκης βιολί. Άμα τελείωνε η εκκλησία πήγαιναν εκεί στην άμμο, στο βράχο παίρνανε το φαϊ τους και γλεντούσανε στην παραλία. Ψήνανε. Αγοράζανε από τον άντρα μου ένα αρνί, ένα κατσίκι, στη σούβλα. Ο Θεός να την έκανε σούβλα, δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Καίγανε ξύλα και κάνανε κάρβουνο και το ψήνανε. Λέει λοιπόν ο θειός μου, δεν έρχεσε βρε Ρήνη να πάμε στ’ Άχλα, στο πανηγύρι. Λέω βρε θείε μου αν με αφήσουνε θα ’ρθω. Το ‘πε της μάνας μου του πατέρα μου. Λένε δεν πάς, πήγαινε. Πάω εκεί, τελείωσε η εκκλησία. Πήγε ο θείος μου να παίξει. Με τη θειά μου πάμε, που λες, εκεί στο βράχο. Καθίσαμε κάτω να ανοίξουμε τα φαγιά μαγειρεμένα, που φέρνανε από τα σπίτια. Τα στρώσαμε, φάγαμε. Κάποια στιγμή, έρχεται ο άντρας μου, ήτανε χορευτής, του άρεσε, ήτανε καλός πολύ καλός, φτωχός αλλά πέρασα καλά μαζί του. Έρχεται, που λες, ο άντρας μου όταν παίζανε τα όργανα και με αρπάει από το χέρι να χορέψουμε. Μας βλέπει ο πεθερός μου, άρχισε να ρωτάει ποια είναι αυτή που χορεύει ο Γιάννης. Του ‘πανε. Εγώ ήμουνα τότε στου Πολέμη (το ’56). Τέλειωσε η άδεια μου και έπρεπε να φύγουμε για την Αθήνα, τον Πειραιά. Έφυγα, τότε δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα, μου στέλνει η μαμά μου ένα γράμμα και μου λέει έτσι κι έτσι, με αντάμωσε ο Ρούσος ο Νίκος, άρεσες του γιού. Κι εγώ λέω, τι να πω, της απαντώ της μαμάς, άμα έρθω στην Άνδρο θα δω. Έρχομαι στην Άνδρο, με βρίσκει ο Γιάννης, εγώ ανεβαίναμε απάνω (με της Καίτης τη μαμά-της δασκάλας στα Απατούρια). Εκείνη ήτανε στην αδελφή της νονάς μου, εγώ στη νονά μου, κάναμε παρέα κι άμα τελειώναμε τις δουλειές ανεβαίναμε από δω να κάνουμε βόλτα. Με ‘βλεπε ο άντρας μου με πλησίασε, λέει έτσι κι έτσι. Λέω άμα είναι τυχερό. Δεν ξέραμε. Φοβόμασταν. Μας είχανε οι γονείς, η μάνα μου ήτανε τόσο αυστηροί γιατί ήτανε και πίσω από τον κόσμο. Μετά που παντρεύτηκα, η αδελφή μου κάπνιζε, για να καπνίσουμε στο χωριό στην ηλικία της μάνας μου ήμασταν ανήθικες. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Τα σπίτια δεν είχαν διαφορά από τα άλλα αγροτικά ανδριώτικα σπίτια.
Τα σπίτια ήταν χτισμένα τότε, ήταν η πέτρα με χώμα, και είχαν χοντρούς τοίχους και από μέσα φωλίτσα ήτανε. Το δάπεδο ήταν χώμα και το ταβάνι επάνω ήταν με χώμα και μετά είχαν ένα κύλινδρο μακρόστενο με δυο ξύλα γυριστά και τραβούσαν να το κυλήσουν να στρώσει, να διώξουν τα νερά από πάνω να μην στάξει. Μερικοί ρίχναν μούργα στο πατητό χώμα για να μην σηκώνει σκόνη αλλά ήταν για λίγο καιρό αυτό. Έπρεπε μετά να στεγνώσει και γινόσουνα χειρότερα και οι στέγες με καλάμια, την ψαθωτή στέγη. Πηγαίναν και κόβαν το κυπαρίσσι και το κουβαλάγαν στην πλάτη 2-3 άτομα, ένα- ένα. [Εριφύλη]
Η μεγάλη διαφορά με τα πιο χαμηλά χωριά ήταν το χόνι τον χειμώνα.
Τότε κρατούσε το χιόνι και ξεχιονίζανε, το πετούσαν από τα δώματα επάνω, για να πάμε στο σχολείο. [Εριφύλη]
Παρ’ όλα τα πολλά νερά, όπως και σε όλα τα παλιά σπίτια έπρεπε να φέρουν το νερό από την πηγή.
Να δεις που κάναμε κουβαλητό το νερό με τη στάμνα, ανεβαίναμε κάτι κατσάβραχα επάνω.
Έχω κουραστεί πολύ στη ζωή μου και δεν θέλω αν τα λέω.
Στα κατσάβραχα εκεί πάνω είχε πατήματα και ήταν χαβούζα και την ανοίγαμε το καλοκαίρι και μαζεύανε και ποτίζαμε. Αυτή τη στάμνα δεν μπορούσες να την βάλεις στη πλάτη έτσι. Δεν είχε σκαλιά είχε πατήματα πολύ χάλια. Τη βαστάγαμε μπροστά και κατεβαίναμε για να βγούμε στον κεντρικό δρόμο και μετά τη βάζαμε στη πλάτη. Και άμα σπούσε δεν είχαμε στάμνα. Τα βάζαμε σε κάτι ασκιβές από το βουνό.
Άμα τα βλέπω αυτά στον ύπνο μου δεν τα έχω σε καλό. [Εριφύλη]
Η Βουρκωτή παρ’ όλο που ήταν ένα φτωχό χωριό, είχε αυτάρκεια μέσα στη φτώχια του. Και η μετακινήσεις και η διαβίωση στις εξοχές της Βουρκωτής πιο δύσκολες.
Όλα τα κελιά ήταν γεμάτα τότε [στα Άχλα]. Παιδιά, γυναίκες, άντροι. Η μάνα μου κατέβαινε στο ποτάμι να πλύνει, ήμασταν κοντά στο ποτάμι στα Άχλα, στη θάλασσα, στου Γιάννη του Μπέκα. Το μοναστήρι του Αγ. Νικολάου είχε κόσμο τότε, είχε τον Βαρθολομαίο και έναν ηγούμενο Κεραμά που ήταν από το Λειβάδια. Πολλοί πηγαίνανε και δουλεύανε εκεί [στα κτήματα]. Θερίζανε, μαζεύανε ελιές.
Είχαμε στα Αχλα κτήματα, με το ζώο κάναμε τρία τέταρτα μισή ώρα να πάμε στα κτήματα. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Περάσαμε δύσκολα χρόνια, στα Άχλα. Είχαμε εκείνα τα χωμάτινα τα σκάλια, τα σπάσανε, είχανε φαγητό μέσα, και φύγανε και ζήσανε μέσα σε μια σπηλιά. Κρυφτήκανε για να μην τα σκοτώσει ο πατέρας τους γιατί ήτανε δύσκολα χρόνια. Υπήρχε ένα σκάλι στο κτήμα και αν σπούσαν δεν είχαν άλλο να μαγειρέψουνε. Που να πάνε να βρούνε να μαγειρέψουνε. Στο σκάλι μόνο όσπρια θα μαγειρεύαμε στο κελί. Μαγειρεύαμε οτιδήποτε, δεν σπούσανε. [Εριφύλη]
Μάζευα χόρτα, χαλικοτές τις λένε και καρύδες, γαλασίδες, σταρίδες, λαρδάκια, τα δράμια που βγαίνουν τον Απρίλη, προβάσια. [Εριφύλη]
Το κρέας ήταν πολυτέλεια.
Το κρέας το βάζανε στις μπουρνιές. Σφάζανε το καλοκαίρι τη κατσίκα, το πρόβατο αφού δεν είχαν ψυγεία. Τότε είχαν ένα ερμάριο σιδερένιο το κρεμούσανε στο κατώι μέσα και σε δυό τρεις μέρες έπρεπε να το φας γιατί άναβε το καλοκαίρι.
Τα χλωρομπίθια ήταν το κομμάτι το κρέας με το λαρδί, το παστώνανε στο αλάτι, και το βάζανε στην άλμη μέσα και το έβγαζες της ώρας και το ξαρμίριζες σαν το μπακαλιάρο. 4-5 μπουρνιές ήταν της χρονιάς, το λαρδί και το λουκάνικο.
Τους κουραμπιέδες τους φτιάχναν με το λαρδί.
50 χρονών ήταν γέροι από αυτά και από τη κούπα. Όσο κρασί βγάζαν το πίνανε.
Στο ρακί δεν βάζεις αλάτι γιατί δεν προλαβαίνεις να πίνεις νερό. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Απαραίτητος ήταν ο αργαλειός στο σπίτι και η συνεχής ενασχόλσης των γυναικών με την υφαντική.
Υφαίνανε μόνο χράμια και κουρελάδες. Έχω γνέσει, πλέναμε το μαλλί, ξάναμε το μαλλί στα χέρια, μετά το κάναμε τουλούπα και το βάζαμε στη φούρκα, το δίχαλο, και το δέναμε και μετά με ένα ξύλο το αδράχτι και από κάτω σφοντύλι, για να γυρίζει και αρχίζαμε να φτιάξουμε τη ωραία τη κλωστή, φτιάχναμε ζακέτες, μπλούζες και κρατούσαν αυτά. Άσπρο μαλλί, το κάνανε κόκκινο άσπρο, παίρνανε μια μπογιά από τη Χώρα, βραστό νερό και το βάφανε. Βάφανε και με καρύδι για καφετί.
Έχετε πάει στο ποτάμι κάτω στη Διστίλια. Παίρναν ένα ντενεκέ του λαδιού που είναι 17 κιλά. Το ανοίγανε από τη πάντα να το κάνουνε μπανάκι, να πάρουνε νερό στο ποτάμι στη Διστίλια, να βάλουνε νερό να ζεσταθεί να κάψει να πλύνουμε τα ρούχα. Εμείς εδώ κάναμε χράμια όχι φλοκάτες, και κουρελούδες. Υφαίναμε εδώ. Βάζαμε σε μια γούρνα του ποταμού, να μην φύγουν, να τα πλύνουνε και μετά τα ξεβγάζανε, και μετά όλα τα ρούχα στη πλάτη με το κοφίνι, κοφίνια και πανέρια, εβάζαν ένα ξύλο στη πλάτη, ένα φρύγανο και πάλι πίσω. [Εριφύλη]
Τα λίγα πράγματα και υπηρεσίες, που δεν υπήρχαν στη Βουρκωτή και τα χρειάζονταν, τα προμήθευαν οι γυρολόγοι πραγματευτάδες και η Χώρα.
Πραματευτής ερχότανε, γυρολόγοι, να γανώσουν. Σιδεράς δεν υπήρχε στη Βουρκωτή, πηγαίνανε στη Χώρα να φτιάξουν το μιγκάρι τους. [Εριφύλη]
Ο δάσκαλος ήταν κάτι το ξεχωριστό τότε.
Δάσκαλος θα ‘ρχόταν από αλλού, θα ‘ρχόταν δεν θα ‘ρχόταν, δεν είχαμε πάντοτε. Καμιά φορά δεν υπήρχε δάσκαλος. Το αποφεύγανε γιατί έπρεπε να πας με τα πόδια επάνω. Είχε ένα δωματιάκι και τους φιλοξενούσε το χωριό, τους καλούσαν στα σπίτια να φάνε. Είχα μια δασκάλα από τα Αποίκια και ανέβαινε με τα πόδια. [Εριφύλη]
Η κοινωνική θέση εξαρτιόταν από την κτηνοτροφία.
Μόνο αυτός που είχε πιο πολλά ζώα, πιο μεγάλο κοπάδι ήταν πιο σπουδαίος. [Εριφύλη]
Μελίσσια είχανε και κάνανε μέλι. Ελιές είχανε τα κτήματα κάτω και όλα αυτά τα βουνά δίπλα δω που βλέπεις τα βάνανε κριθάρια και σιτάρια γιατί το αλεύρι και το ψωμί ήταν πανάκριβο Τα αλέθαμε στο μύλο στη Βουρκωτή, έχει 4-5 μύλοι στη Βουρκωτή. Και ζώα, το κάθε σπίτι είχε από ένα ζευγάρι αγελάδες για να ζευγαρίζουν και μουλάρι ή γάιδαρο μεταφορικό μέσο. Συνήθως τα κατεβάζαμε στις Στενιές που δεν είχε, ήτανε πιο ναυτικοί περισσότεροι και είχανε λίγα κτήματα, η μόνη κοινότητα που έχει λίγη γης. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Στην Κατοχή οι Βουρκωτιανοί σαν αγρότες καλλιεργούσαν ότι και όπου υπήρχε.
Με τη Κατοχή μέναμε στης Άχλας το κελί. Ρεβίθια βάζαμε, φακές, στάρια, κρασιά σύκα 50-60 καντάρια ένα καντάρι ήταν 50 οκάδες. Έβλεπες εκεί στο περβόλι αχλάδια, 100 αχλαδιές, τα σύκα τα στεγνώναμε επάνω στις ασπαρτιές τις πετρώναμε να στρώσουνε και τα σκίζαμε στη μέση και γινόταν άσπρα- άσπρα.
Κάναμε και παστελαριές με σουσάμι.
Αυτά τα απλώναμε τα στεγνώναμε να τα φουρνίσουμε και μετά παίρναμε ανθόνερο, το μισό το βουτάγαμε σε ανθόνερο το άλλο το βουτάμε σε καρύδι σισάμι και κανέλλα και τα βάζουμε διπλά τα παντρεύουμε μαζί και κολλάνε, και τα βάζουμε σειρά- σειρά, μετά τα φουρνίζουμε και μετά τα βγάζουμε και γεμίζουμε κουτιά, παλιά σε μπουρνιές. Για να γίνουνε αυτά έχουν έξοδο να κοπανίσουμε το καρύδια, να αγοράσουμε ανθόνερο, αν δεν είχαμε δικό μας. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Εμείς υστερηθήκαμε πολύ στην Κατοχή. Δεν υστερηθήκαμε το λάδι, δεν υστερηθήκαμε το ψωμί, γιατί σπέρναμε, θερίζαμε και είχε νερόμυλο. Είχε 2 νερόμυλους, ένα στο μέσα μέρος στην Αγ. Βαρβάρα που είναι το εκκλησάκι, κάτω από κει δεξιά και ο άλλος ήτανε από κει στο νεράκι, παραπάνω από το γεφύρι. Εκεί το λέγαμε στο Κάνταλο, «άντε κάτω στο Κάνταλο», γιατί εκεί πλέναμε και καμιά φορά, είχανε κάνει ένα φαρδύ οχητό με πλάκες και με χώμα και πάγαινε το νερό. Είχανε αυτό σαν τούνελ, ένα σαν κανάλι, να πηγαίνει στο μύλο το νερό, να αλέθει το σιτάρι, το κριθάρι. Εκείνο το νεράκι εκεί που έτρεχε το λέγαμε έτσι στο Κάνταλο. Μπορεί να είναι λέξη Αρβανίτικα.
Αγροτικές δουλειές, υστερημένα ιδίως με την Κατοχή, ο κόσμος πεινούσε, κοίταζε. Μια φορά είχε πέσει, είχε βουλιάσει ένα καράβι και ήτανε μέσα τρόφιμα και πηγαίνανε οι καημένοι οι άνθρωποι, στη Βόρη. Τρέχανε μας τα φέρνανε στο σπίτι. Πάαινε και ο μπαμπάς μου να πάρει κανένα κιλό αλάτι, αλεύρι, ότι του δίνανε οι άλλοι οι φαταούληδες, γιατί είχε άλλοι πιο φαταούληδες. 80 κάτοικοι ήτανε τον καιρό που ήμουνα εγώ στη Βουρκωτή. Τώρα πήγανε Αθήνα. Πήγε ο δρόμος αντί να σταθούνε φύγανε. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Στην ευρύτερη περιοχή της Βουρκωτής ήταν και τα ορυχεία.
Ήταν δυό αδέλφια Κοκκίνηδες και είχαν το ορυχείο. Εγώ δεν θυμάμαι Εγγλέζοι εκεί πάνω. [Περικλής και Δανάη Αθανασίου]
Τα μεταλλεία στο Πέταλο τα είχε ο Κοκκίνης, και στην Αγια Ειρήνη από κάτω και στη Βουρκωτή στο Αη Γιάννη από κάτω στο Γκιλιμάζι είχε μεταλλεία και δουλεύαμε. Είχε ένα μετάλλευμα μαύρο, πιάτα φτιάχνανε και με ένα κοπιδάκι καθαρίζαμε τη πέτρα και το μετρούσαμε με γκαζοντενεκέδες. Αν μάζευες 5 ντενεκέδες την ημέρα που ήταν δύσκολα θα έπαιρνες 5 δραχμές. Αλλά η μούζα που έβγαινε στα χέρια σου επάνω ήταν σα κατράμι, δεν έβγαινε με τίποτα. Σάμπως είχαμε και σαπούνι στο σπίτι που μέναμε. Στο ποταμό που περνούσαμε, παίρναμε άμμο και αχιβάδα και τρίψιμο για να καθαρίσουμε. Αυτό ήτανε το 52-53 μέχρι το 54. Τα παίρνανε με τα γαϊδούρια και τα κατεβάζανε στ’ Απροβάτου από το Πέταλο. Από δω, από τον Αη Γιάννη, είχανε κάνει ένα δρόμο και είχε κάτι παλιο-αυτοκίνητα και τα κατέβαζε κάτω στη θάλασσα στα Αχλα και ερχόταν το καϊκι και τα φόρτωνε. Σπίτια είχανε οι Εγγλέζοι από πίσω στο βουνό, που πάνε για τον Αη Γιάννη το Σκίνο. Ήταν της εταιρείας, χτισμένα. Τα αφεντικά είχαν αλεύρι, είχαν τα πάντα και δουλεύαν οι παραγιοί. Είχε δρόμο πάνω από ένα χιλιόμετρα και κατέβαινε στο Πλατανιστό. Σε ένα βράχο πήγαινε με τη πρύμνη το καΐκι και με τα ζεμπίλια το φορτώναμε. Μεταξύ Βόρης και Αχλα. Ένα ζεμπίλι στη πλάτη ένα μαδέρι και τα φορτώνανε.Και από κει κάτω με τα πόδια το βράδυ στη Βουρκωτή και κανένα ξύλο στη πλάτη για την καμινάδα, το σημερινό τζάκι. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Στο μεταλλείο μέχρι και λεωφορείο υπήρχε και μετέφερε τον κόσμο από τη θάλασσα. Λεωφορειάκι, κουβαλούσε τα τρόφιμα, σαν χωριουδάκι ήταν κάτω, διαλύθηκαν όλα. Πριν τον πόλεμο. Δουλεύαν νύχτα με νύχτα εκεί κάτω ,σαν σκλάβοι. Μήπως ξέρανε ωράριο. Το μεταλλείου ήταν ενός Ρούσου αλλά δεν θυμάμαι άλλον. [Εριφύλη]
Φωτογραφίες: VangLouk
Μπράβο, Πολύ ωραία τα είπατε. Όπως τα είπανε
Με ωραίες φωτογραφίες
Πολλά από αυτά είναι πολύ σωστά αλλά και πολλά είναι φαντασία ορισμένων για το άλφα βήτα λόγο Έβαλαν πολύ αλάτι και σάλτσα Και δε λέω ονόματα
Κανένας από την Βουρκωτή δεν πείνασε είχαν όλα τα πλούτη του θεού
Κανένας άντρας δεν πήγαινε στη χώρα να καπνίσει ναργιλέ
Και Είχαμε Μαγκούρες και όχι γκλίτσες
Και πολλά άλλα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο κόσμος γράφει ανοησίες για να δείξει Που ξέρει πολλά για την τοποθεσία που γεννήθηκε και Πολλοί από αυτούς ούτε γεννήθηκαν στο χωριό ούτε έζησαν στο χωριό
Και ορισμένοι Που σου Έδωσαν την συνέντευξη Δεν πρέπει να λένε πως Κατάγονται από την φουσκωτή
Το πιο τραγικό , εκείνα τα χρόνια, και όχι μόνο στην Βουρκωτή, η εκμετάλλευση των παιδιών, η παιδική εργασία. Καταστάσεις, σαν του “Ευχαριστημένο”
Τότες κάνανε παιδιά για γεωργική εργασία πιο πολύ απ’ όλα ήταν ο τρόπος ζωής και επιβίωσης
Εκμετάλλευση είναι μεγάλη κουβέντα Τότε μπορούμε να πούμε πως Πως είχαν τα παιδιά Τους σκλάβους δε στέκεται
γονιός δεν Εκμεταλλευόταν τα παιδιά τους Στο νησί το δικό μου
Όχι μπορούσα και είχα τη δύναμη να στο σχολείο να γίνει μηχανική καπετάνη και άλλες Διάφορες σπουδές
Διόρθωση στο παραπάνω
Όσοι είχαν τη δύναμη Σπούδαζαν Τα παιδιά τους
Και δεν ήταν εύκολο να σπουδάσεις σε μια οικογένεια τόσα παιδιά
Ακόμα και την σήμερον ημέρα