Κατακαλαίοι
Οι Κατακαλαίοι είναι ένα πολύ μικρό αγροτικό χωριό πάνω στο παλιό μονοπάτι από τη Βουρκωτή για τα Αποίκια σχεδόν στη κορυφή της κοιλάδας. Το μονοπάτι από τη Βουρκωτή περνάει από τους Κατακαλαίους, από το Μάρμαρο. Με τα πόδια δύο ώρες. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Στο μονοπάτι επάνω στην είσοδο του χωριού Είχαν βάλει κάτι πέτρες μεγάλες και είχαν φτιάξει ένα γεφύρι, στις Κατακαλαίοι. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Οι κάτοικοι ήταν κατά βάση Αρβανίτες από τη Βουρκωτή αλλά όχι μόνον.
Ήρθα εδώ 25 χρονών από τη Βουρκωτή με τη γυναίκα μου εδώ. Είμαι από τη Χίο. Εκείνα τα χρόνια ο πατέρας μου είχε καΐκι και έκανε μεταφορές και η μητέρα μου ήταν από τις Στενιές μέσα. Εκείνα τα χρονιά δεν είχανε λεφτά και παίρνανε γυναίκες στη Πόλη και δουλεύανε. Και ο πατέρας μου ήταν εκεί και γνωρίστηκενε με τον πατέρα μου και παντρεύτηκενε και πήγανε στη Χίο. Ο πατέρας μου ήτανε από το Βροντάδο.
Στο χωρίο ήρθα γιατί παντρεύτηκα Βουρκωτιανή. Όταν ήρθα εδώ υπήρχαν και άλλοι εδώ. Ήταν δυο βουβές. Με τον πόλεμο ήρθαμε εδώ. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Γενήθηκα εδώ, Κατακαλαίοι, ο πατέρας μου επίσης. Η μητέρα μου Κατακαλαίους και του πατέρα μου η γιαγιά ήτανε Μυτιληνιά. Ο παππούς του πατέρα μου είχε πρωτοκαθίσει εδώ στους Κατακαλαίους, από το Βελιγράδι, Μπελιγράδης (παρατσούκλι). Ήρθανε 3 αδέλφια, μάλιστα ένα ψηλό του Μακρή τον πατέρα το θείο μου τον ελέγανε και Σούρπη, θα πει Σέρβος. Ήτανε ψηλός με γαλανά μάτια, και τον ελέγανε κοροϊδευτικά, Σούρμπη, αλλά δεν ήξερα τι ήταν τώρα που ήρθανε εδώ οι Αλβανοί και μου λέγανε «οι Σούρπηδες». Α να λέω γιατί!
Βουρκωτιανοί αυτοί πολλές γενεές, από τη μητέρα μου, πολλές γενιές Βουρκωτιανή οικογένεια, και τα ονόματα που είχανε, δηλαδή Μανδαράκας, Μάνεσης και Ζαννάκης, αυτά είναι Βουρκωτιανά.
Πιο γρήγορα ο παππούς της γιαγιάς από τη Βουρκωτή, λεγότανε Ρούσσος ή Ρώσος και έφτιαξε και την εκκλησία και το σχολείο της Βουρκωτής. Αλλά πιθανό να είχε έρθει από τη Ρωσία. Έβαζε το χρήμα. Μάλιστα στο σχολείο μέχρι που ήταν και η αδελφή μου δασκάλα πάνω εκεί, είχε τη φωτογραφία του γέρου με φράκο. Δεν μπορώ να ξέρω τι δουλειά έκανε, κάνανε εμπόρια οι Μπελιγραδαίοι που ήρθαν εδώ. Εδώ είχαν πολλά χρήματα κι έκαναν όλα αυτά τα σπίτια και τα κτήματα και ήρθαν γιατί είχε την πηγή. Ήταν ακατοίκητο το μέρος. Εύκολο δεν είναι αλλά καταφυτέψανε την κοινωνία και κάνανε συκιές αμπέλια ελιές, που δεν είχαν τέτοια εδώ. Θα είναι και 400 χρόνια οι Κατακαλαίοι.
Ήταν αγρότες, γιατί τα φαγητά τότε ήτανε χρυσός, το σιτάρι, το λάδι, το κρασί, τα σταφύλια, οι σταφίδες που κάνανε τα σύκα τα ξερά.
Οι Μπελιγραδαίοι, ε κάτι συνέβη εκεί πέρα και ήρθαν εδώ, ή μάλλον τους είχε διώξει ο στρατός από κει ή στρατιωτικοί ήτανε και ήρθανε, δεν ξέρω. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Πάνω από το σπίτι του Τριανταφυλλάκη ήτανε 2 σπίτια, το ένα πιο πάνω, φαίνονται τα χαλάσματα του. Έφτιαξε το κάτω. Έπαιρνε πέτρα από το πάνω και έκανε το υπάρχον. Στεφάνου τά ’χανε κι αυτά. Παρατσούκλι τους ήταν Γκόσσας και λεγόντουσαν Γκοσαίικα. Και ο Καρυστινός, Στεφάνου λέγεται, αλλά πήρε μετά άλλο όνομα γιατί είχανε γίνει πολλοί συνωνυμίες εδώ πάνω και δεν μπορούσαν να βγάλουν τα γράμματα κι ο Κατάκαλος πέρα που μένετε εσείς τώρα, Στεφάνου λεγόταν, αυτός πήρε το όνομα και ο άλλος το όνομα Καρυστινός. Είμαστε όλοι μας ξαδέλφια, με διαφορά ότι δεν έχει γίνει αιμομιξία. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Οι Κατακαλαίοι λόγω του μεγέθους αλλά και της θέσεις ήταν ουσιαστικά εξάρτημα των Αποικιών.
Ήταν κομμάτι των Αποικίων. Ήταν αγαπητοί άνθρωποι όλοι, λίγο απομονωμένοι σαν τη Βουρκωτή. Δεν είχανε δρόμο αλλά οπωσδήποτε ήτανε καλοί άνθρωποι όλοι. Με τα παιδιά πηγαίναμε σχολείο. Την Αλεξάνδρα είχαμε δασκάλα, του Καραμπουρνιώτη, του Λεωνίδα, την αδελφή, 6 χρόνια Κατακαλαίοι Χώρα με τα πόδια. [Ελευθέριος Πολέμης]
Θυμάμαι ήμουνα παιδί και ειδοποιήσαν τον πατέρα μου να πάει στις Κατακαλαίοι να κοινωνήσει τη γριά τη κυρά Λένη γιατί πεθαίνει, κατά τη συνήθεια την Ορθόδοξη. Ο πατέρας μου τότε ήταν νέος και ανέβαινε τον ανήφορο τότε βολίδα, όχι παίξε γέλασε. Στην εκκλησία είχε αρτοφόριο εκεί πάνω και κρατούσε πάντα άρτο για τις ανάγκες. Τότε στις Κατακαλαίοι είχε κόσμο, κατέβαινε ασκέρι παιδιά για το σχολείο.
Βγάζει τον άγιο άρτο, ετοιμάζει το ποτήριο, μέχρι να πάει, ξεψύχησε η γριά, δεν την κοινώνησε. Αυτή η γυναίκα μέχρι να γεράσει είχε αρματωσιά από ζώα και είχε αγελάδα, μουλάρι και είχε στο βουνό κατσίκια. Αλλά αυτή ήταν γριά και κοπίαζε και τα έκραζε τα ζώα. Είχε μια κραυγή που τη ξέρανε τα ζώα, την αναγνωρίζανε. Τις τα πήρανε τα παιδιά τα ζώα και την απαλλάξανε να μην τρέχει τα βουνά. Αυτή στενοχωρέθηκε. Πάνω από το Μάρμαρο, εκεί είχε αφιέρωμα για τον Γουλανδρή που είχε κάνει το δρόμο, εκεί ξεκουραζόταν οι άνθρωποι, όπως παλιά στην Αγία Ελένη ήτανε για μας στο παλιό τον δρόμο. Πήγαινε η γριά στο Μάρμαρο και τα ‘κραζε τα ζώα της. Νόμιζα ότι θα την ακούσουνε και θα ‘ρθουνε αλλά τα είχαν δώσει. Το επώνυμο ήταν Ίσαρη. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Οι πηγές του χωριού ανήκουν, έχουνε δουλεία οι Αποικιανοί, από εδώ με δικαστήριο πήρανε 2-3 ώρες νερό, 5-6 ώρες πήρανε, τα δικά μας νερά ήτανε τα επάνω. Τότε ήταν οι κοτζαμπάσηδες στα Αποίκια, τις πολλές ώρες είχανε οι Ραΐσηδες, τους λέγανε, Τούρκοι ήτανε, Άρατζής ήτανε, Τούρκικα ονόματα.
Τα νερά του χωριού, ήτανε του Παπαγιαννάκη η στέρνα εκεί μέσα και μαζεύονται νερά από πάνω από τα κλείσματα του Τριανταφυλλάκη, τα Κουρτεσέικα και πηγές έχει 2-3 απάνω.
Τη Λειβάδα παίρνει η κάτω ενορία, πάει μέχρι το Πατούρι. Στη Λειβάδα, ανταμώνουν και άλλα νερά πιο κάτω, με τις ώρες τους πάνε. Τώρα πάνε χαμένα όλα. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Το όνομα του χωριού δείχνει σίγουρα κάποιον πρώτο οικιστή και υπάρχει σχετική μνήμη. Τούτο εδώ το βγάλανε από την αρχή Κατακαλαίοι. Ήτανε από το Σινετί και ήρθε εδώ, τον λέγανε Κατάκαλο. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Το όνομα όμως Κατακαλαίοι έχει και έναν μύθο, που θα μπορούσε να είναι και αλήθεια, «Οι Τούρκοι, οι άρχοντες των Τούρκων κάτω, επειδή ήτανε δύσκολα να ανέβουν εδώ πάνω και να πάρουν φόροι ή ήταν δύσκολο να έρθουν να τους φορολογήσουν και τους κυνηγούσανε. Ήταν και αγροίκοι. Και λέγανε αυτοί δεν είναι καλοί, είναι κατά του καλού και βγήκε (Κατακαλαίοι-κατά του καλού). Γιατί και αποφεύγανε να πληρώνουν αυτοί πχ. τα κοπάδια που είχανε τα πρόβατα και τις γίδες τις δηλώνανε ότι είναι γουρούνια. Οι Τούρκοι όταν ακούγανε ότι είναι γουρούνια, έξω! Ή τα κτήματα που είχαν πάλι μέσα εκκλησάκια, έφτιαχνες ένα εκκλησάκι τελείωσε το πανηγύρι από φόρο. Δεν σε ζυγώνανε, γιατί είχε η Σουλτάνα δώσει φιρμάνι, να μην πειράζουν τους θρησκευόμενους παπάδες, γιατί αρρώστησε το παιδί της και κάποιος παπάς της το έφτιαξε και της το έστειλε. Δεν θυμάμαι πως την ελέγανε τότε, επί Τουρκοκρατίας περίπου 1600-1700. Κάπως έτσι ανθήσανε τα μοναστήρια και γι’ αυτό γίνανε και όλα αυτά τα πράγματα γιατί δεν τα ζυγώνανε, δεν τα πειράζανε οι Τούρκοι και όποιος είχε κανά καλό κτήμα έστελνε και το γιό του, τον πρώτο, στο μοναστήρι και του ‘δινε τα κτήματα, να μην τα πάρουν οι Τούρκοι. Να γιατί βρεθήκαν και τα μοναστήρια με τόσα κτήματα- μεγάλη περιουσία, σου λέει, κάποτε που θα απελευθερωθούμε θα τα πάρουμε πίσω ενώ αν τα πάρουνε οι Τούρκοι… [Λεωνίδας Στεφάνου]
Το χωριό πρέπει αρχικά να ήταν ένας οικισμός που φτιάχτηκε για να εκμεταλλευτούν τα νερά και τα λίγα χωράφια της περιοχής. Έτσι παρέμεινε ένα γεωργοκτηνοτροφικό χωριό σε στενή σχέση με τα Αποίκια.
Εδώ μαζί με τις Κατακαλαίοι, είχαμε 500 αγελάδες. Είχαμε τα βιδέλα. Στο σπιτικό μας είχαμε 4 γελάδες και δύο βιδέλλα (ταύροι), ένα μουλάρι και δύο γαϊδάροι. Δεν υπήρχαν αμαξωτοί, καβάλα πηγαίναμε. Είχαμε και 100 κεφάλια πρόβατα και 100-120 γίδες, στις Κατακαλαίοι. Είχανε πάρει οι χασάπηδες και είχαμε γεμίσει το κρεβάτι γεμάτα χάρτινα. Το κάναμε βιδέλο, να γίνει 300-400 κιλά. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Το κριθάρι ήταν η βασική καλλιέργεια. Τα μαζεύαμε δεμάτια, τα βάζαμε μέσα στο αλώνι με δύο αγελάδες και γυρίζαμε γύρω- γύρω όλη την ημέρα, οι αγελάδες να το τρίψουνε. Άμα το τρίβανε, το βάζαμε σωρό, είχαμε ένα ξύλο, το λέγαμε θρινάκι στα αρβανίτικα. Και το πηγαίναμε στο σπίτι. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Η πρόσφατη κατοίκιση του χωριού φαίνεται και από τις μνήμες σχετικά με την εκκλησία της Παναγίτσας και την εποχή της ασιατικής γρίπης. «δεν είναι και πολλών χρονών. Ήτανε μια σπηλιά και αυτή τη σπηλιά την είχανε κάνει εκκλησάκι και τους θάβανε πως ήταν το χώμα, ούτε φέρετρα, ούτε τίποτα. Μια φορά που κάναμε ανακαίνιση δω έξω βρήκαμε μαζεμένους. Πιθανό να ήταν εδώ από τους γειτόνους που είχανε πεθάνει με τη γρίπη τότε, μια γρίππη ήτανε. Πέθανε της Πανώριας ο άνδρας. Η γρίπη του 22 του 27 ήτανε, κάπως έτσι. Στο σπίτι του Φυλάρη, εκεί πεθάνανε τρεις μέσα, μάνα , πατέρας και γιός, Κουρτέσηδες, του πατέρα του Γιάννη ο αδελφός και ο πάππους με τη γιαγιά. Το καινούργιο κτίσμα το κάμανε το 1936 και εν συνεχεία η μεγάλη επισκευή, κεραμίδια και τέτοια τα βάλανε. Η εκκλησία είναι Παναγία, έχει μια εικόνα της Παναγίας την οποία είχε κάνει αδελφή του παππού μου, ήταν καλόγρια στην Τήνο και έχει ημερομηνία 1890. Την έχουμε βάλει στο εικονοστάσι, η Κοίμηση της Θεοτόκου. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Για τις Κατακαλαίοι, το 1918 ήταν η μεγάλη γρίπη, η θανατηφόρα γρίπη, και ο παπάς ο καημένος , ο Ιωάννης Φρούσης είχε τη τσάσκα. Πήγε τη μια μέρα στις 29 Δεκεμβρίου και κήδεψε το παιδί 7 χρονώ και πήε την άλλη μέρα και κήδεψε τον πατέρα 35 χρονώ. Το πήρα πίσω από το αρχείο της εκκλησίας.
Τα ‘χε χάσει ο παπάς τότε, έχω μάθει. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Ανάμεσα στους Κατακαλίους και τα Αποίκια βρίσκεται ένα πολύ μικρότερο χωριό, το Κακοσούλι. Είναι περισσότερο τοποθεσία παρά χωριό.
Το Κακοσούλι μένανε τρεις οικογένειες. Τα παρατήσανε και φύγανε χρόνια πολλά, ούτε και θυμάμαι. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Στο Κακοσούλι ήταν ένας άντρας και τέσσερις γυναίκες, βαστάνε από τη Κατάκοιλο. Ήταν ένα εκκλησιδάκι, εκεί πλένανε από εκεί παίρνανε νερό. Φτωχές γυναίκες ήτανε. Πηγαίναν εκεί στο ρέμα στη βρύση και πλένανε. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Κατά άλλον Στο Κασκοσούλι πήγαν από την Άρνη. Ασημίνα [Δωροθέα Τσινάκη]
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Μαβής -VangLouk