Γιατροσόφια
Η παραδοσιακή ιατρική έχει φθάσει μέχρι τις ημέρες μας. Το πιο περίεργο γιατρικό ήταν το ποντικόλαδο και ακόμα πιο περίεργο το θεριόλαδο. Αυτά ήταν ένα μπουκάλι με λάδι και αντίστοιχα είχε μέσα ένα νεογέννητο ποντικάκι ή ένα φίδι, που το έβαζαν στον ήλιο μέχρι να διαλυθούν μέσα. Το χρησιμοποιούσαν σαν βάλσαμο για πληγές. Το πιο συνηθισμένο ήταν με ένα χόρτο.
Κάναμε το βάλσαμο για πληγές μ΄ ένα χόρτο με κίτρινο λουλούδι και το βάζανε 40 μέρες στο λάδι και λέγανε έπρεπε να το μαζέψεις να είναι πανσέληνος βράδυ φεγγάρι να το κόψεις. [Εριφύλη]
Αυτό που είχανε γιατροσόφι ήταν το βάλσαμο, 40 μέρες το βάζανε στον ήλιο και ψήνεται. Βάζανε το λάδι και το χόρτο και γιατρευόντανε οι πληγές. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Έτσι η ακόλουθη ιστορία φαίνεται πολύ φυσική από τη συγκεκριμένη σκοπιά.
Εκεί που μαγείρευε τη φασολάδα ο μπάρμπα Γιάννης, στη Βουρκωτή, έπεσε ένα ποντίκι μέσα από τη καμινάδα. Το είδα εγώ και το λέω ένα ποντίκι έπεσε στη φασολάδα. Και λέει, δεν είναι τίποτα και το έβγαλε με τη κουτάλα, αυτό είχε μαδήσει. Είναι φάρμακο. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Το σαφράν μ’ αρέσει βγαίνουν στις Κατακαλαίοι, το κίτρινο είναι το καλό. Πριν
περάσεις το ρεματάκι αλλά δεν το ξέραμε τότε, το βλέπαμε να βγαίνει το Νοέμβρη.
Μαζεύαμε το χαμομήλι και τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα, θα το ξεράνεις και θα το βάλεις να το πίνεις το χειμώνα για ρόφημα. Εδώ δεν γίνεται, από τις Κατακαλαίοι και πάνω γίνεται, και γλυκό κάνω εγώ.
Ο απήγανος λέει κάνει καλό να πιείς ένα ποτηράκι κάνει καλό στα όργανα μέσα. Το έχω μέσα στα λουλούδια μου ένα κλαράκι για φύλαξη.
Τα φρύγανα υπάρχουν στο βουνό, είναι ένα είδος φρύγανο, με το μιγκάρι να βγάζεις τη ρίζα. [Εριφύλη]
Γιατροσόφια υπήρχαν και για τα ζώα.
Τα σκαρφιζανε εκείνα τα χρόνια, το σκάρφι, το κρύβανε στις εικόνες εκείνα τα χρόνια και δεν το δίνανε, όταν το γύρευες. Έμοιαζε με γαρύφαλλο ξυλάκι ψιλό. Το είχανε στην εκκλησία σαράντα μέρες. Και με αυτό τρυπούσανε το ζώο για να γίνει καλά. Το βάζανε αυτό και όταν έπιανε πρηζόταν και όταν άρχιζε να σκάει το περπατούσανε.
Έβγαζε παλαβίδα εδώ στα δόντια από κάτω και την χαράζανε μ ένα μαχαιράκι, τους βάζανε ένα ξύλο χοντρό στο στόμα και μ’ ένα μαχαιράκι την κόβανε. Με αλάτι μετά. Έπρεπε να το ποτίσεις την άλλη μέρα. [Περικλής και Δανάη Αθανασίου]
Ο άγλωσσος που λέμε σήμερα αγριάδα το είχαν για βοτάνι. Τη ρίγανη. Για τα βρέφη για κοιλόπονο εκόβανε τα αμπέλι και στάλαζε μέσα σ’ ένα μπουκάλι ένα υγρό γαλακτώδες. Το βάλσαμο από τα ποντικάκια. [Γιάννης Μπουλμέτης ]
Πιο κάτω είναι τέσσερεις καταθέσεις παραδοσιακών φαρμάκων. Κάποια είναι τα ίδια αλλά παρουσιάονται σαν σύνολα για τον καθένα.
Κεραλοιφή με πεντάνευρο, ένα χόρτο και με κερί της μέλισσας, με λάδι, τα λειώναν όλα μαζί, αυτή γιάτρευε τα πάντα, τις πληγές,…
Το λαδάκι , το βάλσαμο
Λαδάκι με χαμομήλι, ζεσταίνεις το λαδάκι και βάζεις το χαμομήλι μέσα και μετά το βάζεις σε όλο το σώμα, το τριβεις στο σώμα, δίπλα στην σπονδυλική στήλη κι αυτό μαλάκωνε, χαλάρωνε
χαμομήλι για τα πονάκια,
το αμπελόνερο στα μωρά, για τον πόνο που τα πιανε, στο κλάδεμα των αμπελιών, βάζανε μπουκάλι και μαζεύανε αμπελόνερο και αυτό το δίνανε στα μωράκια που τα πιανε πόνο να πιούνε
το γάλα της γαιδούρας, για τον κοκκύτη, ήταν πολύ γλυκό, ζάχαρη γλυκό ήτανε, για το βήχα, άβραστο το πίναμε
απήγανο, κρατούσα έτσι τη μύτη μου, για τους οξίουρους τα σκουλήκια, το μάζευαν όλες οι μανάδες, το κοπανούσανε με πέτρα, ένα κόκλακα και το στίφανε καλά καλά και μας δίνανε από μια κουταλιά πρωί νηστικός,
ζώχο μας πότιζε η μαμά, καθάριζε, τον κοπανούσε και τον πίναμε για να μη βγάζεις ακμή
το φασκόμηλο πίναμε, ανεβάζει την πίεση
η μολόχα, το άνθος για το κρύωμα
η ρίγανη και σαν ρόφημα,
Τα παιδιά στις 3 μέρες τα πλένανε και τότε πηγαίναμε με ζάχαρη να ρίξουμε στο μπανάκι και ρίχναμε κέρματα για να πάρει η μαμή και καλούσανε το σόι, να πάει να ρίξει της μαμής [Μαρία Ραϊση]
– πεντάνευρο, σε πληγές για να μαλακώνει, να ανοίγει την πληγή
– ζαμπούκο (έχει σε ορισμένα μέρη στην Άνδρο-στο μοναστήρι από κάτω), κερί και λάδι, αλοιφή για καψίματα, θερμαντικά, κεραλοιφή
– βάλσαμο, «από πολύ παλιά, το όπλο τους δεν είχαμε άλλο καλύτερο»
– σαπούνι, δάφνες μέσα στο νερό, λάδι και ποτάσα, για τη μπουγάδα, για να μυρίζουν και να πάρουν πράσινο χρώμα και καλό για τα μαλλιά
– βεντούζες για το κρύωμα
– ξύδι για τα δερματικά, πυρετό,
– χαμομήλι, τίλιο
– αλιφασκιά (φασκόμηλο), το λένε οι Κορθιανοί (στις Κρεμμύδες έχει όλο το βουνό γεμάτο)
– φλισκούνι-μέντα είχανε περισσότερο
– το κόκκαλο της σουπιάς το τρίβανε και το ρίχνανε στα μάτια των ζώων όταν παθαίνανε
– το σκάρφι που σκαρφίζανε, τους βάζανε ένα κομμάτι σκάρφι στο θώρακα των ζώων. Είναι ρίζα, φυτό έχει πολύ στον Άθο, η ρίζα του είναι σαν τα γαρίφαλα τέτοιο χρώμα την κάνανε μυτερή, κάνανε μια τρύπα, το σκάρφι γινότανε τόσο, δημιουργούσε εξόγκωμα για να φύγουν τα υγρά από τα ζώα, το καλοκαίρι, συνήθως για να αποτοξινωθεί το μουλάρι ή ο γάιδαρος για να είναι δυνατά το χειμώνα. Ορισμένοι βάζανε και στο δόντια άμα τους πονούσε και την επόμενη μέρα έτοιμο, έφευγε το δόντι. Άμα είχες κούφιο δόντι, σε 2-3 μέρες έτοιμο, το απόβαλε ο οργανισμός
– ξεμάτιασμα, θυμιάτισμα ζώων, αγιασμό των ζώων, τα ταϊζανε τα σταυρολούλουδα, της Σταυροπροσκυνήσεως κάνανε σταυρουδάκια με μπουκέτα λουλουδιών, δίνανε στις αγελάδες για να μην τους πειράζει η μύγα του Μαγιού
– στα αμπέλια πάει ο καλαβρός, ένα κολεόοπτερο που τρώει τα μπουμπούκια με τα σταφύλια. Εκεί κρατούσανε στάχτη από το 40ήμερο και ρίχνανε πάνω και δεν πήγαινε το κολεόπτερο. [Λεωνίδας & Μαρίκα Στεφάνου]
– Για σπάσιμο-ο γύψος της εποχής : «Σπούσε ένα αυγό και μαστίχα Χίου κοπανούσε, τα έκανε ένα μίγμα, στα κολούσε, στο δενε μετά με σκληρό πανί, κι αυτό ήταν ο γύψος (από τους πρακτικούς-της Φρατζέσκας της Τριανταφυλλάκη ο πατέρας ήταν)»
– Βραστό ρακί στα κάρβουνα με καυτερή πιπεριά κόκκινη (σπόρους) (για το κρύωμα, εντριβή, ήταν το οινόπνευμα της εποχής)
– Φρασκόμηλο για το κρύωμα και το βήχα
– Απήγανο (άσχημη μυρωδιά και γεύση χάλια-βάζανε και λίγο μέλι μέσα) για το βήχα και για ξόρκι («ξορκισμένη να’σαι με τον απήγανο»)
– Το ρόδο, γλυκό
– Βάλσαμο, λαδάκι για πληγές και το λουλούδι το βράζεις για βηχα
– Μολόχια-μολόχα (το άνθος), για βήχα και το λάδι για τις πληγές
– Μολόχα μαζί με βάλσαμο, αφέψημα [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
– Βράζανε τον ευκάλυπτο και το μυρίζαμε όταν είχαμε κρύωμα,
– Μέλισσα, πίνανε, λουίζα για το βήχα
– Βάζανε κομπρέσα πίτουρο με λάδι, βράζανε λάδι και γυρίζανε τα πίτουρα και όπως ήτανε καυτά τα βάζανε σ ένα φανελάκι, το κάνανε σακκουλάκι και τα βάζανε εδώ στο στήθος καυτά και έφευγε το κρύωμα, ήταν ένα κι ένα. [Αντώνογλου]
Αλλά εκτός από τα γιατροσόφια υπήρχαν και άλλοι μέθοδοι. Η μια αφορά τη θεϊκή προστασία και παρέμβαση και η δεύτερη…
Εγώ είχα πάθει και κοκκύτη. Τότε δεν υπήρχανε φάρμακα, μόνο ένεση κινίνης και καμφορά. Ο γιατρός ερχότανε και έλεγε της μάνας μου ότι δεν θα ζήσει το παιδί, ήμουν 3 χρονώ. Η μάνα μου είπε να φέρουμε την εικόνα, την Παναγία. Όποιος ήταν άρρωστος, άμα ήταν η εικόνα ελαφριά, θα ζούσε. Αν ήταν βαριά δεν θα ζούσε. Είπε ο γιατρός της μαμάς μου δεν ξημερώνει. Και φέραν την εικόνα. Την είχαμε 2 μέρες. Και είδε η μαμά μου πως την άλλη μέρα άνοιξα τα μάτια μου και τους κοίταζα γύρω- γύρω, μετά από 2 μέρες έγινα καλά. [Μαρία Αντώνογλου]
Να σου πω και το άλλο, ότι όταν ήμουνα μικρή στο σπίτι αυτό το ξένο υπηρέτρια, έκανα πολλές ζημιές, και κάνανε παράπονα της μαμάς που δεν προσέχω που τα σπω. Με το τίποτα τα σπούσα. Λοιπόν κοίταξε να δεις τι κάνει η μαμά μου η ξύπνια για να μην σπάω εγώ, που με πήγε να με κυλήσει κάτω- πέρα- δώθε. Έχεις δει που λένε τη γαϊδουροκυλίστρα του γαϊδάρου, δεν έχει τύχει, που να τηνε δείς. Τώρα έχει και γαϊδάροι, τότε ήταν που βουλιάζανε πράμα οι γαϊδάροι. Λοιπόν οι γαϊδάροι, όταν τους ξεσαμαρώναμε, και τα φέρνανε από τη δουλειά κουρασμένα, για σκέψου να πάει 1,5 ώρα στα Άχλα και άλλη 1,5 ώρα πίσω, ιδρώνανε κουραζόντανε.
Λοιπόν όταν τα ξαπολούσανε στο κτήμα, ας πούμε, είχανε κάνει την κυλίστρα τους και τηνε λέγανε γαϊδουροκυλίστρα. Σκάβανε, σκάβανε κι είχανε κάνει ένα στρογγυλό μέρος να μην έχει όταν πέσει κάτω να το αγκυλώνει τίποτε. Ξύπνια και τα ζώα και τι κάνανε πρώτα, κυλιότανε πότε από δω πότε από ‘κεί, από όλες τις πλευρές, δεξιά αριστερά. Τα καημένα για να ξεκουραστούνε, καθόντανε κάτω εκεί, λοιπόν η μαμά μου ποιος της το είχε πει, κάποιος θα της το ‘πε, από μόνη της δεν θα αυτό, να πάει να με κυλίσει στη γαϊδουροκυλίστρα για να μη σπάω, να μην κάνω ζημίες, Κι εδώ άμα ήρθα έκανα ζημίες, είχα ωραία πράγματα από το γάμο μου, τα έβγαζα τα μεταχειριζόμουνα, όταν τα πλενα, τα πάντρευα, τώρα έχω σταματήσει, μεγάλωσα κιόλας και όσο να ’ναι θα μυαλώθηκα [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]