Το μετάξι
Η Άνδρος από πολύ παλιά φημιζόταν για το μετάξι της. Μετά την καταστροφή στα τέλη του 19ου αιώνα από αρρώστια, ο Μεταξάς έκανε μια προσπάθεια για επάνοδο της καλλιέργειας. Έτσι έγιναν και μικρά εργοστάσια στ’ Αποίκια και στου Αψηλού. Στα Αποίκια το έλεγαν η Κλώστρα των αδελφών Χαδούλη. Παράλληλα τα σπίτια διαμορφώθηκαν για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα.
Στα Αποίκια έχουν πολλές μουριές για το μετάξι. Γι’ αυτό το ταβάνι είναι ψηλό, είχαν τις κρεββάτες. [Γιώργος Καΐρης]
Στα χρόνια τα δικά μου έφτασα σπίτια να κάνουν μετάξι. Δίπλα στο σπίτι μας ήταν δύο και έτρεφαν μεταξοσκώληκες. Είχαν καλαμωτές. ήταν καλάμια δεμένα πιο μεγάλα από το τραπέζι, τα κρεμούσαν σε δοκάρια από πάνω και τάιζαν τους μεταξοσκώληκες. Ένα μήνα ήταν το Μάη, είχαν πολλές μουριές. Μαζεύαν τα φύλλα και τα ταϊζαν. Ύστερα αυτά ψοφούσαν, τα έβραζαν σε καζάνια και πουλιούταν το κουκούλι. Θυμάμαι είχαν μια βιοτεχνία και πηγαίναν τα κορίτσια στου Χαδούλη, είχαμε και μια φωτογραφία. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Είχανε πολύ σηροτροφία, όλα τα σαλόνια που βλέπεις, εγώ δεν τα πρόλαβα. Μια φορά η γιαγιά μου έκανε κάτι κουκούλια και τα κάνανε, τα βάζανε σε κάδρα διακοσμητικά, βάζανε φωτογραφίες μέσα και τα βάφανε. Στα χρόνια του πατέρα μου είχαμε την Κλώστρα στα Αποίκια και ότι κουκούλι βγάζανε τα πέρνανε τα μοσχοπουλούσανε, [Λεωνίδας Στεφάνου].
Εμείς είχαμε στο πάνω σπίτι στις Κατακαλαίοι, το είχαμε κάνει κρεβάτες και καλάθια και ήταν γεμάτες με μεταξοσκώληκα και σκαμνόφυλλα. Το σκουλήκι που έκανε τη πεταλούδα βρωμούσε πολύ κάποια εποχή μύριζε πολύ. Θυμάμαι που έλεγε αυτός που τα έπαιρνα αν μπορείτε να μου δώσετε πιο πολλά κίτρινα. Ήταν άσπρα και κίτρινα. Έλεγε της γιαγιάς αν μπορείς Ασημίνα πιο πολλά κίτρινα αλλά δεν ήταν πολλά τα κίτρινα. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Στη Βουρκωτή κουκούλια δεν κάνανε γιατί έκανε κρύο. [Εριφύλη]
Τη σπουδαιότητα του μεταξιού δείχνει και το ακόλουθο: Η εκκλησία έχει ευχή για τον μεταξοσκώληκα. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Τα κουκούλια όταν ήταν έτοιμα τα πήγαιναν στην Κλώστρα για να τα κάνουν κλωστή. Στην Άνδρο τότε δεν έφτιαχναν μεταξωτά.
Η κλώστρα δούλευε απάνω, πολλά κορίτσια πηγαίνανε εκεί, μαζεύανε μετάξι και άλλες κλωστές. Την είχε ένας Χαδούλης και πηγαίναν τα κορίτσια και δουλεύανε εκεί και από τη Βουρκωτή και από τις Στενιές. Ερχόντανε, φτωχά κορίτσια, καμιά δεκαπενταριά είκοσι. Αυτό ήταν ο Κωσταντίνος ο Χαδούλης ο αδελφός του ήταν ο Νικολάκης ο Χαδούλης στ’ Αψηλού. Είχε δύο κλωστήρια από κάτω στου Μποζάκη και άλλο ένα πάραπάνω στα Τσιπρίνια. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Ήταν και Χαδουλαίοι μέσα εδώ είχανε το Κλωστήριο. Δουλεύανε κορίτσια της εποχής εκείνης, σ’ αυτό το Κλωστήριο και τα στέλνανε από δω στη Λήμνο. Στο σπίτι είχαμε κριτσίλια, όταν τους μπερδεύανε τα μετάξια, τα παίρνανε στο σπίτι. Αρχές του πολέμου κάναμε κουκούλια στο σπίτι. Βάζανε αλεκάτια και πάνω εκεί μουρόφυλλα, σκαμνόφυλλά και πάνω εκεί κάμπιες και μια μία έκανε το κουκούλι, θυμάμαι μια φορά είχε 2 τσουβάλια της ρήγας, γιατί είχε μια κόκκινη ρήγα και δεν θυμάμαι που πήγε και τα πούλησε. [Μαρία Ραΐση]
Δουλεύανε από το χωριό μου [Αποίκια] κοπέλες. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Στη Κλώστρα όλα τα κορίτσια δουλεύανε, κάνανε και νήμα. Κουκούλια πηγαίνανε και τα κάνανε κλωστές, και εμείς στο σπίτι μας κάναμε κουκούλια και τα πηγαίναμε εκεί και τα έπαιρνε αυτός ο άνθρωπος. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Η μάνα μου δούλευε στη Κλώστρα και είχε παντρευτεί. Τη Κλώστρα τη θυμάμαι στο τέλος της. Από πάνω το σπίτι το θυμάμαι του Χαδούλη, του ιδιοκτήτου της Κλώστρας. Το θυμάμαι πολύ καλά. Εν ενεργεία θυμάμαι τραπέζι, που τρώγανε και με είχανε τρατάρει και μια φορά. Μια φορά την εποχή εκείνη το χωριό είχε ένα τηλέφωνο, στο σπίτι του πατέρα μου, στην εκκλησία δίπλα εκεί μέναμε. Μου δώσανε ένα τηλεγράφημα, είχε σταλεί από κάποιον που είχε νόημα καλό μέσα, ευχάριστο. Μου το δώσανε να το πάω στου Χαδούλη. Ήταν καλοκαίρι τον καιρό, που είναι τα μούρα και εδώ προς το σχολείο είναι μια ασπρομουριά υπάρχει ακόμα, πήγαινα στο σπίτι του Χαδούλη. Ο Χαδούλης ήταν πρόεδρος της κοινότητας για πολλά χρόνια και ήταν βυζαντινός ψάλτης από τους καλούς. Τρέχω επάνω άμα το διαβάσανε, η συχωρεμένη η Ευαγγελία η γυναίκα του λέει άχου πουλάκι μου έλα δω, μου σκάει ένα εικοσάρι, Ποσειδώνα ε. Το σφίγγω εδώ και σκάω κάτω. Να πάω στο σπίτι να πάω στη μάνα μου. Άμα φτάνω στη μουριά, γλιστράω κάτω και τραβώ ένα βουτίδι και τη κεφαλή μέσα στο χαντάκι. Έχω το σημάδι εδώ, με πήγανε στη γειτονιά και με γιατροπορέψανε και πήγα στο σπίτι μαγκουροδεμένος με τα πανιά στο κεφάλι αλλά το εικοσάρι δεν το παράτησα. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Η Κλώστρα δούλευε μέχρι το ’35, απασχολούσε όλα τα κορίτσια του χωριού [Κατακαλαίοι] από δω. Κατεβαίνανε κάτω, όλα γινότανε χειροποίητα, γιατί είχε τα καζάνια βράζανε και βγάζανε τα κουκούλια, τα ξένανε και κάνανε κλωστή. Κάνανε όλα τα λινά. Το στέλνανε στις άλλοι εκεί που τα υφαίνανε, στην υφαντουργία, εκτός Άνδρου [Λεωνίδας Στεφάνου].
Έκανε πολλές προίκες στα Αποίκια. 100 κοπέλες πέρασαν από κει νομίζω. Είχε πολύ μετάξι τα Αποίκια. Τα Αποίκια έχουν εκατοντάδες μουριές. [Ελευθέριος Πολέμης]
Τέλος το μετάξι ήταν μια από τις ασχολίες των Αποικιανών για εισόδημα. Ο χώρος που ήταν για μετάξι, το καλοκαίρι μεταμορφωνόταν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Κάναμε και εμείς κουκούλια. Το σπίτι δεν ήταν έτσι, είχαμε μια πελώρια σάλα. Το καλοκαίρι που ήταν κόσμος είχε και την Κλώστρα, αυτός έκανε και δεξιώσεις εκεί καλούσε τον καλό κόσμο, τον τάιζε εκεί και ερχόνταν και παραθερισταί. Ήταν όμως ανοικτός και τα έφαγε όλα και έπεσε έξω. Ο Κροκόδειλος Περράκης τα έπαιξε που είχε τον άλλο πύργο. [Δωροθέα Τσινάκη]