Νέα

Εικόνες του τοπίου (11) – Τουρισμός στ’Αποίκια. Του Γιώργου Σπέη

       

Τουρισμός στ’Αποίκια.

 

Τα Αποίκια γνώρισαν μεγάλη δόξα στον μεσοπόλεμο σαν παραθεριστικό κέντρο. Οι μνήμες ζωγραφίζουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτό που είναι σήμερα.

 Ερχόντουσαν και παραθέριζαν Ανδριώτες και ξένοι. [Νικόλας Ραΐσης]

 Τα παλιά τα χρόνια ερχόνταν εδώ κόσμος, πίναν νερό και πιο βράδυ γκρου… και τους πηγαίναν στην Αθήνα με τη πέτρα. Τις πέτρες τις δείχναν για να διαφημίζουν ότι το νερό είναι τέτοιο, θεραπεύει, ξεκολάει, δεν αφήνει τίποτα. Θυμάμαι ερχόταν άνθρωποι λαχταρισμένοι. Τους έλεγε ο γιατρός θα πίνετε δυο ποτήρια. Το καλοκαίρι όσο κάνει ζέστη, τόσο κρυώνει αυτό. Το χειμώνα πάλι αχνίζει. Και μετά ερχόταν το καΐκι να τους πάει πάλι στην Αθήνα.

 Εμείς είμαστε μικρά και περιμέναμε να έρθουν με το ταξί να πάρουμε τις βαλίτσες να πάρουμε το ταληράκι.

 Είχε έρθει ο Μαλαθούρας καθηγητής,  ο οποίος υπήρξε διάκονος στο Πατριαρχείο. Ήταν ένας έκτακτος άνθρωπος  και μετά μάλλον αυτοαπεσχηματίσθει. Ήταν εδώ συνήθως την περίοδο του δεκαπενταυγούστου και όπως συνηθίζουμε να κάνουμε παρακλήσεις κάθε βράδυ πριν το δεκαπενταύγουστο πήγαινε και έψελνε. Ήταν καλός, βράχος άνθρωπος.

 

Ήταν ο Ισαακίδης, δυο αδέλφια άνθρωποι των γραμμάτων, μουσάτοι, ήταν Πνευματικοί.

Είχαν χαρίσει ένα μπαστούνι του συχωρεμένου του παππού μου. Αυτοί ερχόνταν απλώς να ξεκουραστούν, να αναπαυθούν, για το καλοκαίρι τους, σοβαροί. Τότε ‘μέναν στου Κούλουθρου το σπίτι, δεν υπάρχει. Τώρα στη θέση του είναι το ξενοδοχείο του Μανούσου. Μόνο το μαρμαράκι του σπιτιού είναι μπροστά στο ξενοδοχείο.

 

 Τους λέγαμε συκάδες γιατί το βράδυ, εκεί μπροστά στου Καρασταμάτη τρώγανε τα σύκα. Όχι αυτά που κανείς δικαιούται να τα κόψει, ανοίγανε και το φράχτη και μπαίνανε μέσα. Δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι. Απέναντι από του Καρασταμάτη είχε ένα μεγάλο κοτέτσι και μεγάλωνε πουλάκια και ερχότανε οι άνθρωποι να φάνε κοτόπουλο, δυό μερίδες το ένα με μακαρόνια. [Ιπποκράτης Πολέμης]

 Α είχε κόσμος. Μας παρακαλούσανε, τόση δα μια τρυπούλα να είχες, ήξερε ο κόσμος αλλά γιατί; Ήταν η Σάριζα τότε. Μετά που άνοιξε το εμπόριο του νερού και έγινε το εργοστάσιο έπαψε η κίνησης αυτή.

 Ερχόταν πολύ καλός κόσμος. Εμείς είχαμε για δέκα χρόνια τον Κλωναρίδη. Αυτός ήταν κάθε χρόνο εδώ. Τρεις μήνες θα καθότανε στο σπίτι μας. Ήτανε στο εξωτερικό θα ήθελε να στείλει ένα γράμμα την τάδε μέρα θα ‘ρθώ κρατήστε το σπίτι.  Εγώ θα ήμουνα τότε 8 χρονών (1922).  Από το σπίτι μας πέρασαν πολύ καλοί άνθρωποι. Θυμάμαι έναν Λασκαρίδη, ο οποίος ήθελε να με πάρει να με σπουδάσει και ο Κλωναρίδης τα ίδια. Έλεγε του πατέρα μου κρίμα αυτό το παιδί να το αφήσεις έτσι. Άσε να το πάρω μαζί. Χρόνια τρωγότανε και έλεγε κάθε χρόνο άντε και φέτο να το καταφέρω. Αλλά και γω φοβόμουνα, ξένοι άνθρωποι, μικρή ήμουνα.

 Περνούσαν την ημέρα τους κάνοντας βόλτες, πηγαίναν ερχότανε, τα βράδια αυτός ο δρόμος ο αμαξιτός δεν ήταν αμαξιτός τότε. Νόμιζες πως ήσουν στην Ομόνοια τόσος πολύ κόσμος.

 Κάτω από τα σπίτια ήταν ένας παλαιός ελαιώνας με πελώριες ελιές. Κάνανε περίπατο από τη ηλεκτρική μέχρι του Μπέη.

 Μαζευόντανε τρώγανε, διασκεδάζανε, χορεύανε, κάθε Σαββατοκύριακό φέρνανε ορχήστρα, Κορώνης Φίλανδρος.  Διασκεδάζαμε και εμείς από μακριά.

 Για μας ήτανε όνειρο.

Ερχόντουσαν από το Πειραιά και στα Αποίκια με γαϊδουράκια, μουλάρια. Να δείτε Σαββατοκύριακο 10-20 να έρχονται με τα γαϊδουράκια να παν να φάνε. Ο δρόμος ήρθε το 36 με 38.

 Αυτοί ερχόντουσαν από τον Μάιο Ιούνιο. Μέχρι το Σεπτέμβριο υπήρχαν άνθρωποι. Εμείς όταν θέλαμε να κατέβουμε στη Χώρα για ψώνια με τα πόδια κατεβαίναμε. Ξεκινούσαμε και πηγαίναμε με τα πόδια και γυρίζαμε φορτωμένοι με τσάντες.

 Τους τουρίστες τους λέγαμε ξένους. Ήταν Έλληνες καμιά φορά είχε και κανέναν ξένο. Εμείς είχαμε φιλοξενήσει μια Αγγλίδα ένα μήνα με τη κόρη της. Η κόρη της ήταν μεγαλύτερη από μένα. Είχε γεμίσει σπυράκια και της φαινόταν περίεργο που εγώ έκανα όλες τις δουλειές μέσα στον ήλιο και είχα ωραίο δέρμα. Και ερχόταν και μου έλεγε Τι βάζεις. Εγώ  ήξερα σαν παιδί τι βάζω; Παίρνω το σαπούνι και σαπουνίζουμαι και ξεπλένουμαι. Με το σαπούνι; Αυτό, λέω. Σαπούνι δικό μας. Λέει κοίταξε εμένα το κοριτσάκι μου είναι γεμάτο σπυριά. Εγώ τι ήξερα τότε. [Δωροθέα Τσινάκη]

 Έξη η ώρα το πρωί γινόταν παρέλαση,  πρωί- πρωί, στη Σάριζα. Έλεγε ο γιατρός πρωί- πρωί αν μπορείς να πιείς δύο ποτηράκια νερό. Ξυπνάγαν το πρωί και πηγαίναν με τις μπυτζάμες να πιούν και να γυρίσουν στο ξενοδοχείο.

Το παλιό εργοστάσιο ήταν εκεί που είναι η ράμπα του Μανούσου. Μπατσί και Αποίκια ήταν τα πιο τουριστικά μέρη τότε. [Γιώργος Καΐρης]

 Ήταν ένας χαρακτηριστικός με πορτοκαλί φώτα με πεζώ και τον βλέπαμε και τρέχαμε λέγαμε έρχεται αυτός με το πορτοκαλί πεζώ. Τι πράγματα έφερε να του τα πάμε στο ξενοδοχείο.

 Τα ξενοδοχεία ήταν και  τα δυό γεμάτα. Και ήταν και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Υπήρχε πολλή κίνηση γιατί ήταν και τα πανηγύρια. Ήταν της Αγίας Μαρίνας πρώτα. Ξεκίναγε το πρώτο απογευματινό λεωφορείο  5:30 με 6 από τη Χώρα τους έφερνε εκεί στου Θεοχάρη και ανεβαίνανε τα σκαλιά και μετά στα Αποίκια τα δύο καφενεία που είχανε γλέντι και από εκεί μέχρι τέλος Αυγούστου. Είχε  5:30 από Χώρα 6 ήταν στα Αποίκια. Μετά  έφευγε 9 και ήταν 9:20  με 9:30 στη Χώρα. Ερχότανε απάνω για το νερό και έμενε εκεί στα καφενεία τα εστιατόρια και μετά πήγαινε στη Χώρα. Τότε ήταν  και οι συγγενείς που ερχόνταν από τη Χώρα ή να κατέβουν στη Χώρα. Ήταν ευκαιρία.

Το τελευταίο το μεσημέρι έπρεπε να έχουν πολύ γνωστό για να μείνουν αλλά το απόγευμα ήταν εύκολο. Εκτός από τον μόνιμο κόσμο. [Γιώργος Καΐρης]

Τα παιδιά είχαν ιδιαίτερα τυχερά από τους τουρίστες.

 Θυμάμαι, το 1950 όταν ήμουνα παιδάκι, στα Αποίκια ερχόταν η αφρόκρεμα του τουρισμού. Τότε καλώς ή κακώς για να κάνεις τουρισμό έπρεπε να έχεις χρήματα. Έπρεπε να είσαι όνομα, να έχεις λεπτά. Όχι όπως τώρα που ο καθένας μπορεί να το κάνει. Έρχονταν άνθρωποι από την Αθήνα, ήταν στα γράμματα και στις τέχνες. Εγώ σαν μικρό παιδί, η δουλειά μου ήταν να κατέβω στα λεωφορεία κάτω εδώ. Έρχονταν γεμάτα βαλίτσες. Τρέχαμε να πιάσουμε που θα πάει ο καθένας, κι εκεί να πάμε τις βαλίτσες. Ασφαλώς και κάποιο χαρτζηλίκι.

Ξενοδοχεία ήταν του Καρασταμάτη το μικρό αυτό. Ήταν από δίπλα εκείνο του Μπέη, σαν ξενοδοχείο καθ’ εαυτού φτιαγμένο, αλλά νοικιάζαν κι όλα τα σπίτια (δωμάτια). Κι εμείς εδώ στο σπίτι μας στην εκκλησία της Σάριζας δίπλα, νοικιάζαμε. Θυμάμαι λοιπόν ότι ήταν άνθρωποι περιωπής, όπως  Βελισαρόπουλος ένας βιομήχανος, ένας Γεωργίου δικηγόρος, ήτανε κάποιος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 Ήταν ένας τουρισμός πάρα πολύ καλός και  μοναδικός για την Άνδρο, εκείνη την εποχή. Δεν υπήρχε τουρισμός ούτε στη Χώρα, ούτε στο Γαύριο, στο Κόρθι, μόνο τ’ Αποίκια. Ακόμη και ο εσωτερικός τουρισμός, την Καθαρά Δευτέρα, τη Δευτέρα του Πάσχα, άλλες ημέρες του καλοκαιριού που γίνονταν τα πανηγύρια, ήταν στα Αποίκια. Όλος ο κόσμος μαζευόταν στα Αποίκια. Ήταν πηγή εσόδων για το χωριό αλλά ήτανε και πηγή προβολής κανονικά. Αυτή η ιστορία ξεκίνησε με την πηγή της Σάριζας.

 

 Σας είπα για τον καθηγητή κύριο Βελατούρα ή Δελατούρα, διάσημος. Κατεβαίναμε όταν ερχόταν το πλοίο. Τρέχαμε όλα τα παιδιά στις βαλίτσες στα λεωφορεία, ποιος θα πάρει, που θα το πάει, θέλετε δωμάτιο. Εμείς πηγαίναμε και παίρναμε τις τσάντες επ’ ώμου. Ερχόταν χωρίς να έχουν ειδοποιήσει. Εμείς κρατάγαμε επαφή με όλους αυτούς τους τουρίστες γιατί είχαμε το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, το ‘χαμε στο σπίτι, και ήταν και τηλεγραφείο. Παίρνανε για τους ναυτικούς, για τους τουρίστες, ένας που είχε επιχείρηση, τηλεγραφήματα. Και με ξέρανε όλοι, Λευτέρη. Στο σπίτι της εκκλησίας κάτω μπορεί να υπάρχουν κάποια παλαιά τηλεγραφήματα, μάλιστα ήταν η γραμμή μοναδική και ήταν τα στρατιωτικά τηλέφωνα και είχαμε κλήσεις, 1 γραμμή Χώρα Βουρκωτή και είχαμε 1 χτύπημα μεγάλη, 1 μεγάλη, 1 μικρή το λιμάνι, 2 οι Στενιές, 3 τα Αποίκια, 4 η Βουρκωτή, με το 3 τρέχαμε. Γράφε Λευτέρη, γράφε, μου λέγαν το τηλεγράφημα. Και μάλιστα γιατί ήμουν πολύ ντροπαλός, δεν μπορούσα να σταθώ, να περιμένω, να το διαβάσω. Το έδινα και έφευγα. Πως μπορώ να καθίσω λίγο παραπάνω. Υπήρχε ένα έντυπο με ημερομηνία, και τον παραλήπτη. Έπρεπε να βάλει υπογραφή κι έτσι το βρήκα αυτό. Εντάξει να υπογράφει ο καθένας και περίμενα λοιπόν με το στόμα ανοιχτό να πάρω την υπογραφή. Και μου έδιναν, πάρε 1 δραχμή. Τους ήξερα όλους αυτούς τους ανθρώπους.

  Αυτοί οι άνθρωποι τότε ήταν κατά το σύνηθες της εποχής ήταν πολύ με την εκκλησίας. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος και δεν άφηνε τουρίστα για τουρίστα. Τους πλησίαζε τους μιλούσε. Δεν πήγαινε το μεσημέρι στο σπίτι για φαγητό και πριν φύγουν κάνανε μια λειτουργία, στην Καταφιώτισα. Εγώ παιδάκι και ψάλτης ον, είχα μέσα σε μια βαλίτσα, τα ιερά, το δίσκο τα δισκοπότηρα και πηγαίναμε στο κάθε παρεκκλήσι. Η πρώτη δουλειά ήταν να ανάψουμε φωτιά έξω,  να κάνουμε κάρβουνα για το θυμιατό, δεν υπήρχαν τα καρβουνάκια τότε. Τώρα δεν ξέρω αν ήταν πολύ θρησκευόμενοι ή η σχέση που είχαν με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολύ κοινωνικός.

 

 Ο δρόμος έφτανε μέχρι το ξενοδοχείο του Μπέη. Ήταν 2-3 οικογένειες τότε, η οικογένεια Παλυβού, ο Νίκος και ο Θόδωρος, ήταν πολύ καλοί επαγγελματίες, η Ελευθερία, ήταν οι αφοι Στυλιανού, οι Νενέδες και ένας Γιάννης Βουρτσάκης, που όταν δεν ήταν μεθυσμένος οδηγούσε καλά, από την Παλαιόπολη, είχε την κόρη Όλγα που είχε παντρευτεί ο διοικητής των Γερμανών. Από τη θέση που είχε στην Άνδρο, είχε γλιτώσει πολύ κόσμο από φυλακές από ξύλο. [Ελευθέριος Πολέμης]

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: VANGLOUK  – ΚΑΪΡΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – PHOTO ANDROS

Αφήστε ένα σχόλιο

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας

Εάν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα νέα μας καταχωρίστε το email σας στην παρακάτω φόρμα.
Διατηρούμε τα δεδομένα σας ιδιωτικά. Για περισσότερες πληροφορίες και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά σας διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου μας.

Video της Ημέρας

Αρχείο

Βρείτε μας και στα Socia Media

© 2018 - 2023 | Ο Περίγυρος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Άνδρου | Crafted by  Spirilio