Ένας θωπευτικός, τρυφερός ανοιξιάτικος ήλιος λούζει τον μικρό τόπο .Δεν κουνιέται φύλλο. Μια μέρα λαμπερή!
Ο βαθύς και δυνατός ήχος της σφυρίχτρας μεγάλου πλοίου , διακόπτει ξαφνικά την ησυχία του απομεσήμερου. «Περνάει βαπόρι!!!» αναφωνεί το παιδί και παρατά αμέσως τα βιβλία και τα τετράδιά του.
«Αχ, Αντριώτης περνάει! Καλά ταξίδια να ‘χουνε ! », λέει η γιαγιά και κινάει για την αυλή για να το ακούσει καλύτερα και για να το δει ίσως ελάχιστα. Η σκέψη της τρέχει στον μοναχογιό της, που είναι κι αυτός μέσα σ’ ένα καράβι ,μακριά από τους δικούς του , κάπου σε μια θάλασσα της οικουμένης. Η έγνοια της για το παιδί της και η αίσθηση ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτόν , παρά μονάχα να προσεύχεται να έχει καλά ταξίδια και καλό γυρισμό , ξεχειλίζει μέσα απ’ τα μεγάλα γαλανά της μάτια .Βγάζει τα γυαλιά της και σηκώνει την ποδιά της από την ανάποδη για να σκουπίσει τα δάκρυά της. Μετά σταυρώνει το καράβι.
Το παιδί έχει κιόλας φορέσει τη ζακέτα του και φεύγει τρεχάλα για το αγνάντι της παιδικής παρέας. Αυτή είναι μάλλον, η μοναδική περίπτωση που μπορεί να αφήσει το διάβασμα και να φύγει απ’ το σπίτι χωρίς να λογοδοτήσει γι’ αυτό και χωρίς να τη ρωτήσει και κανείς πού πάει. Αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά και στη συνέχεια τις αιμασές για να φτάσει στο καλό σημείο, στο χωράφι του θείου Κωσταντίνου. Η φωνή της γιαγιάς «Να προσέχετε!» ακούγεται ήδη από μακριά. Στον πληθυντικό, γιατί ξέρει πως αυτή τη στιγμή θα τρέχουνε και τα άλλα παιδιά του Κάτω Χωριού εκεί ψηλά, για να δουν το πλοίο.
Τις αιμασές πρέπει να τις ανεβεί απ’ τα καλά σημεία κι όχι από τις βουλιάστρες που έχει αφήσει ο χειμώνας. Μετά σκαρφαλώνει στις ξερολιθιές απ΄τα χαμηλά περάσματα .Τα πόδια της έχουν βγάλει φτερά ,για να προλάβει να το δει ολόκληρο. Κι άλλο σφύριγμα !!! « Πω, πω, λες να δω μόνο την πρύμη ;» Ξέπνοο πια , το παιδί φτάνει στις τρεις μεγάλες πέτρες. Σαν μαξιλάρια στρογγυλεμένες , περιμένουν την παρέα να καθήσει και με εκστατικό βλέμμα να θαυμάσει το φορτηγό ή το γκαζάδικο, που το ‘φερε ο καπετάνιος του ως τη Χώρα, παρεκκλίνοντας λίγο απ’ την πορεία του, για να χαιρετήσει την οικογένειά του κάποιος Ανδριώτης απ΄ το πλήρωμα ή κι αυτός ο ίδιος τη δικιά του. Να χαιρετήσει και όλο τον αγαπημένο γενέθλιο τόπο.
Και….να το !!!! Περνάει αργά κι επιβλητικά μπροστά απ’ τον μικρό κόλπο της Χώρας. Μαύρο και κόκκινο ! Καταφτάνουν και τα υπόλοιπα παιδιά. Δυο αγόρια και τρία κορίτσια. Οι μπαμπάδες τους, εκτός από έναν, όλοι ναυτικοί. Στημένα όλα, το ένα δίπλα στο άλλο , κοιτάζουν γεμάτα δέος. Φαντάζονται το στιβαρό σκαρί να ‘χει ταξιδέψει στις πιο μεγάλες και άγριες θάλασσες .
Διαγενεαλογικό σύμβολο το καράβι για τον τόπο τους. Συνυφασμένο με τη μοίρα των προγόνων, των παππούδων , των πατεράδων τους και ίσως και της δικιάς τους. Τους συνδέει μ’ αυτό μια σχέση σχεδόν μεταφυσική .Εδώ η αρχετυπική πατρική μορφή αναδύεται απ’ το συλλογικό ασυνείδητο νοτισμένη με αλμυρό νερό.
Τα παιδιά το νιώθουν αυτό .
Μα πιο πολύ , εκείνη τη στιγμή γίνεται ένα αντάμωμα του καθενός απ’ αυτά με τον απόντα, τον περισσότερο καιρό ,πατέρα του. Στη θέα του περαστικού πλοίου νιώθει να το τυλίγει φευγαλέα σαν αερικό ,το πατρικό χάδι, η πατρική αγκαλιά που τόσο του λείπει. Γι’ αυτό κάτω απ’ το θαυμασμό και τον καλπασμό της φαντασίας , υπάρχει μια συγκινημένη παιδική ψυχή , που βλέπει το «κομοδέσιο» και τον φαντάζεται εκεί να ξεκουράζεται, να πίνει τον σκέτο ελληνικό του , στη γέφυρα να κρατάει το τιμόνι , στο μηχανοστάσιο , στην κουβέρτα. «Έρχεται απ΄ την Ινδία ! » λέει το ένα . «Όχι, απ’ τον Καναδά και στο αμπάρι του έχει κορμούς από δέντρα!», λέει ένα άλλο. «Έχει στο αμπάρι του κι ένα ωραίο παιδικό ποδήλατο….», σκέφτεται το παιδί και με μισόκλειστα μάτια το βλέπει ολοκάθαρα μπροστά του. «Μπαμπά, μου πήρες το ποδήλατο; OVER »,τον είχε ρωτήσει πρόσφατα, στο VHF που είχαν μιλήσει. «Όχι ακόμα .Στο επόμενο λιμάνι ,οπωσδήποτε! OVER», της είχε απαντήσει.
…….Στο μυαλό της έρχονται τα λόγια του πατέρα της , όταν μια φορά διηγιόταν στα δυο του κορίτσια ,σ’ εκείνη και την αδελφή της , τις περιπέτειες του μπάρκου του.
….« Τα κύματα είχαν σκεπάσει τελείως την κουβέρτα. Μπροστά έβλεπες μόνο θάλασσα. Και τότε άρχιζες να νιώθεις το τρέμουλο , τον αγώνα του βαποριού να τινάξει από πάνω του όλον τον όγκο του νερού.
Τρανταζόταν ολόκληρο στην προσπάθειά του να βγει στην επιφάνεια. Όπως ήμουν στο τιμόνι κρατούσα τα μάτια μου καρφωμένα στο σημείο που ήξερα πως θα ξεπρόβαλλε πρώτο. “Αγάντα”, του ‘λεγα του βαποριού , “αγάντα”!
‘ Παναγία μου, κάνε να βγούμε πάνω!’. Κι ευτυχώς τα κατάφερε. »
Έτσι το παιδί κατάλαβε πως οι γενναίοι ναυτικοί κι οι ατρόμητοι πατεράδες φοβούνται κι αυτοί κάποιες φορές. Πως φοβούνται και τα ίδια τα μεγάλα καράβια μαζί τους , όταν θυμώνει η θάλασσα.
Ένα τελευταίο σφύριγμα κι η πλώρη αρχίζει να χάνεται σιγά σιγά πίσω απ’ τον κάβο.
Θαυμάσια αφήγηση !!
Πιστεύω ότι η πλειονότητα των αναγνωστών έχουν ζήσει τέτοιες στιγμές και ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό για τις θύμησες που έχουν πάνω στα δώματα γνέφοντας στο βαπόρι που πέρναγε λες και ήταν μέσα ο πατέρας ο αδελφός ο άντρας……