Περί του «Βορειοελλαδικού ιδιώματος» του Κορθίου
Αφορμή για την παρούσα δημοσίευση υπήρξε πρόσφατη ανάρτηση του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Γ. Μαυροφρύδης et al.)1, στον ιστότοπο www.androsfilm.gr, όπου διατυπωνόταν η παρακάτω πληροφορία:
«Στη νότια Άνδρο, οι κάτοικοι περί το Κόρθι ομιλούν ιδίωμα βόρειου φωνηεντισμού (Βογιατζίδης2, 1951: 51-56, Μπασέα – Μπεζαντάκου3, 2001) και φαίνεται πως κατάγονται από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης, από όπου, σύμφωνα με αδημοσίευτο βενετικό έγγραφο που είχε εντοπίσει ο ιστορικός της Άνδρου Δημήτριος Πολέμης, μεταφέρθηκαν τον 14ο αιώνα στο νότιο τμήμα του νησιού.»
Με ιδιαίτερη έκπληξη διαβάσαμε αυτές τις αράδες και απευθυνθήκαμε αφ’ενός στους συντάκτες του κειμένου και παράλληλα στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη αλλά και στον Επίκ. Καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γ. Πάλλη, με πολύχρονη εμπειρία από τις ανασκαφές του Απάνω Κάστρου και της Παλαιόπολης.
Το ερώτημά μας σχετιζόταν με το πώς μια τέτοια πληροφορία δεν είχε ληφθεί υπόψη στην πλούσια ιστοριογραφία της τελευταίας εικοσαετίας για την περιοχή του Κορθίου και τα πορίσματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο και το Απάνω Κάστρο. Ένα τέτοιο έγγραφο θα μπορούσε να εξηγήσει την ανεύρεση διαφόρων ευρημάτων της περιόδου εκείνης από την ανασκαφή στο Απάνω Κάστρο, τα οποία φανέρωναν ιδιαίτερη σχέση των κατοίκων της περιοχής Κορθίου στην διάρκεια του 14ου και 15ου αι. με την Ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (π.χ. αμπούλα / φιαλίδιο του Αγ. Δημητρίου από τη Θεσσαλονίκη, χρυσό δαχτυλίδι – σφραγίδα με το δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων).4
Ο Γ. Πάλλης μας ενημέρωσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε σχετική πληροφορία για τέτοιο βενετικό έγγραφο στα μέλη της ανασκαφής του Απάνω Κάστρου από τον Δημ. Πολέμη. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα παράδοξο, καθώς ο ιστορικός του νησιού είχε ιδιαίτερη προσμονή για τη σχετική έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε με δική του ενθάρρυνση5, καθώς, κατά την εκτίμησή του, το Απάνω Κάστρο ενδεχομένως να βρισκόταν στη θέση πρότερης βυζαντινής εγκατάστασης6, κάτι που δεν αποδείχθηκε από τα μέχρι τώρα πορίσματα της ανασκαφής. Αν υπήρχε αυτή η πληροφορία το πιθανότερο είναι ότι θα την είχε μοιραστεί τουλάχιστον με την Ελ. Δωρή, επικεφαλής της ανασκαφής. Ο Δημ. Πολέμης αποβίωσε το 2005 λίγους μήνες δηλαδή μετά την έναρξη της ανασκαφής στο Απάνω Κάστρο το Σεπτέμβριο του 2004, έχοντας αντιμετωπίσει την επάρατο νόσο στα τελευταία έτη της ζωής του.
Από την Καΐρειο βιβλιοθήκη μας ενημέρωσαν ότι δεν γνώριζαν για την ύπαρξη τέτοιου βενετικού εγγράφου. Αντ’αυτού, μας απέστειλαν τα πρακτικά ανακοίνωσης του Δημ. Πολέμη στο πλαίσιο συμποσίου που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1997 για τις ιστορικές σχέσεις Άνδρου και Χαλκιδικής, όπου, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός επεσήμαινε σχετικά με τις μετακινήσεις πληθυσμών στη διάρκεια του 14ου και 15ου αι.: «Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες για τη φυγή κατοίκων της Μακεδονίας και της Θράκης, μετά από τις τουρκικές επιδρομές, αν και πληροφορίες για εγκατάσταση στις Κυκλάδες ελλείπουν παντελώς.»7 Είναι σαφές, ότι και αυτή η δημοσίευσή του, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ανεύρεση του φημολογούμενου βενετικού εγγράφου.
Ο συντάκτης του κειμένου Γ. Μαυροφρύδης μας ενημέρωσε ότι τη σχετική πληροφορία, για ύπαρξη βενετικού εγγράφου, που ο Δημ. Πολέμης δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει λόγω του θανάτου του, την είχε εκμυστηρευτεί ο ιστορικός Λεωνίδας Εμπειρίκος στο συντάκτη τον Σεπτέμβριο του 2020. Ο Γ. Μαυροφρύδης αναζήτησε το σχετικό έγγραφο στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη χωρίς αποτέλεσμα. Παράλληλα επικοινώνησε με τους ιστορικούς Ηλ. Κολοβό, Δημ. Κυρτάτα, τον αρχαιολόγο Γ. Πάλλη αλλά και τον εθνογράφο Γ. Σπέη. Όπως μας είπε, ουδείς γνώριζε οτιδήποτε για το σχετικό βενετικό έγγραφο.
Κατόπιν νεότερης δημοσίευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, όπου αναπαραγόταν η ίδια πληροφορία, περί αδημοσίευτου βενετικού εγγράφου, με μάλιστα πρόθεση έντυπης δημοσίευσής της8, επικοινωνήσαμε με το Λεωνίδα Εμπειρίκο. Ο Λ. Εμπειρίκος μας πληροφόρησε, με ιδιαίτερη εγκαρδιότητα, ότι πράγματι σε συνομιλία του τη δεκαετία του 1990, ο Δημ. Πολέμης τού είχε επισημάνει τη γλωσσική συνάφεια ανάμεσα στην περιοχή Κορθίου με την Τήνο και το χωριό Αντιά του Καβοντόρου (Καρυστία Εύβοιας). Ότι δηλαδή παρατηρείται μια διείσδυση του βόρειου ιδιώματος στις περιοχές αυτές. Ο Δημ. Πολέμης του είπε ότι ίσως σε βενετικές πηγές να μπορεί να βρεθεί κάποια πληροφορία για μετακίνηση πληθυσμού σε αυτές τις περιοχές από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης.
Η ανωτέρω επισήμανση του Δημ. Πολέμη πιθανότατα σχετίζεται στενά με μία μελέτη του ακαδημαϊκού Σταμάτη Καρατζά από την Κύμη, η οποία αφορούσε το ιδίωμα βόρειου φωνηεντισμού του χωριού Αντιά. Ο Καρατζάς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «στα Αντιά εγκαταστάθηκε τουλάχιστον ένα μέρος από τους αιχμάλωτους που ο Βενετός ναύαρχος Canale (Nicoló Canal) μετέφερε από την Αίνο της Θράκης στην Εύβοια, το 1469… Πρόχειρη εξέταση του ιδιώματος των Αντιών έδειξε ότι διαφέρει από τα ιδιώματα των γειτονικών χωριών, θυμίζει όμως το ιδίωμα της Αίνου…»9
Στη διάρκεια του Α’ Βενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479), ο Nicoló Canal πραγματοποίησε το καλοκαίρι του 1469, στο πλαίσιο αντιπερισπασμού, αιφνιδιαστική επιδρομή κατά της Αίνου, πόλης που κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες. Η επιδρομή κατέληξε στην κατάληψη του κάστρου της πόλης και σε εκτεταμένες λεηλασίες και βιαιότητες αδιακρίτως σε βάρος μουσουλμάνων, Εβραίων και Ελλήνων. Ο Βενετικός στόλος αποχώρησε έχοντας πάρει 2.000 αιχμαλώτους και 200 χριστιανές Ελληνίδες τους οποίους μετέφερε στο Νεγροπόντε (Χαλκίδα / Εύβοια) 10.
Το γεγονός αυτό δεν έμεινε αναπάντητο από τους Οθωμανούς, οι οποίοι φαίνεται ότι είχαν ήδη δρομολογήσει το σχέδιο κατάληψης του Νεγροπόντε. Η άλωση της πρωτεύουσας της Εύβοιας, του «λαμπρότερου πετραδιού στην αυτοκρατορική κορώνα της Βενετίας» 11 σημειώθηκε το επόμενο καλοκαίρι του 1470, ενώ η στάση του ναυάρχου Canal στην τελική φάση της πολιορκίας υπήρξε μοιραία12. Η τιμωρία των υπερασπιστών της πόλης από το Μωάμεθ τον Πορθητή υπήρξε τόσο βίαιη και παραδειγματική, που προκάλεσε τον τρόμο στα λατινοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και η Άνδρος13.
Στο ανωτέρω πλαίσιο είναι λογικό ο Δημ. Πολέμης να θεωρούσε ότι ίσως στα βενετικά αρχεία θα μπορούσε να εντοπιστεί κάποια πληροφορία για πιθανή μετακίνηση ορισμένων εκ των Ρωμιών αιχμαλώτων της Αίνου από το Νεγροπόντε προς την Άνδρο. Η κατάληψη πάντως της Εύβοιας το επόμενο έτος από τους Οθωμανούς αφήνει μικρό περιθώριο χρόνου για μια πιθανή μετακίνηση μεταξύ Λατινοκρατούμενων εδαφών. Οι ίδιες οι πηγές, αναφέρονται σε σαφή μεταφορά των αιχμαλώτων στο Νεγροπόντε. Το χρονικό του Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για την τύχη όσων αιχμαλωτίστηκαν. Όπως αναφέρει: «Με αυτό το στόλο πήγαν και κατέλαβαν από τον Τούρκο ένα κάστρο που ονομάζεται Αίνος. Ύστερα, αφού το λεηλάτησαν, άνδρες και γυναίκες, κουβαλήθηκαν στο Νεγροπόντε κι οι δικοί μας θριαμβολογούσαν και ήταν καταχαρούμενοι. Εκεί πουλήθηκαν πολλά αντικείμενα, όπως ταπετσαρίες, χρυσαφικά, ασημικά, κοσμήματα, που ως επί το πλείστον ανήκαν σε Έλληνες χριστιανούς που αφέθηκαν ελεύθεροι. Ύστερα, αφού μεταφέραμε στο Νεγροπόντε τους Τούρκους, που δεν ήταν πάρα πολλοί, τους κάναμε σκλάβους» 14.
Με βάση τα ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι ο Δημ. Πολέμης είχε πράγματι εντοπίσει κάποιο βενετικό έγγραφο που να αναφέρεται σε κάποιου είδους μετανάστευσης πληθυσμού προς τη Νότια Άνδρο, αλλά ότι πιθανολογούσε πως ενδέχεται σε βενετικές πηγές να μπορεί να ανευρεθεί κάποια σχετική πληροφορία. Επιπρόσθετα, τα γεγονότα που σχετίζονται με την Αίνο, φαίνεται να παραπέμπουν στον ύστερο 15ο αι. Αυτό καθιστά έναν εποικισμό της Νότιας Άνδρου, όπως θα δούμε παρακάτω, ακόμη πιο αμφίβολο, καθώς βρίσκεται πολύ εγγύτερα σε εποχή όπου υφίστανται γραπτές μαρτυρίες από έγγραφα, φορολογικά κατάστιχα ή μαρτυρίες περιηγητών. Η έλλειψη οποιουδήποτε ιστορικού τεκμηρίου εκείνης της εποχής, ή προφορικής παράδοσης, που να συσχετίζει τους κατοίκους της Νότιας Άνδρου με ήθη και έθιμα της Θράκης των παραλίων του Αιγαίου (π.χ. φορεσιές, χορούς, έθιμα κλπ.) καθιστά την ανωτέρω θεώρηση ιδιαίτερα αμφίβολη. Παράλληλα, οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις του ιδιώματος του Κορθίου με αυτού της Θράκης είναι σημαντικές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορεί να αναφερθεί, είναι ότι στη Θράκη οι αγελάδες, στο τοπικό ιδίωμα, αποδίδονται ως «τα γιλάδια», ενώ στο Κόρθι καταγράφεται η μορφή «η αϊλάδα».
Το ιδίωμα βόρειου φωνηεντισμού του Κορθίου
Παράλληλα με την ανωτέρω αναζήτηση, επεξεργαστήκαμε τη σχετική βιβλιογραφία για το ιδίωμα «βόρειου φωνηεντισμού» του Κορθίου. Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι, με βάση το ιδίωμα αυτό, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για την υποτιθέμενη προέλευση των κατοίκων της περιοχής, οι οποίες στερούνται οποιασδήποτε ιστορικής γραπτής μαρτυρίας που να τις στοιχειοθετεί. Στις περισσότερες από αυτές διατυπώνεται η υπόθεση ότι ο εποικισμός της νότιας Άνδρου κατέστη αναγκαίος σε κάποια σκοτεινή περίοδο της Λατινοκρατίας, είτε λόγω επιδημιών είτε λόγω επιδρομών εχθρικών στόλων, που οδήγησαν στην ερήμωση της περιοχής ή στην έλλειψη επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού για τη φεουδαρχική κοινωνία της εποχής. Δυστυχώς, οι θεωρίες αυτές έχουν αναπαραχθεί πολλαπλώς παρ’ό,τι στερούνται σοβαρής τεκμηρίωσης. Μάλιστα οι πλέον πρόσφατες μπορούν να αμφισβητηθούν βάσιμα, χάρις στα πορίσματα της νεότερης ιστοριογραφίας και αρχαιολογίας.
Πριν όμως εξετάσουμε τις θεωρίες για την καταγωγή των κατοίκων του Κορθίου, θα αναφερθούμε συνοπτικά στα χαρακτηριστικά του ιδιώματος του Κορθίου.
Η πρώτη μελέτη του ιδιώματος πραγματοποιήθηκε από τον Ι.Κ. Βογιατζίδη στις αρχές του 20ου αι. Η σχετική δημοσίευσή του στα Ανδριακά Χρονικά2 το 1951, όπως θα δούμε, περιλαμβάνει αρκετά σημεία που δημιουργούν εύλογα ερωτήματα για τις προθέσεις και τη μεθοδολογία του, καθώς και επιχειρήματα που δεν τεκμηριώνονται επαρκώς.
Η νεότερη ενδελεχής έρευνα της γλωσσολόγου Χρ. Μπασέα – Μπεζαντάκου3, συνδυάζει το καταγεγραμμένο υλικό στο Αρχείο του Κέντρου Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών (Ι.Λ.Ν.Ε.), με τις χειρόγραφες καταγραφές του ιδιώματος από τον Ι.Κ. Βογιατζίδη του 1918, του Στ. Μάνεση από το 1966 και του Τ. Γιοχάλα από το 1972. Η ίδια η Μπασέα – Μπεζαντάκου πραγματοποίησε τις δικές της επιτόπιες καταγραφές την περίοδο 1997 – 1998. Έτσι η έρευνα της γλωσσολόγου καλύπτει μια περίοδο 80 χρόνων, καταγράφοντας παράλληλα την εξέλιξη του ιδιώματος.
Η γλωσσολόγος υποστηρίζει ότι η περιοχή του Κορθίου (τότε κοινότητες Όρμου Κορθίου, Κορθίου, Καππαριάς, Παλαιοκάστρου, Κοχύλου καθώς και το χωριό Ζαγανιάρι) «διαφοροποιείται γλωσσικά από το υπόλοιπο νησί, όπου ομιλείται νότιο κυκλαδικό ιδίωμα, με εξαίρεση το βόρειο τμήμα, του οποίου οι κάτοικοι υπήρξαν αρβανιτόφωνοι λόγω του αλβανικού εποικισμού που δέχθηκε η περιοχή στα μέσα του 15ου αι.…
Ο τύπος του ιδιώματος είναι σαφώς βόρειου φωνηεντισμού. Δεν μπορεί, όμως, να χαρακτηρισθεί αυστηρού τύπου», καθώς «παρατηρείται χαλαρότητα στην εφαρμογή των δύο βασικών νόμων του βόρειου φωνηεντισμού, της κώφωσης των ατόνων e και ο (τροπή σε i και u αντίστοιχα) και της αποβολής των ατόνων i και u… Αναλυτικότερα, πολύ μεγαλύτερη συχνότητα παρουσιάζει η αποβολή του ατόνου i και κυρίως όταν αυτό είναι καταληκτικό, ενώ λιγότερο συχνά απαντά η αποβολή του ατόνου u.» 3. Όπως αναφέρει, η χαλαρότητα στην εφαρμογή των κανόνων αυτών, είναι στοιχείο που παρατηρείται από την πρώτη φάση καταγραφής του ιδιώματος το 1918.
Ορισμένα από τα ενδεικτικά παραδείγματα που καταγράφει σχετικά, είναι τα παρακάτω:
Το κ’μάσ’ τση αϊλάδας. Γι’άκου του δά! Καλεστάρ’ τ’γαbρού. Τ’κάν’κόπο να μ’δώσ’λάδ’. Πάει να τ’ς αποκόψ’ τ’ς ελιές. Εγώ δεν είμ΄ κ’(φός).
Παράλληλα επισημαίνει ότι: «Χωρίς κανονικότητα διαπιστώνεται ότι εμφανίζεται και το φαινόμενο της κώφωσης των ατόνων o και e, π.χ. Έχ’ ουρμή. Ο Δ’μήτρ’ς δε dου ουρίζ’ το χουράφ’. Θα μου το ορτσίσ’ το ποδάρ’ μ’ (= εξορκίσει). Είναι πιδεμένοι οι αθρώποι. Η χαλαρή εφαρμογή του φαινομένου φαίνεται και στην πολύ συχνή χρήση του αλώβητου τύπου του αρσενικού άρθρου ο και του ουδετέρου το.» 3
Η γλωσσολόγος διαπιστώνει ότι, ενώ στις συλλογές του 1918 στο Ι.Λ.Ν.Ε. του Βογιατζίδη, καταγράφεται η χαλαρότητα εφαρμογής των ανωτέρω κανόνων, στη δημοσιευμένη μελέτη2 του 1951 «ο συγγραφέας έχει σχεδόν καθ’ολοκληρίαν αποκαταστήσει το υλικό σε βόρειο φωνηεντισμό με αυστηρή κανονικότητα.» 3
Όπως αναφέρει: «Καταγράφοντας, λοιπόν, το υλικό σημείωσα όχι απλώς τη χαλαρότητα του βορείου φωνηεντισμού, αλλά κυρίως την ουσιαστικά διαφορετική μορφή του τύπου του βορείου φωνηεντισμού. Συγκεκριμένα τα φαινόμενα της κωφώσεως και εν μέρει της αποβολής εμφανίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις ατελή μορφή. Δημιουργείται δηλαδή ένας ενδιάμεσος φθόγγος μεταξύ του e και i καθώς και του o και u από την κώφωση των ατόνων e και o αντιστοίχως και ένας απόηχος του i, όταν το i είναι καταληκτικό, από την αποβολή.
Συνήθως πλήρους μορφής κώφωση συμβαίνει σε ατόνους φθόγγους e και o σε περιβάλλον κυρίως υγρού και έρρινου συμφώνου, π.χ. πουλυλουγία, να κουνουμ’θώ, συμφουνήσαμι, γκρεμνούς, στινό, αϊλάδα.» 3
Αντίθετα προς τα φαινόμενα του βόρειου φωνηεντισμού, τόσο στο ιδίωμα του Κορθίου όσο και σε αυτό της Κεντρικής Άνδρου παρατηρείται παράλληλα «έντονη τάση αντικωφώσεως (του i σε e και του u σε o). Πλήθος παραδειγμάτων αντικωφώσεως μπορούν να αναφερθούν όπως τεραγνία, dοβάρι, σκολήκια, περάματα, χερ’νό, τολούμι αντί τυραννία, ντουβάρι, σκουλήκια, πειράματα, χοιρινό, τουλούμι.» 3 Αυτό αποδίδεται από τη γλωσσολόγο στον «αλώβητο φωνηεντισμό του κυκλαδικού ιδιώματος.» 3
Στο σημείο αυτό τονίζει ότι το ιδίωμα του Κορθίου περιλαμβάνει «όλα τα βασικά στοιχεία του κυκλαδικού ιδιώματος» 3. Από αυτά εδώ θα αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά:
Παρατηρείται τσιτακισμός περισσότερο στις πρώτες καταγραφές και λιγότερο στις πιο πρόσφατες όπως: «ματσιλλίνα (πόρτα κήπου), τσέλλα (=παράσπιτο), τσεικάτου (= εκεί κάτω), τσειπάνου (=εκεί πάνω).» 3
Επίσης: «η πτώση των γ και δ μεταξύ δύο φωνηέντων είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο με μεγάλη επίδοση σε όλες τις φάσεις π.χ. ρώις, αϊλάδα, έφαε, λαός, Τρυητής, βούι αντί ρώγες, αγελάδα, έφαγε, λαγός, Τρυγητής, βόιδι.» 3
Επιπρόσθετα: «η προφορά του υ ως ου απαντά σε όλες τις φάσεις: άgουρα, Τσουρά, άχιουρα, σουρτάρι, ξουράφι αντί άγκυρα, Κυρά, άχυρα, συρτάρι, ξυράφι.» 3
«Πολύ μεγάλη έκταση έχει η χρήση του τύπου της Ονομαστικής πληθυντικού αρσενικών ονομάτων σε -ος και στην Αιτιατική, π.χ. Δεν είναι απ’τσι ακριβοί, δίν’. Έπιασι δυό ιτούλοι.» 3
«…Επιχωριάζει το προσθετικό α π.χ. αλίχνισμα, ασπαρθιές, αθυμάρια, ενώ μεγάλη επίδοση παρουσιάζουν τύποι σε -εύγω, π.χ. αλωνεύγω, δουλεύγω.» 3
Πολύ σημαντική παρατήρηση εκ μέρους της γλωσσολόγου είναι ότι ανάμεσα στα ιδιώματα του Κορθίου και της Κεντρικής Άνδρου: «το λεξιλόγιο… στο μεγαλύτερο μέρος του ταυτίζεται στις δύο εξεταζόμενες περιοχές.» 3
Με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις, η γλωσσολόγος καταλήγει στο ότι: «Το ιδίωμα της περιοχής Κορθίου πρόκειται για ιδιόμορφο τύπο βορείου ιδιώματος και όχι απλώς για χαλαρού τύπου βόρειο ιδίωμα… Επίσης το βόρειο ιδίωμα της Άνδρου έχει όλα τα στοιχεία του κυκλαδικού ιδιώματος και επί πλέον η έλλειψη της συστηματικότητας στην εφαρμογή των βόρειων φωνητικών νόμων σε συνδυασμό και με τη χαλαρότητα στη συχνότητα χρήσεως σε ατομικό επίπεδο του προσδίδει σημαντική ιδιοτυπία.» 3
Η εμφάνιση του ιδιώματος σε παλιά έγγραφα
Ο Δημ. Πολέμης σημειώνει την εμφάνιση του βόρειου φωνηεντισμού σε διάφορα παλιά έγγραφα, όπως για παράδειγμα στο Κτηματολόγιο του 1815 όπου αναφέρεται το τοπωνύμιο της Ζαγοράς είτε ως Ζαγουρά είτε ως Ζαουρά15.
Αντίστοιχα, αποχρώσες ενδείξεις ύπαρξης του ιδιώματος βόρειου φωνηεντισμού μπορούμε να εντοπίσουμε στα παλαιότερα έγγραφα που σχετίζονται με την περιοχή Κορθίου, του 16ου και 17ου αι. Τα παλαιότερα έγγραφα του 16ου αι. συνήθως σχετίζονται με τη Μονή Αγίας και αρκετά από αυτά είναι γραμμένα από μοναχούς της Μονής. Άλλα πάλι του 17ου αι. είναι γραμμένα από αρχοντικές οικογένειες του Κάτω Κάστρου. Έτσι στις ανωτέρω περιπτώσεις οι γραφείς συνήθως δεν είναι και φορείς του ιδιώματος. Ακόμη και στα λίγα έγγραφα που πιθανότατα είχαν γράψει κάτοικοι της Νοτίου Άνδρου, συνήθως πρόκειται για ιερείς, οι οποίοι είχαν γνώση της διαφοροποίησης του γραπτού λόγου από την προφορά του ιδιώματος. Επιπρόσθετα, στα παλιά δικαιοπρακτικά έγγραφα αρκετές φράσεις ακολουθούσαν μια πεπατημένη τυπολογία, σχετικά με τους νομικούς όρους της εποχής ή τις σχετικές διαδικασίες, στη διατύπωση των οποίων δύσκολα θα παρεισέφρεε το γλωσσικό ιδίωμα. Έτσι καταλήγουμε να εντοπίζουμε στοιχεία βόρειου φωνηεντισμού και κυρίως την κώφωση του o και e (τροπή σε u και i αντίστοιχα) σε επώνυμα, τοπωνύμια ή την τοπική ονομασία φυτών ή ζώων.
Σε έγγραφο του 1570 το οποίο αφορά την Πίσω Μεριά, από τον πιθανότατα Κορθιανό ιερέα, παπα-Κωσταντή Ψάλτη, η λέξη βόδι αποδίδεται σε δύο περιπτώσεις ως «βούδι» («το ένα βούδι της Θεοτόκου εις τα Τρομάρχια… και το άλλον βούδι εις τα μνημόσυνά μου»)16. Σε έγγραφο του 1587 που αφορά κυρίως την Καππαριά και υπογράφει ο νοτάριος του Απάνω Κάστρου, παπα-Ιάκωβος Βαρδαλής, το επώνυμο Μπαρτολομαίος καταγράφεται ως «του Πουρτουλαμιού» («εις την αγοράν του Γεώργη του Πουρτουλαμιού» 17, αργότερα και ως Μπουρτουλαμιού18). Σε δύο έγγραφα του 1597 η μοναχή του Αγίου Αντωνίου στο Βουνί Μαρία Μοράκη του μαστρο-Γιώργη, καταγράφεται στη μία περίπτωση ως Μουράκη19 και στην άλλη ως Μοράκη20. Σε έγγραφα του 17ου αι. και 18ου αι. ο τυπικός όρος «κόντρα», για παράδειγμα στη φράση «να μαντινήρη την άνωθε πούλησι από άπασα κόντρα ανθρώπων», εμφανίζεται σε έγγραφα που σχετίζονται με την περιοχή της Λαρδιάς ή των Αγριδίων ως «κούντρα» ή «κούντρο».21 Τέλος σε σειρά εγγράφων του 17ου και 18ου αι. που σχετίζονται με την περιοχή του Κορθίου (Ρωγό, Λαρδιά, Αγρίδια), η ροδιά αποκαλείται συστηματικά «ρουδιά» 22.
Οι διατυπωμένες θεωρίες για προέλευση των κατοίκων του Κορθίου με βάση το βόρειο ιδίωμα
Ο πρώτος που κατέγραψε τη διαφοροποίηση του γλωσσικού ιδιώματος του Κορθίου έναντι της Κεντρικής Άνδρου ήταν ο Αντ. Μηλιαράκης, ο οποίος περιόδευσε στο νησί το 1878. Όπως αναφέρει: «Οι κάτοικοι των κοιλάδων Άνδρου, και Κορθίου, διακρίνονται απ’αλλήλων κατά την προφοράν, ως εάν έμειναν κεχωρισμένοι επί πολύ εντός των μικρών αυτών λεκανοπεδίων. Ου μόνον δε τούτου, αλλά και οι κάτοικοι χωρίων τινών του Κορθίου έχουσιν όλως ιδιάζουσαν προφοράν. Διακρίνονται δε κυρίως οι Καππαριανοί… μετά τούτους οι Βνιώταις… οι Απισωμερίτες… Οι του Κορθίου δε οι καθαρώτερον ομιλούντες σκώπτουσι τούτους, μιμούμενοι την προφοράν των, ως όλοι οι νησιώται σκώπτουσι τους Τηνίους, τους μάλλον διακρινόμενους όλων των νησιωτών κατά την προφοράν.» 23
Η εκδοχή προέλευσης από τη Χαλκιδική
Όπως αναφέραμε, ο Ι.Κ. Βογιατζίδης2 με βάση τη μελέτη του το 1951, έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη θεωριών περί αλλότριας καταγωγής των Κορθιανών με βάση το ομιλούμενο ιδίωμα. Στο πλαίσιο διαχωρισμού του βορείου ιδιώματος (με τα στοιχεία του βόρειου φωνηεντισμού που προαναφέραμε) από το νότιο στην Ελλάδα, είναι γενικά παραδεκτό ότι η γραμμή διαχωρισμού βρίσκεται περίπου στον 38ο παράλληλο. Επί της ουσίας αυτό αφορά το διαχωρισμό της Πελοποννήσου, όπου ομιλείται το νότιο ιδίωμα, από τη Στερεά, Κεντρική και Βόρειο Ελλάδα, όπου παρατηρείται το βόρειο ιδίωμα. Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι στο σημείο τομής των δύο περιοχών, στους προεπαναστατικούς χρόνους, σε μεγάλο βαθμό είχαν πάψει να ομιλούνται τα ελληνικά, ως μητρική γλώσσα, καθώς είχαν επικρατήσει τα Αρβανίτικα. Ως γνωστόν, στα Λατινικά Δουκάτα που προέκυψαν στην περιοχή μετά την Δ’ Σταυροφορία, κατόπιν αλλεπάλληλων πολέμων και διαδοχικών επιδημιών, απαιτήθηκε εποικισμός από Αρβανίτες, προκειμένου να αναπληρωθεί ο αποδεκατισμένος πληθυσμός. Έτσι σε Αττική, Βοιωτία, Αργολίδα, Κεντρική και Νότιο Εύβοια, νησιά του Αργοσαρωνικού κι εν μέρει στην Κορινθία, επικράτησαν τα αρβανίτικα. Το ίδιο συνέβη και στη Βόρεια Άνδρο κατά τα μέσα του 15ου αι. Ελάχιστες εξαιρέσεις αποτελούσαν θύλακες όπως της Αθήνας όπου ομιλείτο, το νεκρό σήμερα, παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα, συγγενές με εκείνο της Αίγινας, των Μεγάρων και τμήματος της Εύβοιας (Κύμη, Αλιβέρι, Αυλωνάρι, Κονίστρες)24.
Ο Ι.Κ. Βογιατζίδης αντιμετωπίζοντας ως αξίωμα το διαχωρισμό με βάση τον 38ο παράλληλο, θεωρεί ότι οπουδήποτε νοτιότερα αυτού του παραλλήλου παρατηρείται το βόρειο ιδίωμα, αυτό είναι προϊόν μετακίνησης πληθυσμού «από την Βόρεια Ελλάδα»2. Ως παράδειγμα παρουσιάζει τη Σάμο, όπου, όμως, είναι καταγεγραμμένη ιστορικά η εγκατάλειψη του νησιού για μακρύ χρονικό διάστημα και η εν συνεχεία εποίκισή του από κατοίκους π.χ. από τη Λέσβο (εξ ου και ο οικισμός Μυτιληνιοί).
Την ίδια αξιωματική λογική εφαρμόζει και στην περίπτωση της Άνδρου, παρ’ό,τι ο 38ος παράλληλος περνάει λίγα μέτρα βορειότερα από το ακρωτήρι Καμπανός. Με άλλα λόγια το νησί βρίσκεται στο όριο των δύο ζωνών. Μάλιστα, η Άνδρος, με βάση τη μελέτη του Ι.Κ. Βογιατζίδη περιστοιχίζεται από νησιά όπου ομιλείται το βόρειο ιδίωμα, αυστηρά ή εν μέρει. Έτσι βόρειο ιδίωμα παρατηρείται στη βόρειο Εύβοια (όπως αναφέραμε στη νότια είχαν επικρατήσει τα Αρβανίτικα, με εξαίρεση το χωριό Αντιά της Καρυστίας, ενώ στην περιοχή της Κύμης διατηρήθηκε αρχαιότατο ιδίωμα), στη Σκύρο, αλλά και στην Τήνο. Παράλληλα, σύμφωνα με τον Ι.Κ. Βογιατζίδη, ιδιότυπο βόρειο ιδίωμα επικρατεί τόσο στη Σύρο (πλην Ερμούπολης) όσο και στη Μύκονο2.
Στο πλαίσιο του διαχωρισμού με βάση τον 38ο παράλληλο, θεωρεί λοιπόν ότι οι κάτοικοι στη Νότιο Άνδρο, στην Τήνο, στη Σύρο και τη Μύκονο, θα πρέπει να προήλθαν από εποικισμό από τη Βόρειο Ελλάδα. Τον εποικισμό στα ανωτέρω νησιά τοποθετεί στο δεύτερο μισό του 14ου αι. λόγω του αποδεκατισμού του πληθυσμού τους από την πανώλη. Ως τόπο προέλευσης θεωρεί τη Χαλκιδική λόγω ομοιοτήτων που παρουσιάζονται στο ιδίωμα της περιοχής, με την τυπολογία του βορείου ιδιώματος του Κορθίου2.
Τα ανωτέρω δεν στοιχειοθετούνται από ιστορικά τεκμήρια, καθώς δεν υπάρχει καταγεγραμμένη κάποια μαρτυρία για την επίπτωση της πανώλης στα συγκεκριμένα νησιά, πόσο μάλλον σε μεμονωμένες περιοχές αυτών, ούτε φυσικά για μετακίνηση πληθυσμών από τη Χαλκιδική σε κάποιο από τα νησιά αυτά.
Ο ίδιος ο Δημ. Πολέμης παρατηρεί ότι: «η τεκμηρίωση και τα στοιχεία που επικαλείται ο Βογιατζίδης δεν είναι αρκετά για να πείσουν» 7. Η Μπασέα – Μπεζαντάκου προσθέτει, ότι: «Η ποιοτική διαφοροποίηση του φωνηεντισμού που χαρακτηρίζει το ιδίωμα της περιοχής Κορθίου, χαρακτηρίζει βόρεια ιδιώματα και άλλων περιοχών πέραν της Χαλκιδικής. Συνεπώς περιορίζεται και από γλωσσικής πλευράς η βεβαιότητα της προελεύσεως των κατοίκων της περιοχής Κορθίου αποκλειστικά από τη Χαλκιδική.» 3
Η εκδοχή προέλευσης από την Τήνο
Ο Δημ. Πολέμης, αρχικά στο βιβλίο του Ιστορία της Άνδρου (1981) επαναλαμβάνει τις εκτιμήσεις του Ι.Κ. Βογιατζίδη και μάλιστα καταγράφει ότι: «…το γλωσσικό ιδίωμα του Κορθίου, εν αντιθέσει προς το της λοιπής Άνδρου, είναι βορειοελλαδικόν. Τούτο εξηγείται μόνο εκ συμπαγούς εποικισμού εκ της Μακεδονίας, ίσως κατά το 16ο αιώνα. Πάντως κατ’εκείνην την εποχήν υφίστανται μαρτυρίαι και περί Αρβανιτών, προφανώς εκ της Βορείου Άνδρου, εγκατεστημένων εις χωρία του Κορθίου.»27
Αργότερα, στα 1997, στο πλαίσιο του συμποσίου για τις σχέσεις Άνδρου και Χαλκιδικής, όπως προαναφέραμε, θα θεωρήσει την εκδοχή προέλευσης από τη Χαλκιδική ως ατεκμηρίωτη και θα αντιπροτείνει μια πιο εύλογη κατά τον ίδιο υπόθεση, της προέλευσης των κατοίκων του Κορθίου από την κοντινή Τήνο. Όπως αναφέρει: «Εύκολα λοιπόν πολλές οικογένειες της Τήνου θα μπορούσαν να διαπεραιωθούν στην Άνδρο και να εγκατασταθούν στην πλησιέστερη κοιλάδα του Κορθίου, που κάποτε πρέπει να ήταν αραιοκατοικημένη, και να απορροφήσουν γλωσσικώς το εντόπιο στοιχείο. Χαρακτηριστικό είναι το οικογενειακό επώνυμο «Τηνιακός», τόσο συνηθισμένο στα χωριά του Κορθίου που όμως δεν απαντάται στην υπόλοιπη Άνδρο.»7
Την εκδοχή αυτή αναπαράγει και η Χρ. Μπασέα – Μπεζαντάκου τονίζοντας ιδιαιτέρως την τελευταία παρατήρηση του Πολέμη σχετικά με το οικογενειακό επώνυμο «Τηνιακός» και την εμφάνισή του στην περιοχή του Κορθίου. Επισημαίνει πάντως ότι το «τηνιακό ιδίωμα χαρακτηρίζεται από αυστηρότερου τύπου βόρειο φωνηεντισμό… Μπορεί να θεωρηθεί η μορφή του βόρειου ιδιώματος της περιοχής Κορθίου και αποτέλεσμα ενδογλωσσικής επιδράσεως του νοτίου κυκλαδικού ιδιώματος, που χαρακτηρίζει γλωσσικά το υπόλοιπο τμήμα της Άνδρου, σε πληθυσμό που μετακινήθηκε από περιοχή, όπου ομιλείτο αυστηρότερου τύπου βόρειο ιδίωμα.» 3
Όπως είδαμε κι ανωτέρω, σημαντικό πλήθος γραπτών μαρτυριών για την περιοχή του Κορθίου αρχίζουμε να έχουμε από τα τέλη του 16ου αι.28 και κυρίως στο 17ο αι.29, 30 Σε καμία από αυτές δεν προκύπτει ότι η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη. Μάλιστα, σε αυτές αναφέρονται τα ίδια χωριά που υπάρχουν και σήμερα28, 29, 30. Παράλληλα, δεν υπάρχει γραπτή μαρτυρία που να αναφέρεται σε συμπαγή μετακίνηση πληθυσμού από την Τήνο. Με βάση τα ανωτέρω, είναι λογικό να εκτιμήσουμε ότι ο Δημ. Πολέμης θα τοποθετούσε μια πιθανή μετακίνηση πληθυσμού από την Τήνο πριν από αυτή την εποχή.
Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα για το οικογενειακό επώνυμο «Τηνιακός» και την απουσία του από την Κεντρική και Βόρεια Άνδρο, μπορούμε να πούμε ότι δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά με βάση τα στοιχεία του 17ου αι. Αντίθετα, η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισής του στο Κόρθι, αποδεικνύεται φαινόμενο των τελευταίων αιώνων. Με βάση την απογραφή του 1670, πολύ εγγύτερα δηλαδή σε μια πιθανολογούμενη μαζική μετανάστευση πληθυσμού από την Τήνο, το οικογενειακό επώνυμο «Τηνιακός» ή «Ντηνιακός», εμφανίζεται σε μόλις 2 περιπτώσεις στην περιοχή του Κορθίου (Κόρθι & Αηδόνια) και σε 13 περιπτώσεις στην περιοχή της Κεντρικής Άνδρου, καθιστώντας το ένα από τα συνηθέστερα επώνυμα στην περιφέρεια Κάτω Κάστρου (5 περιπτώσεις στη Χώρα, 3 στα Λιβάδια, 3 στη Μεσαριά κι από 1 σε Στενιές & Φάλλικα) 30. Μάλιστα, εμφανίζεται και στη Βόρεια Άνδρο σε 6 περιπτώσεις στη Μονή Αγίας και σε 1 στον Αμόλοχο30. Με βάση τη διασπορά αλλά και τη συχνότητα εμφάνισής του, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι σχεδόν όποιος ερχόταν από την Τήνο αποκαλούνταν με το συγκεκριμένο επώνυμο, έναντι του να θεωρήσουμε ότι το επώνυμο αυτό αντιπροσώπευε μία και μόνη οικογένεια στο νησί.
Συγκρίνοντας τα επώνυμα της περιοχής Κορθίου30 με βάση την απογραφή του 1670, με εκείνα του εγγύτερου κεφαλοχωρίου της Τήνου, τον Πύργο, με βάση το φορολογικό κατάστιχο31 του 1805, δεν παρατηρούμε κανένα κοινό επώνυμο32. Τα ανωτέρω σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιουδήποτε γραπτού τεκμηρίου ή προφορικής παράδοσης, καθιστούν μάλλον αμφίβολη την υπόθεση για μαζικό εποικισμό του Κορθίου από Τηνιακούς στα χρόνια της Λατινοκρατίας και ιδιαίτερα κατά το 14ο ή 15ο αι.
Μια τρίτη εκδοχή
Την ανωτέρω εκδοχή εποικισμού από την Τήνο απορρίπτει και ο αρχιτέκτονας – ερευνητής Νικ. Βασιλόπουλος, ο οποίος αντιπροτείνει μια άλλη θεωρία. Όπως αναφέρει: «Σε χρόνο προς το παρόν απροσδιόριστο και πάντως επί Λατινοκρατίας προέκυψε λόγω του γνωστού δημογραφικού προβλήματος η εποίκιση της νοτίου Άνδρου… με βορειοελλαδίτες εποίκους. Ταυτόχρονα με την Τήνο ή περίπου ταυτόχρονα και πάντως σε χρόνο προγενέστερο της εποικίσεως των Αλβανών… Η υπόθεση αυτή πρέπει σοβαρά να εξετασθεί (μαζί με τα «ανοιχτόχρωμα» χαρακτηριστικά που καταφανώς εμφανίζουν οι Ανδριώτες των εν λόγω περιοχών σε ποσοστά μεγαλύτερα της Κεντρικής Άνδρου). Η ανάμνηση της μακρινής καταγωγής τους «έσβησε» αφού δεν υπήρχε λόγος καθημερινής υπενθυμίσεως ιδιαιτερότητας όπως η γλωσσική. Δεν απέμενε παρά μόνον η προφορά, αιτία μη αρκετή για την υπενθύμιση της μακρινής καταγωγής τους η οποία ούτως ή άλλως έλαβε χώραν σε χρόνια πρωιμότερα της Αλβανικής εγκαταστάσεως. Ωστόσο όλος αυτός ο συλλογισμός παραμένει χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και επομένως στις λογικοφανείς υποθέσεις…»33
Όπως και στις προαναφερθείσες δύο εκδοχές, το «παράδοξο» του ιδιώματος του Κορθίου «οφείλει» να ερμηνευθεί από μια θεωρία η οποία θα εξηγεί και το ιδίωμα της γειτονικής Τήνου. Η θεωρία του Νικ. Βασιλόπουλου φαίνεται αρκετά παρόμοια με αυτή του Ι.Κ. Βογιατζίδη. Και οι δύο θεωρίες παραπέμπουν σε βορειοελλαδίτες εποίκους ερχόμενους σε μια εποχή που ελλείπει σχεδόν οποιαδήποτε γραπτή μαρτυρία για τη Νότια Άνδρο. Αυτό καθιστά τον αποκλεισμό του ισχυρισμού αυτού δύσκολο αλλά και συνάμα την απόδειξή του απίθανη. Το γιατί και στις δύο περιπτώσεις η μετακίνηση του πληθυσμού τίθεται στα χρόνια της Λατινοκρατίας και όχι νωρίτερα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους όπου σημειώθηκαν μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, είτε στο πλαίσιο θρησκευτικών διωγμών ή λόγω πολέμων, είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει. Για παράδειγμα κανείς θα μπορούσε να υποθέσει ότι το χωριό Χώνες στην περιοχή του Κορθίου ενδέχεται να σχετίζεται με πρόσφυγες από την αντίστοιχη πόλη της Δυτικής Μικράς Ασίας, που υπήρξε θέατρο πολέμου μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στα χρόνια των Κομνηνών (τέλη 11ου – 12ος αι.).
Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Νικ. Βασιλόπουλος θεωρεί ότι στη διάρκεια της Λατινοκρατίας, στο χώρο όπου σήμερα στέκει το (Άνω) Κόρθι, τουλάχιστον από τις αρχές του 15ου αι. ή και νωρίτερα, απαγορευόταν οποιαδήποτε οικιστική εγκατάσταση καθώς, κατά την άποψή του, η περιοχή αποτελούσε «Γη της Σινιορίας» επ’ωφελεία του Λατίνου Ηγεμόνα34. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει με βάση έγγραφο του 1421 όπου η Πετρονίλα Κρίσπο, σύζυγος του Ηγεμόνα Πιέτρο Αντρέα Τζεν, προσφέρει στο γιο της Ανδρέα 22 φοράδες από την Τήνο, υπό τον όρο να μην βόσκουν στο Γαύριο, στην Έξω Μεριά, στο Κόρθι και στο Απροβάτο35.
Προκειμένου να εξετάσουμε τα ανωτέρω θα πρέπει να κάνουμε μια ευρύτερη θεώρηση της κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα. Σύμφωνα με τη μελέτη της Μαρίνας Βόγκλη36, η ανασκαφή στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο στο (Άνω) Κόρθι, έφερε στο φως μεγάλο όγκο κεραμικών αγγείων τα οποία χαρακτηρίζονται από ποικιλία ως προς τους τύπους (αμφορείς, πινάκια, κούπες, οινοχόες, λύχνους) και χρονολογούνται από τον 5ο αι. μ.Χ. μέχρι και τους νεότερους χρόνους. Με βάση τη μελέτη της κεραμικής προέκυψε ότι η δραστηριότητα στο χώρο περιμετρικά του ναού ήταν εντατική και χρονολογικά εκτεταμένη από τους πρωτοβυζαντινούς μέχρι και τους νεότερους χρόνους36.
Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας στο νησί και τους χρόνους της Λατινοκρατίας, εντοπίστηκαν πολυπληθή δείγματα κεραμικής που χρονολογούνται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, όπως όστρακα από αμφορείς, εφυαλωμένες κούπες και πινάκια. Τα αγγεία αυτά αντιστοιχούν σε κεραμικά που παράγονταν από τον 11ο – 13ο αι. Παράλληλα, εντοπίστηκαν όστρακα που ανήκουν στην κατηγορία των παραγώγων της κεραμικής Ζευξίππου, τα οποία χρονολογούνται από τον 13ο – 14ο αι. Αντίστοιχα, εντοπίστηκαν όστρακα της κεραμικής της Μιλήτου που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 15ου αι. καθώς και όστρακο ισπανικής κεραμικής που χρονολογείται τον 14ο ή 15ο αι. Άλλα όστρακα που αναφέρονται στη μελέτη, καλύπτουν την περίοδο των τελών του 17ου – 20ου αι.36
Από την ανασκαφή στο Απάνω Κάστρο, πέραν της δημιουργίας του Κάστρου κατά το 13ο αι., βεβαιώθηκε οικιστική εγκατάσταση τουλάχιστον κατά το 16ο αι. σε μια περίοδο που οι ντόπιοι φαίνεται ότι κλείστηκαν για λόγους προστασίας στο Κάστρο. Την περίοδο αυτή, μαινόταν η διαμάχη μεταξύ Βενετών και Τούρκων για την κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου και οι κάτοικοι φαίνεται ότι έσπευσαν να βρουν ασφαλές καταφύγιο στη δεσπόζουσα ορεινή οχύρωση38. Παράλληλα, σε μία από τις κινστέρνες εντοπίστηκαν μολύβδινο φιαλίδιο λαδιού (ευλογία μύρου) από τον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης των αρχών του 15ου αι. καθώς και χρυσό δαχτυλίδι – σφραγίδα με το δικέφαλο αετό, έμβλημα της βυζαντινής δυναστείας των Παλαιολόγων που χρονολογείται μεταξύ 14ου -15ου αι. Επίσης εντοπίστηκαν βενετικό νόμισμα της περιόδου 1414 – 1423 καθώς και 4 ασημένια δαχτυλίδια βυζαντινής τεχνοτροπίας που χρονολογούνται πιθανότατα στα τέλη του 13ου αι.4 Εδώ αξίζει να επισημάνουμε ότι στο Απάνω Κάστρο δεν εντοπίστηκαν ίχνη βίαιης κατάληψης της οχύρωσης.
Ευλογία μύρου – μολύβδινο φιαλίδιο λαδιού από τον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης (αρχές 15ου αι.) που εντοπίστηκε σε κινστέρνα του Απάνω Κάστρου. Απεικόνιζε τον Άγιο Δημήτριο και άλλο άγνωστο Άγιο4.
Πέραν των δύο ιστάμενων σήμερα βυζαντινών ναών του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου και του Αγ. Νικολάου στο Κόρθι, από την ανάλυση πλήθους εντοιχισμένων μεσοβυζαντινών γλυπτών, θεωρείται ότι στην ευρύτερη περιοχή του Κορθίου υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι τέσσερις μεσοβυζαντινοί ναοί. Σε συνδυασμό με την πληθώρα της κεραμικής που ανευρέθηκε στην ανασκαφή του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου και καλύπτει όλη την περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας στο νησί, προκύπτει σημαντική βυζαντινή παρουσία στην περιοχή του Κορθίου πριν τη Λατινική κατάκτηση. Η ακμή αυτή αποδίδεται στην παραγωγή πολυτελών μεταξωτών, με βάση και την εύρεση σημαντικής ποσότητας κοχυλιών πορφύρας σε κατασκευή του 13ου αι. στο Απάνω Κάστρο39.
Η παραγωγή πολυτελών μεταξωτών, φαίνεται ότι ήταν η κύρια αιτία της δημιουργίας μιας τοπικής αριστοκρατίας στο νησί, η οποία μπόρεσε να χρηματοδοτήσει την ανέγερση εκκλησιών υψηλής αρχιτεκτονικής τέχνης, με περίτεχνο γλυπτό και ζωγραφικό διάκοσμο. Ανάμεσα στις επιγραφές που έχουν διασωθεί και σχετίζονται με κοσμικούς δωρητές, συμπεριλαμβάνονται αυτή του Μεγάλου Ταξιάρχη της Μεσαριάς, όπου αναφέρονται οι «σύνευνοι» Κωνσταντίνος Μοναστηριώτης και Ειρήνη Πρασίνη, αλλά και εντοιχισμένη επιγραφή σε δεύτερη χρήση στη Θεοσκέπαστη της Χώρας40. Ο Δημ. Πασχάλης επισημαίνει και μια τρίτη επιγραφή, πιθανότατα από τους βυζαντινούς χρόνους, όπου αναφερόταν: «Άγιε Γεώργιε βοή[θει…] σώ δούλο Μιχαήλ το Σκορ…»41. Σύμφωνα με το Γ. Πάλλη η εν λόγω επιγραφή αναφέρεται σε δωρητή του οποίου το επώνυμο πρέπει να ξεκινούσε από τα γράμματα «Σκορδ…»41. Ιστορικά, τέτοια επώνυμα καταγράφονται στην περιοχή του Κορθίου και, συγκεκριμένα, στην απογραφή του 1670 συναντούμε το επώνυμο «Σκορδίλης» (Παναγία Αγριδίου), αλλά και το «Σκόρδος» (χήρα Σκόρδενα στου Κοχύλου) 30 το οποίο συνεχίζει να καταγράφεται42 και στα 1715 και επιζεί μέχρι τις μέρες μας. Δεν αποκλείεται λοιπόν κάποιο από τα ανωτέρω επώνυμα, να φανερώνει το επώνυμο της ανωτέρω επιγραφής.
Τα ανασκαφικά δεδομένα παρουσιάζουν αδιάληπτη παρουσία είτε στο Κόρθι είτε στο Απάνω Κάστρο στη διάρκεια της Λατινοκρατίας, γεγονός που μάλλον δεν επιβεβαιώνει την εκτίμηση για απαγόρευση οικιστικής εγκατάστασης στο (Άνω) Κόρθι. Άλλωστε και το πρωτότυπο κείμενο του εγγράφου του 1421, όπου αναφερόταν ο όρος της μη βόσκησης σε συγκεκριμένες περιοχές της Άνδρου, φαίνεται να αναφέρεται σε περιορισμούς σε «τμήμα του Γαυρίου» και «τμήμα του Κορθίου» (διατύπωση στο πρωτότυπο: “li qual non e in la parte del gaurio e de lo exomarea e parte de le corte e de la provato”)35. Αυτή η λεπτομέρεια φαίνεται να μην έχει αποτυπωθεί στην ελεύθερη απόδοση της μετάφρασης του σχετικού κειμένου από τον Τάσσο Νερούτσο, όπως εκδόθηκε στο βιβλίο του Ζ. Δελαγραμμάτικα43 και στη συνέχεια αναπαράχθηκε από το Δ. Πασχάλη44.
Με βάση τα ανωτέρω, δεν προκύπτει και κάποια περίοδος πολυετούς ερήμωσης της περιοχής, η οποία να οδήγησε με βεβαιότητα στην ανάγκη συμπαγούς εποικισμού της.
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε το μέγεθος του οικισμού που δημιουργήθηκε στο Απάνω Κάστρο στη διάρκεια του 16ου αι., καθώς η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε σε ένα περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας της οχύρωσης. Πάντως, αν τελικά εκεί κλείστηκε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της περιοχής, πρέπει να αναλογιστούμε αν η διαβίωση σε ακραίες καιρικές συνθήκες και σε μεγάλο υψόμετρο (540 – 585μ) για κάποιες γενιές, επηρέασε ενδεχομένως την προφορά του ομιλούμενου ιδιώματος. Γεγονός πάντως είναι ότι σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το σύνολο των κατοίκων της περιοχής Κορθίου αποκαλούνταν Απανωκαστριανοί ή Ανωκαστριανοί45, απηχώντας τη σημασία της οχύρωσης στην περιοχή και την πρότερη εγκατάσταση των κατοίκων εντός της, τουλάχιστον στη διάρκεια του 16ου αι.
Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στην Τήνο, όπου η μεσαιωνική πρωτεύουσα βρισκόταν στο ορεινό και ανεμοδαρμένο Κάστρο του Ξώμπουργου, ενώ τα περισσότερα μεσαιωνικά χωριά βρίσκονταν σκαρφαλωμένα στην ορεινή «Πάνω Μεριά», στις παρυφές του Κάστρου, στο κοντινό οροπέδιο και στους γύρω λόφους. Οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν η μεσαιωνική παρουσία των κατοίκων στις ορεινές αυτές περιοχές της «Πάνω Μεριάς» της Τήνου και του Απάνω Κάστρου στην Άνδρο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κατοίκους των Κυκλάδων (με εξαίρεση τη Βόρειο Νάξο), επηρέασε το ομιλούμενο ιδίωμά τους.
Επιδρομές, πληθυσμιακές μεταβολές και εποικισμοί
Στη διάρκεια του 15ου, 16ου & 17ου αι. υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για μεγάλες μεταβολές στα πληθυσμιακά δεδομένα του νησιού, κυρίως εξαιτίας επιδρομών. Πολλές φορές οι μαρτυρίες αυτές έχουν κάποια δόση υπερβολής. Έτσι μετά την κατάληψη της Χαλκίδας από τους Οθωμανούς στα 1470, ο Bosio αναφέρει: «…Και φοβούνταν στα νησιά των Κυκλάδων. Η Άνδρος εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της» 13. Μετά την επιδρομή των Οθωμανών στην Άνδρο το ίδιο έτος (1470), άλλη Βενετική πηγή αναβιβάζει τον πληθυσμό του νησιού σε 2.000 κατοίκους. Ο Bordone στα 1528 αναφέρει ότι η Άνδρος ήταν σχεδόν έρημη. Ωστόσο, 40 χρόνια αργότερα καταγράφονται 8.000 κάτοικοι περίπου. Συγκεκριμένα, στα 1564 αναφέρονται 1.800 οικίες Ελλήνων και Αρβανιτών και 50-60 οικίες Φράγκων, ενώ το 1577 ο Ζυγομαλάς αναφέρει 2.000 οικίες.46 Φαίνεται λοιπόν, ότι πολλές φορές τα δεδομένα που καταγράφονται σε μαρτυρίες για τον πληθυσμό είναι αμφιλεγόμενα, γεγονός που θέτει σε αμφιβολία τις μεθόδους συλλογής της πληροφορίας αυτής. Για παράδειγμα στα χρόνια κοντά στην Οθωμανική απογραφή του 1670, ο Ηλ. Κολοβός47 παραθέτει ότι περιηγητές έδωσαν τις παρακάτω εκτιμήσεις: 6.000 κάτοικοι (Thevenot, 1655), 8.000 Έλληνες και λίγοι Λατίνοι (Sebastiani, 1667), 6.000 κάτοικοι Έλληνες και Αλβανοί (Saulger, 1673), 15.000 κάτοικοι (Ricault, 1675), 3.000 κάτοικοι (Randolph, 1675). Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς αν οι περιηγητές αυτοί είχαν πρόσβαση σε πληροφορίες από τη διοίκηση του νησιού, αν πραγματοποίησαν εκτίμηση βάσει περίπλου του νησιού, ολικού ή μερικού, ή αν συνέλεξαν πληροφορίες από άλλους χωρίς δική τους επιτόπια παρατήρηση.
Επιδρομές
Στη διάρκεια αυτών των αιώνων καταγράφεται μια σειρά επιδρομών από εχθρικούς στόλους. Στα 1416 σημειώνεται επιδρομή των Οθωμανών. Ακολουθεί στα 1431 επιδρομή των Γενουατών, ενώ στα 1468 ιδιαίτερα καταστροφική υπήρξε η επιδρομή από 4 Οθωμανικές «φούστες». O Ηγεμόνας του νησιού Ιωάννης Σομμαρίπα, που έσπευσε να αντιμετωπίσει τους επιδρομείς, σκοτώθηκε μαζί με άλλους 13. Οι Οθωμανοί μετά τη λεηλασία αποχώρησαν με 70 αιχμαλώτους κι έχοντας αποκομίσει μεγάλη λεία. Μετά την άλωση της Χαλκίδας και της Αιδηψού στα 1470, μέρος του Οθωμανικού στόλου κατευθύνθηκε στην Άνδρο και πραγματοποιήθηκε μεγάλη αιχμαλωσία του πληθυσμού48. Περιηγητές μιλούν για την ερήμωση της Δυτικής ακτής του νησιού, λόγω των πειρατικών επιδρομών που ακολούθησαν την κατάληψη της Εύβοιας από τους Οθωμανούς (Brandis 1838) 49.
Στους Οθωμανικούς πλέον χρόνους, η Χώρα δέχτηκε δύο σημαντικές επιδρομές από Λατίνους. Στα 1570 ο Marco Quirini του Βενετικού στόλου αποβίβασε τους άνδρες του 3 μίλια περίπου έξω από τη Χώρα. Οι Βενετικές δυνάμεις κυρίευσαν την πόλη διαπράττοντας σειρά από θηριωδίες, βιασμούς και λεηλασίες, αποχωρώντας με 300 Εβραίους και Χριστιανούς αιχμαλώτους50. Έναν αιώνα αργότερα, στα 1674, ο Γάλλος πειρατής Hugues de Crevelliers θα αλώσει ξανά το Κάτω Κάστρο, με την καταστροφή αυτή τη φορά, να οδηγεί τις αρχοντικές οικογένειες σε αναζήτηση άλλων καταφυγίων, εκτός της πρωτεύουσας, με την ανέγερση πύργων στην ενδοχώρα51.
Από τα ανωτέρω γεγονότα, δεν προσδιορίζεται σε κάποια μαρτυρία με σαφήνεια επιδρομή στο νότιο τμήμα του νησιού, ενώ, όπως αναφέραμε και παραπάνω, στο πλαίσιο της ανασκαφής, μέχρι τώρα δεν έχουν εντοπιστεί ίχνη βίαιης κατάληψης του Απάνω Κάστρου. Από τις ανωτέρω περιγραφές αλλά και από άλλα μικρότερης κλίμακας γεγονότα52, προκύπτει ότι τα δυτικά παράλια ήταν πιο ευπρόσβλητα σε πειρατικές επιδρομές, εξαιτίας της γειτνίασης με την Εύβοια, της θέσης στο πέρασμα του Καβοντόρου και της δυνατότητας εύκολου ελλιμενισμού μεταξύ Γαυρίου και Αγ. Κυπριανού. Παράλληλα, το Κάτω Κάστρο αποτελούσε από μόνο του αντικειμενικό στόχο σε επιθέσεις σημαντικών στόλων, καθώς η μεγάλη συγκέντρωση των αρχόντων εντός του, προσέφερε τη δυνατότητα αποκόμισης μεγάλης λείας. Σε ό,τι αφορά το νότιο τμήμα του νησιού, καταγράφονται γεγονότα πειρατικών επιδρομών μικρής κλίμακας (π.χ. επιδρομή σε κατάστημα του Κορθίου το 18ο αι.)53, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες τόσο για το Γαύριο54 όσο και για τον Όρμο του Κορθίου52, ότι υπήρξαν τόποι ελλιμενισμού πειρατών, ιδίως κατά την επανάσταση.
Μια συγκριτική ανάλυση με τον εποικισμό στα βόρεια του νησιού
Από τους περιηγητές του 17ου & 18ου αι. δεν προκύπτει κάποια πληροφορία εποικισμού του Κορθίου, ή διαφορετικών εθίμων από την Κεντρική Άνδρο, παρ’ό,τι αντίστοιχες πληροφορίες δίνονται για τον αρβανίτικο εποικισμό της βόρειας Άνδρου και τις διαφορετικές συνήθειες των κατοίκων εκεί55. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο εποικισμός στη Βόρεια Άνδρο και οι οικισμοί που σχηματίστηκαν, παρουσιάζουν και πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από την όψη των χωριών του Κορθίου. Στη βόρεια Άνδρο φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν δύο πολύ μεγάλα κεφαλοχώρια (Αμόλοχος & Άρνη) σε ορεινά και απρόσιτα σημεία, που συγκέντρωναν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού (κατοικίες καταγράφονται σε Κατάκοιλο56 και Γίδες57 στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αι., ωστόσο απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά τους στο κατάστιχο30 του 1670 ή στη λίστα των χωριών του Tournefort58 του 1700). Διάσπαρτα πρόχειρα καταλύματα εξυπηρετούσαν τις ολιγοήμερες αγροτικές εργασίες στην υπόλοιπη βόρεια περιφέρεια του νησιού, τα οποία μετά το 18ο αι. μετεξελίχθηκαν σταδιακά στους σημερινούς οικισμούς της βόρειας Άνδρου59. Αντίθετα, στην περιοχή του Κορθίου, παρατηρούμε μικρούς συνεκτικούς οικισμούς στις πλαγιές γύρω από τον κάμπο, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, ενώ σχεδόν το σύνολο του ορεινού εδάφους στα βουνά εκατέρωθεν της κοιλάδας είναι διαμορφωμένο με αιμασιές (αναβαθμίδες). Οι ίδιοι σημερινοί οικισμοί, με εξαίρεση τον Όρμο και την Αλαμανιά, αναφέρονται και στην απογραφή30 του 1670 ενώ ορισμένοι και σε έγγραφα του τέλους του 16ου αι (Καππαριά, Πίσω Μεριά, Κόρθι)28. Αν ισχύει ότι ο εποικισμός του Κορθίου πραγματοποιήθηκε λίγες δεκαετίες πριν από αυτό στη Βόρεια Άνδρο, απορεί κανείς γιατί παρατηρείται τόσο διαφορετική προσέγγιση στη δημιουργία των οικισμών και στη διαμόρφωση του ορεινού αναγλύφου στις δύο περιοχές.
Αντίστοιχα, στη Βόρεια Άνδρο, στην απογραφή του 1670, παρατηρείται πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση όμοιων επωνύμων, γεγονός που φανερώνει ότι περιορισμένος αριθμός οικογενειών εποίκισε αρχικά το βόρειο τμήμα του νησιού. Εξετάζοντας τις πολυπληθέστερες οικογένειες, παρατηρούμε ότι 17 διαφορετικά επώνυμα επαρκούν για να συγκεντρώσουν το 50% του συνόλου του πληθυσμού της περιοχής (συνολικά καταγράφονται 354 ονόματα). Στα συνηθέστερα επώνυμα, συγκαταλέγονται τα Κουρτέσης, Μαμάης, Βιταλιώτης, Μπραΐλας, Μπάλας, Ψάρης, Λούπεσης, Χαροκόπος, Μπουλιμέτης, Μπάγιας, Κολυδάς, Μανάλης, Χέλμης, Κυρτάτας, Μάζης, Μαζαράκης, Μπόγιας, Λάλας, Σούρμπης, Λάβδας κλπ. Αντίθετα, στο Κόρθι η διασπορά των επωνύμων είναι πολύ μεγαλύτερη καθώς απαιτούνται 39 διαφορετικά επώνυμα για να συγκεντρώσουν το 50% του πληθυσμού (συνολικά καταγράφονται 398 ονόματα)30. Η μεγαλύτερη διασπορά των επωνύμων σε σχετικά αντίστοιχο πληθυσμό πιθανότατα παραπέμπει και σε μεγαλύτερο ιστορικό βάθος, με κατακερματισμό σταδιακά των επωνύμων σε ξεχωριστές οικογένειες, με τη διαμόρφωση επιμέρους παρωνυμίων.
Αναζητώντας ενδείξεις μετανάστευσης και εποικισμού στο νησί
Προκειμένου να εξετάσουμε κατά πόσο παρατηρούνται ενδείξεις μετανάστευσης / εποικισμού στις περιφέρειες της Νότιας και Κεντρικής Άνδρου, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε αλλοίωση του ομιλούμενου ιδιώματος, θα αξιοποιήσουμε το ονοματολογικό απόθεμα από την Οθωμανική απογραφή30 του 1670, η οποία αποτελεί την αντιπροσωπευτικότερη, παλαιότερη ιστορική καταγραφή της ανθρωπογεωγραφίας του νησιού.
Εισροές προσφύγων από τη Μακεδονία και τη Θράκη
Όπως αναφέραμε παραπάνω, υφίστανται γραπτές μαρτυρίες για τη φυγή κατοίκων της Μακεδονίας και της Θράκης στα νησιά του Αιγαίου στη διάρκεια του 14ου και 15ου αι., λόγω της επέλασης των Οθωμανών Τούρκων. Σύμφωνα με τη μελέτη του Απ. Βακαλόπουλου60, οι μαρτυρίες αυτές σχετίζονται αφ’ενός με τη φυγή των κατοίκων της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της μακράς πολιορκίας της από τους Οθωμανούς (1422 – 1430) και αφ’ετέρου με τις διαδοχικές πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης (ιδίως 1391 – 1398 και 1453). Οι πρόσφυγες από αυτές τις σημαίνουσες πόλεις, επέλεγαν να καταφύγουν είτε στα κοντινά νησιά (π.χ. Θάσο), είτε στα μεγαλύτερα καλά οχυρωμένα και υπό λατινική κατοχή όπως η Λέσβος, η Χίος, η Εύβοια και κυρίως η Κρήτη.
Υπάρχουν μαρτυρίες ακόμη και για την Ικαρία, ωστόσο, οποιαδήποτε αναφορά στις Κυκλάδες ελλείπει. Υπενθυμίζεται ότι οι θαλάσσιοι δρόμοι από την Κωνσταντινούπολη προς την Κρήτη, συνήθως ακολουθούσαν τα παράλια της Μικράς Ασίας και των εγγύτερων νησιών όπως η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος και τα Δωδεκάνησα. Αρκετοί πρόσφυγες διασκορπίστηκαν στη συνέχεια είτε στην Πελοπόννησο είτε στα Ιόνια νησιά. Παράλληλα, ο Απ. Βακαλόπουλος καταγράφει τις κινήσεις των ευγενών του Βυζαντίου που έφεραν επώνυμα όπως Κομνηνός, Παλαιολόγος, Λάσκαρης, Φωκάς, Σκληρός, Γαβράς, Βρανάς, Καντακουζηνός κλπ.60
Με βάση την απογραφή του 1670, στην Άνδρο εντοπίζουμε αρκετές εγγραφές που αντιστοιχούν σε άτομα που οι ίδιοι ή κάποιοι πρόγονοί τους προήλθαν από τη Θεσσαλονίκη και φέρουν το επώνυμο Σαλονίκης (ή Σαλονικιός)30. Συνολικά εντοπίζονται 9 περιπτώσεις από τις οποίες οι 7 αφορούν την Κεντρική Άνδρο (2 στη Μεσαριά, 2 σε Σασά – Κουρέλι, 1 στη Χώρα, 1 στ’Αψηλού, 1 σε Λάμυρα), ενώ οι 2 τα Αγρίδια του Κορθίου (πατέρας και υιός). Εντυπωσιακό είναι ότι οι 5 από τις 9 περιπτώσεις αφορούν ιερείς στις αντίστοιχες ενορίες τους. Μάλιστα ο ιερέας των Λαμύρων και αυτός των Αγριδίων φορολογούνται με κεφαλικό φόρο μεσαίας κατηγορίας (η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού φορολογούνταν με χαμηλής κατηγορίας κεφαλικό φόρο, ενώ οι πλέον ευκατάστατοι, όπως επί το πλείστον οι άρχοντες, με υψηλής κατηγορίας).
Αντίστοιχα εντοπίζουμε 7 περιπτώσεις με τα επώνυμα Πολίτης ή Πολιτάκης, οι οποίοι παραπέμπουν σε άτομα που πιθανότατα κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη. Από αυτούς, οι 3 αφορούν το Βουνί, ο 1 το Πισκοπειό και οι 3 την Άρνη. Οι εγγραφές στην Άρνη προφανώς αφορούν την ομώνυμη συνοικία των Πολιταίων, καθώς καταγράφονται στην εκεί ενορία του Αγ. Ιωάννη. Η μία περίπτωση αφορά τον ιερέα της ενορίας. Τόσο ο ιερέας όσο και ένας ακόμη «Πολίτης» καταγράφονται στη μεσαία κατηγορία κεφαλικού φόρου. Πάντως και οι 3 περιπτώσεις στην Άρνη φαίνεται να αφορούν αρβανιτόφωνους καθώς φέρουν το τυπικό Αρβανίτικο βαπτιστικό ή πατρώνυμο «Δήμας»30. Συνεπώς, η προέλευσή τους από την Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να αναζητηθεί αρκετές γενιές νωρίτερα.
Παράλληλα, εντοπίζουμε κάποιες λίγες περιπτώσεις κατοίκων που εμφανίζουν κάποιο επώνυμο που θα μπορούσε να σχετιστεί με απογόνους Βυζαντινών ευγενών. Έτσι στη Χώρα εμφανίζονται δύο περιπτώσεις Παλαιολόγων οι οποίοι φορολογούνταν με μεσαίας κατηγορίας κεφαλικό φόρο, καθώς και ο καθολικός Γάσπαρης Κοντόσταυλος με υψηλής κατηγορίας κεφαλικό φόρο30. Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι δημοφιλή επώνυμα Βυζαντινών ευγενών όπως Παλαιολόγος, Κομνηνός, Λάσκαρης, Δούκας κλπ., υιοθετήθηκαν μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από διάφορους Ρωμιούς προκειμένου να επικαλούνται βασιλική καταγωγή. Συνεπώς, οι περιπτώσεις των επωνύμων Παλαιολόγου, Λάσκαρη (3 περιπτώσεις στις Στενιές30) και Δούκα (1 περίπτωση στο Κόρθι30) κρίνονται ως παρακινδυνευμένες για συμπερίληψη στα άτομα με καταγωγή από Βυζαντινούς ευγενείς.
Άλλες μετακινήσεις με προέλευση από τον ελλαδικό χώρο
Σε άλλες περιπτώσεις επωνύμων που παραπέμπουν σε άτομα που κατάγονταν από άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου, όπως είδαμε, συχνό ήταν το επώνυμο Τηνιακός / Ντηνιακός. Αντίστοιχα συναντούμε επώνυμα όπως Τζιώτης, Κοζανίτης, Παριανός, Συριανός, Αθηναίος, Γρανιτσιώτης, Πυργιώτης, Καρυστινός, Μοραΐτης κλπ30. Ο πλήρης κατάλογος ανά περιφέρεια παρουσιάζεται παρακάτω. Επισημαίνεται ότι το Βουνί στις επόμενες αναλύσεις έχει περιληφθεί στην περιφέρεια Κάτω Κάστρου (Κεντρική Άνδρος), λόγω της μεγαλύτερης συνάφειας του πληθυσμού με τα Πέρα Χωριά (Σασά, Κουρέλι, Φάλλικα) παρά με τα αντίστοιχα του Κορθίου (περιφέρεια Απάνω Κάστρου). Ιστορικοί λόγοι φαίνεται να σχετίζουν το Βουνί στα χρόνια της Λατινοκρατίας περισσότερο με τα χωριά στη βόρεια πλευρά των Γερακώνων61, παρά με την περιοχή των γειτονικών Αγριδίων, ενώ σύμφωνα και με το Λεωνίδα Εμπειρίκο, παρατηρούνται διαφορές στο γλωσσικό ιδίωμα του Βουνίου έναντι του Κορθιανού ιδιώματος.
Όπως φαίνεται από τον ανωτέρω πίνακα, η περιφέρεια του Κάτω Κάστρου συγκέντρωνε την πλειοψηφία των ατόμων που τα επώνυμά τους ήταν δηλωτικά καταγωγής από άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις, θα πρέπει να συμπεριληφθούν η αρχοντική οικογένεια Στρατηγόπουλου, με καταγωγή, σύμφωνα με έγγραφα του 16ου αι. από τη Σπάρτη62, αλλά και η οικογένεια Καρύκη63, που πιθανότατα σχετίζεται με την ιστορική ομώνυμη οικογένεια της Αθήνας Καρύκη (Καρύτση με τσιτακισμό). Στο κατάστιχο του 1670 στην Άνδρο η οικογένεια εμφανίζεται πλέον με τα υποκοριστικά Καρικάκη / Καρικάτζη / Καρκάση και την παραλλαγή Καρούκη ή Καρούκα30. Τέλος θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η προαναφερθείσα περίπτωση της οικογένειας Κοντόσταβλου.
Εξαιρώντας τους μοναχούς, τα άτομα αυτά αντιστοιχούν στο 9% των καταχωρήσεων του κατάστιχου του 1670 στις περιφέρειες Κάτω Κάστρου και Αμολόχου, σε 4% στο Απάνω Κάστρο και σε 2% στην Άρνη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πλειάδα επωνύμων με κατάληξη σε -άκης, που θα μπορούσαν να σχετιστούν με πρόσφυγες από την Κρήτη, αποτέλεσμα του Βενετοτουρκικού πολέμου που προηγήθηκε της απογραφής του 1670. Συνήθη τέτοια επώνυμα περιλαμβάνουν τα Λουκάκης (10 περιπτώσεις), Φραγκουλάκης (8), Αυλιδάκης (6), Σιμάκης (4), Δασκαλάκης (4), Σταθάκης (4), Βλαχάκης (4), Πασχαλάκης (4), Κωνσταντάκης (4), Ραφτάκης (4) κλπ. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως παρακινδυνευμένο καθώς η κατάληξη -άκης φαίνεται να χρησιμοποιούνταν και στην Άνδρο. Έτσι στην απογραφή παρατηρούνται συνδυασμοί επωνύμων όπως Φραγκούλης – Φραγκουλάκης, Στάθης – Σταθάκης, Μπάβας – Μπαβάκης, Γραμμάτικας – Γραμματικάκης, ενώ γνωστή είναι και η περίπτωση των αρχόντων Καμπάνη – Καμπανάκη. Επίσης, επώνυμα όπως Αουστινάκης ή Αουστιδάκης που παρατηρούμε στην απογραφή του 1670, απηχούν και το κυκλαδικό ιδίωμα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι σε αρκετές περιπτώσεις των επωνύμων αυτών καταγράφεται αξιοσημείωτη έγγεια περιουσία που καθιστά αβέβαιη την πρόσφατη άφιξη στην Άνδρο ατόμων από την Κρήτη εξαιτίας του «Κρητικού» πολέμου (1645 – 1669). Τα επώνυμα αυτά στο Απάνω και Κάτω Κάστρο αντιστοιχούν στο 11% και 7% των αντίστοιχων περιφερειών.
Παράλληλα, παρατηρούνται επώνυμα με την κατάληξη -ίδης / -άδης, όπως Αγουρίδης, Ευδοκιάδης, Καλογρίδης, Κασταλίδης, Κροκίδης, Λουκίδης (Λουσίδης), Πατραλίδης, Ροΐδης, Σπυρίδης, Φιλιππίδης για τα οποία επίσης δεν θα ήταν σκόπιμο να κατηγοριοποιηθούν σε αυτά που φανερώνουν ενδείξεις μετανάστευσης. Μάλιστα οι οικογένειες των Φιλιππίδη, Πατραλίδη και Καλογρίδη ήταν αρκετά εκτεταμένες.
Ο Αρβανίτικος εποικισμός
Με βάση τη μελέτη του Τ. Γιοχάλα64, εκτιμάται ότι οι Αρβανίτες της Άνδρου εποίκισαν το νησί στο πρώτο μισό του 15ου αι. Ο Αμόλοχος αναφέρεται ως χωριό ήδη από το 1510 και μαζί με την Άρνη αποτέλεσαν τα κεφαλοχώρια της Βόρειας Άνδρου. Από αυτά σταδιακά δημιουργήθηκαν οι υπόλοιποι οικισμοί από το Απροβάτου και τη Βουρκωτή μέχρι το Μακροτάνταλο59. Όπως είδαμε, ο Δημ. Πολέμης επισημαίνει την ύπαρξη Αρβανιτών ακόμη και στο Απάνω Κάστρο27 στα τέλη του 16ου αι. με βάση έγγραφα της Μονής Αγίας. Πράγματι, στα λιγοστά έγγραφα της Μονής από το 16ο αι. που σχετίζονται με την περιφέρεια του Κορθίου28, καταγράφεται η σχέση των Αρβανιτών της περιοχής με το σημαντικό Μοναστήρι στα Βόρεια του νησιού. Οι περιπτώσεις που αναφέρονται αφορούν μοναχές στη Μονή Αγ. Αντωνίου στο Βουνί αλλά και μέλος της οικογένειας Μαζαράκη από τον Αμόλοχο, ο οποίος φαίνεται να κατοικούσε στην Πίσω Μεριά.
Αναλύοντας το ονοματολογικό απόθεμα της απογραφής30 του 1670 στο Κάτω και Απάνω Κάστρο, διαπιστώνουμε την ύπαρξη αρκετών τυπικών αρβανίτικων βαπτιστικών ή πατρωνύμων, τα οποία φανερώνουν ότι, πιθανότατα, σε αυτές τις οικογένειες τα αρβανίτικα πρέπει να αποτελούσαν ακόμη τη μητρική γλώσσα. Έτσι, πέρα από το χωριό της Βουρκωτής που καταγράφεται ιστορικά ως αρβανιτόφωνο65, παρατηρούμε τις εξής περιπτώσεις:
Στα ανωτέρω επώνυμα, προσθέτουμε τα αρβανίτικα επώνυμα, με βάση τη μελέτη του Δημ. Πασχάλη66: Βαλμάς, Κολαδάμης, Λουκίσας (Λουκίσης), Μαζαράκης, Μανταράκας, Μπαρούς, Χέλμης καθώς και το Ζούρας με βάση τη μελέτη του Α. Μηλιαράκη67. Επίσης, σύμφωνα με τη μελέτη του Νικ. Βασιλόπουλου τα Κακαρούχας, Φώλιας και Ψίλης68. Ο Ηλ. Κολοβός ως τυπικά αρβανίτικο καταγράφει και το επώνυμο Νίκας που προέρχεται από το ομώνυμο αρβανίτικο βαπτιστικό69. Ολοκληρώνοντας, προσθέτουμε τα αρβανίτικα επώνυμα Δήμαρος, Μποζάκης, Μπραΐλας, Πετρίσης τα οποία καταγράφονται και στη Βουρκωτή30, στα λήγοντα σε -σης (όπως Μάνεσης, Κουρτέσης, Λουπέσης, Πετρίσης κ.ά.) το Περτέσης και τέλος τα Παπιδάς, Ξενόγκικος και Κυρτασιώτης30.
Το σύνολο των αρβανίτικων επωνύμων που αναφέραμε ανωτέρω, αντιστοιχεί στο 15% του πληθυσμού στο Κάτω Κάστρο και στο 3% στο Απάνω Κάστρο, εξαιρώντας τις περιπτώσεις μοναχών.
Εισροές Λατίνων
Στη διάρκεια της Λατινοκρατίας οικογένειες πρωτίστως από τα ιταλικά κράτη φαίνεται να κυριάρχησαν στο νησί, στα διάφορα φέουδα που διαμορφώθηκαν. Αρκετοί από τους ευγενείς αυτούς, υιοθέτησαν το Ορθόδοξο δόγμα επί Οθωμανών, διατηρώντας τη θέση τους ως άρχοντες στη νέα εποχή. Έτσι στην απογραφή του 1670 συναντούμε μια πλειάδα ιταλικών κυρίως επωνύμων30. Ιδιαίτερα επιφανείς, με λατινική καταγωγή με βάση τη μελέτη του Νικ. Βασιλόπουλου70, υπήρξαν οι παρακάτω οικογένειες: Σουμμαρίπα, Τζε, Ντελαγραμμάτικα (Γραμμάτικας / Γραμματικάκης), Νταπόντε, Πολέμη, Καΐρη, Αθανάση, Μπίστη, Μάκολα71, Νέρη, Τζώρτζη, Φολερού, Ασκαλιάρη72, Παρόδου, Κωτάκη, Μόρου / Μοράκη, Γουλιαρμή, Καλογερά, Καλονά, Ροΐδη, Τζανάκη, Φυρίγου (Φερίγου / Φερόδου / Κοντοφυρίγου). Ο Νικ. Βασιλόπουλος υποστηρίζει και για την οικογένεια Φιλιππίδη πιθανή συγγένεια με την αρχοντική οικογένεια των Paterio De Grimaldi73.
Πέρα από τις ανωτέρω περιπτώσεις, στην απογραφή του 1670 παρατηρούμε και μια πλειάδα από άλλα Λατινογενή επώνυμα, τον ερχομό των οποίων θα πρέπει να αναζητήσουμε στη διάρκεια της Λατινοκρατίας. Όπως αναφέρει και ο Μηλιαράκης τα επώνυμα αυτά είναι «προδήλως φραγκικής καταγωγής» από αποίκους που έφεραν οι Βενετοί μαζί τους είτε ως στρατιώτες είτε ως φρουρούς είτε ως γεωργούς «δόντες αυτοίς μετά την κατάκτησιν γαίας προς καλλιέργειαν»72:
Στις ανωτέρω περιπτώσεις θα μπορούσαν να προστεθούν οικογένειες με τυπικά λατινικά ονόματα όπως Αντζελής, Γάσπαρης, Κόντες, Λουρέντζης, Μικελής, Μπαρτολομέο, Μπατέστος, Μπουρτούλης, Ντομενέγος, Πέρρος, Ρανέρης, Τζαννής, Φραγκούλης, Χρουσής74, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν κρίνεται σκόπιμο για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης, σχετικά με την εκτίμηση του εύρους της μετανάστευσης με βάση τα καταγραφόμενα επώνυμα.
Το σύνολο των ανωτέρω Λατινογενών επωνύμων αντιστοιχεί στο 28% του πληθυσμού στο Κάτω Κάστρο και στο 20% του πληθυσμού στο Απάνω Κάστρο.
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, παρατίθεται η κατανομή του πληθυσμού ανά χωριό στην περιφέρεια του Κάτω Κάστρου, με βάση την καταγραφή Λατινογενών, Αρβανίτικων ή άλλων επωνύμων δηλωτικών προέλευσης εκτός της Άνδρου:
Αντίστοιχα, η κατανομή του πληθυσμού στην περιφέρεια Απάνω Κάστρου παρουσιάζεται ως εξής:
Όπως προκύπτει από την ανωτέρω ανάλυση, στην Κεντρική Άνδρο (Κάτω Κάστρο), στην περίοδο από την έναρξη της Λατινοκρατίας μέχρι το 1670, φαίνεται να είχε εισρεύσει ένα σημαντικά μεγαλύτερο πλήθος ατόμων οι οποίοι δε θα μιλούσαν το τοπικό ιδίωμα της Άνδρου, σε σχέση με τη Νότιο Άνδρο (Απάνω Κάστρο). Παρ’ό,τι από την κατανομή των επωνύμων στα 1670 δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος της ακριβούς άφιξης των πρώτων μεταναστών που έφεραν τα επώνυμα αυτά στην περιοχή, ωστόσο η διαφορά στην τάξη μεγέθους της διασποράς των επωνύμων τους από το Απάνω Κάστρο είναι σημαντική.
Όπως φαίνεται, λίγο πάνω από το 50% του πληθυσμού (53%) στην περιφέρεια Κάτω Κάστρου στα 1670 έφερε επώνυμο δηλωτικό είτε Λατινικής είτε Αρβανίτικης είτε άλλης προέλευσης από τον Ελλαδικό χώρο. Την ίδια περίοδο στο Απάνω Κάστρο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν κοντά στο ένα τέταρτο του πληθυσμού (26%).
Παρόμοια εικόνα προκύπτει και ως προς το πλήθος των επωνύμων. Συγκεκριμένα, εξαιρώντας τους μοναχούς, από τα 350 διαφορετικά επώνυμα που εμφανίζονται στο Κάτω Κάστρο30 το 41% αφορούσε σε επώνυμα δηλωτικά είτε Λατινικής, είτε Αρβανίτικης, είτε άλλης προέλευσης από τον Ελλαδικό χώρο. Εξαιρώντας τις περιπτώσεις επωνύμων που εμφανίζονται μία μόνο φορά στο νησί30, το ανωτέρω ποσοστό ανέρχεται σε 50%. Τα επώνυμα που εμφανίζονται μοναδική φορά, σε πολλές περιπτώσεις αφορούν νέα παρωνύμια τα οποία προέκυψαν κοντά στο 1670 στους Οθωμανικούς πλέον χρόνους. Τα αντίστοιχα ποσοστά στο Απάνω Κάστρο σε 179 διαφορετικά επώνυμα30, διαμορφώνονται σε 24% και εξαιρώντας τις περιπτώσεις επωνύμων που εμφανίζονται μοναδική φορά στο νησί, σε 32%.
Τα τοπωνύμια
Εξετάζοντας τα ονόματα των οικισμών των δύο περιοχών, οι περιπτώσεις λατινικών, αρβανίτικων ή και σλαβικών ονομάτων είναι συχνότερες στην Κεντρική Άνδρο έναντι της Νότιας Άνδρου. Έτσι έχει υποστηριχθεί ότι το τοπωνύμιο Μένητες προέρχεται από το λατινικό Amoenitas, με το ιταλικό amena να σημαίνει τερπνή τοποθεσία75. Αντίστοιχα ότι τα Λάμυρα / Λάμυρο σχετίζονται με το ιταλικό “l’ammiro” (θαυμάζω – απολαμβάνω)76. Επίσης, ότι τα Φάλλικα προέρχονται από το Λατινικό falco (γεράκι) και σχετίζονται με την ιερακοτροφία στην περιοχή των Γερακώνων77. Πιθανότατα ιταλική είναι και η προέλευση του χωριού Αποίκια78, το οποίο παραδίδεται ιστορικά ως Πίκια ή Πίτσια30 και στα ιταλικά έγγραφα ως “La Pichia”64 (picchiare = χτυπάω, picchio = δρυοκολάπτης). Ομοίως και για το χωριό Σασά, πιθανότατα θα πρέπει να αναζητηθεί λατινική προέλευση (ιταλικά sasso = πέτρα / βράχος / πέτρινος τόπος που παραπέμπει και στην Ελληνική μετονομασία σε «Ορεινό»). Ο κοντινός Ασκίζαρος, πιθανότατα είναι τοπωνύμιο ξενικής προέλευσης ενώ οι κοντινές Κούτσες, που περιλαμβάνονται ως καταγεγραμμένος οικισμός μαζί με το Βουνί30 στην απογραφή του 1670, παραπέμπουν στο σλαβικό όνομα της οικίας (kuca). Σλαβικό είναι σαφώς και το τοπωνύμιο της Ζαγοράς στην περιοχή80. Σχετικά με τα σλαβικά τοπωνύμια της Άνδρου ο Τ. Γιοχάλας έχει υποστηρίξει ότι είναι σύνηθες φαινόμενο στις περιοχές με αρβανίτικη παρουσία, καθώς οι Αρβανίτες ήταν φορείς σλαβικών τοπωνυμίων, λόγω της κυριαρχίας των Σλάβων στις περιοχές από όπου προήλθαν οι Αρβανίτες81. Στις περιοχές αυτές τα σλαβικά τοπωνύμια είναι πολύ συχνά.
Στην περιοχή της Νότιας Άνδρου, το Κόρθι πιθανότατα προέρχεται από το ιταλικό Corte (αυλή) ή το θεσμό της Κούρτης82, σύμφωνα και με έγγραφο της εποχής της Λατινοκρατίας35. Για την Καππαριά επίσης έχει υποστηριχθεί ιταλική προέλευση (από το καπάρο / εγγύηση)83, αν και έχουν προταθεί κι άλλες εκδοχές (πέρα από το προφανές της κάππαρης, στην Τήνο εμφανίζεται ιστορικά και επώνυμο Καπαριάς31 που οι Τηνιακές πηγές φαίνεται να αποδίδουν σε καταγωγή από την Καππαριά της Άνδρου). Στη νότια Άνδρο πέρα από τα σαφώς ελληνικά ονόματα όπως Πίσω Μεριά, Αϋπάτια (Άγιος Υπάτιος), Μοσχιώνας (μοσκιές = αγριοτριανταφυλλιές), Χώνες, Ρωγό, Πισκοπειό (Επισκοπείο), Αγρίδια84, συχνά είναι τα ονόματα χωριών που αποδίδονται σε επώνυμα πρώτων οικιστών ή ιδιοκτητών των περιοχών αυτών. Ανάμεσα σ’αυτά του Κοχύλου, η Λαρδιά (στα παλιότερα έγγραφα απαντάται ως «του Λαρδιά»85), το Γιαννισαίο (οικογένεια Γιαννίση) 86, η Αλαμανιά (Αλαμάνος)87, τ’Αηδόνια (Αηδόνης)88, τ’Αμονακλειού89.
Ορισμένα τοπωνύμια επιμέρους συνοικιών των ανωτέρω χωριών, εμφανίζουν λατινογενή ονόματα που προέρχονται από αντίστοιχες οικογένειες Λατινικής προέλευσης. Για παράδειγμα στο Κόρθι επισημαίνεται ιστορικά περιοχή των Καμπαναίων, από την οικογένεια Καμπάνη90. Στ’Αμονακλειού υφίσταται η συνοικία Μπενετιάνο, από την οικογένεια Πενέτη91 (σε παλιότερα έγγραφα απαντάται και το επώνυμο (Μ)πεδενέτη85 / Benedetti που ίσως σχετίζεται). Στην Καππαριά συναντάμε τις συνοικίες Τζέο92, Μαρτζέο (Μαρκαίο)93, Μωρακαίοι94 που σχετίζονται με λατινικά ονόματα (Τζε, Μάρκος, Μόρος – Μοράκης). Αντίστοιχα στο Ρωγό συναντάμε τη συνοικία Περραίο, από το ιταλικό Πέρρος95.
Η ανάλυση των δεδομένων της απογραφής του 1670 παρουσιάζει αρκετά μικρότερο μέγεθος για χωριά όπως το Ρωγό και η Καππαριά30, σε σχέση με αυτό που εμφάνισαν στη διάρκεια του 19ου αι. με την ανάπτυξη επιμέρους συνοικιών96, πέραν των αρχικών πυρήνων του Έξω Ρωγού, του Μεγάλου Χωριού και του Βορεινού97, με βάση τις καταγραφόμενες ενορίες30 και σχετικά έγγραφα. Αντίστοιχα, η οικογένεια Καμπάνη δεν καταγράφεται στην απογραφή αυτή30. Σύμφωνα με μελέτη του Δ. Πολέμη, η οικογένεια Καμπάνη αποτελούσε κλάδο της αρχοντικής οικογένειας Αθανάση98, η οποία στα 1670 εμφανίζεται στο Κάτω Κάστρο και στα Υψηλού. Η εμφάνιση της λοιπόν στο Κόρθι, πρέπει να έλαβε χώρα μετά την άλωση της Χώρας από τον Crevelliers. Κατά συνέπεια, οι περισσότερες από τις ανωτέρω συνοικίες, μάλλον δημιουργήθηκαν σε περίοδο μετά το 1670 και άρα προκύπτει ότι προηγήθηκε η εμφάνιση των κύριων ονομάτων των αντίστοιχων χωριών.
Η μαρτυρία του Francesco Lupazzolo (1638)
Ο Francesco Lupazzolo, μια μυθιστορηματική φυσιογνωμία, μας παραδίδει ίσως την πρώτη περιηγητική περιγραφή της κοινωνίας της Άνδρου, όπως τη γνώρισε στη διάρκεια της παραμονής του για 23 ημέρες στο νησί99. Στο νησολόγιο που συνέταξε το 1638 και το οποίο δεν εκδόθηκε την εποχή εκείνη, μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες. Πολλές από αυτές διαδόθηκαν ευρύτερα μερικά χρόνια αργότερα από άλλους περιηγητές (π.χ. o Thevenot κι εμμέσως ο Saulger100), στα χέρια των οποίων πρέπει να είχε περιέλθει η πρωτότυπη έρευνά του.
Ο Lupazzolo φαίνεται να έχει λάβει πληροφορίες από σημαντικούς παράγοντες του νησιού, όπως ο Λατίνος Επίσκοπος. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στην ύπαρξη 60 χωριών στο νησί εκείνη την εποχή (1638).
Στο κείμενό του ο Lupazzolo αναφέρει ότι: «Οι Έλληνες είναι κάκιστοι, προερχόμενοι σχεδόν όλοι από την Αθήνα. Το εμπόριό τους συνίσταται σε μετάξι και άλλα εμπορεύματα, όπως αλλαντικά, τάβλες, υφαντά και παρόμοια είδη μικρής αξίας. [Πλουτίζουν] με τις πολλές τοκογλυφίες που διαπράττουν.»
Η πληροφορία που μας δίνει για προέλευση των «Ελλήνων» από την Αθήνα είναι σημαντική. Ωστόσο, οφείλουμε να προσδιορίσουμε σε ποιους μπορεί να αναφερόταν.
Από τις περιγραφές του προκύπτει ότι επισκέφτηκε τη Χώρα και τη γύρω περιοχή μέχρι τις Μένητες, ενώ στα βόρεια του νησιού ενδέχεται να επισκέφτηκε τη Μονή Αγίας και ίσως την Άρνη και τον Αμόλοχο. Δεν υπάρχει σαφής αναφορά στο νότιο τμήμα του νησιού το οποίο πιθανότατα δεν επισκέφθηκε. Μάλιστα σε ό,τι αφορά το Απάνω Κάστρο, φαίνεται να είχε βασιστεί σε μαρτυρίες, καθώς αναφέρει: «Πάνω σε ένα βουνό απέναντι από την πόλη (Χώρα) υπάρχει ένα άλλο φρούριο ερειπωμένο, που λέν’πως είναι αρχαίο.» Σε πανοραμικό σχέδιο της περιοχής της Χώρας από τον ίδιο, απεικονίζεται κάστρο πάνω σε βουνό, το οποίο πιθανότατα πρόκειται για φανταστική απεικόνιση του Απάνω Κάστρου101.
Ο Lupazzolo δίνει πληροφορίες για τους Αρβανίτες του νησιού, κάνοντας λόγο για τις διαφορετικές συνήθειές τους, τη γλώσσα και τις φορεσιές τους. Επίσης αναφέρεται στους καθολικούς του νησιού, τις επτά καθολικές εκκλησίες της Χώρας, αλλά και στην παρουσία των Τούρκων.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αναφορά του σε προέλευση των «Ελλήνων» από την Αθήνα, παραπέμπει στους ορθόδοξους ελληνόφωνους της Κεντρικής Άνδρου, καθώς μιλάει ξεχωριστά για τους Τούρκους, τους καθολικούς της Χώρας, τους Αρβανίτες του βορρά, ενώ δεν προκύπτει από κάπου ότι επισκέφθηκε το νότιο τμήμα του νησιού.
Με βάση τις περιγραφές του είναι σαφές ότι διέμεινε αρκετές ημέρες στη Χώρα και ότι ήρθε σε επαφή με τους άρχοντες του νησιού. Μάλιστα σημειώνει ότι: «Το αρχοντολόι στην πόλη κάθεται συνέχεια σε μια πλατεία και χαρτοπαίζει ή πίνει και τρώει.» Η αναφορά στον πλουτισμό (των Ελλήνων) από τις χορηγήσεις δανείων, παραπέμπει σε δραστηριότητα που ασκούσαν κυρίως οι άρχοντες του νησιού, με βάση τα σχετικά έγγραφα της εποχής. Έτσι, δεν αποκλείεται στους «Έλληνες από την Αθήνα» να περιλαμβάνονταν και ορθόδοξες αρχοντικές οικογένειες προερχόμενες από την Αττική, οι οποίες δεν αποκλείεται να είχαν και απώτερη λατινική καταγωγή. Ανάμεσα στα γεγονότα, άλλωστε, που παραδίδονται μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς το 1456, είναι και η σταδιακή εκδίωξη των φραγκικών οικογενειών της πόλης102.
Στα επώνυμα που ιστορικά καταγράφονται τόσο στην Αθήνα όσο και στην απογραφή30 της Άνδρου του 1670, συγκαταλέγονται τα παρακάτω: η αρχοντική οικογένεια Μάκολα103, η οποία ήταν από τις σημαντικότερες αρχοντικές οικογένειες των Αθηνών, η οικογένεια Καρύκη (Καρικάκη / Καρικάτζη / Καρκάση / Καρούκα), όπως αναφέραμε, πιθανότατα σχετίζεται με την ομώνυμη ιστορική οικογένεια των Αθηνών Καρύκη104 (ή Καρύτση με το συνήθη τσιτακισμό του παλαιοαθηναϊκού ιδιώματος105). Δεν αποκλείεται και η οικογένεια Κωτάκη να σχετιζεται με την αντίστοιχη της Αθήνας (Κοττάκη) 106. Επίσης, ο Ηλ. Κολοβός πιθανολογεί απώτερη καταγωγή της οικογένειας Καΐρη από την Αθήνα, καθώς ένα από τα πρώτα μέλη της οικογένειας που καταγράφεται σε δικαιοπρακτικά έγγραφα της Άνδρου (ήδη από το 1587), ο Νικόλας Καΐρης, με βάση έγγραφο του 1590, καταγράφεται ως έμπορος της Αθήνας107. Φυσικά και το επώνυμο Αθηναίος θα πρέπει να αποδοθεί σε προέλευση από την Αθήνα.
Παρά την ανωτέρω επισήμανση, ότι δηλαδή ο Lupazzolo ενδεχομένως να σχημάτισε τη σχετική εντύπωση για προέλευση των ορθόδοξων ελληνόφωνων της Κεντρικής Άνδρου από την Αθήνα, εξαιτίας της επαφής του με συγκεκριμένους άρχοντες της Χώρας (π.χ. Καΐρη, Καρύκη / Καρικάκη, Μάκολα, Κωτάκη), η ίδια η πληροφορία παραμένει σημαντική και μπορεί πράγματι να αντανακλά την άποψη που είχαν για την καταγωγή τους οι ελληνόφωνοι της Κεντρικής Άνδρου στις αρχές του 17ου αι. Σε ό,τι αφορά το ομιλούμενο ιδίωμα, το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα δεν παρουσίαζε στοιχεία βόρειου φωνηεντισμού, ενώ περιλάμβανε άλλα χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στα ιδιώματα της Άνδρου όπως ο τσιτακισμός, τα ρήματα σε -ευγω, η τροπή του -υ- σε -ου- / -ιου- (π.χ. άχυρα -> άχιουρα), το προσθετικό α- (π.χ. Ανεράιδα). Ωστόσο περιλάμβανε και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά τα οποία το διαφοροποιούν σημαντικά από το ιδίωμα της Κεντρικής Άνδρου109.
Συμπεράσματα
Η ανάλυση της Χρ. Μπασέα – Μπεζαντάκου3 για το ιδίωμα του Κορθίου, κατέδειξε ότι πρόκειται περί ιδιότυπου ιδιώματος βόρειου φωνηεντισμού το οποίο χαρακτηρίζεται από έλλειψη συστηματικότητας στην εφαρμογή των βασικών βόρειων φωνητικών κανόνων. Παράλληλα, επισήμανε το κοινό υπόβαθρο με το ιδίωμα της Κεντρικής Άνδρου τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στα χαρακτηριστικά του κυκλαδικού ιδιώματος.
Σύμφωνα με τη μελέτη της3, προέκυψε ότι τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καταγράφονται σε όλες τις φάσεις καταγραφής του ιδιώματος, ακόμη και στην πρώτη, με την καταγραφή από τον Ι.Κ. Βογιατζίδη στα 1918. Ωστόσο, ο Ι.Κ. Βογιατζίδης2 στη δημοσιευμένη μελέτη του το 1951, φαίνεται να αντικατέστησε εσκεμμένα τη χαλαρή εφαρμογή των κανόνων του βόρειου φωνηεντισμού που παρατηρείται στο Κόρθι, με αυστηρή τήρηση των κανόνων του βόρειου φωνηεντισμού3.
Η παρατήρηση βορείου ιδιώματος δεν είναι μοναδική γεωγραφικά στο Κόρθι αλλά επεκτείνεται και σε άλλα νησιά γύρω από την Άνδρο, όπως η Τήνος, η Σκύρος, η Βόρεια Εύβοια, το χωριό Αντιά στην Καρυστία κι εν μέρει η Σύρος και η Μύκονος2. Μάλιστα, σύμφωνα με την ανάλυση του δημοτικιστή Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τα ιδίωματα βόρειου φωνηεντισμού της Άνδρου (περιοχή Κορθίου) και της Τήνου ανήκουν στο ρουμελιώτικο ιδίωμα που παρατηρείται στη Στερεά και τη Βόρειο Εύβοια110. Σύμπτωση ή μη, αυτό φαίνεται να συνάδει με την παράδοση του Κορθίου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δημήτρη Ι. Ψαρρού (1975), ο οποίος ανέφερε ότι: «Η γλώσσα που μιλούσαν οι Κορθιανοί ήτανε βαριά Ρουμελιώτικη» 111.
Από την ανάλυση των ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων δεν προκύπτει κάποια πολυετής ερήμωση της περιοχής του Κορθίου στη διάρκεια της Λατινοκρατίας, ούτε και κάποια απτή απόδειξη εποικισμού του Κορθίου από Βορειοελλαδίτες ή Τηνιακούς εποίκους.
Αντίθετα, με βάση το ονοματολογικό απόθεμα της Οθωμανικής απογραφής30 του 1670, αλλά και τη μαρτυρία του Lupazzolo99 το 1638, για καταγωγή σχεδόν όλων των Ελλήνων από την Αθήνα, προκύπτουν ισχυρές ενδείξεις ότι στην Κεντρική Άνδρο υπήρξαν σημαντικά κύματα μεταναστών, εποίκων ή προσφύγων στην περίοδο 1204 – 1670, είτε Λατίνων, είτε Αρβανιτών, είτε Ελλήνων από άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου, οι οποίοι δε μιλούσαν το ντόπιο ιδίωμα. Οι πληθυσμοί αυτοί αφομοιώθηκαν σταδιακά από το ντόπιο στοιχείο, καθώς δεν προκύπτει σε καμία χρονική στιγμή ότι έπαψε να ομιλείται το ντόπιο ιδίωμα στην Κεντρική Άνδρο.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, η Χρ. Μπασέα – Μπεζαντάκου, σχετικά με τη δυνατότητα αλλοίωσης του ντόπιου ιδιώματος από την έλευση μεταναστών, επισημαίνει ότι: «Μπορεί να θεωρηθεί η μορφή του βόρειου ιδιώματος της περιοχής Κορθίου και αποτέλεσμα ενδογλωσσικής επιδράσεως του νοτίου κυκλαδικού ιδιώματος, που χαρακτηρίζει γλωσσικά το υπόλοιπο τμήμα της Άνδρου, σε πληθυσμό που μετακινήθηκε από περιοχή, όπου ομιλείτο αυστηρότερου τύπου βόρειο ιδίωμα.»3
Εδώ οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν θα μπορούσε άραγε το ιδίωμα βόρειου φωνηεντισμού να επικρατούσε αρχικά και στην Κεντρική Άνδρο, όπως συνέβαινε στην Τήνο, τη Νότια Άνδρο τη Βόρειο Εύβοια και το θύλακα του χωριού Αντιά στην Καρυστία, στο πλαίσιο της φυσικής εξάπλωσης του ρουμελιώτικου ιδιώματος (το οποίο φαίνεται να κατακερματίστηκε από την επικράτηση της αρβανιτοφωνίας σε Βοιωτία, Αττική, Νότιο Εύβοια και Βόρεια Άνδρο), μιας και δεν υπάρχει απτή απόδειξη εποικισμού της Τήνου ή της Νότιας Άνδρου. Σε αυτό το πλαίσιο, αντιστρέφοντας την υπόθεση της Μπασέα – Μπεζαντάκου και με δεδομένη τη σημαντική έλευση μεταναστών / εποίκων / προσφύγων στην Κεντρική Άνδρο στην περίοδο 1204 – 1670, θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα αν το αρχικά ομιλούμενο ιδίωμα απώλεσε τα χαρακτηριστικά βόρειου φωνηεντισμού κατά τη φάση της αφομοίωσης των πληθυσμών, οι οποίοι δε μιλούσαν το ντόπιο ιδίωμα.
Ένα παράδειγμα που φαίνεται να στηρίζει την ανωτέρω θεώρηση είναι η μορφή του επωνύμου Μενδρινός που καταγράφεται ιστορικά στην Κεντρική Άνδρο. Το συγκεκριμένο επώνυμο συναντάται σε αρκετά νησιά των Κυκλάδων και πιθανότατα η παρουσία του στο χώρο θα πρέπει να προηγείται της εποχής της Λατινοκρατίας. Ενώ σε έγγραφο του 1572 το επώνυμο καταγράφεται στην Άνδρο ως «Με(ν)τρινός»112, σε έγγραφα του 17ου αι. και στο κατάστιχο του 1715 επικρατεί η καταγραφή του ως «Μη(ν)τρινός»113. Με τον ίδιο τρόπο («Μηντρινός») αποδίδεται και στο κατάστιχο του 1670 από τον Ηλ. Κολοβό, όπου το επώνυμο είναι ένα από τα συνηθέστερα στην περιφέρεια Κάτω Κάστρου, με αξιοσημείωτη παρουσία σε Λάμυρα, Υψηλού, Τσυπρίνια, Μεσαριά και Αποίκια. Στους εκλογικούς καταλόγους του 19ου αι. στις ίδιες περιοχές επικρατούν και οι δύο μορφές: Μενδρινός / Μηνδρινός (ή Μινδρινός)114. Τα ανωτέρω δείχνουν ότι υπήρχε ιστορικά συνείδηση ότι ο τύπος Μηνδρινός προέρχεται από το επώνυμο Μενδρινός, παρουσιάζοντας στον προφορικό λόγο τροπή του e σε i. Προφανώς αυτό το ζήτημα αξίζει να μελετηθεί περισσότερο από τους γλωσσολόγους, προκειμένου να εξεταστεί αν μπορούν να εντοπιστούν άλλα αντίστοιχα φαινόμενα στην Κεντρική Άνδρο (π.χ. Νημποριό έναντι του Εμπορειός σε άλλα νησιά), σε λέξεις ή ονόματα που ανάγονται σε εποχή πρότερη της Λατινοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση η παρατήρηση του Μηλιαράκη ότι: «Οι κάτοικοι των κοιλάδων Άνδρου, και Κορθίου, διακρίνονται απ’αλλήλων κατά την προφοράν, ως εάν έμειναν κεχωρισμένοι επί πολύ εντός των μικρών αυτών λεκανοπεδίων»23, δεν απέχει και πολύ από την ιστορική πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το πλήθος επωνύμων που καταγράφονται στην απογραφή30 του 1670, το 86% των επωνύμων του Κάτω Κάστρου δεν το συναντούμε σε άλλη περιφέρεια του νησιού ενώ αντίστοιχα στο Απάνω Κάστρο το 85% των επωνύμων παρατηρούνται μόνο σε αυτή τη νότια περιφέρεια. Τα ανωτέρω ενδημικά επώνυμα αντιστοιχούν στο 80% του πληθυσμού στο Κάτω Κάστρο και στο 81% του πληθυσμού στο Απάνω Κάστρο. Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν το βαθμό απομόνωσης και την έλλειψη πολλών σχέσεων μεταξύ των δύο περιφερειών, που δεν επέτρεψε την εξομάλυνση των διαφοροποιήσεων.
Η μελέτη του Ι.Κ. Βογιατζίδη2 που αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία θεωριών περί αλλότριας καταγωγής των Κορθιανών, φαίνεται να υπερβάλλει στην αναγνώριση των βόρειων φωνητικών κανόνων στο ιδίωμα του Κορθίου, αλλά και να βασίζεται σε σαθρή επιχειρηματολογία σχετικά με την πιθανή προέλευση των ομιλούντων το ιδίωμα. Παράλληλα, δεν αναφέρει οτιδήποτε για το κοινό λεξιλόγιο με την Κεντρική Άνδρο ή τα χαρακτηριστικά του κυκλαδικού ιδιώματος που περιλαμβάνει το ιδίωμα του Κορθίου. Πιθανότατα ο μελετητής αποσκοπούσε στη δημιουργία εντυπώσεων.
Ίσως όχι τυχαία, το σύνολο των μελετητών που έχουν εγείρει ζητήματα αλλότριας καταγωγής των Κορθιανών με βάση το ομιλούμενο ιδίωμα προέρχονται από την Κεντρική Άνδρο, ή βασίστηκαν στην έρευνά τους σε πληροφορίες ατόμων που προέρχονταν από την Κεντρική Άνδρο. Κοινό στοιχείο στις μελέτες αυτές είναι η από κοινού αντιμετώπιση της «παραδοξότητας» του ομιλούμενου ιδιώματος τόσο στη Νότια Άνδρο όσο και στην Τήνο. Και αυτό γιατί μόνο εφόσον θεωρηθεί ως παράδοξο το βόρειο ιδίωμα της Τήνου, μπορεί να ιδωθεί ως παράδοξο και το ιδίωμα στο Κόρθι. Άλλο κοινό στοιχείο είναι η χρονολόγηση του πιθανολογούμενου εποικισμού του Κορθίου στα χρόνια της Λατινοκρατίας και πάντως πριν τον εποικισμό της Βόρειας Άνδρου. Η όλη θεωρία μοιάζει με μια άγαρμπη προσπάθεια να αποτυπωθεί ποιος ήρθε πρώτος, ποιος δεύτερος και ποιος τρίτος στο νησί, χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις.
Η θεωρία του Ι.Κ. Βογιατζίδη για καταγωγή των κατοίκων της Νότιας Άνδρου από τη Χαλκιδική και του Δ. Πολέμη για έλευση από την Τήνο, καταγράφηκαν σε εποχή που τα ιστορικά στοιχεία για την περιοχή του Κορθίου ήταν πενιχρά, τουλάχιστον για την περίοδο μέχρι το 1600. Οι δύο ανασκαφές στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο και το Απάνω Κάστρο, αλλά και η μελέτη της περιοχής από αρχαιολόγους στο πλαίσιο των ανωτέρω ανασκαφών, μας πρόσφεραν πολύτιμα νέα δεδομένα, τα οποία καλύπτουν όλη την περίοδο της βυζαντινής και λατινικής κυριαρχίας. Η δημοσίευση των καταστίχων30 του 1670, παρουσίασε μια χωροταξία των οικισμών της περιοχής πολύ παρόμοια με αυτή που υφίσταται και στις μέρες μας. Επιπρόσθετα, μας έδωσε μια αντιπροσωπευτική εικόνα της ανθρωπογεωγραφίας του νησιού, θέτοντας σε νέα βάση τις παρατηρήσεις που είχαν διατυπωθεί μέχρι τότε από τους ιστορικούς του νησιού με βάση μεμονωμένα έγγραφα, όπως για παράδειγμα σχετικά με την παρουσία των Λατίνων στο νησί, τη διασπορά των Αρβανιτών κατά τόπους στο νησί, την ύπαρξη λατινικών ή ελληνικών επωνύμων στις περιοχές της βόρειας Άνδρου πριν την εμφάνιση των Αρβανιτών. Παράλληλα, η μαρτυρία του Francesco Lupazzolo, που ήρθε στο φως τα τελευταία χρόνια, είναι κρίσιμη για μια πρώιμη ιστορική αποτύπωση της κοινωνίας της Άνδρου. Τα ανωτέρω δεν μπορούν πλέον να αγνοούνται και να αναπαράγονται άκριτα παλιές θεωρίες, οι οποίες δεν φαίνεται να υποστηρίζονται από τα ιστορικά δεδομένα που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας.
Το ιδίωμα του Κορθίου, παρ’ό,τι μπορεί κανείς ακόμη να το ακούσει στα χωριά της περιοχής, σταδιακά υποχωρεί. Οι ντόπιοι κάποιας ηλικίας αναγνωρίζουν πολύ καλά τον τρόπο που προφέρονταν παλιότερα οι λέξεις και οι φράσεις, παρ’ό,τι μπορεί να μην επιλέγουν να μιλούν πλέον έτσι στην καθημερινότητά τους. Όταν όμως προφέρουν τις λέξεις με τον παλιό ιδιωματικό τρόπο, θα δει κανείς την περηφάνια στα μάτια τους, για τη ρωμαίικη γλώσσα των προγόνων τους που κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τις μέρες μας.
Γιώργος Αρ. Γλυνός
Θερμές ευχαριστίες στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη για την πολύπλευρη υποστήριξη, στον Γ. Πάλλη και τον Σπ. Τσαούση για τα χρήσιμα σχόλια. Επίσης στους Λ. Εμπειρίκο, Θ. Πετανίδου, Γ. Μαυροφρύδη, Ν. Βασιλόπουλο, Θ. Καρπούζη για τις πολύτιμες πληροφορίες.
Βιβλιογραφία
- Γ. Μαυροφρύδης, Γ. Τάταρης, Ευρ. Τσιλιγγίρη, Θ. Πετανίδου: Τα μοναδικά μελισσόσπιτα της Άνδρου (Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας, Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου)
https://www.androsfilm.gr/2022/11/10/the-unique-beehive-houses-of-andros/
- Ι.Κ. Βογιατζίδης, Ανδριακά Χρονικά 4, Τόμος Ά, σελ. 49 – 56, Εκδόσεις Ανδριακού Ομίλου, 1951
Διατίθεται ηλεκτρονικά και στο σύνδεσμο:
- Χρ. Μπασέα – Μπεζαντάκου, Το βόρειο ιδίωμα της Άνδρου, Άγκυρα 1 σελ. 113 – 126, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2001.
- Kontogiannis Sm. Arvaniti, Placing “Contexts” in a Context: Minor Objects from Medieval Andros – Byzantine Small Finds in Archaeological Contexts, Byzas 15, p. 249 – 261 Veroffentlichungen des Deutschen Archaologischen Instituts Istanbul 2012 Ege Yayinlari
- Γ. Πάλλης, Ένας ιστορικός του Βυζαντίου απέναντι στα αινίγματα της βυζαντινής Άνδρου, σελ. 41, Ο Δημήτρης Ι. Πολέμης και η Ιστορία της Άνδρου, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Δ. Πολέμης: Οι Αφεντότοποι της Άνδρου – Πέταλον 2 Παράρτημα, Άνδρος 1995, σελ. 26 – 27
- Δ. Πολέμης: Κασσάνδρα και Άνδρος, σελ. 206 – 208, Ανδριακά Χρονικά 29, Άνδρος και Χαλκιδική, Πρακτικά Συμποσίου, Άνδρος 23 Αυγούστου 1997, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1998
- Γ. Μαυροφρύδης, Θ. Πετανίδου: Παραδοσιακή μελισσοκομία με κινητές κυψέλες στο νησί της Άνδρου, Εργαστήριο Βιογεωγραφίας και Οικολογίας, Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
- Σ. Καρατζάς, Το τοπωνύμιον του Δύστου Τσακόνι και οι Βυζαντινοί στρατιώτες «Τσάκονες» στη Ν. Εύβοια, Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 18 (1972), σελ. 42 & Σ. Καρατζάς, Συμβολή εις την ευβοϊκήν διαλεκτολογίαν, Αφιέρωμα εις Κ. Άμαντον, Αθήνα 1940, σ. 284.
- Malipiero, «Annali Veneti dall’ anno 1457 al 1500», Archivio Storico Italiano, v.VII, parte I, Firenze 1843, σ. 44
- J. Norwich, A History of Venice, Penguin Books Ltd, London 2012
- Λήμμα Canal, Nicoló στην εγκυκλοπαίδεια Treccani:
https://www.treccani.it/enciclopedia/nicolo-canal_%28Dizionario-Biografico%29/
- Bosio, Istoria della Sacra Religione di San Giovanni Gierosolimitano, Roma 1625, που παραθέτει στο Παράρτημα Β΄ η Φωτεινή Β. Πέρρα, Ο Λέων εναντίον της Ημισελήνου Ο Πρώτος Βενετο-οθωμανικός πόλεμος και η κατάληψη του Ελλαδικού χώρου (1463-1479), Παπαζήση, Αθήνα 2009, σ. 242.
- Τζ. Μ. Αντζολέλλο, Ένας Ενετός του 15ου αιώνα στην αυλή του Μεγάλου Τούρκου, εισαγ.-μτφρ. Δ. Δεληολάνης, τίτλος πρωτοτύπου Viaggio di Negroponte, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1983, σ. 20
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 6, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου – Ζαγορά (σελ. 291), Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 9
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 47
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 6, Τα φορολογικά της Άνδρου του 1721, σελ.114, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 90
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 93
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 4, 1984, Καϊρικά έγγραφα, σελ. 8 (1666), 13 (1673), σελ. 35 (1711), σελ. 48 (1732)
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 4, 1984, Καϊρικά έγγραφα, σελ. 12 (1671), σελ. 28 (1707), σελ. 34 (1711), σελ. 37 (1717)
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφείο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 46 – 47
- Ν. Παντελίδης, Γλωσσολογία 24, Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα: Πηγές, μαρτυρίες, χαρακτηριστικά, σελ. 104, 2016
http://glossologia.phil.uoa.gr
- Distribution of Races in the Balkan Peninsula and Asia Minor about 1910, Perry Castaneda Library Map Collection
https://it.m.wikipedia.org/wiki/File:Distribution_of_races_in_the_Balkans_c.1910.jpg
- Ν. Κοντοσόπουλος, La Grece du τι et la Grece du είντα, Γλωσσολογία 2-3 (1983-1984) σελ. 149 – 162, Χάρτης Νο
- Δ. Πολέμης: Ιστορία της Άνδρου, σελ. 145, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2019 (πρώτη έκδοση 1981)
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, ενδεικτικά σελ. 9 – 10, 17, 20 – 21, 27 – 28, 47 – 48, 90 – 91, 92 – 93.
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 4, 1984, Καϊρικά έγγραφα, ενδεικτικά σελ. 7 – 8, 11 – 19, 21 – 23
- Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
- Φορολογικό κατάστιχο Πύργου Τήνου 1805:
- Στο κατάστιχο του 1805 του Πύργου της Τήνου31, εντοπίζουμε ορισμένα επώνυμα ονόματι «Αντριώτης» καθώς και δύο ονόματι «Καπαριάς». Σύμφωνα με Τηνιακές πηγές, το επώνυμο «Καπαριάς» πρέπει να σχετίζεται με προέλευση από την Καππαριά της Άνδρου.
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 277, 278.
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 280 & Το μεσαιωνικό Κόρθι της Λατινοκρατίας
https://androshistoria.blogspot.com/2016/06/blog-post_11.html
- Karl Hopf, Urkunden und Zuzatze zur Geschichte del Insel Andros und Ihrer Beherrscher in dem Zeitraume von 1207 bis 1566, Sitzungsberichte der Kaiserlichen Akademie der Wissenschaften. Philopsophisch – historische Classe, 21 (1856), σελ 253.
- Μ. Βόγκλη, «Κεραμική από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι», σελ. 95 – 115 Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μηνημέιων. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης – Αθήνα 20 Μαρτίου 2015 – Ανδριακά Χρονικά – 43 – Καϊρειος Βιβλιοθήκη Άνδρος 2016
- Στ. Μαμαλούκος, Η αρχικτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου, σελ. 93, Ανδριακά Χρονικά 43, Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας), Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016
- Ελ. Δεληγιάννη Δωρή et al, Έρευνα και Ανασκαφή στο Επάνω Κάστρο Άνδρου, σελ. 273 – 282, Το αρχαιολογικό έργο στα νησιά του Αιγαίου, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ρόδος 2013, Μυτιλήνη 2017
- Γ. Πάλλης, Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου, σελ. 143 – 147, Ανδριακά Χρονικά 43, Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας), Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 & Γ. Πάλλης, Μεσοβυζαντινά γλυπτά στο ναό του Αγίου Αντωνίου στο Μέσα Βουνί, Άγκυρα 5, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2018, σελ. 15-27
- Γ. Πάλλης, Δύο λανθάνουσες επιγραφές από την Άνδρο και η δράση των δωρητών στο νησί κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Περίδος Δ’ Τόμος ΜΑ’, Αθήνα 2020, σελ. 381-394.
- Δ. Πασχάλης, Μεσαιωνικαί και μεταγενέστεραι επιγραφαί της νήσου Άνδρου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Έτος Δ΄, Αθήνα 1927, σελ. 58 επιγρ. 24.
- Δ. Πολέμης, Τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 103
- Κ. Hopf «Η νήσος Άνδρος και οι εν αυτή δυνάσται» μτφρ. Ζ. Δελαγραμμάτικας, Έκδοσις τυπογραφείου της εφημερίδας Η Άνδρος, 1885, σελ. 69
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου Άνδρου» Β΄ Τόμος σελ 65 – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το επώνυμο «Ανωκαστριανός» που καταγράφεται σε μοναχό της Μονής Αγίας στην απογραφή του 1670: Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 192
- Δ. Πολέμης: Ιστορία της Άνδρου, σελ. 95, 109, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2019 (πρώτη έκδοση 1981) & Δ. Πολέμης: Οι Αφεντότοποι της Άνδρου – Πέταλον 2 Παράρτημα, Άνδρος 1995, σελ. 28 – 29
- Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 22
- Δ. Πολέμης: Ιστορία της Άνδρου, σελ. 97, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2019 (πρώτη έκδοση 1981)
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σελ. 252, 255
- Δ. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, σελ. 109, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2019 (πρώτη έκδοση 1981), Κ. Τσικνάκης, Η Νάξος επίκεντρο επαναστατικής δράσης κατά τον τέταρτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1570 – 1573) https://www.timesnews.gr/i-naxos-epikentro-epanastatikis-drasis-kata-ton-tetarto-venetotoyrkiko-polemo-1570-1573/ & Corsari del Mediterraneo: Marco Querini, https://corsaridelmediterraneo.it/marco-querini/
- Δ. Πολέμης, Μια επιγραφή του έτους 1679 και η οικογένεια Δελλαγραμμάτικα, Πέταλον 6, σελ. 4-8, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Δ. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, σελ. 156 – 157, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2019 (πρώτη έκδοση 1981)
- Δ. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου Άνδρου» Β΄ Τόμος σελ 301 – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, ενδεικτικά για τους εχθρικούς στόλους που ελλιμενίζονταν στο Γαύριο: σελ. 111, 119 – 120, 124, σχετικά με λοιπούς πειρατές: σελ. 206.
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, ενδεικτικά σελ. 58 – 59, 116, 124, 157, 191, 268, 288, 311, 387, 392, 406-407, 409.
- Δ. Πολέμης: Οι Αφεντότοποι της Άνδρου – Πέταλον 2 Παράρτημα, Άνδρος 1995, σελ. 127
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, σελ. 127, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999.
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σελ. 115 – 116.
- Τ. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα, σελ. 22-23 – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
- Vacalopoulos, The flight of the Inhabitants of Greece to the Aegean Islands, Crete and Mane, during the Turkish Invasions (Fourteenth and Fifteenth Centuries) σελ. 272 – 283, Charanis Studies – Essays in Honor of Peter Charanis, The State University of New Jersey 1980
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 239 – 244.
- Δ. Πολέμης: Οι Αφεντότοποι της Άνδρου – Πέταλον 2 Παράρτημα, Άνδρος 1995, σελ. 117
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999 (σελ. 33)
- Τ. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα, σελ. 13 – 21 – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
- Τ. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα, σελ. 27 – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
- Δ. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου Άνδρου» Β΄ Τόμος σελ 160 – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφείο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 135 & Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 83.
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 167, 178 – 179
- Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017 σελ. 301
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 304 – 316.
- Δ. Πολέμη, Μοναστηριακά Αγ. Νικολάου, Ανδριακά Χρονικά 32, σελ. 268 – 269, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2001.
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφείο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 41 – 42 & Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 108.
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 55.
- Γ. Γλυνός, Η Άνδρος στα 1670
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 201.
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 193. Εμφανίζεται με τη μορφή «L’Amiro» σε ιταλικό έγγραφο του 1744: Δ. Πολέμης, Μια επιγραφή του έτους 1679 και η οικογένεια Δελλαγραμμάτικα, Πέταλον 6, σελ. 55, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 247.
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 155.
- Δ. Πολέμης: Οι Αφεντότοποι της Άνδρου – Πέταλον 2 Παράρτημα, Άνδρος 1995, σελ. 123
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 6, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου – Ζαγορά, σελ. 289 – 293, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Τ. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα, σελ. 82 – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 280
- Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 261 – 262
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 6, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου – Αγρίδια, σελ. 256 – 263, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 4, 1984, Καϊρικά έγγραφα, σελ. 8 (1666), 19 (1696).
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, σελ. 165-166 Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, σελ. 162-163 Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- Π. Αναστασόπουλος, Κόρθι ο θησαυρός της Άνδρου, τόμος Ά, σελ. 133-134, art2face, Αθήνα 2021
- Π. Αναστασόπουλος, Κόρθι ο θησαυρός της Άνδρου, τόμος Ά, σελ. 135, art2face, Αθήνα 2021
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Σημειώματα – Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, σελ. 168 Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- Μπενετιάνο: Ένας αρχιτεκτονικός θησαυρός κι ένα μικρό εύρημα
https://androshistoria.blogspot.com/2019/09/blog-post.html
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, σελ. 175-176 Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, σελ. 172 Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, σελ. 174 Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, σελ. 175 Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- ΦΕΚ Απογραφών πληθυσμού 1879 – 2011
https://www.eetaa.gr/index.php?tag=apografes
- Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 47
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 6, Τα φορολογικά της Άνδρου του 1721, σελ.71, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σελ. 57-61
- Δ. Κυρτάτας, Αναζητώντας τη βυζαντινή Άνδρο, σελ. 22, Ανδριακά Χρονικά 43, Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας), Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016
- Δ. Κυρτάτας, Francesco Lupazzolo: Περιγραφική απόδοση του πανοραμικού σχεδίου της Άνδρου σελ. 62-63, Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021
- Η άλωση της Αθήνας από τους Οθωμανούς Τούρκους
https://www.sansimera.gr/articles/778
- Δ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, Τουρκοκρατία, Περίοδος πρώτη 1458-1687, Τόμος Πρώτος, Τυπογραφείο Αλ. Παπαγεωργίου, Αθήνα, 1889, σελ. 137 & Ιωάννης Μάκολας: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CF%82
- Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών: Ναός Αγίου Γεωργίου Καρύτση,
https://archaeologia.eie.gr/archaeologia/gr/arxeio_more.aspx?id=258
- Ν. Παντελίδης, Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα: Πηγές, μαρτυρίες, χαρακτηριστικά, σελ. 111, Γλωσσολογία 24, 2016
http://glossologia.phil.uoa.gr
- Σωτείρα Κοττάκη:
- Ηλ. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό πλαίσιο, σελ. 186, Ανδριακά χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006
- Ηλ. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό πλαίσιο, σελ. 181, Ανδριακά χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006
- Ν. Παντελίδης, Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα: Πηγές, μαρτυρίες, χαρακτηριστικά, σελ. 114-137, Γλωσσολογία 24, 2016
http://glossologia.phil.uoa.gr
- Μ. Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική, τόμος Ά Ιστορική εισαγωγή, σ. 245, Αθήνα 1938.
- Μνήμες, Λαογραφικά στοιχεία Κορθίου, παρά Δημητρίου Ι. Ψαρρού (1975), Έκδοση Δήμου Κορθίου Άνδρου, 2000, σελ. 56
- Δ. Πολέμης: Οι Αφεντότοποι της Άνδρου – Πέταλον 2 Παράρτημα, Άνδρος 1995, σελ. 130 («κυρ Μαρής του ποτέ μαΐστρο Νικολού Μετρινού»)
- Δ. Πολέμης, Πέταλον 6, σελ. 34, 35, 48, 104, 120, 128, 142, 150, 156, 162, 166, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995
- Εκλογικοί κατάλογοι Άνδρου 1844, 1877, 1890
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΥ ΓΚΥΖΗ, Ο ΠΑΠΟΥΣ ΜΟΥ ΔΑΠΟΝΤΕΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΧΥΛΟΥ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΡΘΙ ΤΗΝ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΑΛΑΙΤΖΗ, ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΑ ΠΩΣ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΟΤΙ ΤΟ 1821 ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ ΣΤΗΝ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΤΑ ΨΑΡΙΑΝΑ ΠΛΟΙΑ ΔΙΕΣΩΣΑΝ ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΙΡΑΣΑΝ ΣΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ, ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΒΙΒΑΣΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΚΟΡΘΙΟΥ, ΕΧΩ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙ ΤΟΝ κ. Ν. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΜΕ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΟΥ ΠΡΙΝ ΑΡΚΕΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΔΑΠΟΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΥΝ/ΧΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΣΠΗΛΙ ΡΕΘΥΜΝΟΥ.
Πολλά συγχαρητήρια στον κ. Γλυνό
αν και εδώ η λέξη “συγχαρητήρια’ φαίνεται λίγη,
για την έρευνα, το ζήλο, την αγάπη για την ιστορία
και για την περιέργεια να εξηγηθούν φαινόμενα
στα οποία οι πολλοί δεν δίνουν καμιά σημασία.
Αξίζει καθε έπαινος στον κύριο Γλυνο.
Εγώ με μισή καταγωγή από Βουρκωτη με επίθετο μητέρας…Ζαννακης, ..,χάρηκα πού υπάρχουν μελετητές πού ψάχνουν, βρίσκουν καί ενημερώνουν!!