Μουσικοί
Οι μουσικοί είχαν ιδιαίτερο ρόλο τα παλιότερα χρόνια. Χωρίς αυτούς δεν μπορούσε να γίνει ένα γλέντι, ένας χορός ή ένα πανηγύρι. Έτσι πολλοί μάθαιναν να παίζουν διάφορα όργανα. Υπήρχαν και δάσκαλοι οργάνων αλλά κάποιοι ήταν αυτοδίδακτοι. Τα όργανα ήταν η τσαμπούνα, το τουμπί, το βιολί και το σαντούρι.
Το ντουμπί ήταν από προβιά κατσίκας και ντενεκέ. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Εγώ σαμπούνα παίζω. Εγώ έμαθα να παίζω όργανο από τον Μιχαήλ Ραφτάκη. Αυτός από τη Πόλη ήτανε. Είχανε έρθει από κει πρόσφυγες. Από τη Βουρκωτή, στις Στραπουργιές, δύο ώρες και πήγαινα εκεί να μάθω. Καλά όργανα, όπου ήτανε γάμος ήτανε πρώτος, λεφτά πολλά έβγανε.
Εγώ όλη την Άνδρο γυρνούσα, σε πανηγύρια και σε σπίτια. Με φώναζε ο ένας με φώναζε ο άλλος. Ε, τι να πω, να μην πω το ναι;
Τα τραγούδια ήτανε αμανεδέκια, μπάλος με το μαντήλι. Τραγουδούσα και ‘γω. Γέμιζαν τη φλάσκα με το κρασί και πηγαίναν και χορεύανε. Μονοσάμπουνο.
Έγινε ένας γάμος ο Ζαφειρίκος παντρεύτηκε το Ορσάκι από τις Στραπουριές. Στο γάμο τους πήραν τους Ραφτάκηδες να παίξουν και την ώρα που έπαιζαν λέει
Φραντζέσκο Φραγκοκόρακας μέσα απ’ το Μπακούρι,
Ορσάκι το γαρύφαλλο από το Μεσαθούρι. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]
Οι μουσικοί δεν είχαν αποκλειστική απασχόληση τη μουσική αλλά είχαν και άλλα επαγγέλματα. Ο καθένας είχε την ιστορία του.
Έπαιζα σαμπούνα, τρεις μέρες έφευγα τις παραμονές του Αγίου Βασιλείου και ήρθα την επομένη. Έπαιζα σε γιορτές αλλά όχι επαγγελματικά. [Περικλής και Δανάη Αθανασίου]
Εγώ έπαιζα σαντούρι. Ο δάσκαλος μου ήταν με ένα χέρι, ο Γεώργιος Βαλμάς από του Υψηλού. Αυτός πήγαινε για καπετάνιος. Είχε εμπροστογεμή. Όπως ήτανε τα πεζούλια πήγε να βγει επάνω. Βαστούσε το τουφέκι και ανέβαινε. Ο κόκορας ανεβασμένος. Χτυπάει σ’ ένα χαλίκι και του παίρνει το χέρι. Πως να πάει στη θάλασσα πια και πήγε στη Σύρα και έμαθε σαντούρι, αλλά ήτανε άσσος.
Αυτά που παίζουν σαντούρι τα λένε πακέτες. Το ένα το είχε κανονικά και την άλλη την είχε πιο μακριά και από πίσω έκανε γούβα και είχε ράψει λουρί και έδενε επάνω. Η γυναίκα του ήτανε από τη Σύρα η Μαρουσιώ.
Πήγαινα στο θείο μου έπαιζε βιολί αλλά σαντούρι δεν ήξερε να μου δείξει, αυτός ήταν δάσκαλος του Γκώρου.
Σαντούρι έχω παίξει σε πανηγύρι παντού, στο Μπατσί, στο Γαύριο, στη Παλιόπολη, στου Απροβάτου. Με τον Τριανταφυλλάκη έχω παίξει στη Βουρκωτή και άλλη μια φορά στ’ Αποίκια, έπαιζε καλό βιολί. Έχασε το βιολί με τις Βουρκωτιανοί, μπίου μπίου. Αυτοί πηδούσανε σα τα άλογα και μετά το έχασε το βιολί.
Πήγαινα στην αρχή στο θείο μου, είχε και πολλοί μαθηταί. Τη καθημερινή δούλευα, ήτανε Κατοχή πως θα ζήσουμε. Κοίταγε τις άλλοι και μετά εμένα. Έκανα με τις πακέτες αλλά έφευγα και έλεγα της μάνας εγώ θα φύγω γιατί αυτό συμβαίνει. Λέω της κουμπάρας μου πάμε στ’ Αψηλού, αυτή ήτανε Αψηλιανή. Πήγαμε στο Βαλμά και μου λέει θα σου δείξω αν παίρνεις το μάθημα εύκολα αν δεν το παίρνεις δεν μπορώ να σου δείξω και του λέω καλά. Ένα μυστήριο πράγμα, εδώ απάνω ήτανε αυτό το σαντούρι, το είχαμε στο τραπέζι επάνω. Το γυρίζει, ήτανε ο Βαλμάς εκεί και εγώ από δω. Όταν κτυπούσε τις πακέτες επάνω στο σαντούρι μια δυό φορές το είχα πάρει εγώ. Μου άρεσε και το μάθαινα, αν πήγαινα από το άλλο μέρος ήταν αδύνατο. Μου έλεγε τι έπαθες μωρέ. Δεν μπορώ εγώ από εδώ από εκεί μπορώ και μου έκανε από εκεί τα μαθήματα. Αλλά ήτανε … Δεν είχα μάθει με νότες ήμουνα πρακτικός με το αυτί το μάθαινα. Το ‘παιρνα αμέσως, ξέρω ‘γω τι κεφαλή είχα. Άλλοι μάθαιναν με νότες. Ο Πατήρης ήταν στα Αποίκια που έκανε μάθημα. Είχα φάει ξύλο από το δάσκαλο ήτανε από το Κόρθι, Καμπανάκης, αλλά το είχε κάνει Καμπάνης. Ο Κώστας ο Κατάκαλος βαστούσε το δοξάρι από τη μέση, ένας Λέκας αλλά η δοξαριά του ήταν βαριά.
Έπαιζα σιλιβριανό, πολίτικο, τον ποταμό, της γριάς το κάστρο, κανένας δεν τραγουδούσε. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Ο Γιάννης ο Πατήρης όταν ήταν μικρός, 5 χρονώ αρρώστησε. Μέσα στο μεσημέρι ένοιωσε πόνο στο γόνατό του και έπαθε πολυμιελίτιδα. Άρχισε να πηγαίνει σχολείο και να μαθαίνει μουσική. Οχτώ χρονώ είχε παίξει βιολί στο δημόσιο χορό, μέσ’ τη Σάριζα, στη γιορτή της Παναγίας. Αυτός ήταν καλός μουσικός, καλός άνθρωπος και καλός δάσκαλος.
Εγώ έμαθα τσέμπαλο, όχι σαντούρι, έπαιζα το τσέμπαλο. Έχω το παλιό μου το τσέμπαλο, το οποίο έχουν φτιάξει εδώ. Ο Πατήρης είχε μάθει. Το τσέμπαλο είναι σαν το σαντούρι αλλά έχει σε άλλες θέσεις τις φωνές.
Ο Πατήρης μια εποχή, τη μεταπολεμική περίοδο, είχε πάει στη Σύρο. Τότε η Σύρος ήκμαζε από μπαράκια και ξενυχτάδικα, ήταν ένας τσεμπαλίστας και ο Πατηρης το πήρε από αυτόν. Όταν εγώ μάθαινα, έμαθα πρώτα σαντούρι, και μου άρεσε πάρα πολύ και έκανα πολύ μεγάλη μελέτη χωρίς παρτιτούρα, πρακτικός. Με είδε ότι ήμουν καλός και μου είπε θα το μπατάρουμε από σαντουράκι και θα το κάνουμε τσεμπαλάκι. Είχε ένα μικρό σαντούρι το οποίο μετέτρεψε, αν αφαιρέσεις τον μεσαίο καβαλάρη και αφαιρέσεις τρεις φωνές και τις βάλεις αλλού γίνεται κύμβαλο. Το κύμβαλο έχει 8 καβαλάρηδες αλλά το σαντούρι έχει δύο μόνο. Το τσέμπαλο έχει απόδοση. Το κύμβαλο είναι για να αποδίδει σαν συνοδείας όργανο. Δεν είναι να παίζεις σα ποντικός, ποντικοδιώχτης που έλεγε και ο καπετάνιος ντουκου ντουκου ντουκ θέλει μπαμ μπαμ, να πέφτουνε οι αρμονίες.
Ήμουνα επαγγελματίας, δεν ξέρω αν ξεχωρίζουνε, εγώ έπαιζα κύμβαλο. Μου άρεσε πάρα πολύ. Έχουμε φτιάξει εδώ μέσα δύο με τον παππού το πεθερό μου, και ένα μόνος μου. Σκοπεύω να πάω δύο ξυλαράκια στη Χώρα, στη κορδέλα να μου τα τραβήξουνε και εγώ να τα φτιάξω καινούργιο. Το σαντούρι θέλει 4 ξύλα, στο κόλλημα αν έχει κάποιον αρμό θα ξεκολλήσει. Είναι 15 πόντοι πιο μακρύ από τα κοινά σαντούρια.
Έπαιζα σε όλα τα πανηγύρια, ήμουνα πρώτος και καλύτερος. Ξέρει να παίζεις όργανο και να τραγουδάς είναι δύσκολο πράγμα. Ή το ένα θα προσέχεις ή θα χάσεις τον χρόνο. Αυτοί που τραγουδάν θα παρατήσουν τη κιθάρα θα πούν τα λόγια και μετά θα συνεχίσουν. [Ιπποκράτης Πολέμης]
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: VANG LOUK – PHOTO ANDROS
Καλημέρα .Θυμάμαι, ήμουν πολύ μικρό παιδα΄κι ,Κοχυλιανούς οργανοπαίκτες ,βιολί και λαούτο…Ονόματα δεν θυμάμαι ψάξτε το……
Βιολί στα Κοχύλου ο Τηνιακός (Γιάτσας).