Η καθημερινότητα στ’ Αποίκια
Τα μάτια σου λένε ότι κάτι έκανες,…μου έλεγαν οι δικοί μας. [Μαρία Αντώνογλου]
Ιστορία που θυμάμαι εγώ σαν παιδί …[ Ελευθέριος Πολέμης]
Η καθημερινότητα πιο παλιά ήταν τελείως διαφορετική από σήμερα. Οι διηγήσεις είναι πολλές τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους μεγάλους. Όλο όμως αυτό το παρελθόν έχει αφήσει πολλά σημεία στο τοπίο που ακόμα υπάρχουν όχι μόνο στις μνήμες των ανθρώπων αλλά και στο περιβάλλον.
Θα σας πω μια ιστορία, πόσο απομονωμένα ήταν τα χωριά, μιλάμε για τα’ Αποίκια. Τ’, Αποίκια, ήταν μια κοινωνία. Οι Στενιές, ήταν η κοινωνία Στενιές, η κοινωνία της Χώρας. Το 1947 όταν ήμουν 10 χρονώ γάιδαρος, που λένε, ήρθε ένας θείος μου, αδελφός της μητέρας μου από την Αμερική, σταλμένος ως εκπρόσωπος των Ανδρίων της Αμερικής, να δει τι ανάγκες είχε εδώ το χωριό, το σχολείο, τα παιδιά, να βοηθήσουνε. Ήξεραν λοιπόν πως θα φτάσει στην Άνδρο το βαπόρι. 3 ξαδέλφια της μάνας μου, ίδια ηλικία, ανίψια του, μας είχε πιάσει τότε άγχος εμάς, όπως κάθε παιδί, τι θα μας φέρει, τι θα κάνει. Και κατεβήκαμε κάτω στο δρόμο και προχωρούσαμε μήπως έρθει. Προχωρούσαμε και προχωρούσαμε και φτάσαμε στη Φυρρόη. Μας έπιασε ένας τέτοιος φόβος, δεν είχαμε ξαναπάει στη Χώρα. Η μόνη φορά που είχα πάει στη Χώρα, ήταν τότε με την απελευθέρωση, όταν είχε μαζευτεί όλη η Άνδρος και κάναμε τη δοξολογία κάτω στη Χώρα γιατί φύγαν οι Γερμανοί. Χτυπούσαν οι καμπάνες και γινόταν χαμός, με είχε βάλει ο πατέρας μου πάνω στο γάιδαρο και πήγαμε στη Χώρα. Ήμουνα 10 χρονώ παιδί και δεν είχα πάει στη Χώρα, δεν είχα δει πως είναι η Χώρα. Κι όταν κατεβήκαμε κάτω στο λιμάνι στη Χώρα, φοβηθήκαμε και πήραμε δρόμο. Γυρίσαμε πίσω. Λοιπόν σκεφθείτε πόσο απομονωμένες κοινωνίες ήτανε. Και μέσα στα Αποίκια εγώ, πήγαινα στα άλλα μέρη του χωριού γιατί είχα τα τηλεγραφήματα, αλλιώς δεν είχες λόγο να πας. Είχες τα κτήματα σου, τα νερά σου, τα σπίτια σου. Στα Απατούρια είχαμε κάτι σπίτια, στην Αγ. Ειρήνη από κάτω κάτι σπίτια.
Από 10 χρονώ, μέχρι το 49 που πήγα στο Γυμνάσιο στη Χώρα, πιθανόν να είχα πάει μερικές φορές, αλλά θυμάμαι τότε ήταν δέος που αντίκρυζα τη Χώρα. Το να πήγαινες για την τότε εποχή στη Χώρα ήταν αμαρτία, σαν να πήγαινες στην Αμερική. Θυμάμαι φοβηθήκαμε και πήραμε δρόμο και γίναμε κατραλαός, δηλαδή γίναμε μπουχός, τρέξαμε γρήγορα.
«Δεν χρειάζεται. Γιατί να πάω στη Χώρα; Τι να κάνω στη Χώρα;» [Ελευθέριος Πολέμης]
Τα Αποίκια ήταν ένα χωριό ναυτικό κατά βάση με την οικιακή οικονομία στο έπακρο. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει γάιδαρο, γιατί χρειαζόταν οπωσδήποτε, κατσίκες, κοτέτσι οπωσδήποτε και χοίρο. Αυτό το σπίτι εδώ ήταν χοιροστάσιο, ήταν πάντα γκρεμισμένο. Ο καθένας είχε το χοίρο του, 100-170 κιλά. Τι το ‘καναν το κρέας, δεν περίσσευε τρίχα, ‘σφάζαν τους χοίρους. Λοιπόν οικιακή οικονομία, με τα μελίσσια, με το αμπέλι, με τις ελιές. Μετά την Κατοχή, αντικαταστούσαν το μέλι με τη ζάχαρη, το αλάτι πηγαίναν και το μαζεύαν. Μακαρόνια ‘φτιάχναν εδώ με τις βελόνες του πλεξίματος, τα περνούσαν, τα ανοίγανε και ξεραινόταν, και κάναν το χονδρό το μακαρόνι. Το δε χειμώνα κρέμαγαν σε κάθε κουζίνα στα κυπαρρίσια πάνω, σε καρφιά και γάντζους τουλάχιστον 2-3 δίχτυα, μήλα φιρίκια, ρόδια, σταφύλια και κολοκυθόβολα (φέτες από κολοκύθι), τα περνάγανε σε μια κλωστή μέσα, τα κρεμάγανε μέσα σ’ ένα πανί, συρρικνωμένα, και μετά τα χρησιμοποιούσανε στο μαγείρεμα. Ένα μαύρο σταφύλι, μαυρόστικτα, κάποια ντόπια ποικιλία, και σταφίδα, τα σύκα, τα φέρνανε τα ‘βάζαν στα κιούπια, σιγά- σιγά κατέβαιναν και βάζαμε τα χέρια και ψάχναμε και ψάχναμε…
Ο πατέρας μου αναγκάστηκε στην Κατοχή, είχε ζώα, το δαμάλι, 60-70 κιλά κρέας. Ήταν έθιμο τότε στην Άνδρο να είναι πολλοί κουμπάροι από δαχτυλίδι, έτσι τους λέγανε και μετά τη βέρα του και πήγε στην Άρνη και τα πούλησε και πήρε μια αγελάδα, μια γκρανκάσα μεγάλο ζώο ήρεμο, και από κει είχαμε τον παππού μου, ο οποίος έμενε μαζί μας. Ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ κινητικός και αγαπητός, και αυτό μας έσωσε, σπέρναμε, κριθάρι, μιγάδι, καλαμπόκι, και άλωνα.
Το χωριό είχε πολλά νερά, πολλούς κήπους, εδώ κάθε σπίτι είχε την περιοχή του, τα οποία τα εκμεταλλευτήκαν τότε, στην Κατοχή.
Νόμιζα ότι ήμουν σε άλλο πλανήτη, δεν υπήρχαν επιμιξίες οικογενειών.
Παλαιά υπήρχαν πολύ καλές σχέσεις, υπήρχαν πολλά συνοικέσια μεταξύ Στραπουργιών, Υψηλού και Αποικίων. Θυμάμαι μου έλεγε η μάνα μου, πως ο κόσμος ήταν κινητικός, δεν τον ένοιαζε ο ύπνος και το καθισιό. Ξεκίναγε από τα Αποίκια με το λαδοφάναρο και πηγαίναν στα Υψηλού βεγγέρα. Και είχαν και πολλά συνοικέσια. Ερχόνταν στους χορούς μας εδώ, αυτοί από κει δεν κάνανε χορούς, μόνο του Αγ. Παντελεήμονος. Τ’ Αποίκια είχε και πολλά καφενεία τότε, 6-7 καφενεία, κι έκανε πάρα πολλά πανηγύρια, στο διάβα της χρονιάς. Είχανε καλές σχέσεις με τα Απατούρια, Υψηλού, Στραπουργιές, Μεσαθούρι, με τη Μεσσαριά καμία σχέση.
Η ζωή εκείνη την εποχή ήταν όμορφη. Όταν γεράσει κανείς θυμάται τα μικράτα του, σαν όλα τότε να ‘ταν καλά, ενώ είχαν πόνο και δυσκολίες και φασαρίες. Αλλά έχει ορισμένα πράγματα τα οποία αν τα αγγίξεις έχουν ένα πολιτισμό και προπάντων μια εργατικότητα. Δεν ήταν ένα νησί του καφενείου. Και μόνο ότι το αίσθημα της ιδιοκτησίας ήταν τόσο πολύ ανεβασμένο στην Άνδρο.. Υπάρχουν τοιχογυρίσματα σε όλο το νησί. Ο τρόπος χτισίματος τους είναι αρχαιοπρεπής. Πρέπει να είναι πολύ παλαιά. Κι ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιούν για τις πέτρες αυτές είναι εντελώς αρχαίες, πχ. τα κορδώματα. Πιστεύω ότι σε μεγάλη άνθηση έγιναν αυτά μετά την Τουρκοκρατία ή όταν φύγαν οι Τούρκοι. Δεν ξέρω πως έγινε και βρεθήκαν ιδιοκτήτες τεραστίων εκτάσεων εκεί. Ένας προπάππος μου από τις Εβρουσές, βρέθηκε με περιουσία μέχρι τη Θεοτόκο, ή βρέθηκαν στον αγώνα με τεράστια προσφορά ή ήταν παγαπόντηδες και τους είχαν οι Τούρκοι.
Εμείς που πηγαίναμε στο σχολείο είχαμε πάρα πολλά βάσανα, γιατί ήμουν έξω, εδώ πάνω στο βουνό. Εδώ πάνω απάνω, ήταν ένας καθηγητής καλός, δεν ήταν κακός άνθρωπος. Αλλά τόσο πολύ φοβόμουνα μη με δει χωρίς πηλήκιο, είχα μαζί και το αρμεώνι, αυτό που βάζαμε μέσα το γάλα όταν αρμέγαμε, που πέρναγα μπροστά από το σπίτι του και φόραγα το πηλίκιο και μετά που πέρναγα το έβαζα και το έκρυβα και πήγαινα άρμεγα. Και ξανακατεβαίνοντας το ξανάπερνα πάλι, το φόραγα μήπως περάσω και με δει μπροστά από το σπίτι του.
Ερωτικά μεταξύ μας δεν είχε ακουστεί τίποτα, σπανιότατα. Οι πιο μεγάλοι 18-20, μέχρι 23 πηγαίναν φαντάροι. Εκεί υπήρχαν τα ειδύλλια αλλά ήταν τόση η φτώχεια, που ήταν το σύνηθες το κλέψιμο. Κάθε 15 ημέρες υπήρχε ένα κλέψιμο. Τις πηγαίνανε στο Γαύριο και μετά τις γυρίζανε και παντρεύονταν. Θυμάμαι έναν που ήταν έγκυος η γυναίκα και την έκλεψε, από το Κακοσούλι, η κοπέλα ήθελε να μείνει εκεί ο γάμος θα γινόταν στη Ζωοδόχο Πηγή και ο γαμπρός φορούσε…, ήρθε μια θεία μου από τη Χώρα και του πήγε ένα ωραίο πουκάμισο δώρο και τον ντύσανε γαμπρό., [Ελευθέριος Πολέμης]
Οι γιορτές έσπαγαν τη ρουτίνα.
Αποκριές-εορτές
Κρατούσαμε γενικώς τα έθιμα. Ήταν διαδεδομένο στ’ Αποίκια, γινότανε κάθε χρόνο με πολύ κόσμο ο Κλείδωνας. Εκεί βάζαμε μέσα σ’ ένα κιούπι, τραβούσαμε και διαβάζαμε κι ένα ποίημα μετά, ένα ποιηματάκι. Πολλές φορές αυτή η οποία τράβαγε έβλεπε μια γιαγιά και θέλαμε να την πειράξουμε και ήξεραν και λέγαν το ποίημα το δικό της . Κάτι τέτοια κάνανε,
Επίσης ένα έθιμο που υπήρχε εκείνες τις ημέρες ήταν τα τσούνια. Είναι ακριβώς, πως είναι το bowling, ήταν 9 ξύλα και πάνω όπως είναι το ποτήρι, τα στήναμε έτσι ώστε στη μέση να είναι ο εννιάριάς (τριγωνική διάταξη), και είχε και μπάλα και προσπαθούσες να τα ρίξεις. Αυτό μόνο το Πάσχα, ο εννιαριάς ήταν το μεσαίο, το πιο μεγάλο, πιο χοντρό ξύλο. Ήταν έθιμο Πασχαλινό…
Τα μάσκουλα ήταν πριν από τον πόλεμο, πριν γεννηθώ εγώ. Οπωσδήποτε, ήταν τεράστια ιστορία στα Αποίκια. Έχουνε χάσει χέρια και πόδια. Υπήρχε διαγωνισμός Κατασυρτή-Σάριζα, μάλιστα εκεί γύρω στο 1950-52-55, όταν αρχίσαν να στέλνουν τα πρώτα παιδιά σε μηχανουργείο για να γίνουν μηχανικοί στα βαπόρια, δυστυχώς ή ευτυχώς, όλοι οι κουμπούρες γίναν μηχανικοί, όσοι είχαν γνώσεις γινόνταν καπεταναίοι. Βγάζαν την τρίτη τάξη του Γυμνασίου και μετά πήγαιναν στα μηχανουργεία στον Πειραιά…και γινόνταν πολύ καλοί στη δουλειά τους εξαιρετικοί μηχανικοί. Αυτοί ερχόμενοι βρίσκανε κανένα κομμάτι σίδερο, το τρυπούσαν από πάνω και από κάτω κάθετα για να μπαίνει το φυτίλι και μετά μάσκουλα εδώ. Ο πατέρας μου το αγαπούσε πολύ το έθιμο αυτό. Σταύρωνε το Ευαγγέλιο στην Ανάσταση. Κατεβαίναμε στο Χειμαριώτη, ανεβαίναμε πάλι και στο δρόμο και καμιά 15αριά μπάμ μπάμ. Τους έλεγε στοπ σταματήστε για να περάσει και βάζαμε φυτίλι ανάλογα, και βάζαμε φωτιά όλοι μαζί. Ανάλογα με το μήκος του φυτιλιού οι εκρήξεις γινόντουσαν διαδοχικά. Εδώ έχει χάσει ένας το ένα του δάχτυλο, άλλος το αριστερό του χέρι ολόκληρο, ανοίξαν κάποια νάρκη και είχε μέσα νίτρο…[Ελευθέριος Πολέμης]
Την Πρωτοχρονιά, έπρεπε να έχεις βαρύ πένθος ή να είσαι τελείως ακοινώνητος, για να μη συμμετάσχεις στο έθιμο. Μαζευόμασταν παρέες, κάπου έπρεπε να πας πρώτος- πρώτος, ήταν το έθιμο να μπει ο παπάς πρώτος- πρώτος, κι από κει και πέρα ήταν παρέες των 10 των 12 των 15. Ήταν 3-4 που ήταν νεαροί, των 20, όχι κάτω των 18. Τα παιδιά του σχολείου δεν υπήρχε περίπτωση και πηγαίναμε στα σπίτια όλου του χωριού, όλη την ενορία και καταλήγαμε πάνω. Εκεί γινόταν το σώσε. Οι Κατακαλαίοι είναι 10 σπίτια και είχε 20 οργανοπαίχτες. [Ελευθέριος Πολέμης]
Η ζωή για τα παιδιά στο νησί ήταν κάτι που μόνο στα παλιά βιβλία βρίσκει κανείς. Ανεμελιά και σκανταλιές.
Αφήναμε παπούτσια, Ξυπόλητοι, ένα ζευγάρι παπούτσια μας είχανε πάρει και τα φορούσαμε πότε εγώ πότε ο συχωρεμένος ο αδελφός μου. Φτωχά χρόνια. Παίζαμε κυνηγητό, κυνηγούσαμε ο ένας τον άλλονε, παίζαμε μπούκο. Βάζαμε τα κυπαρισσόμηλα κάτω και με μια πέτρα στρογγυλή το σημαδεύαμε, καρτέρια κάναμε, τρέχαμε σα μουλάρια αυτά κάναμε.
Τότε δεν είχαμε πλυντήρια. Στη χαβούζα κάτω είχανε βάλει μια πλάκα κάτω και πλένανε οι γυναίκες εκεί. Η Μάνα μου και η αδελφή μου πλένανε εκεί. Και ήρθε ένας ψαράς μου λέει η μάνα μου ξέρεις, που έχω το ντενεκάκι με τα λεφτά. Άντε φέρει τόσα λεφτά, ψηλά, ήτανε ντενεκέδες του τσαγιού. Πήγα εγώ να πάρω τα ψηλά κλέβω και ένα δίφραγκο. Ήθελα να πάρω μια σοκολάτα που την πουλούσαν δύο δραχμές. Εκεί να δεις ξύλο. Πάω σ’ ένα ντουλάπι που είχε ένα γλυκό άσπρο, το υποβρύχιο. Παίρνω ένα κουτάλι έφαγα το μισό κεσέ. Από τη φούρια μου αφήνω και το κουτάλι μέσα και το κεσέ ξέσκεπο και φεύγω. Παίρνω και το δίφραγκο. Ήξερε η μάνα μου πόσα είχε. Βλέπει το κεσέ, βλέπει και τα λεφτά λέει μμμμμμμμμμ και με βουτάει. Έφαγες το γλυκό το δίφραγκο γιατί το πήρες; Για να πάρω μια σοκολάτα που πουλάει ο Κούλουθρος, που κάνει δυό δραχμές!
Φουμάραμε κρυφά. Έχω φάει ξύλο να μάθω να καπνίζω, πολύ ξύλο για να μάθω το τσιγάρο. Μου ‘διναν να φουμάρω , ζαλιζόμουνα τούμπα κάτω. Να ξύλο για να σηκωθώ επάνω να ξαναφουμάρω. Το ‘μαθα.
Άλλη μια φορά είχε κατσίκια στα χωράφια, εμείς τα λέμε κλείσματα αυτά, γιατί έχει τοίχο χτισμένο. Ένα φίδι είχε δαγκώσει ένα ρίφι και του είχε κάνει μια μούρη έτσι και ο ξάδελφος έλεγε, ελάτε βρε να το γαυγίσομε. Διάλεξε και καλό μέρος να το πάμε, σ΄ ένα γκρέμνο με ένα βράχο κάτω και ανοιχτό το μέρος. Μου λέει ο ξάδελφος άμα το γαυγίσει θα φωνάξει το ρίφι. Εμείς θα το παρατήσουμε να φύγουμε. Εγώ έτοιμος. Και του κάνει «τσε βαυ» και μπήγει μια φωνή το ρίφι. Πετιέμαι εγώ από εδώ και ο Μπόνης από κεί ίσαμε να σηκωθεί ο μπάρμπας μου επάνω μακριά εμείς. Μας πετούσε πέτρες, που να μας πιάσει. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Όταν ήμουν μικρός, εδώ έφτανε η άσφαλτος και στις άκρες ήταν χώμα 60 πόντους, το λέγαμε πεζοδρόμιο και εκεί παίζαμε τις μπίλιες, πηγαίναμε με τις δεκάρες να αγοράσουμε τις μπίλιες, ήταν πήλινες. Παιχνίδια κάναμε μόνοι μας. Τα Χριστούγεννα λέγαμε τα κάλαντα να μαζέψουμε λεφτά για να έχουμε για το Πάσχα, για τα πυρομαχικά να αγοράσουμε μπαρούτι λαδόκολλες, να φτιάξουμε αλευρόκολλα να φτιάξουμε τα σμπάρα. Αλευρόκολλα χρησιμοποιούσαμε και για τον αετό. Τον Γενάρη έπρεπε να κόψουμε το καλάμι για να είναι καλό, να το κόψεις στα τέσσερα, να το βάλεις δίπλα στη σόμπα ή στο τζάκι, να στεγνώσει για να φτιάξεις τον αετό.
Θυμάμαι με τον αδελφό μου είχαμε μαζέψει ξύλα ελατήρια, τιμόνι από παλιό αυτοκίνητο. Από το χασάπη είχαμε πάρει τις κόλλες τις μεγάλες και είχαμε φτιάξει κάτι σαν αυτοκίνητο, με καθίσματα. Πηγαίναμε στο ΚΤΕΛ και μαζεύαμε τα εισιτήρια, μπαταρίες φωτάκια, αυτοσχέδια όλα. Ο αδελφός μου, τον είχε πάρει ο πατέρας μου σ’ ένα ταξίδι, μας είχε εξηγήσει τη λειτουργία του βαποριού. Σ’ ένα λάινο είχαμε περάσει μια σωλήνα μέσα και κάναμε το βαπόρι και είχαμε τη σκάλα, μια ρόδα από ποδήλατο. Ανέβαινε ό ένας και έκανε τον τιμονιέρη. Να πετάξουμε σκοινί, δώσε κάβο, τροφοδοσία. Ο Στιούαρτ πήγαινε και έκοβε μανταρίνια πορτοκάλια. Βάζαμε φωτιά στη σωλήνα από κάτω και έβγαζε καπνό.
Το καλύτερο γήπεδο στ’ Αποίκια ήταν εδώ μέχρι το ξενοδοχείο του Μπέη, μετά το κατηχητικό 5-6, μπάλα. [Γιώργος Καΐρης]
Όμως και για τα παιδιά η ζωή δεν ήταν πάντα ευχάριστη.
Κατερίνα Ίσαρη η μητέρα μου. Ήταν στη Πόλη. Πέθανε όταν ήμουν τριών χρονών. Τότε κατέβηκα κάτω και είπα εσείς δεν ξέρω τι κάνετε εγώ πεινάω. Και ο μεγάλος μου αδελφός λέει, τι λές τώρα εσύ, εμείς εδώ χάσαμε τη μάνα μας. Εκείνος ήταν 9 χρονών, καταλάβαινε.
Την είχαν πάρει στη Πόλη κάτι συγγενείς, θέλανε να την κρατήσουν, δεν είχαν παιδιά. Οι γονείς της όμως είχαν άλλα μυαλά και για να την φέρουν πίσω της είπαν οι γονείς σου είναι άρρωστοι και η μάνα σου σε ζητάει να έρθεις πίσω.
Μου έλεγε ο πατέρας μου, μην αφήσεις ποτέ άνθρωπο, που θα περάσει από το σπίτι, να μην του δώσεις κάτι. Μα αν δεν έχω; Να του δώσεις ένα κρεμμύδι, μια φέτα ψωμί.
Τότε τρέχαν τα νερά. Ήρθε το εργοστάσιο, μια Βεργή και σε ένα μικρό διάστημα έριξε χρήμα, ήταν έξυπνη γυναίκα. Εκεί είχε μια ομορφιά, ήταν η ρεματιά, είχε κάτι πελώρια δένδρα, είχε πλατάνια, έτρεχε το νεράκι εκεί. Σ’ ένα μέρος είχε πηλό εκεί, το έπαιρνες και έκανες ότι ήθελες και έπαιρνα και έφτιαχνα διάφορα πράγματα και τα πήγαινα στο σχολείο. Από μικρή μου άρεσε. Τα έπαιρνε και τα έβαζα σ’ ένα χαρτόνι επάνω και μια μέρα ο αέρας μου τα έριξε όλα κάτω. Και καθόσουνα εκεί και άκουγες εκείνα τα αηδόνια το πρωί στη 5, τι ομορφιά. Τα έκλεισαν όλα, χάλασαν τη ρεματιά. Εκεί μέσα είχε μια στερνούλα. Δεν αντέδρασε κανένας, τους άρεσε. [Δωροθέα Τσινάκη]
Και το σχολείο ήταν ποδαρόδρομος!
Όταν ήμουνα παιδί περπατούσαμε κάθε πρωί μια ώρα για να πάμε στη Χώρα στο σχολείο. Για μπάνιο πηγαίναμε κάθε μέρα το καλοκαίρι από το σχολείο στο Νιμπορειό. [Νικόλας Ραΐσης]
Ο μπαμπάς μου είχε ταξί και έπαιρνε τα παιδιά από το σχολείο από τη Χώρα να τα φέρει στα Αποίκια, άλλους έβαζε στα φτερά. [Τάσος Χαλάς]
Τα προνόμια πάντα είχαν τα αγόρια και ειδικά ο πρωτογιός. Στα Αποίκια, η γη πήγαινε στον πρωτογιό, όλοι οι άλλοι ή στα πλοία πηγαίναν ή στην Αμερική. Συνήθως δεν δίνανε γη στη κόρη. Το σπίτι πήγαινε στη κόρη. Τάσος Χαλάς [Δωροθέα Τσινάκη]
Οι παιδικές αναμνήσεις πηγαίνουν σ’ ένα άλλο κομμάτι της ζωής παλιά, τα γλέντια και τις βεγγέρες.
Μεγάλωσα με φανάρι και πηγαίναμε βεγγέρες με τη γιαγιά. Στις βεγγέρες είχαμε διάφορα, οι πιο νέες κοπέλες πλέκανε δαντέλες, κεντούσανε, πλέκανε, παίζανε και σκαμπίλι, λέγανε ιστορίες, μαθαίνανε κανένα νέο και όλοι μαζί, θα γίνει κανένας γάμος κανένα προξενιό να τελειώσει, τότε γινόντανε τα προξενιό, όσες ξέρανε παραμύθια οι πιο παλαιές όσες ξέρανε.
Τη χαρά που είχα να έβλεπα τη γιαγιά να ανάψει το φανάρι να πάμε. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη ]
Στις βεγγέρες έλεγαν παραμύθια, που πια έχουν χαθεί. Ο παραμυθάς ήταν του Μηνά ο πατέρας. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Απαραίτητα στις επισκέψεις ήταν τα κεράσματα.
Το τρατάρισμα ήταν ένας δίσκος μακρύς με δύο χερούλια και βάζαμε 1, 2, 3 κεσέδες γυάλινοι με γλυκά του κουταλιού και είχες ένα ποτήρι με νερό και κουτάλι και έπαιρνε ο καθένας ότι ήθελε, και μετά έβαζε το κουτάλι στο ποτήρι και έπινε το νερό.
Το χειμώνα είχε τη φράπα, το νεράτζι, καλοκαιρινά, καρυδάκι, τριαντάφυλλο, βύσσινο, κεράσι, άνθος της λεμονιάς, παμπιλόνι η φραπά. Τη φράπα την αλλάζουμε νερά για να την κάνουμε γλυκό, και μετά τη βράζουμε [Μαρία Ραΐση]
Τα γλυκά ήταν, Τα καλτσούνια με τα καρύδια. Ένα πιάτο ψωμί, ένα κιλό καρύδια και μέλι. Δένανε το μέλι, ρίχνανε το ψωμί με τα καρύδια στο μέλι και γινότανε μπαλάκια -μπαλάκια. Ανοίγανε φύλλο, το πλάθανε, το γυρίζανε και το κόβανε, το αφήνανε και ξεραινότανε καλά και μετά το πλέναν και το βρέχαν με ανθόνερο.
Το παστέλι την Πρωτοχρονιά. Και άσπρο γλυκό, τη βανίλια. Η πεθερά μου ήτανε μαστόρισσα. Έβαζε τη ζάχαρη με το νερό, την έβραζε και έπηζε και μετά το γύριζε, το γύριζε και γινόταν άσπρο. Βάζανε και μαστίχα. [Μαρία Αντώνογλου]
Υπήρχαν και τα επίσημα κεράσματα. Οι ορντουνιές ήταν τα γλυκά που πηγαίνανε στο γάμο. Στου πεθερού μου το γάμο πήγα εγώ την ουρντουνιά. Είχανε κουραμπιέδες, καλσούνια, παντεσπάνια. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Τότε οι γάμοι γίνονταν στα σπίτια. Δεν γινόντανε σε εκκλησίες, ετοιμάστηκε να πάει γαμπρός ο πατέρας μου, ούτε ο πατέρας του ούτε η αδελφή του πήγε, η δε γιαγιά μου που τον αγαπούσε, η μητέρα του, πήγε. Κανονικά εδώ το πρώτο παιδί βγάζουνε αν είναι αγόρι το όνομα του πατέρα του, αν είναι κορίτσι, της μάνας του [Μαρία Ραΐση].
Η ηλικία για γάμο ειδικά στις γυναίκες ήταν στην εφηβεία. Παντρεύτηκα, εκεί ήμουνα πια μεγαλούτσικια, 18 χρονώ παντρεύτηκα [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Αλλά και γλυκά που έγιναν πασίγνωστα στο νησί, που γι’ αυτά μαζευόταν πελατεία στ’ Αποίκια.
Οι λουκουμάδες. Έβαζα καναδέζικο αλεύρι, δύο πακέτα και ένα ελληνικό, το ζύμωνα, έπιανα από τις 5 η ώρα από βραδύς και τελείωνα στις 3, κόσμος, κόσμος. Ερχόταν όλη η Άνδρος. Δεν μου αφήναν πιατάκι μικρό και μαχαιροπήρουνα μου τα κλέβανε. Δεν προλάβαινα. Το είχα στη γωνία κάτω από τη Σάριζα. Άμα ανέβαινε το προζύμι το ξαναζύμωνα, και ερχόταν από όλα τα χωριά. Είχα τρελαθεί, τελευταία ερχόντανε αλλά μου είχαν τελειώσει. Έκανα καλοί λουκουμάδες. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Τα καθημερινά γλυκά στο σπίτι ήταν από τα φρούτα ή τα ίδια τα φρούτα που τα διατηρούσαν με συγκεκριμένο τρόπο επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία.
Τα γλυκά μας ήταν τα σύκα κι όταν πατούσανε το ρετσέλι, μούστο από το πατητήρι, το κόβουνε με στάχτη και μετά κάνανε μουσταλευριά και ρετσέλι, βάζανε μέσα σταφύλι, κυδώνι, ξυνόμηλα, είχαμε δικά μας στο χωριό. Έδενε αυτό, ο μούστος (πετιμέζι) και κομμάτια τα φρούτα, γλυκό του βάζου. Βάζαμε και λυράκι, μελιτζάνα μέσα. Τα βάζαμε μέσα σε μπουρνιδάκι, τα πήλινα, τα καπακώναμε,ήτανε σφιχτουλό, σαν γλυκό του κουταλιού, το τρώγαμε το πρωί.
Τα σταφύλια τα κρεμούσαμε στη στεγασά (στην οροφή). Κάποτε ήρθε, ο Καμπάνης, ο δικηγόρος, και τον έβαλε η μαμά μου στο σαλόνι, κι είχε από πάνω στο ταβάνι, ήταν κυππαρίσια και η καλαμιά που πλέκανε και βάζανε από πάνω. Εκεί πέρα- πέρα είχε καρφιά πράμα, σταφύλι ένα-ένα κρεμασμένο. Τα αφήναμε να έχουμε το χειμώνα να τα τρώμε, να μη μας λείπει το φρούτο. Σ ένα μαντήλι σαν φιλέ, έβαζε τα ξυνόμηλα, δεν παθαίναν τίποτα πάνω στο χωριό είναι κρύο το χειμώνα και κρατούσαν στο σαλόνι, που δεν άνοιγε και πολύ συχνά. Είχε σταφύλια, μήλα, ρόδια. Όλα τα κυπαρίσσια ήτανε καλυμμένα και στην άκρη είχε και το τουλουμοτύρι. Κάνει ο κύριος Καμπάνης, κοίταζε από δω έβλεπε τα ωραία πράγματα και τη ρωτάει τι είναι αυτό, για το τουλουμοτύρι, και του είπε ότι ήτανε το τυρί εκεί. Θέλω να σου πω, αυτούνου του ανθρώπου δεν τα ‘ξερε αυτά τα πράγματα, να βλέπει τα σταφύλια να κρέμονται από τα κυπαρίσσια. Κρατάγανε από το Σεπτέβρη μέχρι το Φλεβάρη είχαμε το φρούτο μας, μαύρο σταφύλι, δεν μας έλειπε το φρούτο. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Οι δουλειές του σπιτιού, όμως, δεν ήταν μόνο αυτές. Κάποιες είχαν ολόκληρη ιεροτελεστία.
Το καφέ, που καβουρντίζαμε με το καβουρντιστήρι του καφέ. Ανάβαμε φωτιά, ούτε πολλή, δυνατή μέτρια και αρχίζαμε και το ανοίγαμε πότε- πότε να δούμε αν είναι καλός. Μετά βάζαμε και λίγο στάρι δικό μας και να μην είναι σκέτος και να είναι πιο πολύς και με ένα κουτάλι το βάζαμε σ’ ένα φλιτζάνι μεγάλο γιατί έπρεπε να κρατήσει από μήνα και άνω. Το βράδυ αυτή τη δουλειά γιατί την ημέρα δεν είχε περιθώρια. Αυτή το νέσιμο, το χειρόμυλο που αλέθαμε καλαμπόκι, λίγο στάρι, μπλιγούρι φτιάχναμε. Από τη Κατοχή έχουμε να φάμε αυτά τα φαγητά, λέγαμε είναι πολύ ωραία αυτά τα φαγητά, και έλεγε η μάνα μου να σας δώ, να σας δώ. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Ξεχασμένες πια σήμερα δουλειές.
Με χειρόμυλο, αλέθαμε την πράσινη φάβα, το μαέρεμα, [Μαρία Ραΐση].
Τραχανά κάναμε γλυκό ή ξινό, σε δύο κιλά γάλα κανόνιζα και παίρναμε μισό σιμιγδάλι μισό αλεύρι αλλά πιο πολύ σιμιγδάλι. Να γίνει το γάλα να ρίξουμε το αλάτι να το ανακατέψουμε καλά- καλά με ξύλινη κουτάλα. Μετά έχουμε τη λεκάνη έτοιμη με το σιμιγδάλι και το αλεύρι να ρίξουμε το γάλα μέσα στη λεκάνη και αρχίζουμε το ζύμωμα καλά- καλά. Να το αφήσουμε περίπου τρία τέταρτα ζυμωμένο μέσα στη λεκάνη για να έρθει να μουλιάσει λίγο. Και μετά αρχίζουμε με το μαχαίρι να το κόβουμε τεμάχια- τεμάχια και με το μασόξυλο και το απλώνουμε στο τραπέζι. Το βάζαμε μέσα στο σπίτι σε τραπέζια. Όταν στεγνώξει καλά γιατί έξω έχει μύγες. Στον ήλιο τον βγάζουμε όταν τον βάζουμε σε σακούλια, στον τουρβά όταν θα μείνει μ’ ένα γάντζο μια μέρα και μετά να μπει μέσα να πάει στη θέση του με τον τουρβά. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Και μια πιο άγνωστη δουλειά που όμως χρειάζεται για να γίνουν σωστά τα αμυγδαλωτά.
Το ανθόνερο το φτιάχνανε από νεραντζιές, τα φύλλα αλλά θέλει ποσότητα και κάνεις απόσταξη και τρέχει σαν το ρακί. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δουλειές ήταν και ο αργαλειός.
Εκείνα τα χρόνια είχε πολλοί αργαλειοί. Εγώ δεν τα ‘ζησα. Θέλανε να με στείλουνε και σε αργαλειό. Στη Χώρα υπήρχε ένας, η καταγωγή του Στενιώτης, ήταν Γιαλούρης, και είχε ένα υφαντουργείο, αργαλειό.
Αυτός είχε και μια μάνα, ήταν γεροντοπαλήκαρο, και ήταν λίγο λοξός. Με πήραν λοιπόν μια εβδομάδα στη Χώρα και πήγα εκεί να μάθω αργαλειό και να κάνω και δουλειές στη γιαγιά. Αυτοί είχανε σκοπό να κάνω δουλειές. Ούτε μια εβδομάδα δεν κάθισα και μετά πήγα στην Αντριάνα του Χίου. Είχε στη Χώρα μια οικογένεια Χίου, από δω μέσα από το χωριό ήταν. Είναι το ’30, αυτή έμενε μέσα και εκεί παντρεύτηκε. Αυτός όταν φύγαν από δω και έκλεισε το υφαντήριο, που χε δω, γιατί δεν έβγαινε. Φαλήρησε στην Αθήνα, πτώχευσε και δούλευε αυτή ύστερα και σπούδασε το παιδί της, κακό που τους είχε πιάσει. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει το σχολαρχείο και ήταν εγγράμματος πολύ αλλά είχε τη νοοτροπία τα αγόρια να μάθουνε γράμματα, τα κορίτσια ράψιμο, αργαλειό. [Μαρία Ραΐση]
Αλλά μια από τις πιο βαριές και φασαριόζικες δουλειές ήταν η μπουγάδα. Κάθε νοικοκυρά είχε όμως τις παραξενιές της.
Τότε πλένανε στη βρύση του Τρικολιού και όταν ήτανε να πλύνει, έριχνε ο ένας στου άλλου το νερό. Η μάνα μου σιχαινότανε να πλύνει με άλλους μαζί. Πήγαινε νύχτα με το λυχνάρι. Το λυχνάρι έχει ένα κοτσάνι πίσω για να μπήγεται μέσα στον τοίχο να φέγγει, λαδολύχναρο και πήγαινε νύχτα. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Για τη μπουγάδα είχαν συγκεκριμένες μέρες, δεν μπορούσαν να πάνε όλες μαζί. Είχε μια μικρή στερνούλα. Την ανοίγαμε πρώτα να έρθει καθαρό νερό, να ξεπλυθεί. Όταν είχες μπουγάδα ήταν όλη την ημέρα Και ο τρόπος που τα στύβανε γιατί δεν έπρεπε να έχουν βάρος όταν τα κουβαλούσανε, χρειαζόταν δύναμη και ειδικότητα. Και το δίπλωμα έπρεπε να είναι κανονικό για να τα στύψεις. [Δωροθέα Τσινάκη]
Εκείνα τα χρόνια να πάμε στη βρύση με τα κοφίνια από το σπίτι μας στη πλάτη. Εκεί τα άσπρα θα τα βάζαμε μπουγάδα. Αφήναμε το κοφίνι να στραγγίσει γιατί τρέχανε νερά. Μετά σε καμιά ώρα πηγαίναμε στο σπίτι, βάζαμε φωτιά σε ένα τέντζερη από πάνω και εν τω μεταξύ στο κοφίνι, βάζαμε από τσουβάλι επάνω τη στάχτη και μέσα στο βραστό νερό δάφνη και μ’ ένα κατσαρόλι με ένα χέρι να ραντίσουμε τη μπουγάδα. Αν είχαμε καιρό ξεβγάζαμε τη μπουγάδα αν δεν είχαμε την άλλη μέρα, αλλά μια μπουγάδα. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Οι πηγές και οι βρύσες στ’ Αποίκια ήταν πολλές. Κάποιες ήταν φημισμένες για το νερό τους όπως η Σάριζα Πηγές έχει πάρα πολλές, πρώτα- πρώτα τη Σάριζα, [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη] αλλά και η λιγότερο γνωστή της Αγίας Ειρήνης.
Της Αγίας Ειρήνης επάνω [στο μοναστήρι]. Εμφιαλώνανε το νερό και το σφραγίζανε με μολυβένια σφραγίδα βρέθηκε στο χώμα, γράφει Μεταλλικό νερό Αγίας Ειρήνης. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Ήταν και πηγή Σάριζα με τις ιαματικές ιδιότητες που είχε. Πριν το 1900 έγινε κάποια ανάλυση, η πηγή είχε νερό μεταλλικό. Ήταν καλό για τις πέτρες, ψαμίαση. Εγώ θυμάμαι κάποιο δικηγόρο Τσεκούρα, είχε λοιπόν ένα πακέτο σπίρτα με τις πέτρες που είχε αποβάλλει, και τις χτύπαγε και έλεγε «η Αγία Σάριζα».
Άλλο ένα νερό στα Αποίκια είναι της Αγίας Ειρήνης. «Ύδωρ Αγ. Ειρήνης Άνδρου». Έχω και βιβλίο. Είναι το πρώτο νερό που παρουσιάζεται στο βιβλίο που γράφει για τα ιαματικά νερά της Ελλάδας, στο Α. 1915-20-25, το βάζανε μέσα σε νταμιτζάνες μεγάλες, βάζανε φελλό, βουλοκέρι και με τη σφραγίδα. Το σφραγίζανε και πήγαινε επιτραπέζιο νερό στην Μεγάλη Βρεττάνια, στο ξενοδοχείο το Αυτοκρατορικό, στο ξενοδοχεία της Αγγλίας, άλλο ένα στην Κηφισιά. Περίπου 10 ξενοδοχεία παίρνανε νερό από την Αγ. Ειρήνη. Αυτά είναι γραμμένα, δεν είναι από το στόμα. [Ελευθέριος Πολέμης]
Κάποιες είχαν ονόματα και κάποιες έπαιρναν το όνομά τους από την περιοχή.
Η μικρή Πιθάρα, η βρύση, γιατί η γούρνα που πέφτει το νερό είναι σα πιθάρι.
Το Ρεματούσι άλλη πηγή. Έχει ένα εκκλησάκι.
Η πηγή που έχει μια βρύση προς τη Πιθάρα λέγεται Χειμαριώτης, έχει ένα σκέπαστρο.
Στο Τρικόλι υπάρχει άλλη που είναι κάτω από ένα σπίτι είναι η βρύση του Τρικολιού δεν έχει άλλη ονομασία.
Η Πλημμύρα που έχει πολύ χωνευτικό νερό. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Η βρύση, του Ταπούντα από το πατρικό μου βγαίνει από του Βαλμά το κτήμα από κάτω. [Μαρία Ραΐση]
Το νερό από μια πηγή δεν έφτανε ποτέ για το πότισμα έτσι είχαν χαβούζες, που τις γέμιζαν, όταν είχαν το δικαίωμα εκ περιτροπής και με αυτό το νερό πότιζαν.
Κάθε Τετάρτη πρωί ανατολή του ηλίου έχουμε νερό στο Κακοσούλι. Έπρεπε να το κλείσω και 12 η ώρα έπρεπε να έχει αδειάσει η χαβούζα να το έχει πάρει άλλος. Και εν συνεχεία κάθε Τετάρτη καλοκαίρι πήγαινα με τα πόδια στις Στενιές να κάνω μπάνιο. Ανεβαίναμε στα βραχάκια εκεί πάνω στη σπηλιά να κάνουμε βουτιές. Και κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά. [Μαρία Ραΐση]
Σε μέρη που δεν είχαν πηγές είχαν πηγάδια με μάγκανα. Αυτό ήταν κυρίως χαμηλά σε μικρούς κάμπους και όχι στ’ Αποίκια.
Τα πηγάδια που είχαν τα μάγκανα με κουβάδες σιδερένιους. [Περικλής και Δανάη Αθανασίου]
Το νερό ήταν σημαντικό στις πιο σπουδαίες στιγμής της ζωής. Στις κηδείες σπάγανε άσπρο πιάτο. Σταμνί με νερό να δροσιστεί η ψυχή του. [Ευγενία Πολέμη]
Η ζωή των αντρών ήταν τελείως διαφορετική καθώς και η διασκέδασή τους. Οι άντρες μαζεύονταν στα καφενεία και η επιστροφή στο σπίτι το βράδυ ήταν πολλές φορές επεισοδιακή μετά από το σχετικό κρασί ή ρακί.
Τα χρόνια τα δικά μας όλοι οι άντροι πίνανε και πηγαίνανε στο σπίτι ίσα- ίσα να κάνουνε καυγά. Η γυναίκα η κακομοίρα είχε ξαπλώσει ή τον περίμενε. Αυτός τα έκανε άνω κάτω. Αυτός την άλλη μέρα ήταν άλλος άνθρωπος. Αυτό δεν ήταν σ’ ένα σπίτι αλλά σε πολλά. Καμιά γυναίκα δεν παράτησε τον άντρα της αλλού που θα πάει αλλά και τι θα πει ο κόσμος. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Τ’ Αποίκια σαν ένα μικρό κέντρο της περιοχής με αρκετό πληθυσμό δεν είχε μόνο καφενεία αλλά και άλλα μαγαζιά.
Στα Αποίκια ήταν 4 μπακάλικα, 2 χασαπιά. Καφενεία ήταν ένα του Καρασταμάτη, του Μπονώρα απέναντι δύο, του Μπότη τρία, του Παπιδά εδώ πέρα 4, του Γιακουμή πέντε εδώ απάνω, μετά άνοιξε το Ρομάντικα έξη,. Ξενοδοχεία είχε του Μπονώρα και του Μπέη, κάθε καλοκαίρι γεμίζανε κόσμο. Νοικιαζόμενα δωμάτια. Φούρνος στου Ραϊση του Καρλαγιάννη, μπακάλικο και φούρνος. Χωριό αυτόνομο. Μαραγκούδικα δύο, τσαγκάρης ένας. Εγώ πρόλαβα το σχολείο το κάτω. [Γιώργος Καΐρης]
Είχε τρια μπακάλικα του Κούλουθρου και του Ραϊση και άλλος ένας Ραϊσης, αλλά είχε κόσμο.
Καφενεία ήταν του Καρασταμάτη ένα, απέναντι του Κούλουθρου που είναι το ξενοδοχείο, δίπλα από αυτό του Ραϊση και τα τρία γεμάτα. Εμείς τα παιδιά κάναμε τρέλες απόξω. Δεν μας αφήναν να μπούμε μέσα μας κυνηγούσανε. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Μαγαζιά άνοιγαν όχι μόνο επαγγελματίες αλλά και παλιοί ναυτικοί.
Ο πατέρας μου ήθελε να με στείλει με ιστιοφόρο αλλά απέτυχε. Ο πατέρας μου ήτανε στην Αλάσκα είχε πάει για μάλαμα μετά τα παράτησε και ήρθε εδώ και άνοιξε μαγαζί. [Νικόλας Ραΐσης]
Υπήρχαν βέβαια και οι πλανόδιοι έμποροι διαφόρων ειδών.
Περνούσε ο έμπορας με το αυτό στον ώμο, λάδι έπαιρνε, παίρναμε, κάμποτο, διάφορα ρούχα, με τον πήχυ, πανιά να ράψεις πια μεγάλη δουλειά. Ερχόντουσαν από τη Χώρα. Περνούσε ο ψαράς, δεν είχαμε ψυγείο, παίρναμε το ψάρι, δίναμε λάδι. [Μαρία Ραΐση]
Το χρήμα δεν ήταν ο τρόπος πληρωμής αλλά επικρατούσε το σύστημα ανταλλαγής προϊόντων.
Περνούσε ο ψαράς, δεν είχαμε ψυγείο, παίρναμε το ψάρι, δίναμε λάδι και τα τηγανίζαμε και τα κάναμε μαρινάτα για να κρατήσουμε, είχαμε φανάρι στο κατώι και από πάνω βάζαμε και αυτό, φρύγανο μην τυχόν και κατέβει μποντικός από κει και τρυπήσει τα τέλια και μας φάει αυτό. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Ο δρόμος του ψαρά ήταν πολύ μεγάλος αλλά και οι συμπεριφορές ευτράπελες.
Ήταν ένας λεγόταν Παντιδάς, στη Παλιόπολη, ο οποίος μόλις ερχόταν η τράτα και έφερνε ψάρι φρέσκο. Είχε ένα γαϊδουράκι και με δυό κασίτσες πλακέ. Πήγαινε κάτω και με μια αχιβάδα έριχνε ψάρια μέσα πολλά. Τα ‘φερνε από το βουνό. Ερχότανε και έβγαινε στη Πιθάρα και φώναζε, Ψάρια. Ερχόταν από το βουνό και εκεί κατέβαινε. Ερχότανε δρόμο δρόμο στο Τρικόλι και περιμένανε οι Τρικολιανές εκεί να πάρουνε ψάρια.
Ήταν ένας πολύ τσιγκούνης ήταν οι εποχή που ήταν οι κολοκυθιές αλλά εκείνος επειδή πολύ τσιγκούνιζε, πήγαινε η μάνα του και έλεγε Βαγγέλη, ψαράτσια. Α τα ψαράτσια γεννιώνται στη κολοκυθιά, δηλαδή να πάει στη κολοκυθιά να κόψει τα άνθη να τα τηγανίσει, να φάνε. Είναι άρρωστος ο Νικολός κυρά Φλωρέντζα; Ναι μάτια μου, ναι, ναι. Είναι άρρωστος δεν ξέρω τι έχει αλλά του έδωσε ο γιατρός διαίτα, του είπε να τρώει δυό πιατάτσα τραχανά και πίσω ένα αγγούρι. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Πάντα όμως οι κάτοικοι εκείνη την εποχή προσπαθούσαν να κάνουν όλες τις δουλειές μόνοι τους ακόμα και τις πιο ειδικευμένες.
Για τα γανώματα είχε. Εγώ μπορώ να γανώσω, έχω εργαλεία. Άμα δεν τά ‘ξερες αυτά χάθηκες. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Βασική δουλειά σε κάθε κοινότητα, η καλύτερα λειτούργημα ήταν ο παπάς με πολλές ιστορίες.
Όταν ήμουνα παιδί στη δευτέρα τάξη, εγώ ήμουνα συνέχεια με τον πατέρα μου στην εκκλησία. Δεν είχα και τίποτα άλλο να κάνω και διάβαζα τον Απόστολο και λίγο ψευτόψελνα. Αλλά αν είχε προ πάντως να κάνει λειτουργία στο νεκροταφείο πήγαινε το δρόμο αυτόν, δεν είχε αμαξωτοί. Ο πατέρας μου είχε τα χρεώδη, τα δισκοπότηρα και πήγαινα και εγώ και τον βοηθούσα και μου ‘δίναν κάτι και μένα. Ήταν μια λειτουργία από του Ντίνου του Βαλμά, την οικογένεια, οι παππούδες, η μάνα του, ήταν καλή η μάνα του, πήγαμε και επάνω, τελειώσαμε. Τα κατάφερα κουτσά στραβά, επήγαμε στο σπίτι να μας κεράσουνε μια βυσσινάδα στη μεγάλη κουζίνα, το καφέ μας, τα κουλουράκια ότι είχανε. Δεν ήταν Κατοχή ακόμα. Δεν θυμάμαι, εγώ ντρεπόμουνα το περιβάλλον. Παιδί ήμουνα και ήθελα να φύγω. Λέω του πατέρα μου, Μπαμπά θα φύγω εγώ, δεν μπορώ να κάτσω εδώ. Φύγε πάρε τη βαλίτζα και μόλα. Μόλις πάω να φύγω, έρχεται η γριά, η γιαγιά του Ντίνου, και μου δίνει ογδόντα δραχμές. Ξέρεις τι ήταν ογδόντα δραχμές, φουλ μεροκάματο μαστορικό. Τα πήρα τα κοίταξα καλά- καλά και αστραπή τον ανήφορο της Σάριζας. Η μάνα μου δυστυχούσε τότε είχαμε δυσκολίες. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα είμαστε εφτά άτομα. Πάω εκεί. Μου λέει που είναι ο μπαμπάς. Είναι εκεί και πίνει καφέ. Λέω μάνα τρέχα, λεφτά μου δώσανε, λεφτά μαμά. Ποιός σου τά ‘δωσε; Η κυρά Λένη μου τά ‘δωσε. Σίγουρα δεν βρήκες πουθενά και τα πήρες.
Όχι, μου τα δώσανε. Της έδωσα χαρά που έδωσα της μάνας μου τα λεφτά. Ήθελα και γω σαν παιδί να παίξω. Ήρθε ο πατέρας μου. Που’ ναι αυτός. Αυτός είναι απόξω και παίζει. Δε μου λες είδα εκεί κάτω πήγε η γριά και τού ‘πε του παιδιού, μπας τού ‘δωσε λεφτά. Λέει η μάνα μου λεφτά και πολλά λεφτά όχι αστεία. Λέει, Σοβαρά. Ογδόντα δραχμές. Λέει δεν μπορεί λάθος θα είναι. Δηλαδή τα δώσανε αυτουνού, δεν τα δώσανε σε μένα.
Πριν από μένα ψέλνανε αρβανίτικα [στη Βουρκωτή].
Ήταν της Δέσποινας κάποιες θείε, οι οποίες την αγαπούσανε τρελά. Όταν αρραβωνιάστηκε τον Δημήτρη εκείνες κλαίγανε. Θα μας πάρει την κοπέλα. Η μια είχε έναν γέρο οι άλλες δύο μένανε στη Βουρκωτή σ’ ένα κεραμιδένιο σπίτι χαμηλά. Πέθανε η γριά. Η πιο νέα, που ήταν και κουτσή, η Βαγγελιώ, είχε ένα πουγκί και φοβότανε να μην της πάρουνε τα λεφτά. Και τι έκανε εκεί που ανάβανε φωτιά σε κάποιο χώρο, είχε στάχτη, έβαζε το πουγκί μεσ’ τη στάχτη και καθόταν από πάνω, να μην της πάρουν τα λεφτά. Μετά από καιρό κατέβαινα στο γεφύρι να φύγω. Με περίμενε η Βαγγελιώ. Κρατούσε κάτι στα χέρια της και μου λέει, Έλα δω, ήταν το αρβανίτικο. Τι είναι βρε Βαγγελιώ. Πάρε τούτο, το είχε εκείνο, να το πάει εκεί. Ήταν ένα τυπαράκι με κερί μέλισσας το είχε τάξει η αδελφή της η Μαρία να το πάει στη Τήνο. Τούτο ήτανε εκεινής και να το πάει στη Τήνο.
Εγώ είχα τάνκια από κάτω και έφτιαχνα τα δικά μου κεριά.
Είχα ένα ταγαράκι, το ταγαράκι είχε μέσα ένα πουλόβερ, ένα φακό, μια φανέλα και ένα πορτοκάλι. Ψωμί δεν είχε γιατί με φιλοξενούσε η συχωρεμένη κυρά Μόσχα του Κατσαρού στη Βουρκωτή, χωρίς δρόμο, χωρίς φως, χωρίς νερό. Δεν είχε ανέσεις αλλά το χωριό ήταν καλό είχε και φούρνοι γεμάτο, με αγαπούσανε οι Βουρκωτιανοί.
Είχα τον μπαρμπα Νικόλα, ήταν ψάλτης ο καημένος αλλά έπρεπε να έχεις νεύρα να τον ανεχτείς. Είχε ένα εγγόνι κωφάλλαλο και το είχε πάρει ο μπάρμπα Νικόλας κατάκαρδα το πράγμα. Μια μέρα λοιπόν τελείωσε η λειτουργία. Ήμουνα στη Προσκομιδή να καταλύσω άγια. Αυτός ήταν από πίσω μου και ο Καλαβρογιώγης, παλικάρι πρώτο. Βοηθούσε στην εκκλησία μακάρι όλοι. Και ακούω ένα ντιννν ένα σωρό μετάλλου, που έπεσε χάμω. Κοιτάω και εγώ και βλέπω ένα τάμα. Ένα μωρό με τις φασκιές. Λέω που το βρήκατε αυτό παιδιά. Λέει ο μπάρμπα Νικόλας, Δεν ξέουρου. Και που βρέθηκε αυτό από το Θεό έπεσε χάμω. Αυτός είχε το τάμα και ήθελε να το βάλει κάπου κρυφά, να το πάρω να το βάλω στη Παναγία και του ξέφυγε και έπεσε χάμου. Τον λυπήθηκα με αυτό. Το παιδί έγινε καλό, έχει γίνει τσαγκάρης αλλά χάθηκε ο πατέρας του. Πνίγηκε το βαπόρι ολόκληρο χάθηκε σύψυχο στο Βόρειο Ατλαντικό. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Το τι πρόσφερε ο κάθε ενορίτης κάθε χρόνο στον παπά, στη γιορτή της εκκλησίας, μέσα σε όλα αυτά. Φέρναν στον πατέρα μου από κάθε σπίτι μια κουλούρα, τρώγαμε. Το έκοβε η μητέρα μου το έβαζε στο φούρνο, το’ κανε παξιμάδια. 50 σπίτια, δεν έφερναν κι όλοι, έδινε κι η μάνα μου χάριζε, [Ελευθέριος Πολέμης]
Ένα παπαδοπαίδι θυμάται.
Να σας πω τώρα πως έκανα τα παπούτσια μου. Κάθε φορά στα Φώτα καθόμασταν στην εκκλησία από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν ήξερα εγώ τι θα πει Κυριακή, να κοιμηθώ. Ήμουν ψάλτης. Πρώτα έλεγα το Πάτερ Ημών και μετά πήγαινα σχολείο, κι ακόμη είμαι ψάλτης. Έχει γίνει πια βίωμα. Σηκωνόμασταν πάρα πολύ πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία, στον αγιασμό, εκκλησία χωρίς φώτα, ξέρετε φοβόμουνα, κάτι γέροι, γριές γυναίκες, στον αγιασμό, με τα μαύρα κάτι χήρες, σιλουέτες να κρέμονται να αιωρούνται, και μετά πηγαίναμε στο σπίτι, ένα ζεστό να πιούμε, κάναμε νηστεία, ελιές και περνούσα μέσα απ’ τα κτήματα και βγαίναμε Κατακαλαίους Πρώτο σπίτι ήταν του Φιλάρη και μετά του Λεωνίδα που ήταν η κυρία Αλεξάνδρα η γιαγιά, «καλημέρα, παπά, κάτσε κάτω, για να καθίσει η κλωσσού, αν καθόταν ο παππάς, θα καθόταν η κλωσσού». Μετά γυρνάγαμε τ’ Αποίκια. Είχα λοιπόν, ένα φανάρι, λαδοφάναρο και σε κάθε σπίτι που πήγαινα, έδινα το φως του αγιασμού από το καντήλι. Όλοι αυτοί ‘δίναν κάτι στον πατέρα μου και πάντοτε και σε μένα, μικρό παιδί, 1949-53 με τον Μαρκεζίνη, μέχρι τότε ήταν χαρτί χιλιάρικο. Φουσκωμένος από λεφτά έτσι επήγαινα στο σπίτι. Τόσο σκοτωμένος από την κούραση, έπεφτα για ύπνο κατευθείαν. Την επομένη ήταν της Βαπτίσεως και μετά έλεγα στη μάνα μου άναψε μου το σίδερο και σιδέρωνα τα χρήματα. Ήταν 500άρικα και 1000άρικα όλα. Επήγαινα μετά στη Χώρα σ’ ένα παππού, υποδηματοποιός. Μου ’λεγε « βγάλε την αρβύλα σου ρε». Έβαζα το πόδι μου μπροστά στο μαρκόνι και μου έπαιρνε τα μέτρα. Μου έφτιαχνε αρβύλες λοιπόν, όλη η αρβύλα ήταν γεμάτη πρόκες και μπροστά είχε μικρό πέταλο και πίσω είχε πέταλο αλογίσιο κανονικό. Πήρα λοιπόν καινούργια. Η κάθε αρβύλα ήταν 2-3 κιλά, και τα κορδόνια ήταν από το ίδιο το υλικό. Στο Γυμνάσιο εκατέβαινα κάτω στην Αγορά σ’ ένα μαγαζάκι μαζευόμασταν όλα τα Αποίκια, 35 παιδιά. Με αυτές τις αρβύλες νόμιζα πως ήμουν, ο φον Κανάρης. Ερχόμουν στο σπίτι έβαζα τα κλάματα, μαμά δεν μπορώ με πιάνουν,.πόναγα και μου έβαζε η μαμά μου άλοιμα, λίπος, και μετά σιγά- σιγά άνοιγε. Αυτό ήταν το παπούτσι της χρονιάς. Την άλλη χρονιά, στα Φώτα πάλι έκανα τα άλλα, δεν ήξερα ποτέ τι θα πει παπούτσι κανονικό. Την αρβύλα αυτή, όταν ερχόταν το καλοκαίρι τη βγάζαμε. Αγκάθια ότι θες δεν μας ένοιαζε καθόλου. 1-2-3 μέρες, μετά συνήθιζε το πόδι. Περπατούσαμε ξυπόλητοι. Και στην εκκλησία εγώ πήγαινα ξυπόλητος. [Ελευθέριος Πολέμης]
Ήτανε κανα δυο γυναίκες στα Απατούρια, που είχανε καπετάνιο και μηχανικο άνδρα. Είχε τζάμι μπροστά και έτρεχε, μόλις με έβλεπε στη γωνία. Και βρε καλώς το βρε καλώς το, διαβασε μου το, «Αναχωρήσαμε από Νέα Υόρκη για Ιαπωνία φιλιά Λινάρδος». Είχε μεγάλο κτήμα πορτοκάλια, τι μου άρεσε, γλυκά με φόρτωνε, εκεί ήτανε τάλιρο, μεγάλο ποσό, ενώ το μεροκάματο είχε 20-25.
Τα κακά μαντάτα τα πήγαινε ο πατέρας μου…[Ελευθέριος Πολέμης]
Τρικόλι, Σάριζα, Ταξιάρχης, Κατασυρτή, η Αγ. Κυριακή, (κάτι με κοντά στο νεκροταφείο)…μια γκρεμισμένη εκκλησία πάνω στ’ Απατούρια, και ο Αγ. Τρύφωνας, 7 ενορίες. Τότε δεν είχε το Τρικόλι ενορία, ήταν η Σάριζα. [Ελευθέριος Πολέμης]
Όπως σ’ όλες οι Κυκλάδες έτσι και στη περιορισμένη περιοχή της Κοιλάδας και ειδικά στ’ Αποίκια υπήρχαν πολλές εκκλησίες. Κάποιες έχουν ιστορία.
Παναγιά η Καταφυώτισα
Η Καταφιώτισσα είναι θαυματουργή και ανήκει στον Αη Νικόλα το μοναστήρι. [Δημήτρης Ζαννάκης]
Όταν γινόταν επιδρομή στα Αποίκια τρέχανε και κρυβόταν εκεί οι χωριανοί, από Τούρκους και πειρατές. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Η μάνα μου μού ‘λεγε ότι είχαν γίνει θεραπείες ασθενών στη Καταφιώτισσα. Η πόρτα της ήταν αλλιώς. Η εκκλησία, ήταν πιο μικρή. Ήταν μια μεγάλη ξύλινη πόρτα με στρόφιγγα και από κάτω είχαν ένα τσαρούχι από κομμάτι ρόδα για να μην σφυρίζει ο στρόφιγγας. Και ακουγόταν πάνω στο Τρικόλι. Αν ήταν η περίπτωση να ιαθεί κάποιος ασθενής, βλέπανε φως στη Παναγιά τη Καταφιώτισα. Εντωμεταξύ είχε αγίασμα μέσα αλλά τα τελευταία χρόνια τα ταράξανε όλα στη εκκλησία, στο εσωτερικό περιβάλλον. Ήταν ένα μικράκι και μας έδινε η μάνα μας ένα μαστραπαδάκι και παίρναμε αγιασμό μέσα. Την λένε έτσι γιατί πιο πάνω την εποχή της τουρκοκρατίας ήταν το σπήλαιο, το καταφύγιο, που κρυβόνταν.
Η διαμπερής τρύπα ήταν και άλλο κομμάτι και έπεσε από εκεί πηγαίναν οι άνθρωποι στο σπήλαιο. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Η Καταφιώτισα, το λένε καταφύγιο γιατί όπως είναι ο βράχος επάνω έχει μια τρύπα μεγάλη από επάνω μέσα απ ο το βράχο. Αλλά δεν μπορεί να πάει εκεί άνθρωπος. Οι αρχαίοι όμως κατεβαίνανε, δεν ξέρω πως, και βράζανε λάδι και περιχύναν τους Λιαπηδες τότε. Δεν είχαν όπλα τότε και επειδή κρυβόντουσαν εκεί το βγάλανε καταφύγιο και την εκκλησία επειδής είναι δίπλα στο βράχο Καταφιώτισα. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Κατασυρτή
Οι διάφορες αφηγήσεις για τη Κατασυρτή είναι παραπλήσιες αλλά όλες έχουν κάτι διαφορετικό να προσθέσουν.
Η Κατασυρτή, είναι μεγάλο θαύμα εκεί, η πρώτη εκκλησία ήταν ένα μικρό εκκλησάκι στου Μπέη το ξενοδοχείο εκεί γύρο. Έγινε μια μεγάλη νεροποντή. Ξεκόλλησε ολόκληρο και έφυγε και πήγε εκεί που είναι η μεγάλη εκκλησία σήμερα. Το θάψανε το εκκλησάκι μέσα στο ιερό της εκκλησίας και χτίσαν τη μεγάλη εκκλησία. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Η Κατασυρτή ήταν από επάνω από του Μπέη το ξενοδοχείο, δεν ήταν τόση μεγάλη ήταν μικρό. Ένα πρωί σύρθηκε εκεί κάτω και δεν βούλιαξε, σύρθηκε και πήγε και στάθηκε εκεί, όλο το εκκλησάκι. Έτσι μου έχουνε πει. Και την κάνανε μεγάλη εκκλησία σε εκείνο το μέρος που σταμάτησε η εκκλησία. Σεισμός έγινε πως έγινε επήγε όλη η εκκλησία εκεί κάτω χωρίς να φύγει πετραδάκι από πάνω. Και την βουλιάξανε και χτίσανε μεγάλη. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Ήτανε ένα θαύμα, ήτανε ένα μικρό εκκλησάκι το οποίο πρέπει να ήταν πιο ψηλά από τη θέση του, στου Μπέη το ξενοδοχείο από πάνω, και μετά από μια νεροποντή, κατρακύλησε και πήγε παρακάτω και έμεινε εκεί. Ήτανε όλο σε βράχο. Έκοψε και ήρθε όλο κάτω. Έφτιαξαν από κάτω πιο μεγάλη εκκλησία και θεωρήθηκε θαύμα, γιατί σύρθηκε. Δεν είναι πολύ παλιά ιστορία. Υπάρχει και τροπάριο της Κατασυρτής. Κάθε 15Αύγουστο έχει ένα κρινάκι ξερό και την ημέρα εκείνη ανοίγει. [Λεωνίδας Στεφάνου]
Η Κατασυρτή, λένε ότι ήταν επάνω η εικόνα που βρήκανε και σύρθηκε εκεί που είναι και τη κάνανε βυζαντινή. Είδαν την εικόνα συρμένη εκεί και χτίσανε την εκκλησία. Της Παναγίας η εικόνα δακρύζει. Απέναντι στην Αγία Μαρίνα έχουν γίνει θαύματα. [Δημήτρης Ζαννάκης}
Η Κατασυρτή είχε ένα τέμπλο ξυλόγλυπτο μετά το κάνανε μάρμαρο. [Δωροθέα Τσινάκη]
Υπάρχουν όμως και άλλες εκκλησίες και ιεροί τόποι.
Ο Σταυρός είναι στη τρύπα, λίγο πιό μέσα είναι η Καταφιώτισα ή Σπηλιώτισα. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]
Η παλιά η Κοίμιση , ήταν μικρούλα και είχε την πόρτα από την ανατολή. Πάνω στο γκρέμνο ήταν η πόρτα. Ο πατέρας μου την εγκαινίασε την μεγάλωσε το απογευματινό της παραμονής του δεκαπενταυγούστου που βομβαρδίσανε οι Ιταλοί την Τήνου. Ήμουνα εγώ εκεί παιδί. Όταν πέσανε οι βόμβες η εκκλησία σείστηκε. Μου λεει ο πατέρας μου άκουσες τίποτα. Λέω άκουσα ένα μπουμ εκεί στην Τήνο. Το βράδυ τα μάθαμε. Ήταν μικράκι, δεν ήταν σπηλιά ήταν εκκλησία με μπουντουλούμια. Αλλά δεν χωρούσαν οι άνθρωποι, δεν μπορούσαν να κάνουν πανηγύρι. Ο πατέρας μου 40 μέρες ανεβοκατέβαινε με τους Κατακαλιώτες και κοσκίνιζε άμμο του ποταμού μέσα στα ξερορέματα γιατί δεν χαλάει ποτέ η θάλασσα έχει την αρμύρα και σοβαντίζανε αυτοί. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Στο ρέμα στη Αγία Κυριακή, στο ρέμα μέσα, επειδή η εκκλησία ερήμωσε της κάνανε τραβάκα να βάλουνε τσίγκους γιατί δεν είχαν οικονομική βοήθεια και κουβαλούσανε τα κυπαρίσσια από εκεί κάτω, επάνω. Ο παππούς της Ευαγγελίας είχε στραμπουλίσει κάτι πλατάνια πιό εκεί κάτω. Τό ‘βαλε αντιγούνι στον ώμο σήκωνε αυτό το βαρύ και πήγε και το ‘χωσε στη λάσπη. Στις τραβάκες κάτι ξυλάκια που τα βάζουνε από κάτω τα λένε αντιστέκια, αντιγούνι είναι κάτι που βοηθάει να βαστάς βάρος. Αυτός έβαλε λοιπόν ένα ξύλο από δω και πήγαινε κάτω από το κυπαρίσσι που βαστούσε στον ώμο του. Ο γέρο Καλαμπούκης το κάρφωσε στη λάσπη αλλά αυτό ήταν φρέσκο και ρίζωσε και βλάστησε και έγινε πλάτανος. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Το Κακοσουλι όταν εγώ ήμουν 18 χρονών πανηγύριζε με πανηγύρι τρανταχτό της Ζωοδόχου Πηγής, το εκκλησάκι επάνω. Το 1930 χτίστηκε, ο Καραμπουρνιώτης είχε μια αδελφή μοναχή. Αυτή με μια φιλενάδα της ήρθε εδώ και είδε τα θεμέλια ότι υπήρχε εκκλησία. Επειδή είναι δίπλα στα νερά έκαναν έρανο και το παρέδωσαν σε μας στη Σάριζα. Και ήταν μια και μου έλεγε να φέρω το σαντούρι εδώ, Βάλτο πάνω στη κασέλα για αν είναι σίγουρη ότι την ημέρα της γιορτής θα ήταν το σαντούρι εκεί για να γλεντήσουμε. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, χτίστηκε σε μια βραδιά, είχε πέσει μια αρρώστια στο Κακοσούλι, ήταν πολλές οικογένειες εκεί, ζούσαν όλοι μαζί, παιδιά- παιδιά- παιδιά. Είχε πέσει πανώλη και χτίσανε για μια βραδιά το εκκλησάκι, λίγο- λίγο το επισκευάζανε. [Μαρία Ραΐση]
Τέλος στην περιοχή υπάρχουν δύο μοναστήρια, η Αγία Ειρήνη και η Αγία Μαρίνα, που εγκαταλείφθηκαν με το διάταγμα διάλυσης των μονών επί Όθωνος. Σήμερα μόνο η Αγία Μαρίνα ξαναλειτουργεί σαν μοναστήρι.
Η Αγία Μαρίνα, το μοναστήρι το πρόλαβα βουλιαγμένο. Σ’ αυτό το μοναστήρι ήταν καλόγριες. Πήγαινε ο κόσμος της Αγίας Μαρίνας εκεί, βιολιά λαγούτα και παίζανε χόρευε ο κόσμος ίσαμε το βράδυ και κανά δυό βαρέλια κρασί, και απέξω καθόταν χάμω ο κόσμος σε πέτρες επάνω και χόρευε. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Αυτό το μοναστήρι έχει συνδεθεί με άσχημες ιστορίες. Η μια έχει καταγραφεί από τον Πασχάλη, που αναφέρει ότι εκεί μέσα είχε εγκατασταθεί κιβδηλοποιείο νομισμάτων, φυσικά παράνομο και η άλλη:
Η Αγία Μαρίνα, το μοναστήρι διάλυσε την εποχή του Οθωνα, και ο μητροπολίτης Άνδρου πήγε και είπε το μοναστήρι διαλύεται. Λέει εμείς είμαστε καλογριές που να πάμε. Λέει του μητροπολίτη με παντρεύεσαι, Αγαθή νομίζω τη λέγανε, και τότε κρύφτηκε αυτός και έκλαψε. Διελύθει το μοναστήρι και αυτές φύγανε έξω στα αρβανιτικόχωρια και όποιο παιδί έγινε το ‘λέγαν Θεόδωρος, δηλαδή δώρο Θεού και το κορίτσι Θεοδώρα. Υπήρχε ηθική πτώση στο μοναστήρι. Όταν διέλυσε ήταν παρεκκλήσι της Σάριζας. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Η Αγία Ειρήνη ήτανε καλόγριες, οι καλόγεροι ήταν στον Άγιο Νικόλαο. Αυτό το κτήμα το είχε ένας θείος μου. Το μοναστήρι και η εκκλησία ήταν δικιά του αλλά όπως μπαίνεις μέσα από κάτω ήτανε οντάδες, ένας οντάς μεγάλος, το είχε κελί κονάκι. Αλλά άφηνε το κόσμο να μπει και να λειτουργήσει. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Η Αγία Ειρήνη είναι κεντητό από μέσα και γινόταν γλέντι και πηγαίναν τα βιολιά. [Ιπποκράτης Πολέμης]
Το τέμπλο της Αγ. Ειρήνης είναι του 1806, μάλλον είναι Τηνιακό. Έχει 5 δωμάτια, κάτω υπόγεια, μπροστά, τα 2 ακραία είναι τουαλέτες τούρκικες χαμάμ και τα 3 αριστερά είναι κελιά μοναχών και μάλιστα έχουν αυτό που λέμε λοξύκα και μπαίνει το φως. Η νοοτροπία ήταν, καλόγεροι να μην τους βλέπουνε, ενώ τα 3 δεξιά είναι αποθήκες. Υπάρχουν κι άλλα μοναστήρια στην Άνδρο, έχουνε πέτρες μεγάλες, ενώ αυτό έχει που λέμε «φτενάδια» 3-4 πόντους. Ο τρούλος έγινε το μέσα- μέσα με κορασάνι. Το κορασάνι ήτανε άμμο του βουνού από τα ρέματα πάνω στο βουνό χωρίς αλάτι, μαζί με ασβέστη και μαζί με τριμμένο γλαστρί, κεραμίδι, αθάνατο. Δυσκολεύτηκαν να το καθαρίσουν.
Η είσοδος είναι από την άλλη ανατολικά, δεν είναι αυτή που βλέπουμε. Αυτή είναι έξοδος προς τα κτήματα. Είναι πίσω από το ιερό, είναι κτισμένη, την έχω κλείσει. Είναι όλη η εκκλησία μπαζωμένη.
Το πήρα γιατί ο δρόμος που πήγαινα παιδί στου παππού μου στα χωράφια στη Θεοτόκο και το ‘δα έτσι γκρεμισμένο και για να σώσω την εκκλησία. Μόλις το πήρα μαζευτήκαν κάτι «ξυλοκαλόεροι, δηλαδή δώσε και μένα μπάρμπα…» και ρωτούσαν αν θα το ξαναφτιάξει το μοναστήρι.
Το μοναστήρι αυτό άρχισε να χτίζεται το 1780, από 2 αδέλφια στα Απατούρια και μετά όταν το αφήσαν σε ένα θείο τους δεσπότη πρώην Μεσημβρίας και όταν αυτός πέθανε αυτό αρχίσανε δικαστήρια επί δικαστηρίων. Έχω πρακτικό πωλήσεως του 1897, που αναφέρει «το αμπελοχωράφιον μετά υπάρχοντος ύδατος και μετά του αυτού ευρισκομένης ερειπωμένης μονής».
Ευρήματα κατά την αποκατάσταση του χώρου
Δεν έχουμε σκάψει καθόλου, παρά δεξιά και αριστερά, (αποκατέστησε τη δίοδο του νερού της πηγής κιούγκια). Βρήκαμε 1 πιθάρι και 3-4 πέτρινα στρογγυλά σκεπάσματα,
Και την εικόνα, τους πήρε 5 μήνες ο καθαρισμός. Σε καζάνι αζώτου να σκοτώσουν το σαράκι
Πήραν τον κώδικα της μονής και τη σφραγίδα για το νερό στον Αγ. Νικόλαο, είπαν πως θα τα επιστρέψουν. [Ελευθέριος Πολέμης]
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: VANG LOUK