Νέα

Εικόνες του τοπίου (8) – Τα Αποίκια, του Γιώργου Σπέη

Τα Αποίκια

Την ανέπνεες τη δροσιά το καλοκαίρι. [Δωροθέα Τσινάκη]

 Ο δεύτερος άξονας της κοιλάδας είναι τα Αποίκια. Θεωρείται ένα από τα αρχοντοχώρια της Άνδρου αλλά και ένα από τα αρχικά ναυτικά μέρη, μαζί με τις Στενιές και τη Χώρα, παρ’ όλο που βρίσκεται ψηλά στο βουνό. Οι αρχοντικές οικογένειες ήταν φεουδάρχες. Είχαν σχέση καθαρά με τη γη, καμία σχέση με τη θάλασσα. Σαν θεσμός χάνονται στη εποχή της φραγκοκρατίας και παρακμάζουν γοργά με την ανάπτυξη της ναυτιλίας. Σήμερα ελάχιστα υπολείμματα αυτών των οικογενειών υπάρχουν, γιατί η τάξη τους δεν τους επέτρεψε να γίνουν έμποροι-ναυτικοί παρ’ όλα τα χρήματα, που είχαν και γενικά ξέπεσαν με πολύ λίγες εξαιρέσεις. Σαν τόπος αρχόντων τα Αποίκια είχαν πύργους. Αν οι Στενιές έχουν έναν πύργο, τ’ Αποίκια είχαν πολλούς.

 Τους Αποικιανούς τους λέγαμε αρχόντοι και δυο τρεις τις λέγαμε κοτζαμπάσηδες. [Εριφύλη]

Από τις περιγραφές κατά βάση ήταν πυργόσπιτα, δηλαδή μεγάλα αρχοντικά σπίτια με κάποια οχύρωση. Δυστυχώς τα περισσότερα δεν υπάρχουν πια.

 

 Το σπίτι ήταν από τον Γιωργάκη τον Μπουτζία, τον έλεγαν Μπουτζία γιατί είχε τις λίρες στο μπουτζί. Ήταν δύο αδέλφια, είχε και την Αγία Ειρήνη. Ο αδελφός του του τα έφαγε και έμεινε με αυτό το σπίτι, που το προίκισε στη κόρη του. Το σπίτι το δώσανε της γιαγιάς και ο προπάππους ήρθε εδώ γαμπρός. Το σπίτι ήταν Παλαιολόγου. Το σπίτι αυτό το λέγανε πύργος και μάλιστα όταν βομβαρδίζανε οι Γερμανοί στη Χώρα, ήρθαν και κρυφτήκαν στο κατώι εδώ γιατί το θεωρούσαν το σπίτι γερό. Το σπίτι έχει τοίχους που ξεκινάνε από 1.60 ντουβάρι κάτω και φθάνει 80 πόντους, 220 τετραγωνικά με τρία δώματα. Το σπίτι είχε πυρομάχους στη κουζίνα και η σάλα είναι πιο ψιλή για τις κρεβάτες για το μετάξι, το σπίτι είχε τρία δώματα. Ο Γιωργάκης Σπυρίδων στα 75 του χρόνια έφτιαξε αυτό το σπίτι και το έδωσε στη κόρη του Ειρήνη το 9. Όταν έγινε 20 χρονών πήρε το Νικόλαο Παλαιολόγο το μπαμπά της γιαγιάς. Ο Σπυρίδων κρατούσε από τ’ Απατούρια. [Γιώργος Καϊρης]

Πολλά ονόματα αρχόντων αναφέρονται στ’ Αποίκια μαζί με τα κοντινά Απατούρια. Ήταν οι Παλαιολόγοι, Καμπάνηδες, Κοντόσταυλοι, Πολέμηδες, κ.α.

Οι Πατουριανοί, ήταν άρχοντες κάποτε. [Δημήτρης Ζαννάκης]

Σήμερα υπάρχουν κάποιες μνήμες από εκείνους τους πύργους και μερικά πυργόσπιτα που δεν ξεχωρίζουν με τη πρώτη. Οι περισσότεροι σήμερα είναι «βουλιαγμένοι». Άρχοντες πια δεν υπάρχουν αλλά υπάρχουν κάποιες αναμνήσεις δυσάρεστες, που περιγράφουν τη διαφορά των τελευταίων ξεπεσμένων αρχόντων από τους υπόλοιπους Αποικιανούς. Σήμερα μόνο από τις μνήμες και περιγραφές μπορεί να σχηματίσει κανείς μια εικόνα της ακμής και της εμφάνισης τότε του χωριού. Έτσι παρουσιάζονται διάφορες απόψεις πιθανόν για τους ίδιους πύργους.

 Τα παλιά Αποίκια δεν υπάρχουν τώρα ούτε κατά διάνοια. Ήταν άλλοτε τελείως διαφορετικά. Το δρομάκι εδώ ήταν ο κεντρικός δρόμος δεν υπήρχε άλλος. Οι Κοντόσταυλοι φύγαν από εδώ όταν ήμουν μικρή.

 Ήταν πύργοι αλλά είχαν χαλάσει. Είχα μπει σαν παιδί μέσα. Φοβόμουνα γιατί ήταν σκοτάδια δεν είχε και φώτα τότε. Ήταν πολύ πελώρια κτήρια, κάτι έπιπλα μεγάλα και παλιά. Φοβόμουνα, τι σπίτι είναι αυτό ένα πελώριο, χάος , σκοτάδι. Ήταν ο πύργος της Κωστήδαινας. Ο άλλος στον Αγιο Δημήτρη δεν ήταν τόσο μεγάλος (του Ραΐση). Μετά έφυγαν από εκεί και πήγαν σε ένα σπιτάκι. Ένα σπίτι λίγο πύργος, γιατί είχε πελώρια δωμάτια, είχε ύψος, η χτισιά με πέτρα.

 Εκεί πιο πάνω από τον Οντά ψηλά, ήταν πύργος σε κάτι σκαλοπατάκια. Από τον πάππου μου το είχα ακούσει. Είχε καμάρα από πάνω. Είναι ένα εκκλησάκι στο αριστερό σου χέρι ακριβώς πάνω από την εκκλησία. Είναι ένα βούλιαγμα.

Πύργος Μουβελά -Μπίστη

 Είναι ένας Μπισταίικος από κάτω, που είναι του Ραΐση, που πάει για τα Απατούρια. Είναι κάτι γκρεμίσματα, συγγενείς του Μπίστη του βουλευτή. Πιο κάτω ήτανε της Λουλιώς στον ίδιο δρόμο τον έχει ένας Γερμανός. Και ακόμα πιο κάτω ήταν ένας άλλος πύργος Μπισταίικος, πριν του Μουβελά. Προτού πας εκεί που είναι το υδραγωγείο για τις Στενιές στο αριστερό σου χέρι ήταν πύργος, κατεβαίνοντας πριν τη βρύση. Του Ραΐση ήταν από Καμπάνη, το αγόρασε ο Ραΐσης. Είχαν και οι Κοντοσταυλαίοι αλλά δεν ξέρω πω, η Αγία Μαρίνα το μοναστήρι, ήταν Κοντοσταυλαίικο, ένας από τους ιδιοκτήτες. Όπου ήταν περάσματα ήταν πιασμένα όλα. Τάσος Χαλάς [Δωροθέα Τσινάκη]

 Δεξιά πάραπάνω από τη Σάριζα ήταν ο πύργος του Παλαιολόγου.  Αυτή η γυναίκα, που είχε το κτηματάκι με το μύλο είχε άντρα κάποιο καθηγητή του πανεπιστημίου Κωσταντίνο Παλαιολόγο από τα Αποίκια. [Γιάννης Κορκόδειλος]

 Ο πύργος των Πολέμηδων είναι όπως ανεβαίνεις για το Τρικόλι έχει μια μικρή πλατεία, αριστερά, εκεί κολλητά με το σπίτι του Ρούσου. Αυτό ήταν ο πύργος εκεί. Ήταν από τα παλιά κτίσματα, προς τον αμαξωτό. Είχε πόρτα στρογγυλή αυτές με τα μεγάλα μαδέρια τα χοντρά και τα καταλύματα ήταν επάνω στο υψηλό. Μέσα είχε χώρους αυλής και κάτι αποθήκες. Ήταν δυο πατώματα.

 Μου ‘λεγε ένας αδελφός του παππού μου, το Πάσχα, για να μην δίνουνε τα καλά αυγά, μαζεύανε από τις κλωσούδες. Δεν τα σπούσανε γιατί ήτανε κλούβια. Τα βάφανε και τα βάζανε στα κουλούρια και τα παίρνανε τα φτωχά παιδιά. Τα άνοιγες και ήταν πρασινίλα μέσα.

Ο πύργος απέναντι ήταν Καλαμπούκης ή Ραΐσης, εγώ τον θυμάμαι ακατοίκητο. Ήταν ο πύργος του Κωστή γιατί έμεινε εκεί μια οικογένεια του γέρο Κωστή. Ο αφέντης του πύργου ήταν ο αδελφός της γυναίκας του γέρο Κωστή, Παλαιολόγος το επίθετο. Φώναζε η γριά φώναζε άμα ερχόταν ο γιός της, ήταν ναυτικός. Άμα ξανάρθεις να μου φέρεις βελόνα με μεγάλο βώλο, ήθελε να καπλαντίσει το πάπλωμα. Αυτός είναι στου Ρούσου βουλιαγμένος. Χάλασε όταν έγινε ο δρόμος για το Τρικόλι ο δήμαρχος ο Νταβέλης τον χάλασε. Από το πίσω μέρος ο πύργος ήτανε η αυλή του Ρούσου. Εκεί έδενε ο πατέρας του Ρούσου το μουλάρι του όταν ερχόταν από τα Άχλα. Ήταν εκεί κοπριά τριμμένη, τα ζώα βολτεζάρανε εκεί. Έχει τώρα μια εμπατή εκεί. Εκεί ήτανε σκεπά, δεν το έπιανε ο βοριάς. Εκεί κάνανε τα κουλούρια με τα κλούβια αυγά. [Ιπποκράτης Πολέμης]

Σιγά- σιγά τα παλιά ερειπωμένα πυργόσπιτα αγοράσθηκαν από νέους ιδιοκτήτες και τα παλιά ονόματα ξεχάσθηκαν και μπερδεύτηκαν.

 Απέναντι ήταν άλλος πύργος τον είχε ένας θείος μου Μιχάλης Ραΐσης. Τον βουλιάξανε και τον έχει ο Καρασταμάτης. Ήταν Αποικιανός ο παππούς του άλλαξε το όνομα. Είναι πιο πάνω από τον αμαξιτό.

 Αυτό το κτήμα το αγόρασε ένας θείος μου, Βαγγέλης Ραΐσης. Πήρε τον πύργο.

Είναι χρόνια που έχει βουλιάξει, τον καιρό που τον γνώρισα ήταν εντάξει. Ήταν κατοικημένος, είχε επάνω δωμάτια, είχε από κάτω υπόγεια. Μετά τον είχαν κάνει στάβλο, είχαν βάλει γελάδες μέσα μουλάρια.

 Εγώ θυμάμαι του Κροκόδειλου που το χτίζανε. Ήταν εφοπλιστής αυτός. Είχε πάρει μια γυναίκα Συριανή. Ήταν αυτή από καλή οικογένεια και έχασε τα λεφτά του. Είχε τρία παιδιά δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Τους είχε δασκάλα και τους μάθαινε γαλλικά, έμενε στην Αθήνα και ερχότανε το καλοκαίρι.

 Άλλος πύργος ήταν εδώ παραπάνω. Τώρα τον έχουν ισοπεδώσει δεν υπάρχει πια. Εκεί που πάει επάνω αριστερά προς το Τρικόλι. Εκεί έμενε ένας χωριανός Κωστή τον λέγανε. Ήταν βουλιαγμένος, επάνω η σκεπή έλειπε αλλά ήταν τόσο μεγάλος όσο εκείνος απέναντι. [Θεοχάρης Ραΐσης]

 Ο πύργος όπως μπαίνουμε στα Αποίκια, του Βαγγέλη του Χαλά, ο πάππος του. Παιδί πηγαίναμε εκεί με τη μάνα του Χαλά. Κατοικίσιμο, εκεί ρακαγκίζανε, χοιροσφάγια κάνανε εκεί, το κρατάει ο κισσός γύρω-γύρω. Κάτω του Μουβελά, του Μπίστη, θυμάμαι που πηγαίναμε με τα πόδια στις Στενιές. [Μαρία Ραΐση]

 Ο πύργος ήταν του Καμπάνη πιο πριν. Ο κάτω πύργος του Λοΐζου, στα Απατούρια, είναι του Αγαδάκη. Μέσα είναι του  Περάκη στο Τρικόλι. [Εριφύλη]

 Ο Πύργος είναι τούτος εδώ πρώην Περράκη. Το λέγανε πύργο (τώρα του γιατρού Μιχάλη), υπήρχε και εδώ, δίπλα στο σπίτι τους,  Μενδρινοί ήταν αυτοί. Οι Μενδρινοί είχανε φύγει όταν ήρθα εδώ εγώ, όπου είναι το parking ήταν ο Πύργος, γειτονεύαμε. Εγώ δεν το ‘φτασα κατοικήσιμο, το ‘φτασα ερείπιο. Το κατεδαφίσανε όταν πήγε ο δρόμος στο Τρικόλι. Είχενε βουλιάξει. Αλλά ήτανε με δρόμο που είχε πεζόδρομο με τοιχίο. Ήτανε δίπατο αλλά είχε πέσει όλο κάτω όταν ήρθα εδώ εγώ. Οι Μενδρινοί τα παιδιά τους, τους το απαλλοτριώσανε και τους δώσανε χρήμα.

 Εδώ απέναντι [στην είσοδο των Αποικίων] το λέγανε Πύργο. Αυτό το είχε πάρει του Βαγγέλη του Χαλά, του Αντώνη, ο παππούς το είχε αγοράσει, από πού δεν ξέρω, και το έδωσε μετά στα παιδιά του.

 Του Αγαδάκη ο πύργος, ο Λουίζος ήταν ο ιδιοκτήτης. Ο Αγαδάκης, τότε τον πήρε η εφορία αυτόν και το αγόρασε ο Δημητράκης ο Πολέμης. Αυτός καθόταν εκεί ήταν εκεί μπεκιάρικο, μονάχο του. Είχε αυτά εκεί και είχε ένα κτήμα στον Αι Γιάννη, στον Αι Βασίλη. Η Αγαδάκαινα δεν τη γνώρισα, καθόταν εκεί, ήταν εκεί ας πούμε όπως τοις Πολεμαίοι, που καθόταν πριν, εδώ στον Πύργο, σε ερείπιο στο δρόμο για Τρικόλι, πριν το δρόμο για Κατακαλαίους, το μονοπάτι. Ήταν συγγενής με τον Μενδρινό και όταν οι Μενδρινοί φύγανε από δω, ήταν αδελφές η μάνα η Μενδρινούδαινα με την Πολέμαινα. Τους λέγανε όλους αυτούς κασαρχόντοι γιατί ήτανε άρχοντες, εγώ άμα ήρθα, δεν είχαμε νερό στο σπίτι και παίρναμε το καλάθι, το κοφίνι, στον ώμο και πηγαίναμε στο Χειμαριό-χειμαριώτη στην πλύστρα (στο δρόμο για την Πιθάρα). Στη βρύση, στη στέρνα, πηγαίναμε εκεί και πλέναμε. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]

 Είναι ο αποκατεστημένος του Αγαδάκη Είναι ένας Πολεμαίικος, αριστερά πηγαίνοντας προς τον Αγ. Τρύφωνα. Πιο πάνω είναι ένα-δυο που ανήκουν σε αδελφούς Μανδαράκα που έχουν κάνει επεμβάσεις, το άλλο φαίνεται. Είναι του Γερμανού (του Till). [Ελευθέριος Πολέμης]

 

Η χρήση των πύργων δεν ήταν απλώς σαν κατοικίες και τόποι οχυρωμένοι για προστασία αλλά συγκέντρωναν και ήλεγχαν τη γεωργική παραγωγή έχοντας μεταποιητικές λειτουργίες. Σημαντική ήταν έτσι, η λειτουργία τους σαν ελαιοτριβία.

 Στον πύργο του Αγαδάκη, στη βίδα, δεν πηγαίναμε από δω πάνω ποτέ κάτω εκεί, επειδή είχε ελαιοτριβείο ο παππούς μου στη Βουρκωτή

Είχε 3 λιοτρίβεια η Βουρκωτή, του Μαλταμπέ, σώζονται ακόμα, το άλλο στο κέντρο του χωριού και το άλλο στο κάτω κάτω σπίτι το πατρογονικό της μάνας μου. [Λεωνίδας Στεφάνου]

 Εδώ μεσ’ το Τρικόλι, ήταν 5-6 σπίτια ακόμη που υπάρχουνε. Εκείνο που ήταν το περίεργο σ’ αυτά τα σπίτια ήταν που είχε το καθένα μια πηγή μέσα. Είχε τόσα πολλά νερά που στα κατώγια είχαν κάνει ένα οχετό, κι απ’ τις πολλές βροχές έτρεχαν τα νερά έξω. Ρώταγε ο καθένας τον άλλο «άνοιξε η φλέα σου;».

 Ο ένας πύργος ήταν του Χίου. Άλλο ένα είναι του Ίσαρη του Νίκου στο Τρικόλι μέσα. Το τελευταίο σπίτι από αριστερά, πριν πάμε στης Χρυσάνθης της Τσαπέκου,  είναι του Καρασταμάτη, όχι το ξενοδοχείο, αμέσως μετά, απέναντι από τον Οντά, κάτω από το Σχολείο, αυτό το σπίτι ήταν κοσταμπασαίικο, μαζί κι αυτό που έχει ο Γιάννης ο Καρασταμάτης. Είχε μια πινακίδα με ένα ανάγλυφο ιστιοφόρο, κι έγραφε ΙΚ, το Κ στην είσοδο δεν ήταν Καρασταμάτης, ήταν Καϊρης. Απέναντι αυτό το άλλο του Καρασταμάτη, που βλέπετε από τον Οντά, δεν ξέρω ποιος το είχε, πάντως ήταν κι αυτός κοτζάμπασης. Είχε γέφυρα στο δρόμο, ακόμη άμα θα πάτε, είναι ένας κισσός και τα ‘χει κλείσει τώρα,  βλέπεις τα σημάδια αυτής της παλαιάς γέφυρας που ένωνε το ένα κτήμα με το άλλο,. Λοιπόν κατεβαίναν οι χωριανοί, μάλλον οι Βουρκωτιανοί, από πάνω, κι ήτανε οι μπράβοι των κοτζαμπασαίων κι έλεγαν, έλα δω, πήγαινε να μου φέρεις, αυτό, τρώγαν κι ένα χέρι ξύλο μετά. Κατεβαίναν οι Βουρκωτιανοί με φρύγανα, τα πηγαίναν στη Χώρα στους φούρνους, από δω κι από κει , στις Στενιές και τους τα παίρνανε. Έτσι έγινε η περίφημη επανάσταση του Μπαλή απ’ την Άρνη, τους τα κάψανε. Άλλα σπίτια είναι καμένα μέσα. Πήγαν φορτώσαν κάμποσα γαϊδούρια φρύγανα και τους κάψανε εκεί μέσα και τα ίχνη της φωτιάς φαίνονται ακόμη μέσα. Αυτός είναι πύργος κανονικός με κατώγια μέσα, (του Καρασταμάτη, πρώτα ξαδέλφια του Καρασταμάτη).

 Ο όγκος και οι ευκολίες που είχε στα κατώγια χαρακτήριζαν ένα σπίτι ως πύργο. Είχε στάβλο, είχε τα κρασιά, είχε πατητήρι μέσα, είχε αποθήκες μεγάλες, χώρους μεγάλους και το νερό. [Ελευθέριος Πολέμης]

Η ταξική διαφορά των αρχόντων από τους άλλους ήταν μεγάλη ακόμα και όταν πια οι περισσότεροι είχαν φύγει ή είχαν ξεπέσει.

 Τι δουλειά έχει ο χασές με το κάμποτο, η Παλαιολογίνα έλεγε. Πως θα πάει στην εκκλησία αφού η τάξη της δεν υπήρχε πια. [Δωροθέα Τσινάκη]

Η κακή άποψη που είχε ο κόσμος δημιούργησε και το σχετικό παρατσούκλι, που ξαπλώθηκε σε όλα τα Αποίκια, Κασάρχοντες. Παρ’ όλα αυτά χτίστηκαν μεγάλα σπίτια- πύργοι και στον 20ο αιώνα.

 Κάποιοι Κουσαρχόντηδες, Κοντοσταύλου, που ήταν εδώ αυτά τα σπίτια, που είναι το ξενοδοχείο του Μανούσου.

 Εδώ ήταν του Περράκη ο πύργος ήταν νεοκλασσικός, Κερκυραίικο στυλ, αυτό που έχει πάρει ο Μιχάλης. Αυτό ήταν προπολεμικό, μετά πέθανε αυτός, το πουλήσανε. Κορκόδειλος-Περράκης το όνομα, αυτός ήτανε από τη Χώρα. Είχε αγοράσει αυτό το μεγάλο κτήμα και μάλιστα η είσοδος του ήτανε από του Καρασταμάτη. Μετά πούλησε και το δρόμο στον Καρασταμάτη, αρχικά ήταν ιδιωτικός, είχε κόψει το χωράφι αυτό, είχε και μια σιδερένια πόρτα με Π.Κ., αρχικά Περράκης Κορκόδειλος. (το κέλυφος ήταν λίγο πιο στρογγυλό). Πιάνει από πάνω εκεί, ήταν το εκκλησάκι μέσα ο Αγ. Σπυρίδωνας και καταλήγει στο δρόμο που πάει για την Πιθάρα, η ποδαριά του κάτω- κάτω. Πολλά δένδρα είχε τότε, πράγματα που δεν υπήρχανε, λωτούς. Ζούσανε εκεί προπολεμικά. Το εκκλησάκι είχε μέσα πολύ ασήμι, δισκοπότηρα, πολλά πράγματα, και μέσα το σπίτι, είχε αριστοκρατικά πράγματα, τα κλέψανε με τον πόλεμο. Ο Περράκης το αγόρασε και το έχτισε, η κόρη του έρχεται κάθε χρόνο στου Μανούσου, Μαριάννα Κορκοδείλου το πατρικό της. [Μαρία Ραΐση]

Η αρνητική άποψη για τους άρχοντες έχει ρίζες στην ιστορία, που ακόμα και σήμερα ταυτίζεται με τη καταστροφή τους. Κέντρο της ιστορίας ήταν ο Οντάς, προφανώς το πιο σημαντικό κτήριο, πιθανόν πύργος και κέντρο εξουσίας για τον κοτζάμπαση, που είχε έδρα τ’ Αποίκια.

 Στα Αποίκια, ο ένας πύργος έχει γκρεμίσει, ο άλλος είναι μπροστά στο σχολείο από κάτω. Το σχολείο το ίδιο ήταν πύργος. Μπροστά στο σχολείο είχε ένα οντά το λέμε. Εκεί κάνανε βάρδια οι μπέηδες τι κάνανε, και οι κοτζαμπάσηδες. Όταν κατέβαινε ο Βουρκωτιανός κάτω με πράγματα, έπρεπε  να ξεπεζέψει για να περάσει από κει και να του κάνουνε έλεγχο τι κουβαλάει. Σε κάποια φάση που κάποιος πέρασε καβάλα, και δεν κατέβηκε, τον πιάνει ο Τούρκος όπως ήταν με το φέσι, του κάνει με το χέρι έτσι και του κόβει τα μαλλιά και το φέσι, πέρα-πέρα, ξυράφι το μαχαίρι του. Άλλη φορά λέει θα σου κόψω και το κεφάλι. Μετά όταν αρχίσανε και φτουρήσανε και αυτοί  και έγινε η Επανάσταση, κατεβήκανε από πάνω, Αρνιώτες και Βουρκωτιανοί, με φρύγανα και τα κάψανε όλα αυτά. Βάλανε φωτιά όπου βρίσκανε τέτοια (τους πύργους) τα καίγανε και φύγανε αυτοί τους διώξανε. Στα Απατούρια κάψανε του Πολέμη, υπάρχουνε χαλάσματα ακόμη. [Λεωνίδας Στεφάνου]

 

 Εδώ στη Σάριζα επάνω, είχε μια ιστορία, ένα σπίτι ήταν ενωμένο με γέφυρα του Καρασταμάτη. Εκεί πάνω ήταν ο κοτζαμπάσης. Το πρωί φεύγανε από το Τρικόλι να πάνε οι άνθρωποι στη Θεοτόκο, να κλαδέψουνε στη Θεοτόκο ή να ζευγαρίσουνε. Τι κάνεις εδώ; Που πάτε εσείς; Α κατεβείτε κάτω σήμερα θα δουλέψετε στο καζάνι.

 Και κάνανε δυο τρια γομάρια φρύγανα να πάνε στη Σάριζα στο φούρνο, να φάνε κανά ψωμάκι για τα παιδιά. Τα θέλει το αφεντικό τα φρύγανα για να φουρνίσει. Τους κατεβάζανε κάτω τους παίρνανε τα κλαδιά και δεν είχανε να φουρνίσουν δεν είχαν τίποτα.

 Μια δόση λοιπόν συμφωνούνε καμιά δεκαριά,  Άρνη, Κατακαλαίοι, Αποίκια και παίρνουν από ένα γομάρι καθένας. Κατεβαίναν να παν στο φούρνο. Λέει είναι Λαμπρές το αφεντικό θέλει να κάνει τα ψητά. Τα βάλανε μέσα. Βάλανε και ένα σπίρτο. Και από τότε τα κατώγια του Καρασταμάτη είναι όλα πίσσα μαύρα καμένα. [Ιπποκράτης Πολέμης]

 

 Στη Σάριζα πάραπάνω από τη πηγή, δεξιά, είναι ακόμα, ήταν κοτζαμπάσηδες και οι Βουρκωτιανοί που κατεβαίνανε στη Χώρα να πάνε με τα γαϊδουράκια τους έπιανε εδώ και τους έλεγε που πας εσύ, τους πιάνανε και τους δουλεύανε εκεί τζάμπα. Βγάζανε φρύγανα γομάρια και τους βάλανε φωτιά και πετιώντανε οι κοτζαμπάσηδες όξω και φεύγανε. [Θεοχάρης Ραΐσης]

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η πιο κάτω αναφορά. Το γεγονός της καταστροφής των πύργων στ’ Αποίκια συνδέεται με το γεφύρι της Άρτας, γιατί απ’ ότι φαίνεται υπήρχε μια καμάρα πάνω από το μονοπάτι. Έτσι η καμάρα γίνεται γέφυρα, η καταπίεση μεταφράζεται σε κατάρα και η καταστροφή των πύργων σε γκρέμισμα. Πάνω απ’ όλα φαίνονται τα κατάλοιπα της μνήμης του τραγουδιού του γεφυριού της Άρτας!

 Πάνω από το σπίτι του Καρασταμάτη, σαν εγκατελειμένο, αυτό έχει κτιστεί στην Τουρκοκρατία, περνούσανε λέει οι κοτζαμπάσηδες και είχε εκεί ένα γεφύρι από το κτήμα απέναντι μέχρι εδώ, απέναντι από του Καρασταμάτη, κι όποιος περνούσε από κει τον βάζανε και έκτιζε για να περάσει. Από τις κάταρες λέει που έβαζαν αυτοί οι άνθρωποι …. και τους παιδεύανε. [Μαρία Ραΐση]

 

Με τις κοινωνικές αλλαγές η ταξική αντιπαλότητα μεταμορφώθηκε σε πολιτική αντιπαλότητα.

 Θυμάμαι, παιδί ήμουνα στο σχολείο ήμουνα, εκεί πάνω στις Σάριζας, εκεί ήταν οι βενιζελικοί και απέναντι ήταν ένα σπίτι παλιό, τώρα βουλιαγμένο, οι βενιζελικοί, και τσακωνόντανε. Θυμάμαι ένας Γιαννάκης Κουτσούκος από τα Πατούρια, είχε και ένα βαπόρι, οι Εγγλέζοι το βουλιάξανε αυτό, έτσι ακούω, ήταν ένας Βουρκωτιανός παντρεμένος στ’ Αποίκια και τον έβαλε ένας βενιζελικός μπροστά. Αυτός ψήφιζε ότι του έλεγαν, και του λέει ο Κουτσούκος, μη φοβάσαι Γιαννάκη εδώ είμαι εγώ. Τσακωνόντανε οι βασιλικοί με τις βενιζελικοί. [Θεοχάρης Ραΐσης]

 Ήταν όλοι στο καφενείο και παίζανε τη πρέφα τους, δεν ξεχωρίζανε πλούσιοι ή φτωχοί. Τα Αποίκια έτσι ήταν. [Γιώργος Καΐρης]

Η διαφορετική ματιά όμως για τους Αρβανίτες της Βουρκωτής πάντα υπήρχε.

 Εγώ, γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Αποίκια, κάτω στην Κατασυρτή, στο πατρικό μου σπίτι. Η μαμά μου γεννήθηκε μεγάλωσε στα Αποίκια, αλλά οι γονείς της ήταν απ’ τη Βουρκωτή. Ο πατέρας μου ήτανε Αποικιανός, γέννημα θρέμμα, από  καλή οικογένεια. Δεν τη θέλανε τη μαμά μου να την πάρει, γιατί ήτανε πανέμορφη αλλά φτωχιά, 10 παιδιά, η γιαγιά μου όταν χήρεψε, τώρα μια γυναίκα με 10 παιδιά, το 10ο 6 μηνώ το παιδί στην κοιλιά της.

 Ο πατέρας ναυτικός, με τον πόλεμο ήταν στην Άνδρο, είχε πάθει την καρδιά του. Στην Κατοχή δούλευε, δεν είχε καμία ευθύνη του σπιτικού, γύριζε στα χωράφια, καλλιεργούσε, είχε αγελάδα, έτσι τον έζησα εγώ με τον πόλεμο, πρόβατα, κατσίκες. [Μαρία Ραΐση]

 

Έτσι τελικά άλλαξε η σύνθεση των κατοίκων στ’ Αποίκια.

 Ο πάππους ήταν ράφτης στη Χώρα. Η γιαγιά ήταν Παλαιολόγου. Ο πατέρας του πάππου ήταν ο Παπά Πέτρος Καϊρης από το Άνω Κόρθι. [Γιώργος Καΐρης]

Ένα επίθετο κρύβει την ιστορία του τόπου, γιατί ρεΐς στα Τούρκικα σημαίνει καπετάνιος. Η τάξη των ρεΐσιδων-καπεταναίων εμφανίζεται στα τέλη των 18ου αιώνα στην Άνδρο να αμφισβητεί την εξουσία των αρχόντων. Το πιο πιθανόν ο πατριάρχης αυτής της οικογένειας να ήταν από  τους πρώτους εκείνους καπετάνιους, σίγουρα είχε άλλο επίθετο τότε, αλλά η ιδιότητά του του έδωσε αυτό το παρατσούκλι που έγινε επίθετο.

Το Ραΐσης ήταν Ρεΐσης τα πολύ παλιά χρόνια. Οι Ραΐσηδες είναι Αποικιανοί. Ήταν ένας Μιλτιάδης Ραΐσης τσαγκάρης που έμαθε τη τέχνη στη Κωσταντινούπολή. [Θεοχάρης Ραΐσης]

 Οι Ραΐσηδες ήτανε πρωτονοικοκύρηδες στο χωριό, πολλά κτήματα, γαιοκτήμονες, ο Ραΐσης ο πρόεδρος (Νικόλαος), ο Ραΐσης ο πάππους μου, η γιαγιά μου ήταν Ραΐση από αυτό το σόι, και ο πάππος μου ήταν Ραΐσης αλλά όχι από δω, από το Αϊβαλί. (κοινό επώνυμο)

 Βαλμάδες και Ραΐσηδες είναι Αποικιανές οικογένειες, οι άλλοι είναι πιο πολύ φερμένοι  (όπως Μαργέτηδες, Μανδαράκας, Κοραχάης είναι ντόπιοι, αλλά και από τις Μένητες), εδώ είναι Ραΐσαίοι και Βαλμαδαίοι, …Πολέμης είναι από Στενιές καταγωγή και  ήταν και κάποιοι Κουσαρχόντηδες, Κοντοσταύλου που ήταν εδώ αυτά τα σπίτια που είναι το ξενοδοχείο του Μανούσου. Ήταν και Χαδουλαίοι μέσα εδώ είχανε το Κλωστήριο. [Μαρία Ραΐση]

τ΄ Αποίκια από ψηλά τον δρόμο για Εβρουσές

 Τα Αποίκια έχουν μια ευρύτερη περιοχή, που περιλαμβάνει το εγκαταλελειμμένο χωριό Εβρουσιές στο πάνω μέρος της Κοιλάδας, τα’ Απατούρια πιο χαμηλά, τους Κατακαλαίους και ανάμεσα το Κακοσούλι στη δεξιά πλευρά της Κοιλάδας από πάνω στον δρόμο για τη Βουρκωτή.

 Στο Κακοσούλι έχει ένα γκρέμνο μεγάλο και ανεβαίναμε και βλέπαμε τα Αποίκια κάτω. [Θεοχάρης Ραΐσης]

 Οι Κατακαλαίοι με τα Αποίκια είχανε κοινή ενορία, ήταν ενορίτες των Αποικίων, και οι Κακκοσουλιώτες πηγαίνανε στην Κατασυρτή. Οι ενορίες των Αποικίων χωριζόντουσαν από τη Σάριζα (Κατασυρτή, Αγ. Ταξιάρχης, Σάριζα). Εμείς πια είχαμε γίνει ένα με τους Αποικιανούς, όταν πηγαίναμε σχολεία δεν υπήρχε διαχωρισμός. Το θέμα των νερών το βρήκανε από τους γονείς τους έτσι. [Λεωνίδας Στεφάνου]

Θυμάμαι τον Δημήτρη τον Χατζόγλου που έμενε εκεί [Εβρουσιές]. Γινόταν πανηγύρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Το κτήμα είναι σε μια Μαριγούλα Καρασταμάτη. Μετά τους μύλους, ένα εκκλησάκι απέναντι ο Αγιος Γαβριήλ, περνάμε μια ανηφορίτσα δύσκολη, στενό μονοπάτι και είναι ο Αη Γιάννης. Μετά την εκκλησία καθόνταν πίναν, πίναν πάραπάνω και ερχόνταν στα κέφια. [Γιάννης Κορκόδειλος]

 

Η περιοχή  γύρω από τις Εβρουσιές και τότε ήταν μια σχετικά έρημη περιοχή καλή για κυνήγι.

 Όταν πηγαίναμε στις Εβρουσιές για τα μελίσσια, οι μεγάλοι βαστούσαν τουφέκι και κυνηγούσαν. Κυνηγούσαν καμιά πέρδικα κανάς λαγός. Μια φορά ένα κουνάβι, μου δωσε ο μπάρμπας μου 25 δραχμές το πούλησε 125. Τότε τα κουνάβια ήταν ακριβά, πανάκριβα τώρα έχουν εξευτελιστεί, ήρθε ένας έμπορος από τη Χώρα. Το βράδυ είχαν καλά σκυλιά. Το χειμώνα είχαν σκυλιά ειδικά. Μπεκάτσες τσίχλες καμιά φορά με κακοκαιρία πάπιες. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Ανάμεσα στις Εβρουσιές και τ’ Αποίκια είναι η Πιθάρα, μια πολύ εντυπωσιακή τοποθεσία στο ποτάμι. Τη Πιθάρα τη λέγανε έτσι γιατί είναι σαν πιθάρι. Τα παλιά τα χρόνια πηγαίναν και κρυβόντουσαν οι δικοί μας να μην τους βρουν οι Τούρκοι. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]

Πιο κάτω τα’ Απατούρια, που το όνομα του χωριού αρχαιοποιήθηκε από την πραγματική του ονομασία. Τα Απατούρια τα λένε έτσι γιατί είχε βάτοι, βατούρια. [Νίκος Τριανταφυλλάκης] Σήμερα είναι τόπος εξοχικής κατοικίας, δεν υπάρχουν πραγματικοί μόνιμοι κάτοικοι. Όμως, Έχω βρει σε κάποιο βιβλίο μέσα ότι υπήρχαν πιο πολλά παιδιά στα Πατούρια από τα Αποίκια. Ο Πολέμης είναι ο ποιητής είναι από τα Πατούρια κάτω. [Ιπποκράτης Πολέμης]

 Εκεί υπάρχει μια διχογνωμία αν ανήκουν στις Στενιές ή στα Αποίκια. Αυτοί που είναι βέροι Απατουριανοί θεωρούνται λίγο Στενιώτες. Εμείς το βλέπαμε ως κομμάτι των Αποικίων Ήταν εκεί κάποτε η αριστοκρατία της περιοχής, Πολέμης, Μπίστης, Ροϊδης, Αγαδάκης. Ήταν τηλεγραφήματα που πήγαινα. Ήτανε κανα δυο που είχανε η μία καπετάνιο και μηχανικό άνδρα, είχε τζάμι μπροστά και έτρεχε, και βρε καλώς το βρε καλώς το, διαβασε μου το. «Αναχωρήσαμε από Νέα Υόρκη για Ιαπωνία, φιλιά Λινάρδος». Είχε μεγάλο κτήμα, να μου δώσει πορτοκάλια, τι ήθελα, τι μου άρεσε. Γλυκά με φόρτωνε Η άλλη ήταν γυναίκα καπετάνιου, εκεί ήτανε τάλιρο, μεγάλο ποσό για ένα παιδί 10-12 χρονώ, ενώ το μεροκάματο είχε 20-25, δεν είχε παραπάνω. [Ελευθέριος Πολέμης]

 

 Στην περιοχή των Αποικίων και του Αγ. Νικολάου έχει πάρα πολλά καλογερίστικα ονόματα, Δανιήλ, Μπαξεβήλ, καλογερίστικες περιουσίες.

 Μόλις περνάμε τη γέφυρα την πρώτη των Αποικίων είναι το κτήμα του Χασάν, πάνω κάτω από το δρόμο (στο σπίτι του Παριανού), αμέσως μετά του Βεζέρ, είναι Χασάνη και Βεζέρη.

Του Μπεζιγρή (Μπιζιγρή) μάλλον ετυμολογικά πρόκειται για μπούζ αγίρ, που σημαίνει  κρύο νερό.

Χειμαριώτης πηγαίνοντας προς την Πυθάρα. [Ελευθέριος Πολέμης]

 

  Μέσα στ’ Αποίκια υπάρχουν συνοικίες. Μια από αυτές είναι το Τρικόλι. Το Τρικόλι βγήκε από το Τρεις Σχόλοι, τρεις σχολές, είχε σχολεία εκεί πάνω και με τα χρόνια διέλυσαν και εφθάρει η λέξη και έγινε Τρικόλι. [Ιπποκράτης Πολέμης]

  Το πιο γνωστό τοπωνύμια στ’ Αποίκια είναι η Σάριζα. Η Σάριζα είναι τουρκική λέξη και σημαίνει λευκό, κάτι τέτοιο. [Ιπποκράτης Πολέμης] Στην πραγματικότητα η λέξη είναι Τούρκικη με Αρβανίτικη κατάληξη, σημαίνει τη ξανθούλα. Ενώ η άλλη πηγή η Λεζίνα είναι καθαρά Αρβανίτικη με σλάβικες ρίζες και σημαίνει η δασομένη.

 

Αφήστε ένα σχόλιο

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας

Εάν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα νέα μας καταχωρίστε το email σας στην παρακάτω φόρμα.
Διατηρούμε τα δεδομένα σας ιδιωτικά. Για περισσότερες πληροφορίες και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά σας διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου μας.

Video της Ημέρας

Αρχείο

Βρείτε μας και στα Socia Media

© 2018 - 2023 | Ο Περίγυρος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Άνδρου | Crafted by  Spirilio