“Ο Άγγελος Σφακιανάκης μουσικός παραγωγός και όχι μόνο, επισκέπτεται την Άνδρο είκοσι χρόνια, από τα οποία τα τελευταία τρία ζει μόνιμα στο νησί μας. Μεταξύ των πολλών που ασχολείται τελευταία, γράφει τα όσα θυμάται από τη γνωριμία του με τους μεγάλους καλλιτέχνες της μουσικής.
Ελάχιστος φόρος τιμής σ’ αυτούς τους ανθρώπους της τέχνης είναι η αναδημοσίευση στον Περίγυρο
αυτών των κειμένων από την ATHENS VOICE.”
Νίκος Χουλιαράς: Ένας πενταθλητής των τεχνών
Ξεκίνησε αυτήν τη σκυταλοδρομία με τα παραδοσιακά που πάει από γενιά σε γενιά
Τον έφερε ο πατέρας του από τα Γιάννενα να γραφτεί στην Ανωτάτη Εμπορική στην Αθήνα. Αυτός σε όλη τη διαδρομή ζωγράφιζε. Όχι όπως ζωγράφιζε στις κάμαρες, στον κήπο και στη συνέχεια που επεκτάθηκε με το σπασμένο κεραμίδι στους δρόμους της γειτονιάς. Αυτή τη φορά ήταν βουβός. Ζωγράφιζε νοητά. Του βρήκε σπίτι στα Εξάρχεια. Τον τακτοποίησε. Του άφησε χρήματα για φροντιστήριο κι έφυγε. Πήγε πίσω στα Γιάννενα στο μαγαζί του. Στο εμπορικό με τα ωραία υφάσματα. Μόλις έφυγε κι έκλεισε την πόρτα, κάθισε στο τραπέζι. Το είχε προμελετημένο. Του έγραψε γράμμα πως δεν θα πάει στην Εμπορική. Θα πάει στην Καλών Τεχνών. Σε λίγο καιρό του απάντησε ο πατέρας του από τα Γιάννενα. Συμβιβαστική ήταν η απάντηση. «Δεν γίνεσαι αρχιτέκτονας;».
Στην Καλών Τεχνών μπήκε με τη δεύτερη και προτελευταίος. Δεν περίμενε τίποτα από τα πάτρια. Έκανε ό,τι δουλειές του πρόσφεραν οι μέρες. Ήταν καλλιτέχνης. «Χολεριασμένος» όπως λέει. Είχε να λύσει θέματα με το άχρονο. Με μια βαλίτσα στο χέρι άλλαζε σπίτια. Κουβαλούσε τις ιστορίες του παππού του, την πέτρα από το Μπιζάνι, τα τραγουδίσματα του θείου του Ηρακλή, το πηγάδι με το κρουσταλένιο νερό. Κουβαλούσε και μια κιθάρα του συμμαθητή του από το Γυμνάσιο. Ευφάνταστος. Ζωγράφιζε ήλιους για οπτική θέρμανση. Κατέβηκε σε συλλαλητήρια. Έφαγε ξύλο. Βαφτίστηκε φοιτητής.
Ένα απόγευμα στο μπαλκόνι ο Νίκος Χουλιαράς κάθισε κι έγραψε 5-6 τραγούδια. «Το πέτρινο χαμόγελο», «Οι σαράντα πέντε», «Η μέρα τέλειωσε»…
Τα έπαιξε πρώτη φορά στην Ιωάννα που ζούσαν μαζί. «Είναι πολύ ωραία» τον διαβεβαίωσε. Έκτοτε έπαιζε στις παρέες της Σχολής τα τραγούδια του. Τα άκουσε και η Αρλέτα ως ΚαλοΤεχνίτισσα και μέλος της ίδιας παρέας. Του ζήτησε τραγούδια για τον δίσκο της στη Λύρα.
Στη Λύρα τον κάλεσε ο Αλέκος Πατσιφάς. Του άρεσαν τα τραγούδια. «Εμπνευσμένο» τον έλεγε ο Νίκος. Δύο εμπνευσμένοι σε ένα γραφείο στην Κριεζώτου. «Έχεις κι άλλα τραγούδια»; «Παίζω και κάτι Ηπειρώτικα», «Εννοείς Βλάχικα;». «Εννοώ Ηπειρώτικα». «Πάμε να τα γράψουμε» απαντά ένθερμα ο Πατσιφάς. Κάλεσε τον Νότη Μαυρουδή να τον συνοδεύσει. Πάτησε στις ανάσες του.
Κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί ότι θα άρεσαν τόσο. Ότι αυτές οι «μεταγραφές δωματίου» θα άνοιγαν ένα νέο κεφάλαιο ανάγνωσης του πρωτογενούς υλικού. Ο ζωγράφος δεν χρειαζόταν πια να πηγαίνει για μεροκάματο στην Άνω Νέα Σμύρνη και να επιστρέφει μες την νύχτα στα Εξάρχεια με τα πόδια για 30 δραχμές και να «απαλλοτριώνει» τα πρωινά μπουκάλια που άφηναν οι γαλατάδες.
Η σπηλαιώδης φωνή του, η δωρική του ερμηνεία, ο νέος ρομαντισμός, η «επιστροφή στις ρίζες» μέσα στον αστικό ιστό, δημιουργούσαν έντονη συγκίνηση. Έγινε πόλος έλξης στις μπουάτ της εποχής. Σουξέ! Πότε με την Αρλέτα, τη Μαρίζα Κωχ ή την Πόπη Αστεριάδη. Τριγύρναγε τις μπουάτ. «Νεφέλες» ,«Χρυσό Κλειδί», «Συμπόσιο», «Ταβάνια». «Δεν άντεχα να τραγουδάω συνέχεια. Βαριόμουν. Έφευγα όταν μάζευα λίγα χρήματα. Ξαναγύριζα όταν ξέμενα»… «Με τους φίλους μου τραγουδούσα καλύτερα».
Ο Νίκος ξεκίνησε αυτήν τη σκυταλοδρομία με τα παραδοσιακά που πάει από γενιά σε γενιά και κρατάει μέχρι στις μέρες μας με τους Villagers of Ioannina City, τους Γκιντίκι, τους Babo Koro αλλά και με άλλους πυροβάτες.
Η πρώτη απόπειρα να γράψει μυθιστόρημα ήρθε σαν βουή διαβάζοντας τον Ντοστογιέφσκι. Έμεινε ξάγρυπνος. Από το νησί της λίμνης ακούγονταν ένα γραμμόφωνο. Όταν προσπάθησε, δεν μπορούσε. Το μόνο που έγραφε στην λευκή κόλα ήταν «Νικόλαος Χουλιαράς του Ευαγγέλου» συνεχώς, «Νικόλαος Χουλιαράς του Ευαγγέλου» μέχρι που ξέσπασε σε κλάματα και τα εγκατέλειψε. Έγραψε ποιήματα, μονόπρακτα, νουβέλες, μυθιστορήματα. Η πολυποίκιλη δράση του είναι σα να συνέχιζε την παλιά παράδοση του Φώτη Κόντογλου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Ράλλη Κοψίδη. Σιγά σιγά εμφανίζεται το εμμονικό του πρόσωπο στα σχέδιά του κι ο «ενιαίος χρόνος». Το χθες σαν αύριο.
Το 1969 του απονέμουν το βραβείο «Παρθένη». «Τότε ήταν που οι εικαστικοί έλεγαν «Ωραίος μουσικός ο Χουλιαράς» και οι μουσικοί» Καλός ζωγράφος ο Χουλιαράς».
Το 1970 μπαινοβγαίνουν στα σκίτσα και στα όνειρά του πρόσωπα μυθολογικά. Ο ίδιος ως Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Το 1973 ηχογραφεί τον «Άραχθο» στο στούντιο ΕΡΑ με ενορχηστρωτή τον συνθέτη Γιώργο Κοντογιώργο που θυμάται τον Νίκο να φέρνει έναν συμμαθητή από τα Γιάννενα για παρέα. Ο συμμαθητής παρακολουθεί έκπληκτος την διαδικασία. Τα κολλήματα, τα ψαλιδίσματα, τις τεχνικές διορθώσεις, τις συμπληρωματικές ηχογραφήσεις. Άνω ποταμών του λέει «Αν ήξερα πως υπάρχει τόσο φτιασίδι, πως κόβεις και ράβεις, δεν θα αγόραζα ποτέ δίσκο σου!».
Στην Αντίπαρο ζει χωρίς ρεύμα. Νεανικός. Πρωτόγονος. Ψυχραίνεται με όσους τον πιέζουν να προσαρμοστεί.
«Τα καλοκαίρια στην Αντίπαρο, δεν σκέφτομαι αν είμαι ζωγράφος ή συγγραφέας ή τι… Δεν σκέφτομαι τέτοια καθόλου. Ό,τι τύχει κάθομαι και είμαι».
Όταν εργαζόταν τον παρέσυρε ο οίστρος κι έμενε ξάγρυπνος 3-4 μέρες. Το μίλησε με τον φίλο του Κύριλλο Σαρρή,γιατρό και ομότεχνο ζωγράφο. «Ρε Νίκο δεν πάει έτσι απ’ το ξενύχτι θα βλέπεις ανθρωπάκια». «Ε ανθρωπάκια βλέπω τι θαρρείς;» απάντησε.
Το 1982 Η «Οπισθοδρομική Κομπανία» στεγάστηκε στο «Άλσος» στο Πεδίο του Άρεως.
Από τους νέους φίλους που εμφανίστηκαν ήταν και ο Νίκος Χουλιαράς με το φωτεινό του κρανίο σαν φωτοστέφανο. Μαζί του ήταν η «αίγλη» του «Λούσια» και οι φερέλπιδες ποιητές, ο Σωτήρης Κακίσης και ο Ευγένιος Αρανίτσης.
Στο τέλος της βραδιάς μαζευτήκαμε γύρω του. Αξιολάτρευτος παραμυθάς. Έγινε φίλος μας. Τον παρέσυρε συχνά ο Σωτήρης και τον έφερνε σε τραπέζι μόνιμο. Κάποιες βραδιές το γλέντι συνεχιζόταν στο σπίτι του στην Δεινοκράτους. Ο Σωτήρης παρέμεινε στο πλευρό του.
Το 1991 είναι στην κριτική επιτροπή για τους Αγώνες τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι στην Καλαμάτα.
Χαθήκαμε για λίγο και το 1993 με πήρε τηλέφωνο. Είχε νέα τραγούδια και ήθελε να τα ηχογραφήσει. «Η νύχτα που μας ξέρει». Βάλαμε μπροστά Είχε μια αδυναμία στους πατριώτες του. Στην δημιουργική έκφραση των Ηπειρωτών. Με έφερε σε επαφή με έναν εξαιρετικό μουσικό και συνθέτη που θαύμαζα. Τον Ηπειρώτη Νίκο Τάτση. Για ενορχηστρωτή. Ο Χουλιαράς είχε χάσει τις μουσικές επαφές του. Τα βρήκαμε με τον Τάτση και ήρθε μια εξαιρετική ομάδα. Πιάνο η Λάουρα Γκίνη, Νίκος Τάτσης λαούτο, ακουστική κιθάρα, Σωκράτης Άνθης Τρομπέτα, Κώστας Τηλιακός Όμποε, Αγγλικό κόρνο, Βαλεντίν Μπέϊκωφ Βιολί, Δημήτρης Ζουμπούλης βιολί, βιόλα, μαντολίνο, Γιώργος Μαγκλάρας σόλο λαϊκό βιολί, Γιάννης Χατζής τύμπανα, Αλέκος Χρηστίδης κρουστά κι ο Νίκος Τσεσμελής στο Κοντραμπάσο. Πότε στο Sierra πότε στο Polysound. Με ηχολήπτες τον Γιώργο Ανδρέου και τον Παναγιώτη Πετρονικολό. Τραγούδησε στη Σκαραμαγκά, στο Polysound με τον Γιώργο Καριώτη. Ήρθαν και οι φίλες του, η Δήμητρα Γαλάνη και η Αφροδίτη Μάνου για τα φωνητικά. Μίξη έκανε ο βετεράνος Γιάννης Σμυρναίος. Κάναμε παρουσίαση στην πινακοθήκη με την πρωτοβουλία της Λαμπράκη Πλάκα.
Του μιλώ για τον «Μικρό Ήρωα» το ανεξάρτητο label που σχεδιάζω εντός Λύρας. Μου κάνει δώρο τα δύο σηματάκια της εταιρείας. Μου δίνει την ευχή του.
Σε δύο χρόνια, νάτος ερωτευμένος, με νέα τραγούδια για την Αλίκη Καγιαλόγλου. «Τα νησιά τ’ ουρανού».
Την ενορχήστρωση αναλαμβάνει αυτήν τη φορά ο Τάσος Καρακατσάνης, συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι και της Αλίκης. Ηχογραφούμε όλοι μαζί σαν τον παλιό καιρό. Στην κονσόλα του Sierra είναι πάλι ο Καριώτης. Έχουμε κολλήσει σε ένα τραγούδι που δεν μπορεί να συντονιστεί η ορχήστρα. Κάπου στη δέκατη ιδρωμένη προσπάθεια η ηχογράφηση αποκτά τη δέουσα ροή. Ο Καρακατσάνης που είχε αγχωθεί κάθεται στην καρέκλα αλλά αποτυπώνεται ο λυτρωτικός αναστεναγμός του και το βαθύ του κάθισμα στα ανοιχτά μικρόφωνα. Ο Καριώτης θα κάνει τα μαγικά του για να εξαφανίσει τον θόρυβο. Αν προσέξεις τον διακρίνεις. Τους καλλιτέχνες τους φωτογραφίζει ο φίλος Δημήτρης Κοιλαλούς. Και οι δύο δίσκοι έχουν έργα του Χουλιαρά για εξώφυλλο και τις μακέτες έχει επιμεληθεί η Αργυρώ Σύριγγα. Την παρουσίαση την κάναμε μπροστά στην Αγία Ειρήνη στο κέντρο. Πήγανε στα Γιάννενα και κάνανε κι εκεί μια συναυλία.
Είχε το πουκάμισο πάντα ξεκούμπωτο και την αγκαλιά ορθάνοιχτη. Από κει μπήκαν τα εμφράγματα. Τρία. Άρχισε να εξαίρει την ευεργετική μελαγχολία. Ύστερα ήρθαν οι διαστολές του χρόνου κι άρχισαν να του μουτζουρώνουν τη μνήμη.
Ο Νίκος Χουλιαράς έφυγε 20 Ιουλίου 2015.
Για την ημέρα της ποίησης έγραψε στο περιοδικό «Η Λέξη», τεύχος 147, Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 1998:
«Αυτά τα ποιήματα αγαπώ κι αυτά σιχαίνομαι [….] Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα, καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-“καϊμάκι με πολύ σιρόπι” καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη. Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δεν νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.» / «Τα ποιήματα στο δρόμο»