Χώρα
Ότι και να γινόταν στο νησί, η Χώρα είχε βαριά σκιά σε όλα τα θέματα, ασχέτως αν δεν χρειαζόταν να πάει κανείς ποτέ εκεί. Άλλωστε αν δεν χρειαζόταν κανείς να ταξιδέψει στο νησί, δεν θα το ‘κάνε ποτέ. Κάποιοι μάλιστα χωρίς δισταγμό σε ερώτηση αν είχαν πάει σε κάποια άλλη μεριά του νησιού, δήλωσαν άγνοια αλλά και απορία «γιατί να πάω εγώ εκεί».
Η Κοιλάδα όμως είχε άμεση εξάρτηση από τη Χώρα, τόσο για οικονομικές συναλλαγές, όσο και για εκπαίδευση αλλά και για επαγγελματικές δραστηριότητες.
Βασικοί επαγγελματίες που εξυπηρετούσαν την Κοιλάδα βρίσκονταν στη Χώρα. Πολύ σημαντικό όμως ήταν το μηχανουργείο του Ραΐση στο Συνοικισμό. Πριν ακόμα έρθουν τα ατμόπλοια, αυτό υπήρχε και μάλιστα είχε χυτήριο. Έτσι από τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ένα πολύ σημαντικό εργαστήριο-εργοστάσιο, σήμερα τελείως παραγνωρισμένο. Μετά, τον 20ο αιώνα, μπορούσε να παίρνει μαθητές και να τους δίνει πτυχία μηχανικού.
Θυμάμαι του Ραΐση το μηχανουργείο. Ήταν μηχανικός αυτός. Όλη η οικογένεια ήταν μηχανικοί. Τότε ήταν τα πηγάδια, τα μαγκανοπήγαδα και έκανε το μηχανισμό αυτό. Ήταν καλός μηχανικός αυτός. Εδώ είχε τρία μαγκανοπήγαδα. Κάτω οι μπαξέδες είχαν όλοι από δω από εκεί είχαν υπόγεια νερά και τα αντλούσαν με αυτό. Τα πηγάδια υφίστανται και τα μαγκάνια. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Εκτός από το ειδικευμένο μηχανουργείο υπήρχαν και πολλοί «γύφτοι» σε διάφορα μέρη. Έτσι και αυτό το μηχανουργείο ονομαζόταν κάποιες φορές και «γύφτικο» αν και αναγνωριζόταν σαν κάτι μεγάλο, διαφορετικό.
Είχα ένα ξάδελφο μου. Ήτανε σε γύφτικο, που κολλούσανε τα γεωργικά, μιγκάρι, τσαπί, φτιάχανε τα εργαλεία αυτά. Οι γύφτοι τους λέγανε τότε, τώρα λέμε γύφτοι τις Ατσίγγανοι. Αυτοί ήτανε έτσι οι καμινιέρηδες, που είχαν το καμίνι. Είχε στη Χώρα εκεί που είναι το Ξενία. Εκεί ήτανε το εργοστάσιο αυτό. Μετά είχαμε κι εμείς στο χωριό αλλά ένα μικρό. Σπούσε το τσαπί ενός, το παγαίνανε εκεί να το κολλούσανε. Δεν θα το ξεχάσω πετούσε σπίθες. Εδώ στη Χώρα μαθαίνανε μαθητές και μαθαίνανε, στην Πλακούρα (Λεωνίδας, το αφεντικό, δεν θυμάται το όνομα) λειτουργούσε στη Χώρα χρόνια. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]
Ο Συνοικισμός εκτός από μια περιοχή με το εργοστάσιο του Ραΐση ήταν και ο τόπος που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αλλά υπάρχουν μνήμες για την άλλη προσφυγιά της Επανάστασης.
Πρόσφυγες δεν είχαν έρθει στην Άνδρο, οι Συριανοί, είχαν έρθει πρώτα στην Άνδρο. Δεν τις θέλανε οι Ανδριώτες και τις βγάλανε και πήγανε στη Σύρα. Μετά ήρθανε τούτοι και τις κρατήσανε. [Θεοχάρης Ραΐσης]
Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες πήγαν σε σχολείο, σε εκκλησίες, σε κελιά. Τους περιέθαλψαν, ήταν φιλόξενοι άνθρωποι. Έγινε μετά ο Συνοικισμός και προόδευσαν αυτοί οι άνθρωποι. Ο Συνοικισμός έγινε μετά το 30-32. Θυμάμαι τους πρόσφυγες που είχαν γεμίσει εδώ τα μέρη οι πρόσφυγες, κατατρεγμένοι. Έμεναν σε σχολεία, σε εκκλησίες και μετά ξεκίνησε ο προσφυγικός συνοικισμός. Ήταν καλοί Έλληνες, καλοί άνθρωποι και μετά ξεκίνησε ο συνοικισμός. Θα είχαν έρθει και στα Λάμυρα γιατί όπου υπήρχαν οικήματα τους έβαλαν. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Στην Χώρα πήγαν και διάφοροι επαγγελματίες από τα γύρω χωριά.
Ο παππούς είχε ραφτάδικο στη Χώρα. Είχε και το κτήμα εδώ, είχε και τον παραγιό να βγάλει ζαρζαβατικά. Έπαιρνε νερό από τη Σάριζα και το πούλαγε στο μαγαζί του στη Χώρα. Έπαιρνε τις νταμιζάνες τις γυάλινες τις φόρτωνε και πουλούσε το νερό. Με τα πόδια από τη Αγία Ελένη, 100 σκαλιά και κάτω το δρόμο στο Συνοικισμό και πήγαινε επάνω στη Χώρα. Έχω και το μονοκιάλι που το έβγαζε η γιαγιά η Φρόσω και ανάλογα που είχε το μαντήλι της έλεγε που θα συναντηθούν από τη Αγία Μαρίνα απέναντι. Η Γιαγιά έκανε βόλτες στην αυλή και ήξερε που θα συναντηθούν με το μαντήλι το βράδυ. [Γιώργος Καϊρης]
Ένας από τους πιο γνωστούς επαγγελματίες, που το επάγγελμά του χάθηκε είναι ο Αντώνης ο Πολέμης. 20 χρόνια τυπογράφος και ο πάππους μου 80. Είμαι ο μοναδικός εγγονός του ενός και του άλλου. Ο άλλος ορφάνεψε μικρός, η μάνα του έπλενε για να ζήσουνε. Και πήγε στη Σύρα υπό την υψηλή προστασία της οικογένειας των Κεχαγιάδων, άρχοντες και αυτοί και έμαθε τη τέχνη τη τυπογραφική, ένα παιδί 10 χρονών. Κοιμότανε στο πατάρι. Αυτός της Τετάρτης δημοτικού. Όταν τον άκουγες να μιλάει, η γλαφυρότης ήταν μοναδική. Ήρθε στην Άνδρο και άνοιξε τυπογραφείο. Αυτός ο άνθρωπος δεν του έβρισκες ένα λάθος, όταν έγραφε. Λες και είχε δασκάλους. Ήταν ορθογράφος ο πάππους.
Έρχεται ο γυμνασιάρχης μαθηματικός να τυπώσω τον Εμπειρίκο. Και βλέπω του αοιδίμου και το κλασσικό με ένα σίγμα, αν και δεν είναι τόσο λάθος. Και πάω και του λέω. Κύριε γυμνασιάρχα το αοίδιμος δεν γράφεται έτσι. Πριν προφτάσω να του πω, μου λέει, Άντε βρε θα με μάθεις εμένα γράμματα. Και το τυπώνω το ι με ει και το δι με ήτα. Και έρχεται ένας Βεντούρης καθηγητής φιλόλογος αλλά από τους παλαιούς και έρχεται με το δημόσιο το χαρτί και λέει εεσύ το τύπωσες αυτό; Λέω εγώ κύριε Βεντούρη. Καικαι δεν το διόρθωσες; Με συγχωρείτε. Του το είπα. Τα παράπονά σας στο γυμνασιάρχη. Και το πάει στο γυμνασιάρχη. Και του λέει αφού σου ‘πε ο Πολέμης, ο Πολέμης εκτός που είναι καλός ορθογράφος είναι και 15 χρόνια τυπογράφος, ξέρεις τι σημαίνει αυτό. Ο τυπογράφος κτίζει τη λέξη γράμμα – γράμμα. Κάθε λέξη τη χτίζει όχι μια φορά αλλά πολλές φορές και του μένει. [Αντώνης Πολέμης]
Πολύ σημαντικό επάγγελμα ήταν ο γιατρός.
Γιατροί ήταν δύο στη Χώρα. Ο Σουσούδης και ο Συκιώτης που ήταν και χειρούργος. Πιο παλιά ήταν και ο Μάτζιος εκεί που είναι ο Καπαταγής και είχε φέρει και ακτινογραφικό μηχάνημα για να σου βγάζει ακτίνες. Στ΄ Αποίκια δεν είχε. Φαρμακείο είχε ο Λογοθέτης εκεί που είναι ο Μαρούλης. Της Βενετίκη ήταν του Κασιμάτη.
Αν κάποιος ήταν άσκημα εξαρτάται από τον καιρό και τι είχες. Υπήρχαν και οι πρακτικοί γιατροί, σε βγαλσίματα σπασίματα και τέτοια. [Γιώργος Καΐρης]
Εκτός από τους επαγγελματίες, στη περιοχή της Χώρας υπήρχε και βιομηχανία, αν και η Φάμπρικα, στις Στενιές ήταν η πιο εντυπωσιακή.
Εργοστάσιο ήταν το μακαρονάδικο του Αντωνάκη του Πολέμη, είχε και τη διαχείριση της Φάμπρικας στις Στενιές. Το διατήρησε και ο γιός του στη Πλακούρα από πάνω. Θυμάμαι ότι παρήγε μακαρόνια σε πακέτα των 5 οκάδών, χύμα και άλλα ζυμαρικά, κριθαράκια κάτι τέτοια.
Στα Λιβάδια είχε ένας Καΐρης κυλινδρόμυλο με ατμό, ήταν μηχανικός και αυτός σε καράβια. Πρέπει να δούλεψε μέχρι τη δεκαετία του 50.
Προς τη Θεοσκέπαστη πάρα κάτω είχε βυρσοδεψείο, ένας μπαρμπα-Θοδωρής Κουτέλης, ο οποίος ήταν ευκατάστατος πολύ. Έκανε δέρματα αυτός και τα παιδιά του. Έκανε ωραία δέρματα, βακέτες, σολοδέρματα έκανε. Το σπίτι τους ήταν στα Λάμυρα. Τότε τα σολοδέρματα είχαν μεγάλη κατανάλωση. Είχε πολλούς τσαγκάρηδες και ήταν άριστοι τεχνίτες, έκαναν παπούτσια γυναικεία, αντρικά, παιδικά, ότι θέλεις. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Στην Χώρα εγκαταστάθηκε και το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Η Ηλεκτρική, την είχε ο Πολέμης, δούλευε μέχρι τα μεσάνυχτα. [Γιάννης Κορκόδειλος] Ήταν μόνο για φωτισμό αρχικά.
Η Χώρα σαν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο στο νησί ήταν ο στόχος όλων των παραγωγών.
Κάθε πρωί μας το ‘φερνε ο γαλατάς για τη μαμά μου. Κάθε πρωί, αγελαδινό γάλα. Τα τυριά τα κατσικίσια και το γάλα είναι πιο παχύ.
Μέσα στη Χώρα ήτανε ναυτικοί, καπεταναίοι και πληρώματα. Γη δεν είχαμε. Ήτανε εφοπλιστές. Εδώ ήταν τα σπίτια τους, εδώ πηγαίναν σχολείο. Τότε μέναν εδώ όλοι. [Ευγενία Πολέμη]
Στην Χώρα ερχόντουσαν εμπορεύματα από τα γύρω νησιά για τοπική κατανάλωση.
Εδώ ερχόντουσαν πολλά καΐκια. Δεν ξέρω αν ήτανε με πανιά. Από τη Σίφνο ερχόντανε, από το Βόλο ερχόντανε, από τη Αίγινα ερχόντανε, φέρναν και από εκεί κανάτια. Παίρναμε τα μικρά σταμνάκια, να πάμε στη βρύση για νερό. Ήτανε και κάτι άλλα σαν ροΐ πιο μικρά, τα οποία τους βάζαμε νερό μέσα και σφυρίζανε. Αυτά τα βγάζανε τα καΐκια. Το ωραίο νερό που είχε το σταμνί, η μυρωδιά του! [Ευγενία]
Σταμνιά φέρναν και από τη Σίφνο. Έρχόνταν καϊκια πετρελαιοκίνητα και φέρναν σταμνιά. Θυμάμαι τη παροιμία που είναι σιφνιά από τη προφορά «Όλοι φοβούνται το Θεό και ο σταμνιαγγής το τοίχο», από το σταμνατζής. Πιο πολύ θυμάμαι μη Ανδριώτες αλλά και αυτοί είναι εδώ Σιφνιακοί.
«Τέχνη είναι ο γεμιτζής να σουρώνει το πανί, τέχνη είναι ο σταμνιγής». [Γιάννης Μπουλμέτης]
Η πιο σπουδαία εκκλησία του νησιού βρίσκεται στη Χώρα.
Τη χτίζανε και όταν έφτασαν στην οροφή δεν είχανε ξύλα. Είχε θάλασσα και ένα καΐκι βγήκε στο Παραπόρτι βούλιαξε και είχε γεμάτο ξύλα και κάνανε με αυτή την τραβάκα, τη σκεπή της εκκλησίας και γι’ αυτό την ονομάσανε Θεοσκέπαστη επειδή τη σκέπασε ο Θεός. [Μαρία Αντώνογλου].
Η Χώρα, όπως όλη η επαρχία, είχε την ίδια κατάληξη μετά τον Πόλεμο.
Άνθιζε πρώτα η Άνδρος. Τι ωραία που ήτανε με τους ναυτικούς. Συνάλλαγμα.
Ο κόσμος έφυγε μετά το 50. Τα σπίτια τα ωραία τα πήρανε άσχετοι και τα γκρεμίζανε. Έφυγαν όταν άρχιζε να κτίζεται η Αθήνα.
Εν τω μεταξύ είχανε λιγοστέψει οι δουλειές στη θάλασσα, εκείνη την εποχή. Είχανε βουλιάξει όλα τα βαπόρια. Είχανε πνιγεί πάρα πολλοί στον πόλεμο. Αλλά για λίγο καιρό ύστερα έπεσε παράς πολύς. Βγήκανε τα λίμπερτυ και έπεσε δουλειά. [Ευγενία Πολέμη]
Η εικόνα της Χώρας, ειδικά της ζωής της, πριν τον πόλεμο ήταν πολύ διαφορετική.
Η Άνδρος τελείωνε μέχρι του Βογιατζίδη και του Τρικόγλου. Εγώ έτσι τη πρόφτασα. Άλλα σπίτια δεν υπήρχαν. Εμείς σα κοπέλες αν βγαίναμε πάρα έξω τις τρώγαμε ύστερα. Κοπέλες, μαθήτριες δηλαδή. Λέγανε τι δουλειά είχες στον ίσιο δρόμο.
Είχαμε τα κατώγια τα οποία είναι σχεδόν ισόγεια και κάναμε τις μπουγάδες. Νερό είχε στο δρόμο βρύσες.
Οι βρύσες ξεκινούσανε κάτω στη Καμάρα, παλιά με γούρνες ωραίες, εδώ στον άγιο Γεώργιο στο ιερό στον δρόμο. Ήταν νερό τρεχούμενο. Αυτό που είναι στη πλατεία είναι παλιό υδραγωγείο. Εκεί είχε γύρω- γύρω 4 βρύσες. Τα πρώτα χρόνια παίρνανε από τους μπαξέδες τριγύρω και παίρναν από τα μάγκανα νερό. Δεν είχε νερό αλλά από πολλά χρόνια κάνανε τη πρώτη μεγάλη δουλειά η Εμπειρίκοι κάνανε υδραγωγεία. Αλλά δεν είχε στα σπίτια. Εδώ από πίσω είναι μια άλλη μαρμάρινη βρύση. Είναι πίσω από τη πλατεία, είναι στον Άγιο Νικόλαο, είναι στο δημοτικό σχολείο άλλη, είναι στη Παναγιά εκεί στα σκαλάκια άλλη, είναι στη Πλακούρα όπως κατεβαίνεις. Ήταν πολλές βρύσες.[Ευγενία Πολέμη]
Οι ανεμόμυλοι στην Χώρα ήταν περιοχή μακρινή και έτσι έμεινε άγνωστη.
Εγώ ως ανεμόμυλους δεν τους θυμάμαι. Εκεί έξω ως παιδιά δεν μας αφήνανε με τίποτα εκεί έξω. Ήτανε εκεί μακριά. Οι κοπέλες οι πιο μεγάλες, μέχρι να φωτιστεί η αγορά, κάνανε το νυχτερινό. Πηγαίναν από τον Ερμή μέχρι τη πλατεία στο Γηροκομείο, ούτε στο Δημαρχείο δεν φτάνανε. Ανεβαίνανε κατεβαίνανε, αγκαζέ οι γυναίκες, οι άντρες καθόντανε στο Πλάτανο και κουτσομπολεύανε. Οι κυρίες στολισμένες ωραία και όλο περπατούσανε, δεν καθόντουσαν, πάνω κάτω, πάνω κάτω. Είχε ένα μέρος και παίρναν το γλυκό και φεύγανε. Οι παντρεμένες δεν βγαίνανε. Μόνο τα κορίτσια πηγαίναν.
Άμα ερχόνταν οι σύζυγοι, με την ώρα τη βαπορίσια, 7 η ώρα, να φάμε και μετά μέσα στο σπίτι. Τι νομίζεις. Τα περισσότερα σπίτια είχανε άντρες που λείπανε. Οι βεγγέρες ήταν οι γειτώνοι και οι οικογένεια. Εγώ θυμάμαι παιδί στις 12 η ώρα σβήνανε τα φώτα, προπολεμικά τότε. Στις 12 παρά τέταρτο έκανε ένα σήμα να σε ειδοποιήσει η Ηλεκτρική και μετά στις 12 τα έσβηνε. Θυμάμαι που εγώ στις 12 η ώρα είχα πέσει αλλά πολλές φορές ξύπναγα την ώρα που κάνανε το σήμα. Και άκουγα μια φασαρία, τις καρέκλες, για να φύγουνε να πάνε σπίτι τους. Στη κατοχή σβήνανε τα φώτα από τις 10.
Εκεί που είναι η παρέα ήταν η Εθνική Τράπεζα. Εγώ δεν ήθελα να σπουδάσω. Εμένα με βάλανε, δεν ήθελα να δουλέψω. Το Γυμνάσιο της Άνδρου το τελείωσα το 39, μέχρι τότε ήμουνα με τη ποδιά. Ήθελα λιγάκι να ζήσω, να ράψω ένα ρούχο. Και αυτό που είχα το έραψα γιατί μια ξαδέλφη μου παντρεύτηκε και πήγα στο γάμο της. Γιατί το 39 κηρύχθηκε ο πόλεμος και παρ΄ όλο που δεν είχαμε μπει στο πόλεμο, η Άνδρος είχε πάρα πολλά θύματα. Την άλλη μέρα στη 2 Σεπτεμβρίου δύο βαπόρια Ανδριώτικα πήγανε σύψυχα. Βουλιάξανε με 25 ανθρώπους το καθένα, καταλαβαίνεις τι αγωνία είχαμε. Εν πάσει περιπτώσει έραψα ευτυχώς και τα ‘ραψα και έβγαλα τα νιάτα μου. Δεν είμαστε πλούσιοι αλλά ο πατέρας μου καπετάνιος ήτανε, σιγά- σιγά θα ζήσω όπως θα ζήσω, θα βρω κάποιον άντρα.
Η Τράπεζα δεν είχε και πολλά χρόνια που ήρθε στην Άνδρο. Προσπαθήσανε να επανδρώσουνε τη Τράπεζα με προσωπικό κατώτερο ντόπιο. Εγώ τα μικρά μου χρόνια είχαμε σχέσεις γερές με μια γερή οικογένεια. Από αυτή την οικογένεια ήταν ένας δικός τους άνθρωπος από τα ιδρυτικά στελέχη της Εθνικής Τράπεζας, δούλευε ο γιός του που είχε γερή θέση. Με αυτή την οικογένεια, έμεναν από πάνω. Εγώ μικρό κοριτσάκι ανεβοκατέβαινα στο σπίτι, με αγαπούσανε. Τους έδειχνα το ενδεικτικό μου, 10 ήτανε τότε. Μπράβο-μπράβο και να δεις όταν τελειώσεις εγώ θα σε βάλλω στην τράπεζα. Αυτά ήταν μόλις πήγα σχολείο και εντέλει μόλις τελειώνω σχολείο το καλοκαίρι του 39. Δεν με ρώτησε και με διορίζει και μια ωραία πρωία μας το αναγγέλλει Ευγενούλα από τον άλλο μήνα θα πας στη Τράπεζα. Εγώ αρρώστησα. Δεν ήθελα καθόλου να πάω στη Τράπεζα. Οι γονείς μου ευχαριστηθήκανε. Μάλιστα μου λέγανε να γίνω 21 να είναι έγκυρη η υπογραφή σου, με πειράζανε στη Τράπεζα. Δεν ήθελα καθόλου. Πηγαίναμε μέρα, πηγαίναμε τις εκδρομές μας.
Άμα άρχισε από λεφτά, αν και δεν περνάγανε, μια βδομάδα περνάγανε. Η Τράπεζα μας στάθηκε πολύ στη Κατοχή, στο προσωπικό της. Η Τράπεζα και ο Ερυθρός ζήσανε τη μισή Ελλάδα στη Κατοχή. Σιγά- σιγά άρχισαν αν μας στέλνουνε όσπρια σύκα, φάρμακα με καΐκια. Έβαλα και εγώ μυαλό. Οι Ιταλοί ερχόντουσαν κάθε μέρα στη Τράπεζα, είχανε τα λεφτά τους. Και κάθε πρωί ερχόντουσαν και παίρνανε. Μετά είχαμε πρωί απόγευμα και το Σάββατο.
Δεν με αφήσανε ούτε μια φορά να εξυπηρετήσω Ιταλό. Ήταν όλοι στην ηλικία του μπαμπά μου και μ’ έχανε εμένα… Ύστερα ξύπνησα λιγάκι. [Ευγενία Πολέμη]
Ο πλούτος της Χώρας ήταν τα βαπόρια και πιο πριν τα ιστιοφόρα.
Το 1896 ο Αντώνης Πολέμης, ο παππούς, έσπασε τον αποκλεισμό της Κρήτης με πολεμοφόδια. Όταν έφευγε τον έπιασε ο στόλος, τον έπιασε ο Αυστριακός. Το είδε ο παππούς από μακριά το βαπόρι, με τα δυο του παιδιά ο παππούς και τα σπάει στο ξύλο. Βρε σεις μη μιλήσετε. Αφού τον πιάσανε τους κέρασε και ρακί Κρητικό. Του πιάσανε τη κουβέντα, μιλούσε Ιταλικά ο πάππους, οι Αυστριακοί μιλούσαν Ιταλικά οι περισσότεροι. Και όταν τελειώσαν του λένε καπετάν Αντώνη το ξέρουμε ότι πήγες πολεμοφόδια, να μη σε ξαναπιάσουμε. Και η απάντησή του ήτανε, θα ξαναπάω και δεν θα με ξαναπιάσετε. [Αντώνης Πολέμης]
Μετά όταν ήρθε ο ατμός σταμάτησε, τους πήρανε τότε αυτοί οι Εμπειρίκοι, κάνανε τότε αυτήν εταιρεία, «Εθνική» λεγότανε. Τα πρώτα βαπόρια. Ο Μωραΐτης πήρε πρώτα το «Βασιλιάς Αλέξανδρος». Πήρανε τους καπεταναίους από τα ιστιοφόρα. Οι καπεταναίοι ότι ξέρανε εμπειρικά και μετά τον παππού μου τον πήρανε οι Εμπειρικαίοι. Μέχρι που μεγαλώσανε τα παιδιά του, σπουδάσανε τον έναν, τον στείλανε έξω τον κάνανε καπετάνιο 23 χρονών στο βαπόρι μέσα. Έμαθε τι έμαθε στις σχολές, στην Ιταλία τον στείλανε και του πήρανε μετά και τα 4 παιδιά οι Εμπειρίκοι, στα βαπόρια, καπεταναίους. Πριν το 20. Ο μπαμπάς μου ήτανε το 21 με αυτό του Μωραΐτη. Παντρεύτηκε το 20. Αλλά είχε και άλλα δυο πιο μεγάλα παιδιά, δεν υπήρχαν καπεταναίοι, σιγά- σιγά γίναν σχολές και πηγαίνανε. Τον Μωραΐτη δεν τον θυμάμαι. Θυμάμαι τον Πάνο Μωραΐτη. Όταν έκλεισε αυτή η εταιρεία πήγε εκεί ο πατέρας μου, στα υπερωκεάνια. Πήγαινε Αμερική. Κάθε 40 μέρες ερχότανε. Το «Πατρίς» ήτανε το τελευταίο και το πιο μικρό, πριν ήτανε το «Έντισον», ήτανε το «Βύρων». Αυτά ήτανε του πατέρα του Εμπειρίκου. Του Λεωνίδα την θυμάμαι τη κηδεία. Κάποτε κάποιος είχε κάνει ένα στιχάκι, που έλεγε:
Είχε γίνει Υπουργός των Ναυτικών:
«Κατηγορούν τον υπουργό των ναυτικών αδίκως
ότι δεν είναι έμπειρος γιατί ΄ναι Εμπειρίκος».
Οι πλούσιες οικογένειες έχουν αφήσει διάφορα έργα στον τόπο αλλά παράλληλα ήταν απομονωμένες. Ότι παλιό υπάρχει το έχουν κάνει οι Εμπειρίκοι. [Ευγενία Πολέμη]. Το Μανιτάρι [κτήμα Καμπάνη] πάντα ήταν κλειστό άνοιγε μόνο της Μεταμορφώσεως. Τα κυπαρίσσια μέχρι εκεί πάνω, τίποτα δεν έβλεπες. Δεν είχανε επαφή με τον κόσμο, μόνο με τους συγγενείς τους.
Οι μεγάλες περιουσίες έγιναν με αιματηρές θυσίες αφήνοντας αντίστοιχες μνήμες.
Ο γέρο Γουλανδρής, τον λέγαν Ψιχουλά γιατί μάζευε απ’ όλους. Είχε κάνει πολλά παιδιά, ήταν ο Γιάννης ο Γουλανδρής, ο Πέτρος, που έκανε τον Βασίλη. Τώρα πια έχουν σχεδόν ξακρίσει. Ξεκίνησε από ένα Γιάννη και μετά ήταν ένας Μιχάλης και μετά οι άλλοι.