Νέα

Εικόνες του τοπίου (5) – Οι Στενιές, του Γιώργου Σπέη

Οι Στενιές

 Ακολουθώντας τον δρόμο από τα Γιάλια, σήμερα, φτάνει κανείς στις Στενιές, χωριό μέσα σ’ ένα κήπο, κρυμμένο από τη θάλασσα αν και τόσο κοντά.

 Το λένε Στενιές επειδή έχει στενά. [Αντώνογλου] Χωρίζεται σε δύο συνοικίες το Λεμπινοχώρι, το απάνω χωριό η Παναγία, και το  Κατοχώρι, το κάτω χωριό από το δρόμο της πλατείας Αγ. Βαρβάρας. [Μαρία Αντώνογλου].

 Η κοιτίδα του χωριού των Στενιών είναι πάνω από τη Πεντάβρυση. Είναι στενό και δεν φαίνεται από τη θάλασσα. Εκεί ο δρόμος είναι πολύ στενός και από εκεί που περνούσε ο κόσμος περνούσε και το νερό της άρδευσης των κτημάτων.

 Η Πεντάβρυση, όταν έγινε η ανοικοδόμηση που γίναν τα καινούργια σπίτια δεν είχαμε βρύση ακόμα μέσα στο σπίτι, ήταν η μόνη ύδρευση στις Στενιές. Την [ύδρευση] έκανε ο καπτά Νικόλας ο Γιαλλούρης προς το τέλος του 60. Πριν με τα γαϊδουράκια με 4 γκαζοντενεκέδες κουβαλούσαν το νερό στο σπίτι από τη Πεντάβρυση και παίρναν τόσο πολύ που παραπονιόνταν αυτοί που ποτίζαν που δεν τους έφτανε το νερό. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Εκτός από το νερό για τη χρήση στο σπίτι οι βρύσες ήταν για τη μπουγάδα.

 Κουβαλούσαμε τότε νερό με σταμνί στα σπίτια. Δεν είχαμε νερό στα σπίτια. Εγώ ήμουνα 10-12 χρονώ με τη στάμνα στην Πεντάβρυση. 5 φορές κατέβαινα και ανέβαινα. Γεμόζαμε μπουγέλα για να ‘χουμε νερό. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια, πήγαινε και η μαμά μου. Και πλένανε έξω, στις βρύσες, πηγαίναμε και στην Πεντάβρυση και στου Καραβά, σε μια ρεματιά, μια μεγάλη γούρνα. Πλέναμε εκεί και τώρα είναι ακόμα, με πέτρα είναι, και πλέναμε εκεί. Παίρναμε το κοφίνι με τα ρούχα και πηγαίναμε. Μπουγάδα κάναμε στου Καραβά. Ανάβαμε φωτιά, στάχτη και κάνανε τη λάτρα, όπως βράζαν το νερό ρίχνανε στάχτη στο νερό για να καθαρίσουνε τα ρούχα ή βάζανε πάνω ένα άσπρο πανί και ρίχνανε ζεστό νερό και η στάχτη έλιωνε και καθαρίζαν τα ρούχα. Βάζαν και δάφνη για να μυρίζουνε. Σαπούνι έφτιαχνε ένας θείος μου, αρκετό. [Μαρία Αντώνογλου]

Η Πεντάβρυση μπορεί να είναι το κέντρο στις Στενιές αλλά η Αγία Βαρβάρα είναι η πιο σημαντική εκκλησία.

 Είχαν αρωστήσει στο χωριό από ευλογιά και πέθαινε κόσμος. Η Αγ. Βαρβάρα είναι προστάτιδα. Μαζευτήκαν όλοι οι άντροι και χτίσαν ένα εκκλησάκι ίσα- ίσα να μπει ο παπάς να λειτουργήσει. Μετά γυρίσαν την εικόνα στο χωριό και σταμάτησε η αρρώστια. Και μετά πάλι από χρόνια χτίσαν την Αγ. Βαρβάρα τη μεγάλη εκκλησία και έχει παραμείνει τοπικό έθιμο να γυρίζει η εικόνα στο χωριό την ημέρα της Αγ. Βαρβάρας, η πολιούχος του χωριού. [Μαρία Αντώνογλου]

 

Οι νησιώτικες κοινωνίες, αν και κοιτάν πάντα τη θάλασσα, ήταν γενικά κλειστές κοινωνίες, νησιά από μόνα τους. Οι Στενιώτες κάνανε μια κλειστή κοινωνία δική τους. Δεν θέλανε ξένους. [Τάσος Χαλάς]

Έτσι ακούγονται κάποιες περίεργες ιστορίες. Οι Λαμυριανοί δεν άφηναν τους υπηρέτες να μένουν μέσα στο χωριό και δημιουργήθηκε ένας οικισμός πιο ψιλά έξω από το χωριό για να μην είναι μες τα πόδια τους. Έτσι έγινε τ΄ Αψηλού. [Τάσος Χαλάς Δωροθέα Τσινάκη]

Ναυτικοί ήταν όλοι. Όταν ερχόταν ένας ξένος στο χωριό τον εβγάζανε από το χωριό, «φύγε γιατί οι γυναίκες είναι μόνες τους». Ήτανε κάποιος, πρόεδρος ήταν δεν ξέρω, εγώ δεν τα έφτασα αυτά, γιατί ο άντρας μου ναυτικός ήτανε, ταξίδευε με τα  υπερωκεάνεια, με το ΅Ολυμπία΅,  23 χρόνια. Αλλά πήγαινα κι εγώ και ερχόταν όταν έμενε το βαπόρι. [Μαρία Αντώνογλου]

 

 Μιλάνε δύο Αποικιανοί για τις Στενιές: Οι Στενιές ήταν πολύ κλειστή κοινωνία. Στ’ Αποίκια είχαμε σχέσεις με τ΄Αψηλού με τις Στραπουριές, στις Στενιές μόνο μεταξύ τους. Λέγονται Αβυσηνέζοι και Μαυρογόνατοι. Είναι άλλη ράτσα.

 Οι δύο πιο πολύ για το χωριό τους, είναι Στενιές και Ασινετί. Σ’ ένα βαπόρι αν είναι ένας Στενιώτης και ένας Σινετιανός τσακώνονται για τα χωριά τους. Δεν έχει σημασία αν είναι μικρό ή όχι, έτσι ήταν από παλιά. [Γιώργος Καϊρης]

 Είμασταν άλλοι άνθρωποι. Τώρα έχουμε γίνει ένας αχταρμάς πάνω στην Άνδρο. Στενιές Αποίκια καμία σχέση. Αν πήγαινες Στενιές μέσα, καμία φορά στο Γυμνάσιο, νόμιζα ότι ήμουν σε άλλο πλανήτη, άλλα έθιμα, πολλές φασαρίες, φωνάζανε κάνανε, άλλος κόσμος, δεν είχαμε συγγενολόγια. Δεν υπήρχανε επιμιξίες από γάμους στη Χώρα, δεν υπήρχε περίπτωση.

 Τους Στενιώτες τους λέγανε μαυρογόνατους…[Ελευθέριος Πολέμης ]

Έτσι έφταναν σε πολύ ακραίες απόψεις:

 Λέγανε στο βαπόρι, δύο δικοί μας και οι υπόλοιποι ξένοι. Οι δύο ήταν από τις Στενιές και οι υπόλοιποι από την Άνδρο.

 Για να πας σε άλλο πανηγύρι έπρεπε να έχεις και κοπέλες μαζί σου. Πηγαίναμε εμείς στη Βουρκωτή στο πανηγύρι του Αγίου Ιωάννου με τα γαϊδουράκια. Ξεκινούσαμε από δω να πάμε στην Απάνω Κατάκοιλο. Εδώ επειδή ήταν ναυτικό μέρος ο μη Στενιώτης έμπαινε σε μια κλειστή κοινωνία. Υπάρχει μια ιστορία  ένας καλόγερος από τον Άγιο Νικόλαο, ενώ περνούσαν με τα μουλάρια τους να κατέβουν να πάνε στη Χώρα να ψωνίσουν, αυτός πέρασε μέσα από το χωριό και έφαγε ξύλο και μας καταράστηκε να μην αφήσουμε τη βαλίτσα. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 Πετροβολούσαν τους ξένους μέχρι τη Φάμπρικα, αυτοί έμποροι ήτανε, αλλά δεν θέλανε ξένους γιατί επειδή οι άντροι λείπουνε να μην τις βάλουνε λόγια, φοβότανε. Η μάνα μου όμως, τον καιρό της δεν ήταν έτσι, πιο παλιά, [Μαρία Αντώνογλου]

Παρ’ όλο, που οι Στενιές φημίζονται σαν τη πιο κλειστή κοινωνία στην Άνδρο, στην πραγματικότητα υπήρχαν σχέσεις τόσο με τα γύρω χωριά όσο και με εποίκους από άλλα μέρη. Πάντα όμως με κάποια επιφύλαξη.

Με τα Απατούρια είχαμε κάπως σχέση. Με τα Αποίκια όχι δεν είχαμε καμία σχέση, ο ένας με τον άλλο. Δεν τους βλέπαμε και τόσο καλά. Δεν ξέρω γιατί, δεν ήτανε κακοί άνθρωποι, τους κοροϊδεύανε οι Στενιές, τους Απατουριανούς τους λέγανε «πατουριανά γαϊδούρια» και τους Αποικιανούς «αποικιανάρια» και εμάς μας λέγανε μαυρογόνατους. Δεν ξέρω γιατί, αυτό ήτανε που μας κοροϊδεύανε. Ερχόμασταν στη Χώρα παιδιά, γιατί είχανε στείλει ο Ερυθρός Σταυρός μπλούζες, ήτανε ακόμα ο πόλεμος και ήρθαμε όλα τα παιδιά μαζί να πάρουμε μπλούζες στην Αγ. Όλγα. Όταν φύγαμε με τις μπλούζες, αλλά εδώ στο Νημποριό δεν τις πήρανε, και αρχίσανε «μαυρογόνατοι Στενιώτες, μαυρογόνατοι». Τι να κάνουμε και λέμε για να δούμε είναι τα γόνατα μας καθαρά, παιδιά μικροί, «είσαστε μαυρογόνατοι, δεν ντρεπόσαστε», μας κοροϊδεύανε.

 Με τις Βουρκωτιανοί είχαμε κάπως καλύτερες σχέσεις. Ερχόταν στο χωριό, πουλούσανε και με τον πόλεμο φέρνανε, ήτανε πιο αγαπημένοι. Και με τα Αποίκια ήτανε αγαπημένοι, αλλά τώρα Στενιώτης να πάρει Αποικιανή, δεν έπαιρνε. Μετά όμως, ξέρετε τον Μπαφαλούκο, η μάνα του πήρε Στενιώτη και έγινε η γέφυρα και απάνω η Κατίνα η Βαλμά που έχει στο Τρικόλι είναι από τις Στενιές την πήρε ο Πέτρος ο Βαλμάς που είναι Αποικιανός. Γινόταν συνήθως μέσα από το χωριό, λέγανε «έξω από τις Τρύπες δεν θα πάρουμε γαμπρό ή νύφη» και λέγανε μετά που μεγαλώσαν τα παιδιά, τους λέγαμε εμείς εκείνα τα χρόνια, «ξένο αποκλείεται». Άμα μεγαλώσανε μας θέλαν. Μέσα στη Χώρα δεν γινόταν, θέλαν χωριανή. [Μαρία Αντώνογλου]

 

 Γεννήθηκα  Στενιές, οι γονείς μου Στενιώτες, ο πατέρας μου και η μάνα μου Στενιώτες. Ο παππούς μου της μαμάς μου είχε καΐκι και τον εσκοτώσανε στο Τσανά Καλέ για να του πάρουνε τα λεφτά που είχε μες το κεμέρι. Ο παππούς μου ήτανε Στενιώτης. Ο πατέρας του παππού μου ήταν ο πρώτος ναυτικός. Ερχόταν τότε καΐκια στην Άνδρο. Ο Αντώνης Σαρρής είναι ο πατέρας μου.

 Η μάνα μου ήτανε Μπουκουβάλα, του στρατηγού του Βαγγέλη του Μπουκουβάλα, που σήκωσε πρώτος στο Γράμμο τη σημαία. Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στις Στενιές.

 Η πεθερά μου ήταν Μικρασσιάτισα. Ήρθε εδώ με τον πεθερό μου μικρό. Ήρθαν με την καταστροφή, στη πρώτη του ’18,. Ήρθε ο πεθερός μου στη Χίο και μετά στην Άνδρο. Μετά πήγε πάλι στη Σμύρνη και μετά ξαναήρθε. Η πεθερά μου έφυγε από το χωριό της. Της σκοτώσανε και μάνα και πατέρα, καταμόναχη, αλλά έξυπνη. Πήρε κάτι χρήματα που είχανε, ήταν 15 χρονώ και φεύγει με το θείο της πάνε σ’ ένα βουνό, το οποίο ήτανε σπηλιά. Μπαίνουνε μέσα. Κλείνουνε τη σπηλιά, αν είχες παιδί δεν σε βάζανε μέσα. Λέγανε να σκοτώσεις το παιδί να μπεις μέσα και καθίσανε κάμποσο καιρό. Μετά ήρθε στη Θεσσαλονίκη, από κει Κόρινθο και από κει κάποιοι συγγενείς του πεθερού μου της κάνανε προξενιό. Παντρεύτηκε και καθίσανε στην Άνδρο, στις Στενιές. Εκεί γεννηθήκανε η κουνιάδα μου, ο άντρας μου, όλοι. Όταν ήταν έγκυος η κουνιάδα μου ήτανε να πάει στην Κόρινθο αλλά δεν ήξερε πόσο μηνώ είναι και με το που έρχεται στον Άγ. Νικόλα, την πιάσανε οι πόνοι. Ήτανε κάτι παλιόσπιτα. Εκεί που είναι ο Ναυτικός Όμιλος, εκεί που βάζουνε τις βάρκες μέσα, εκεί γέννησε η πεθερά μου. Και όπως ήταν με το μωρό την πήρε το καΐκι και την πήγε στην Κόρινθο και ξαναήρθαν στην Άνδρο. Μετά δεν ξαναφύγανε εκεί γεννήθηκε και ο άντρας μου, είναι ο πιο μεγάλος.

 Ο πεθερός μου στην αρχή μπαρκάρισε αλλά η πεθερά μου επειδή ήτανε μόνη και δεν είχε κανένανε, του έγραψε, Πήγαινε έσκαβε, φτωχοί ανθρώποι, είχανε την περιουσία τους, τη χάσανε, έσκαβε ο πεθερός μου, η πεθερά μου πήγαινε συγύριζε τα σπίτια. [Μαρία Αντώνογλου]

 

 Ο πάππους της γυναίκας μου ήταν Γιαλούρης Ψαριανός. Μετά τη Καταστροφή έχουμε Γιαλούρης, Βρατσάνος, Ράλλης οι οποίοι έχουν έρθει στην Άνδρο. Οι Γιαλούρηδες Στενιές, οι Βρατσάνοι Λάμυρα και οι Ράληδες στη Χώρα.  Οι Μπουλμέτηδες μάλλον ήταν από την Ήπειρο αλλά έχω πληροφορίες μια μαρτυρία ότι ήταν κουρσάροι Ψαριανοί. Ο θείος της μητέρας μου ήταν σε  ναυάγιο στη Προποντίδα και από ότι ξέρω είχαν πάντοτε ιστιοφόρα. [Γιάννης Μπουλμέτης   ]

 Το Πολεμέικο πρέπει να είναι από τα Πατούρια. Είναι πάρα πολύ μεγάλη η οικογένεια. Εμείς είμαστε οι Πολέμηδες οι Ντεληκιρίκιδες. Ντεληκιρίκης σημαίνει τρελός κόκορας.  Ο παππούς του πατέρα μου κατέβηκε από τα Απατούρια, κοντά στου Πολέμη. Υπήρχε το σπίτι αυτό. Κατέβηκε και πήρε τη γιαγιά μου που ήτανε Στενιώτισα, Παλιοκρασά, πιο μεγάλη ακόμα φάρα με πολλά παρακλάδια.

 Ο παππούς μου είχε 4 γιούς, καπεταναίοι. Τα 4 αδέλφια ήταν στα υπερωκεάνια. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε Καραουλάνη, γεννήθηκε στις Στενιές και οι Στενιώτες δεν τον είχαν σε πολύ- πολύ, που πήρε Χωραϊτισα και όχι Στενιώτισα. Ήταν καλοί γαμπροί τότε. Ήταν πολύ τοπικιστές.

 Στα βαπόρια μέσα ήταν από διάφορα μέρη, από τη Χίο, από τη Νάξο. Και τους Στενιώτες όταν τους ρωτούσαν δεν λέγαν είμαστε από την Άνδρο, λέγανε είμαστε από τις Στενιές. [Ευγενία Πολέμη]

Οι Στενιές και γενικότερα η Άνδρος μπήκε γρήγορα στον ατμό σε σύγκριση με άλλα ναυτικά μέρη που άργησαν και καταστράφηκαν. Αυτό ξεκίνησε από τη Ρουμανία με τους Εμπειρίκους και τα σιτάρια.

 Ο προπάππους μου, Χαζάπης το επίθετο, αφού έχασε το ιστιοφόρο του έκανε ποταμόπλοια στο Σουλινά. Ξεκίνησε από εδώ και πήγε εκεί. Και από της γυναίκας μου το σόι Παλαιοκρασάδες είχαν σελέπια στο Σουλινά. Και στις Στενιές υπάρχει μια οικογένεια Πολέμη που λέγονται Ρουμάνοι γιατί γεννήθηκαν εκεί. Οι 99% εφοπλιστές στη Χώρα  Πολεμαίοι είναι Στενιώτες, από το Σπύρο  Πολέμη.

 Οι Στενιές μπήκαν στον ατμό. Έχουμε τη οικογένεια του Παλαιοκρασά περί το 1900 είχαν το πρώτο καράβι το Πολεμάκι. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 Για να εξασφαλίσουν τους κινδύνους της θάλασσας Οι Στενιώτες εφοπλιστές  είχαν κάνει αυτασφάλιση. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Η ασχολία με τη ναυτιλία δημιούργησε ένα μεγάλο πρόβλημα στις Στενιές όπως και σε όλους τους ναυτότοπους, όλος ο ανδρικός πληθυσμός έπαψε να ασχολείται με στεριανές δουλειές και έτσι δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κενό. Αυτό το κενό το κάλυψαν άντρες από άλλα χωριά.

 Οι Στενιές επειδή ήταν πολλοί αξιωματικοί στα καράβια είχαν οικονομική ευρωστία και έτσι ερχόντουσαν να δουλέψουν από πολλά χωριά. Οικοδόμοι ήταν από τα Πέρα Χωριά, για αγροτικές δουλειές από τη Βουρκωτή. Υπήρχαν και Στενιώτες γεωργοί κατ’ επάγγελμα. Υπήρχαν Στενιώτες που περνούσαν και έλεγαν το γάλα από το αρμεόνι, συγκεκριμένη ώρα περνούσε ο γεωργός από το χωράφι του και μοίραζε το γάλα με αυτό τον τρόπο.

 Οι Βουρκωτιανοί ερχόντουσαν από το μονοπάτι από τα Ελληνικά, μετά από το διαραχάκι και συνεχίζει επάνω ανατολικά από την Αγία Ειρήνη. Συναντάει το αμαξιτό και εκεί επάνω υπάρχει διακλάδωση στην Αη Δημήτρη κάτω από την Αγία Ειρήνη, που πάει στη Παναγία των Στενιών, 300 μέτρα από τον αποτεφρωτή υπάρχει ένα ρεματάκι από εκεί κατέβαινε το μονοπάτι και διακλαδίζονταν ένα ανατολικά προς τα Ελληνικά και άλλο προς τα δυτικά που κατέβαινε στο κεντρικό χωριό. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 

Η επόμενη φάση στη ζωή του χωριού ήταν όταν η σκληρή ζωή στην θάλασσα άρχισε να δίνει τη σειρά στη ζωή στη στεριά αλλά μετά από σπουδές. Φυσικά το επακόλουθο ήταν οι μορφωμένοι να εγκαταλείψουν το νησί για να βρουν δουλειά κυρίως στην Αθήνα.

 Σε κάποια στιγμή η άρχουσα τάξη των Στενιών ήταν οι πλοίαρχοι που εξελισσόντουσαν σε εφοπλιστές, οι πρώτες εταιρείες ήταν οικογενειακές εταιρείες από πλοιάρχους. Κάποια στιγμή έγινε στόχος ο επιστήμων και αυτός ήταν ο λόγος που άδειασε το χωριό. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 

Η ζωή στη στεριά τα παλιά τα χρόνια ήταν σκληρή αλλά είχε τις καλές της πλευρές. Οι άνθρωποι ήταν πιο χαρούμενοι γιατί δεν είχαν πολλές απαιτήσεις, είχαν μάθει τη λιτή ζωή, την εργασία, δεν τους άφηνε ο κόπος, δεν είχανε … Κάτι πανηγύρια είχανε στα χωριά. Μπεκρήδες υπήρχανε. Πολλοί υπήρχανε. Έπινε κρασί ο κόσμος. Οι εργατικοί άνθρωποι όλοι έπιναν κρασί. Η Χώρα ξόδευε κρασί, όλες οι ταβέρνες και τα μπακάλικα ήτανε γεμάτα.  Στα Λάμυρα ένα καφενείο γινόταν και ταβέρνα, είχε και το κατοσταράκι, το μπακαλιαράκι. Στη βρύση εδώ ήταν ένα καφενείο. Παραπάνω στον πλάτανο είχε ένα άλλο μπακαλικάκι. Πάρα πίσω από δω [Λάμυρα] ήταν ένα άλλο. Όλα τα χωριουδάκια είχαν τη ταβέρνα τους. Λίγη  σαρδέλα παστό, καμιά ρέγκα  λίγη ελιά. Και έπιναν το κρασί τους. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Εκτός από το κρασί, οι ντόπιοι έβγαζαν και ρακί που ήταν παράνομη η απόσταξή του. Όταν σε πιάνανε να κάνεις ρακί παράνομα σε παίρνανε και φορτωνόσουν και τον λουλά στη πλάτη και πήγαινες. Εκτός από τα στέμφυλα χρησιμοποιούσαν τα κούμαρα. Στον Άγιο Νικόλαο [το μοναστήρι] ήταν δάσος τα κούμαρα και μια αιτία τους προσκυνήματος ήταν να φάμε κούμαρα, αν φας πολλά μεθάς. Επίσης και μπουρνέλα.  Η απόσταξη θέλει χαμηλή θερμοκρασία και έχεις κάτι σα δαχτυλήθρα και κάθε τόσο το πετάς πάνω στη φωτιά, και όταν αρχίζει και μαυρίζει σταματάς. Όταν ανάψει είναι οινόπνευμα και το ξαναβάζεις, το πρώτο ποτήρι πρέπει να το πετάξεις γιατί είναι ξυλόπνευμα και βλάπτει στα μάτια. Πολλοί προσθέτουν πιπεριά καυτερή ή μαστίχα χιώτικη ανάλογα τι σου αρέσει. Βρίσκεται βαπόρι Ανδριώτικο στη Ρωσία, οι Ρώσοι το έχουν καύχημα ότι πίνουν δύο μπουκάλια. Του λένε θέλεις να δοκιμάσεις γκρηκ βότκα. Αμέ λέει και του δίνουν αυτό με το πιπέρι, ξέρεις οι πότες δεν πίνουν έτσι,  και έμεινε ξερός. [Γιάννης Μπουλμέτης]

  Στις Στενιές Παλιά όταν το χωριό βρισκόταν σε ανάπτυξη υπήρχαν δύο καφενεία ένα του Μπεγλέρη στη πλατεία, που υπάρχει ακόμα, και το άλλο του Νικαντή, τα πιο παλιά, μετά είχαμε και του Σταμούκη. Του Νικαντή είναι κάτω από τη παραλία στην απάνω ενορία το οποίο είναι ερείπιο. Και μετά έγινε και εκείνο, που είναι στο κάτω σταθμό,  μετά το 50. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Τα καφενεία- μπακάλικα ήταν τα κέντρα διασκέδασης για όλο το νησί με μια παράξενη εξαίρεση, τη Χορεύτρα.

 Δεν είχαν άλλη διασκέδαση οι άνθρωποι, ταβέρνες υπήρχαν πολλές, κάθε μπακάλικο, κάθε τρύπα, έπιναν το κρασάκι τους οι άνθρωποι οι εργατικοί όταν σχολούσαν.

 Στο σπίτι αυτό του Εμπειρίκου, τη Χορεύτρα, ερχόνταν εδώ της Μεταμορφώσεως και διασκεδάζανε. Έμενε κάποιος αδελφός του πάππου μου, μπαρμπα Θοδωρή τον λέγανε και δεν είχαν παιδιά. Μια Αννέζα ήταν η γυναίκα του η οποία φοβόταν το βράδυ να μείνει μόνη της και ερχόταν μια ανιψιά της. Αν δεν ερχόταν έβγαινε στη γειτονιά και έπαιρνε κανένα παιδί, και εμένα έχει πάρει, να κάνουμε συντροφιά, αλλά δεν θυμάμαι να ερχόντανε. Μεταγενέστερα θυμάμαι να έρχονται από τη Χώρα διασκεδάζοντας, μάλιστα ένας Αντώνης Εμπειρίκος είχε τσακωθεί με κάποιο Πασχάλη γιατί είχανε παίξει μαγκουριές. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Μια έκτακτη διασκέδαση ήταν το θέατρο. Έπαιζαν τα  παιδιά αλλά έρχονταν και μπουλούκια από τη Αθήνα. Σε ηλικία 5-10 ετών σ’ ένα φούρνο παίζαμε τη Γκόλφω τα γειτονόπουλα. Σε βοηθητικό χώρο ενός σπιτιού παίζαμε θέατρο. Όταν ερχόταν το θέατρο της Αθήνας, περιοδεύοντες θίασοι, τα παιδιά πηγαίναμε σε μια αποθήκη, του Λουκρέζη, που ήταν γαλακτιτζής και αποκονιαστής, και παίρναμε τα μαδέρια να φτιάξουμε τη σκηνή, η οποία ήταν στην αυλή του σχολείου τη δεκαετία του 50. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 

Αυτή ήταν εποχή που οι Στενιές ήταν γεμάτες παιδιά και λειτουργούσαν σχολεία.

Υπήρχαν και άλλα σχολεία πιο παλιά και ήταν χωριστά τα κορίτσια. Το άλλο σχολείο έχει το όνομα στου Γκούλου αλλά δεν ξέρω από που βγαίνει το όνομα. Νομίζω είναι από τη πλατεία 100 μέτρα πιο πάνω, αυτό το είχε επεκτείνει η οικογένεια του Πολέμη. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Αλλά δεν ήταν όλα ρόδινα για τα παιδιά του σχολείου εκείνη την εποχή.

 Σχολείο δεν πηγαίναν όλα τα παιδιά, γιατί ήταν αυστηρός ο δάσκαλος και τα έδερνε, δεν θέλανε. Ο δάσκαλος έμενε στο χωριό, τον καιρό που ήταν ο πατέρας μου. Βασιλόπουλος λεγότανε, πήρε Αντριώτισα. [Μαρία Αντώνογλου].

 

Οι κοινωνικές σχέσεις ήταν οι βεγγέρες, που πήγαιναν οι γυναίκες γιατί οι άντρες ταξίδευαν.

 Κάνανε η μία με την άλλη γειτονιές, βεγγέρες, ήταν μαζί, ήτανε φιλενάδες πηγαίναν στα σπίτια το απόγευμα, σε συγγενείς, είχανε επικοινωνία, είχανε πιο πολύ επικοινωνία. Με τους άντρες (επικοινωνούσαν) με γράμματα ερχόταν ταχυδρόμος και έφερνε τα γράμματα και πάλι τα στέλναμε με το ταχυδρομείο. [Μαρία Αντώνογλου]

Μια άλλη ευκαιρία για διασκέδαση ήταν οι γιορτές.

 Τη Πρωτοχρονιά είχαμε ένα έθιμο οι γυναίκες ήταν στολισμένες στο σπίτι. Υπήρχε στη σάλα ένα τραπέζι και ήταν υποχρεωτικό από εφοπλιστή μέχρι γεωργό, ναυτόπαιδα. Γινόταν παρέες 10-15 άτομα πηγαίναν απαραιτήτως σε όλα τα σπίτια και παίρναν κάτι, ένα αμύγδαλο. Ήταν νόμος. Ήταν υπέροχα. Τελειώναμε στις 10 το βράδυ. Λέγαμε τα τραγούδια της τάβλας, [Γιάννης Μπουλμέτης]

 Η ζωή ήταν ωραία και στις γιορτές χαιρετούσαν οι γυναίκες στα σπίτια. Μπορώ να σας πω ήταν 10-15 Νικολάδες. Έπρεπε και τους 15 να πάμε να χαιρετήσουμε. Του Αγ. Βασιλείου ήταν το έθιμο μόνο οι άντροι να χαιρετάνε, όχι γυναίκες, οι γυναίκες ήταν στο σπίτι. Όλοι είχαν ανοιχτό το σπίτι, στρωμένο το τραπέζι με μεζέδες και ήταν οι γυναίκες στο σπίτι, μέχρι τώρα είναι αυτό. Και ερχόταν 10-15 άντροι και χαιρετούσανε όλοι. Από βραδύς την Πρωτοχρονιά μαζευόταν όλοι, ας πούμε 2 παρέες, 6-7 φίλοι και βγαίναν και καλαντούσαν στα σπίτια, τον Αγ. Βασίλη, με το ντουμπί. Ο πατέρας μου έπαιζε σαμπούνα και ο θείος μου, άμα ακούγαν τις σαμπούνες μη συζητάτε. Κι έλεγα, να δείξει λίγο του αντρός μου αλλά πέθανε 72 χρονώ και ο Κώστας ήταν στην Τρίτη Γυμνασίου και δεν πρόλαβε. Παίζαν τον Αγ. Βασίλη και τραγούδια….. Το χωριό ήταν την Πρωτοχρονιά ούτε και μπορώ να πω. Ας πούμε ήμασταν 10 άτομα πηγαίναν με τις γυναίκες μαζί, βεγγέρες, γλυκά …

 Άλλες μέρες γιορτινές ήταν του Αγ. Δημητρίου και του Αγ. Νικολάου, μεγάλη γιορτή. Το Πάσχα πιο ήτανε, ούτε και μπορώ να πω τι γινότανε. Στο μεταξύ τη Μεγάλη Παρασκευή είχαμε έθιμο όλες οι γυναίκες φορούσαν πρωτόβαλτο. Όλες οι γυναίκες θα πάρουν τη Μεγάλη Παρασκευή, όλοι είχανε στον Επιτάφιο, αλλά τώρα το ‘χουνε κόψει, δεν το ‘χουνε πια, ότι θέλεις βάζεις αλλά το βράδυ της Αναστάσεως βάζουμε καινούργιο!

 Είχαμε την Κυριακή του Πάσχα εκείνος που είχε πάρει την Ανάσταση, τώρα δεν το χουνε πια, είχε πάρει δικοί του μεζέδες, είχανε τα βιολιά στην αυλή της Εκκλησίας. Ήταν αποφασισμένο ποιος θα πάρει την Ανάσταση. Εφέτο την εζητήσανε την Ανάσταση για του χρόνου. Άλλοι τάζονται και την παίρνουνε. Τάζονται στην Ανάσταση. Εκεί που τρώγανε και πίνανε, ήτανε τα βιολιά, χορεύανε. Την πρώτη φορά ήμουν μικρή 10-12 χρονώ ήτανε της θείας μου ο αδελφός και με σήκωσε και με χόρεψε ταγκό, ήτανε τότε το ταγκό και χαρά πια εγώ. Αυτό ήτανε το έθιμο του Πάσχα, μετά την Εκκλησία γυρίζανε την Ανάσταση στο χωριό γύρω- γύρω και μόλις φτάνανε στην Εκκλησία το τραπέζι το ‘χανε στρώσει οι δικοί του. Γινότανε γιορτή, γλέντι, χορός, μέχρι αργά. Κι όταν λείπανε οι άντροι, δεν πηγαίνανε οι γυναίκες, στην εκκλησία, στην Ανάσταση. Δεν πηγαίνανε την Κυριακή, γιατί να μην τους παραξηγήσουνε, που λείπουν οι άντροι, ταξιδεύουνε. Η μάνα μου πρώτη,  μου λέει δεν πήγαινα στην Ανάσταση καθόλου, γιατί έλεγε ο πατέρας μου «θα πας στην Ανάσταση, ποιος θα σε δεί, ήταν ο χορός». Στον Επιτάφιο πηγαίνανε και την παραμονή, σε όλα. Μόνο την Κυριακή του Πάσχα δεν πηγαίνανε, γυρίζανε την Ανάσταση γύρω – γύρω, απόγευμα της Κυριακής.

 Δεν πηγαίνανε οι γυναίκες τότε. Τις περιορίζανε. Τώρα είχα μια θεία στη Χώρα, έπρεπε να πάω εγώ μαζί της. Δεν ερχότανε μόνη της, γιατί της έλεγε ο θείος μου «οι γυναίκες οι καλές δεν πάνε μόνες τους στη Χώρα». Τα παραδοσιακά μας. Και η θεία μου «θα πάω στη Χώρα, θα έρθεις». Όταν μεγάλωσα πήγαινα μαζί της, η μάνα μου πήγαινε μόνη της στη Χώρα. Να πας, να ψωνίσεις, στην Τράπεζα να πάρεις λεφτά που τους στέλναν οι άντρες που ταξιδεύανε, …

 Τα παραδοσιακά φαγητά ήτανε η γέμοση, ο Λαμπριάτης που τον γεμόνουνε. Εμάς η δική μας είναι με συκωτάκι. Το κόβουμε, το καβουρντίζουμε, του κατσικιού, γιατί το αρνί μυρίζει, με κρεμμυδάκι, άνηθο, δυόσμο, τρίβαμε τυρί κεφαλοτύρι, ψωμί τριμμένο, σπούσαμε τα αυγά τα χτυπούσαμε και τα ρίχναμε μέσα. Το κατσικάκι το πλέναμε, το γεμόναμε με αυτή τη γέμιση. Το ράβαμε και το ψήναμε στο φούρνο και κοβόταν φέτες- φέτες. Αυτός ήταν ο μεζές στην εκκλησία. Κάνανε κεφτέδες, κρέας ψητό εμείς το ψήνουμε με κρασάκι, το καβουντίσουμε το κρέας θα το σβήσουμε με κρασάκι και λεμόνι, ρίχνουμε μπαχάρι και πιπέρι. Ένα άλλο φαγητό, χοιρίσιο συκωτάκι, το καναμε στα χοιροσφάγια, το πλέναμε καλά – καλά και πριν τελειώσει το ψήσιμο ρίχναμε μπαχάρι και πιπέρι και γινόταν ένα πράγμα πολύ ωραίο.

 Η γιαγιά μου όταν είχε χοιροσφάγια γινόταν μεγάλο γλέντι, καλούσε όλους στο σπίτι στις Στενιές. Είχανε στο σπίτι η γιαγιά μου και άλλοι πολλοί (χοίρους).

 Τα χοιροσφάγια ήταν το γλέντι το μεγάλο. Η χαρά μου να πάμε στα χοιροσφάγια. Είχανε έξω από το σπίτι δεν τους ένοιαζε αν μυρίζει. Τώρα για βάλε ένα γουρουνάκι έξω από το σπίτι! Είχανε τις κέλες, η γιαγιά μου είχε μεγάλο χοίρο 150 οκάδες και είχε και μικρό στο απάνω μέρος, για να σφάξουν το μεγάλο και να βάλουν το μικρό…. εκεί πια ήταν η χαρά μας. Τον Οκτώβρη, μία φορά το χρόνο και γινότανε… Λουκάνικα κάναν , σίσιρα, αυτά τα φτιάχνανε για να’ χουμε όλο το χειμώνα. Γιατί κρέας τότε κάθε Σαββάτο σφάζαν κρέας στο χωριό. Ήταν ένας από τη Βουρκωτή. Ερχόταν στο χωριό και έσφαζε κάθε βδομάδα και μαζευόταν κόσμος και φασαρία. Γιατί το κρέας του δωσες αυτουνού, εγώ θέλω εκείνο, …. Μη συζητάτε τι γινότανε. Έσφαζε αγελάδες, μοσχάρια, κατσικάκια, αρνάκια. Τα έφερνε αυτός στο χωριό από τη Βουρκωτή, από τον Καρώνα με τα μουλάρια. [Μαρία Αντώνογλου]

 

Γιορτές υπήρχαν και στις εξοχές, πάντα όμως με τους αυστηρούς κανόνες της μικρής κοινωνίας.

 Την τρίτη μέρα του Πάσχα, της Θεοτόκου,  γινότανε στα Γιάλια χορός, ήτανε ας πούμε κέντρο, όχι το σημερινό, ένα σπίτι του Ραϊση ήτανε κέντρο και ένα άλλο. Γινόταν εκεί οι χοροί και άμα σε χόρευε κανένας,…είχαμε την παρεξήγηση. [Μαρία Αντώνογλου]

 

Οι Αποκριές ήταν η γιορτή που ερχόταν το πάνω κάτω και διακωμωδούσαν τα πάντα.

 Οι Αποκριές ήταν άσχετο με το τι γίνεται σήμερα, ντυνόντανε κατά ομάδες και τα  θέματα ήταν ο γάμος, ο γιατρός, ο παπάς, φορούσαν και μάσκα, ήταν ένα άσπρο πανί με τρύπες, τραγουδούσαν τραγούδια που είχαν σεξουαλική όψη. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Το παράλογο κυριαρχούσε:

 Ο παπάς από τα Γιούρα κυνηγάει τη γαϊδούρα. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]

Πολύ ωραίο έθιμο ήταν ο Κλήδονας και το αμίλητο νερό.

 Ο Κλήδονας, υπήρχαν τραγουδάκια το κύριο ήταν ποιόν θα πάρουνε… Γράφαν σε ένα φύλλο διάφορα ονόματα.

 «Όταν σε πρωτογνώρισσα ήταν ημέρα σκόλη,

    τ΄’ Απορνιστού βγάζαν τη σκληδόνη»,

που τελειώνει το όρνισμα. Στον Κλήδονα ήταν το Αμίλητο Νερό. Οι κοπέλες πηγαίναν με σταμνί να πάρουν το αμίλητο νερό σε όλες τις πηγές. Το Πανωχώρι των Στενιών έπαιρνε νερό από τη Πεντάβρυση με σκάλια από τα σκαλαριά. Μέχρι να πάει στο σπίτι δεν έπρεπε να μιλήσει και μαζευόμαστε όλα τα αγόρια και τις πειράζαμε να μιλήσουν και πηγαίναν πάλι από την αρχή. Γιατί για να κάνεις του Κλήδονα τις ιεροτελεστίες χρειαζόταν το αμίλητο νερό. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Διασκέδαση ήταν οι γάμοι και τα βαφτίσια.

 Όταν σε ήθελα εσένα, νεαρός ήμουνα, έπρεπε να στείλουν άνθρωπο να πάει να τη ζητήσει την κοπέλα. Το βράδυ πηγαίνανε συνήθως, μου τα ΄λεγε και η γιαγιά μου, με το φανάρι αναμμένο. Λέγανε θέλουμε την κόρη σας όλα αυτά. Αν τον εθέλανε ναι, στέλνανε δυο προξενήτρες γυναίκες ή άντρες. Σ΄ ένα θείο μου είχανε πάει 2 άντρες, η κοπέλα αυτή είχε το νου της αλλού λέει όχι δεν παντρεύομαι. Μετά ένας άλλος θείος μου πάλι ήθελε μια κοπέλα. Πήγανε πάλι οι θείοι μου γιατί ή γιαγιά μου είχε 9 αγόρια και ο ένας θείος μου ήτανε στις Κατακαλαίοι, στου Λεωνίδα το σπίτι, από μικρός από τον πόλεμο, παραγιός τους βοηθούσε (Νικολός), το Λεωνίδα και την Αργυρώ τους μεγάλωσε ο θείος μου. Πήγαν λοιπόν σε αυτή τη θεία μου κι έγινε ο γάμος.

Άμα ήταν ένας που ο γονιός τον ήθελε και η κόρη δεν τον ήθελε, τη δίνανε με το ζόρι.

 Για να γίνει ο γάμος έπρεπε να έχουν και βιολιά. Πηγαίναν στου γαμπρού το σπίτι τα βιολιά και μετά φεύγανε, με το όλο κάλεσμα, κόσμος πολύς. Παίζαν τα βιολιά, τα Αντριώτικα, και πηγαίνανε στης νύφης, παίρνανε τη νύφη. Γινότανε πολλές φορές πρώτα οι γάμοι στο σπίτι μέσα. Γινόταν ο γάμος και μετά τραπέζι με τα βιολιά. Μετά την άλλη μέρα ξημερωνόταν όλοι το κάλεσμα, τρώγαν, πίνανε και με τα βιολιά πηγαίναν στην εκκλησία. Η νύφη μπροστά με το γαμπρό, μπροστά τα βιολιά, τα συμπεθέρια με όλο το κάλεσμα. Μετά ξανγυρίζαν στο σπίτι και πάλι ξανασυνέχισαν. Αυτό ήταν το έθιμο μας. Μετά τα κόψανε μετά τον πόλεμο. Με τον πόλεμο γινόνταν και κλεψιές. Κλέβαν τις κοπέλες. Αγαπιόταν, τις κλέβανε, πηγαίναν στο Μπατσί και μετά γυρίζανε. Φωνάζαν οι γονείς και μετά γινόταν ο γάμος.

 Γεννούσαν στο σπίτι. Σε 8 μέρες το πλένανε το παιδί, είχαμε μαμή, και η μαμή ήθελε να το πλύνει. Η μαμή είχενε ένα μαντήλι και ρίχνανε μέσα λεπτά όσοι ήτανε. Μετά οι βαπτίσεις πάλι γινότανε πάλι με βιολιά με γλέντι. [Αντώνογλου].

Οι κοινωνικοί κανόνες ήταν πάρα πολύ αυστηροί.  Άμα μιλούσαμε με κανένα, …τι γινότανε!. [Αντώνογλου] Ακόμα και στην εμφάνιση.  Εν τω μεταξύ όλοι είχαν κότσοι, δεν κόβαν τα μαλλιά. Έρχεται το βαπόρι του πατέρα μου στον Πειραιά και της λέει να κόψεις τα μαλλιά και έρχεται στο χωριό. Έγινε θέμα, «η Ελένη έκοψε τα μαλλιά της…Δεν ντρέπεται να κόψει τα μαλλιά της» και για άλλες που τα έκοβαν, τις κοροϊδεύανε. [Μαρία Αντώνογλου]

Γύρω από τις Στενιές υπάρχει μια σειρά από τοποθεσίες, με κάποιο ενδιαφέρον που χαρακτηρίζουν τον τόπο.

 Η θέση Ελληνικά νομίζω ότι είναι στο Διαραχάκι. Το χωριό είναι χτισμένο  αμφιθεατρικά όταν είμαστε στο κέντρο του χωριού και κοιτάζουμε στη θάλασσα πάνω από τη Πεντάβρυση το αριστερό άκρο. Ο επάνω δρόμος περνά από αυτή τη τοποθεσία.  Έξω από το νεκροταφείο των Στενιών βρήκαν ένα φούρνο κεραμικής. Ούτε ακριβώς ξέρω που. Από τη θέση Ελληνικά στη θέση που βρήκαν το καμίνι κεραμικής είναι 100- 200 μέτρα. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 

 Μια  αγροτική περιοχή που λέγεται Αλογάριον, εκεί υπήρχε μια κωμόπολις, ακόμα υπάρχουν ερείπια. Είχανε μπάνκα λαξευτή στον βράχο, τράπεζα,  και ήταν γεμάτη χρυσό και ασήμι. Κάποιο άλλοι πονηροί είχαν ακούσει και ήρθαν με μαγνήτες και ανακαλύπτουν το μέρος και τα βρήκαν αλογάριαστα λεφτά. Και βγήκε Αλογάριον και έγινε Λογάρι. Υπάρχουν εκεί κτίσματα και επειδή είναι τόσο καλοχτισμένα, κελιά σήμερα, λένε ότι είναι κτίσματα της φραγκοεποχής. [Ιπποκράτης Πολέμης]

 Η Τρανή Σπηλιά είναι απέναντι από το χωριό στο δρόμο για τα Αποίκια που πάει στις Στραπουριές. Αυτός ο βράχος, δεξιά από κάτω είναι η Τρανή Σπηλιά. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 

 Εδώ υπήρξε ένα τεράστιο κυπαρίσσι, απέναντι από τις Τρύπες είναι ένα μεγάλο σπίτι της οικογένειας Φαλαγγά. Σ’ αυτό το κτήμα υπήρχε ένα κυπαρίσσι υπερφυσικού μεγέθους και λένε ότι εκεί οι Τούρκοι είχαν κρεμάσει έναν Γαλούνη. Έπεσε επί των ημερών μου από γηρατειά, 50 μέτρα κάτω από τις μεζονέτες.

Στο πόλεμο τον δεύτερο αλλά και στον πρώτο τα είχανε σπείρει όλα. Στις Τρύπες έχουμε 17 στρέμματα και δεν έχει ούτε μια σπιθαμή χώμα το είχανε σπείρει μιγάδι στο πόλεμο. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 

Κάτω από τις Στενιές στο ποτάμι υπάρχει το μεγάλο γεφύρι του Λέοντα. Νομίζω ότι το γεφύρι του λέοντα είναι βενετσιάνικο. [Γιάννης Μπουλμέτης]. Από εκεί ο νέος δρόμος ανεβαίνει στο πύργο του Μπίστη, Μουβελά ή Βασιλόπουλου από τα ονόματα των παλαιών ιδιοκτητών του.

 Ο Βασιλόπουλος είχε παντρευτεί  Μπίστη, ο πατέρας του ήταν παπάς από την περιοχή του Άργους. Κάποια φορά διορίστηκε εδώ και παντρεύτηκε Στενιώτισα το γένος Μαρή, νομίζω, και είχε ένα γιατρό το Τηλέμαχο και δύο καθηγητάς το Μιχάλη και τον Ευάγγελο. Ο Μπίστης ήταν γιατρός.

 Όταν ερχόταν πειρατές , πάνω από τη πόρτα έχει τη τρύπα για το ζεμάτισμα. Η καταγωγή του Μπίστη ήταν από το Κόρθι. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 Ο Βασιλόπουλος και είχε γυναίκα την Ορτίκα. Ήταν δάσκαλος. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]

Η ιστορία του πύργου του Μπίστη συνδέεται και με τη δημιουργία του χωριού.

 Το χωριό πως έγινε, πως χτίστηκε. Ήταν 2-3 πύργοι στο χωριό, ήταν αυτός του Μουβελά-Μπίστη και του Ροϊδη ήτανε μέσα αλλά είναι βουλιαγμένος τώρα (απέναντι από το Μπίστη). Η Αγ. Τσουρά είναι κοντά στο διόροφο. Αυτοί ήτανε οι άρχοντες του χωριού και άλλος ένας ήτανε ο Βροντίσης δεν ξέρω αν είχε πύργο. Το χωριό δεν είχε σπίτια. Επί Τουρκοκρατίας, αυτοί φέρανε κοπέλια, από άλλα μέρη, από την Πελοπόννησο, από…. Αυτοί μείνανε στο χωριό φέρανε και γυναίκες από το χωριό τους και χτίσανε ένας- ένας σπιτάκια, το λέγαμε λεμπινοχώρι, το πάνω χωριό, γιατί είναι γεμάτο λεμπίνια.

 Το δίπατο ήτανε του Μουβελά και όλη η περιοχή του Μπίστη. Αυτός ήτανε γιατρός, και πηγαίνανε λοιπόν και του λέγανε έχουμε πυρετό, αυτός ετοίμαζε το φάρμακο. Είχε πάει η μαμά μου μια φορά και του λέει «κύριε, είναι άρρωστη η ξαδέλφη μου και θέλει η θεία μου φάρμακο». Το ‘φτιαξε μάνι- μάνι, αυτός ήτανε ο γιατρός». Αυτοί λοιπόν φέρανε τα κοπέλια και αρχίσανε και χτίζανε σπίτια στο χωριό. Αυτοί είχανε δική τους εκκλησία τον Αη Γιώργη εκεί μέσα που είναι ο πύργος. Δεν θέλανε τα κοπέλια να πάνε μαζί με τους άρχοντες στην εκκλησία, δεν καταδεχότανε. Τότε λοιπόν αναγκαστήκανε, αφού μαζευτήκανε κάνανε την εκκλησία το Αγ. Γεώργιο, στο Κατωχώρι. Απάνω ήτανε μια μικρή εκκλησίτσα, η Παναγία πολύ μικρή και το 1865 την ανακαινίσανε ο παππάς.

 Ο πύργος χτίστηκε το 1625 ο πύργος του Μπίστη μαζί με ένα γιοφύρι που είναι στην πέρα πάντα, αυτό του Λέοντος. Χτίσανε λοιπόν, το εκκλησάκι αυτό της Παναγίας, ήτανε μικρό και ο παπάς είχε δικό του οικόπεδο, και μαζέψανε λεφτά και χτίσανε την Παναγία, την έχτισε ο παπά Μιχάλης, Πολέμης λεγότανε. Του Πολέμη τον Δημήτρη από τα Απατούρια, ήτανε του πατέρα του παππούς. Αυτός που έχτισε την εκκλησία μετά έγινε και ο γιός του παπάς και ο αδελφός του παπάς, όλη η οικογένεια,

 Του Αγαδάκη, ήταν άλλος ένας πύργος κοντά στου Δελαγραμμάτικα που το έχει πουλήσει τώρα, στα Απατούρια κάτω. Ήτανε πια ερείπιο, του Αγαδάκη. Τον έχω φτάσει ήταν πολύ καλός άνθρωπος και δεν το έφτιαχνε ήτανε και ελεύθερος. Ο πύργος του Μπίστη, πάνω στην ταράτσα έχουν κάτι χύτρες. Επειδή επί τουρκοκρατίας ήρθαν οι Τούρκοι  και κλέβανε τα κορίτσια. Μαζεύανε όλα τα κορίτσια του χωριού, δεν ήταν και πολλά σπίτια. Τα βάζανε μέσα στον πύργο, αυτοί ήτανε γύρω- γύρω έξω στο κτήμα και φωνάζανε. Ζεσταίνανε λάδι και πηγαίναν από πάνω και τους ρίχνανε λάδι και τους καίγανε. Τώρα έχουνε χαλάσει, κάτι τρύπες τις λέγανε χύτρες, βγαίνανε έξω στο δρόμο. Είχε πολύ λάδι ο Μπίστης γιατί είχε όλους τους ελαιώνες, όλα δικά του ήτανε κι είχε και βίδα. Το λάδι το είχε κάτω σε υπόγεια και βράζανε το λάδι και τους καίγανε και φεύγανε από τον Πύργο, Μετά φύγανε από το χωριό οι Τούρκοι. [Μαρία Αντώνογλου]

Η τελευταία επισκευή του πύργου.

 Από μικρά παιδιά που είμαστε κατοικούσε εκεί μια θεία, αυτή ήταν άσχετη με την οικογένεια του Μπίστη. Μετά το πήρε μια κυρία Ζάγκα το γένος Μάνεση. Αυτή είχε χηρέψει από τον άντρα της ήταν εφοπλιστής, Βροντίσης, της άφησε ένα γκαζοντενεκέ λίρες όταν πέθανε. Αυτή μετά, η κυρά Μαρία ήταν από το Τρικόλι μέσα, παντρεύτηκε ένα συνταξιούχο, στρατηγός ήτανε; O Ζάγκας. Αυτή έβαλε μπρος να ανακαινίσει τον πύργο. Ήταν χάλια μέσα. Με πήρε μέσα, εγώ εξ αιτίας του πεθερού μου, που ήταν ξυλουργός, τραβακατζής  ήταν, κουφαματατζής ήταν, επιπλοποιός όλα αυτά ήτανε.

 Η μεσαία κάμαρα εκεί στρωμένη με κάτι φαρδιές τάβλες σα λεύκες. Για να σκίσουμε τις σανίδες είχαμε το ανεβατούσικο πριόνι, το λέγαμε και καταρράκτη. Σκίζει κυπαρίσσια είναι ακονισμένο ξυράφι.  Το πάτωμα είχε φαγωθεί και στις πόρτες είχε ανοίξει λάκκο, να ξετρυπήσει. Μου λέει η Ζάγγενα, δεν είχα γίνει παπάς ακόμα, επρόκειτο, Μόλις μου τελειοποιήσεις αυτά όλα, θα σου κάνω μια στολή άμφια. Λέω μάλιστα, αλλά τόσα πατόξυλα φαρδιά δεν υπάρχουνε μόνον τάβλες. Λέει ήμερο. Ήμερο, ξε-ήμερο θα μου βάλεις και θα μου τα στρώσεις τόσο φαρδιά. Της το έκανα το πάτωμα ήμερο, τάβλες. Άνοιξα γενησιά, δόντι μέσα να μπει το ένα στο άλλο. Έβαλα καβίλιες μέσα και τα έστρωσα στο μπετό, έκανα και παρκέ, στην τρίχα.

 Η Ορτίκα ήταν πριν, εγώ τη θυμάμαι σαν όνειρο. Αυτή η Ζάγγα την θυμότανε την υπόσχεση. Εγώ χειροτονήθηκα 10 Δεκεμβρίου του 70. Με έχρησε ο δεσπότης στ’ Αλαδινού και έκανα εκεί Πάσχα, το πρώτο Πάσχα. Δεν είχα και ρούχα να βάλλω. Τη Μεγάλη Πέμπτη μου φωνάζει ένας μεταφορέας, ερχόταν με ένα τρίκυκλο από την Αθήνα, Κουντούρης, που έκανε Αθήνα Άνδρο. Ακούω έξω από την εκκλησία το όνομά μου. Τι είναι βρε. Ένα δέμα. Βλέπω μια στολή ωραία με πολυσταύρια. Τρελάθηκα εγώ. Τέτοια πράγματα που να έχω δει εγώ. Είχα δει από τον πατέρα μου κάτι κοντογούνια, κάτι απολειφάδια. Μου έκανε ένα δώρο η Ζάγγαινα αλλά της έκανα το σπίτι κομπλέ. Μια βιοτεχνία της είχε κάνει τις εσωτερικές πόρτες αλλά δεν τις είχε πρεβαζώσει, στρογγυλά πρεβάζια. Πήρα κάτι φύλλα νοβοπάν. Τα ξεγυρίσαμε και τράβηξα με τη σημαδούρα. Έγινε λούκι. Το περιποιηθήκαμε και δεν φαινόταν ότι ήταν νοβοπάν. Τα βάψαμε στη τρίχα. Χαμηλώσαμε κάτι ταβάνια και βάλαμε ποταμούς, είναι τα πρώτα ξύλα που στερεώνεις επάνω στο ταβάνι. Εβάλαμε ποταμούς, τα στερεώσαμε και βάλαμε ραμποτέ, ωραία πράγματα. Τα κληρονομήσανε τα παιδιά της αλλά το αφήσανε. [Ιπποκράτης Πολέμης]

. Έχω ακούσει από την πεθερά μου κάνανε γιορτές. Πηγαίνανε όλες οι κυρίες και πίνανε καφέ με τις κόρες του, του Βασιλόπουλου. Η κόρη η Ορτίκα τους καλούσε, δεν ήτανε στον πύργο του Μπίστη, αυτόν τον πύργο τον μεγάλονα, τον δώσανε αυτής της Ορτίκας. Κουβεντιάζαμε όταν ερχότανε αυτή η γυναίκα. Καθόμασταν κάτω στη στάση περιμέναμε τα λεωφορεία, εκείνη για τις Στενιές, εγώ για τα Αποίκια. Είχανε 2 γαϊδουράκια σερνικά, και πηγαίνανε στη Χώρα με τα γαϊδουράκια καβάλα να κάνουν το μάθημα στο Γυμνάσιο,  μετά άμα πήγε ο αμαξωτός ξευγενίστηκανε κι αυτοί και παρατήσανε τα γαϊδουράκια. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση]

Ήταν ωραίος ο πύργος και ωραία πράγματα, τον αφήσανε… [Αντώνογλου].

Με τα χρόνια ο πύργος και η ιστορία του άρχισε να ξεθωριάζει και να ανακατεύεται με άλλες ιστορίες. Εδώ έχουμε την πραγματική ιστορία που όμως αναφέρεται στο πύργο του Γιαννούλη στον Αμμόλοχο και αφορά το στρατηγό Βάσο Μαυροβουνιώτη και όχι τον Μακρυγιάννη. Έτσι όμως περνά η ιστορία και γίνεται μύθος. Πάντα υπάρχει πραγματική ιστορία πίσω από τον μύθο.

 O πύργος του Μπίστη έχει μια ιστορία, ότι εκεί είχε φιλοξενηθεί ο Μακρυγιάννης και μάλιστα είχε μια γκόμενα ο Μακρυγιάννης και την είχε εκεί σπιτώσει και έφυγε ο Μακρυγιάννης για κάποια εκστρατεία στην Εύβοια και κατά τη διάρκεια της απουσίας του η κοπέλα έμεινε εκεί, στου Μουβελά. [Ελευθέριος Πολέμης ]

 

Πολύ κοντά στο πύργο του Μπίστη αναφέρεται άλλος ένας πύργος. Σε απόσταση 100 μέτρα από τον πύργο του Μπίστη υπάρχουν τα ερείπια άλλου πύργου. Είναι  η Αγία Τσουρά εφαπτόμενος είναι άλλος πύργος. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Κοντά στους δυό πύργους είναι ένα κελί. Στο κελί της Ορτίκας έμενε ο κολίγας που φύλαγε το κτήμα. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 Κάτω στο πύργο του Μπίστη ήτανε η βρύση του Πασά, ήτανε Τουρκαλάδες. Αυτός έμενε εκεί κάτω όχι στη Χώρα. Είναι παλαιό πράγμα. Ήτανε ο Αλή Πασάς. Έχει μια καμάρα και το βρυσάκι. Επάνω στο βουνό αψηλά είναι του Μπερναδή η βρύση, έχει νερό πολύ. Είναι και του Αλέκου, το έχει πάρει η Σάριζα είναι η Λεζίνα. Η Λεζίνα σημαίνει άρμεγμα της κατσίκας. Η βρύση του πασά είναι η βρύση του Μεμέτη. [Νίκος Τριανταφυλλάκης]

 Άγριο μέρος εκεί στη βρύση του Μεμέτη. [Ιπποκράτης Πολέμης]

Φωτογραφίες: www.steniotes.gr

Αφήστε ένα σχόλιο

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας

Εάν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα νέα μας καταχωρίστε το email σας στην παρακάτω φόρμα.
Διατηρούμε τα δεδομένα σας ιδιωτικά. Για περισσότερες πληροφορίες και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά σας διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου μας.

Video της Ημέρας

Αρχείο

Βρείτε μας και στα Socia Media

© 2018 - 2023 | Ο Περίγυρος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Άνδρου | Crafted by  Spirilio