Νέα

Εικόνες του τοπίου (3) – Δρόμοι, του Γιώργου Σπέη

THALIA PETSAS 2012

Δρόμοι

Στα Γιάλια αρχίζουν και καταλήγουν δρόμοι και μονοπάτια, που απλώνονται σ’ όλο το νησί. Σήμερα λίγοι θα περπατήσουν, οι πολλοί θα πάρουν το αυτοκίνητο, το αμάξι, τη κούρσα, όπως κανείς θέλει να το πει. Οι δρόμοι δεν ενώνουν μόνον τα διάφορα σημεία του τόπου αλλά δημιουργούν δίκτυα που αναπτύσσονται οι οικονομικές λειτουργίες, οι συναλλαγές και τα επαγγέλματα.

Κεντρικό επάγγελμα στα μονοπάτια, ο αγωγιάτης. Τα μονοπάτια είχαν κάποτε μια άλλη ζωή και κίνηση. Εκτός όμως από τη μεγάλη κίνηση υπήρχαν και άλλοι ρυθμοί και ώρες δουλειάς. Εκείνα τα χρόνια στις 5 πεντέμισι έβλεπες κόσμο να πηγαίνει! [Περικλής Αθανασίου]

THALIA PETSAS 1954

Το μεταφορικό μέσο επικοινωνίας, εκτός από τα θαλάσσια, ήταν τα ζώα. Πρώτα εδώ είχε γαϊδούρια πολλά. Μετά πήρανε μουλάρια. Έκανα μισή ώρα να έρθω [στ’ Αποίκια] από τη Χώρα από τον αμαξιτό δρόμο. [Θεοχάρης Ραΐσης]

 Τον δρόμο αυτό [το μονοπάτι] που πάει στη Βουρκωτή τον είχε κάνει ο Εμπειρίκος και τις πλάκες τις μεγάλες, που είχανε για σκαλοπάτια, τις είχαν τραβήξει με βουβάλια και με κάτι ξύλα. Από τη Χώρα που ερχότανε ήταν όλο με σκαλοπάτια. Εκεί που είναι ο Καρασταμάτης [στα Αποίκια] ήταν οι φρουροί οι Τούρκοι και τους ψάχνανε ότι είχαν επάνω τους και τους τα παίρνανε. Γι’ αυτό είχε ένα άλλο μονοπάτι πιο μέσα και πηγαίνανε. Τις πέτρες τις βγάζανε παντού, εκεί που έχει γκρέμνα, αλλά δεν είχανε φουρνέλα, με σμίλες, με βαριό, με τέτοια. Ήταν ένας γέρος ο γέρο Κολοκοτρώνης, το όνομά του ήταν Βαλμάς που έκανε αυτή τη δουλειά. [Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη]

 Αλλά για να περπατήσει κανείς αυτό το μονοπάτι με κακό καιρό ήταν ολόκληρη περιπέτεια. Ήρθα από τη Κρήτη, από το στρατό και είχε πολύ χιόνι. Λέω του μπάρμπα Δημήτρη δώσε μου κανά φακό να πάω στη Βουρκωτή. Κάτσε εδώ ρε. Βρε άντε από δω θα πάω. Το χιόνι ήταν τόσο πολύ…Προσανατολιζόμουνα που βρισκόμουνα, γιατί το χιόνι ασπρίζει το βράδυ και βλέπεις κάτι και πήγα στη Βουρκωτή. Τότες τα σκαλάκια ασπρίζανε από τα πόδια. Ήτανε δυστυχία τότε. [Δημήτρης Ζαννάκης]

Στην Άνδρο υπάρχουν σήμερα 60 περίπου παλιά γεφύρια απ’ όπου περνούσαν τα μονοπάτια.

PHOTO ANDROS

Το γεφύρι [στα Αποίκια] δεν είχε όνομα, λέγανε «πάμε στο γεφύρι». Από πάνω είχε μια πλάκα με γράμματα και τη  βγάλανε, ήμουνα παιδί και δεν έδωσα σημασία. Το έφτασα εγώ, που το νερό, κατέβασε από πάνω το ποτάμι, ήθελα τόσο δα να αγγίξει το γεφύρι. Έμπαινε το νερό μέσα στους κήπους. Είχε πολύ νερό.

 Άλλη  μια φορά, άκουγα και βούιζε από πάνω το ποτάμι. Ερχότανε νερό. Τρέλα μεγάλη που έκανα. Άμα πήγα παραπάνω στο μύλο, όπως είναι εκεί μέσα, τι να δω, το ποτάμι μέχρι επάνω νερό και ερχότανε πάνω. Τα πόδια ξέρεις, που χτυπούσαν και σαλτάρισα μέσα σ’ ένα χωράφι και βγήκα δύο αιμασιές απάνω. Φοβήθηκα και βγήκα και στη τρίτη αιμασιά. Τις δύο αιμασιές πήγε το νερό. Το γεφύρι από κάτω, γέμισε μέχρι επάνω. Πως δεν πήρε και το γεφύρι δεν ξέρω.

 Εγώ θυμάμαι παιδί τη βροχή που έκανε. Έβρεχε πολλές ημέρες. Αλλά μιλούμε για ποτάμια. Τα βουνά τρέχανε ποτάμια!  [Θεοχάρης Ραΐσης]

Κάποιος, όμως, θυμάται την επιγραφή στο γεφύρι στ’ Αποίκια.

 Το γεφύρι είχε μια επιγραφή. Έγραφε ότι εχτίστει επί αρχιερέως Άνδρου Διονυσίου Καρκάκη. Είχε σταυρουδάκι, ήταν δεσπότης τότε, η Άνδρος είχε δεσπότη.

Του Πατουριού το γεφύρι το λένε «Στοιχειωμένη» κάποιος είχε πνιγεί. Στα Πατούρια υπήρχουν γρανίτες, μαύρο μάρμαρο, και κάτω στου Γερμανού έχει κάτι γραμμένο. Εκεί γινόταν κρυφό σχολειό εκεί, στα υπόγεια, στο κατώι. Το σπίτι ήταν αρχοντικό, μεγάλο. Απ’ έξω έχει επιγραφές επάνω. Είναι μέσα στη πορτοσά. [Ιπποκράτης Πολέμης]

Τα γεφύρια κινδύνευαν από θεομηνίες, που μπορούσαν να κόψουν τη επικοινωνία ανάμεσα στα χωριά.

 Το 1934 έγινε πλημμύρα και ήταν Ιούνιος μήνας και έκανε μεγάλη καταστροφή. Όσο έπεσε από του Ζαγανιάρη και κάτω, επήρε το γεφύρι αυτό.

PHOTO ANDROS

 Το γεφύρι του Αλαδινού και η Στοιχειωμένη, είναι μεγάλο γεφύρι αυτό θαρρείς πως είναι του Αώου, από αυτό πάνε στο μοναστήρι.

Κάποτε κατέβαινα από το Βουνί και ήταν τόσο το νερό που δεν μπορούσα να περάσω και ανέβηκα από το γεφύρι. Εδώ από κάτω έχει ένα γεφυράκι [στα Λάμυρα]. [Γιάννης Κορκόδειλος] [Η Στοιχειωμένη στ’ Απατούρια είναι άλλο γεφύρι από αυτό στη Μεσσαριά].

 

KAIREIOS LIBRARY

Και πάνω σ’ αυτά τα μονοπάτια πήγαιναν οι επαγγελματίες αγωγιάτες με τα ζώα τους, να κουβαλάνε ανθρώπους και πράγματα, όπως σήμερα τα ταξί, τα φορτηγά και τα λεωφορεία. Ήταν ο Κουτορούσης, ήταν ο Πιάγκος. Όταν είχε δουλειά, έπρεπε να βρεις τους εργολάβους, τους αγωγιάτες σου. Συγκεντρωνόμαστε στο καφενείο επάνω, στου Μπόνη. Ήτανε πιάτσα.

 Ήμουν εγώ, ο αδερφός μου ο Μιχάλης,ο Αντώνης, ο Γιώργος ο Αξάρης, ο Σταμάτης ο γαμπρός μου, από τα Λιβάδια ο Θοδωρής, οι Κοκκιναίοι, ο Μπάλας, τώρα είναι ο Γιώργης ο Μπάλας στις Στραπουργιές, ο Αστέρης. [Περικλής Αθανασίου]

Τα ζώα ήταν κυρίως μουλάρια για μεγάλες μεταφορές και γαϊδούρια. Ο αγωγιάτης έπρεπε να φροντίζει καθημερινά τα ζώα του.

 Είχαμε μουλάρια. Είχαμε γαϊδάρα καλή, ίσαμε τα μουλάρια. Ο κάθε αγωγιάτης είχε τρία ζώα. Και τέσσερα έχω πιάσει αλλά είναι κόπος τα τέσσερα. Τα τρία κουμαντάρονται πιο εύκολα. Πρέπει να έχεις τις στάβλοι τους, τα άχυρα, τα σανά, όλα και να πας να ταΐζεις να φεύγεις και όταν είχες δουλειά να πηγαίνεις.

Με τα μουλάρια κάναμε διαδρομές και μπορούσαν να σηκώνουν πιο πολύ.

THALIA PETSAS 1954

Το καλοκαίρι  10-11 η ώρα να πάει λες να πάω να φύγω. Ξεκινούσαμε νύχτα με τη δροσιά. Δεν μπορούσα να πάω στις 8 ή ώρα στην δουλειά αν πάω στις 8 στη δουλειά δεν προλαβαίνω. Δεν δουλεύαμε μεροκάματο αλλά μόνο κουτουράδα νύχτα και κάργα- κάργα. Πρέπει να πας στη Βαγγελίστρα , να σαμαρώσεις και μετά να ξεκινήσεις.

 Τα ξυστρίζαμε με τη βρούτσα. Μια βρούτσα  μαλακή υπήρχαν και σιδερένιες. Και με πέτρα το ξυστρίζεις, τα μουλάρια μαδούνε από το Μάρτη και έπειτα. Το ξυστρίζεις και μετά βάζεις το σαμάρι.

 Έχω φάει κλωτσιά από ήμερο μουλάρι, το άγριο το προσέχεις. Όσο πιο μακριά σε χτυπάει, πιο πολύ. Είτε το αγριέψει ή δεν το αγριέψεις άμα είναι η μάρκα του, το χτυπήσεις δεν το χτυπήσεις, το ίδιο είναι. Εγώ πήρα δυο φορές να καματέψω μουλάρι αλλά δεν μπόρεσα. Είχα την δουλειά την δικιά μου και δεν μπόρεσα. Για να καματέψεις ένα μουλάρι πρέπει να το κρατήσεις ένα χρόνο. Όταν είναι να το σαμαρώσεις, να το βάλεις από λίγο φορτιάκι επάνω. Οι αγωγιάτες  έχουν κάθε μέρα μεροκάματο, είχε τρία μουλάρια να έχω και αυτό τέσσερα, που να φέρω βόλτα. Ένα καματέψαμε με τον Μιχάλη τον γαμπρό μου. Τα άλογα δεν είναι για αγώγια. Ο γάιδαρος άμα είναι καλός μπορεί να σηκώσει πολύ. Είχα γάιδαρο με τρία τσιμέντα επάνω τα σκαλιά, στις Κατακαλαίοι.

 Παίρναμε τα πίτυρα από βραδύς και τα ταΐζαμε.

 Βαστούσαμε νοικιασμένα χωράφια για τη ταή των μουλαριών, ζευγαρίζαμε εμείς τα χωράφια με τα ζώα, βρωμάρια,  βικοι τέτοια πράγματα. [Περικλής Αθανασίου]

Όπως σήμερα τα αυτοκίνητα είναι εισαγόμενα, έτσι και τα καλά υποζύγια ήταν εισαγόμενα από ειδικούς εμπόρους.

 Φέρνανε πολλά μουλάρια οι γύφτοι απέξω. Είχα ένα από τον Δομοκό. Τώρα καμπόσα χρόνια δεν έρχονται. Την εποχή με τα λεμόνια βαριόσουν να βλέπεις γαϊδουρομούλαρα. Κάθε νοικοκύρης είχε ζώα. [Περικλής Αθανασίου]

Οι πελάτες ενός επαγγελματία αγωγιάτη ήταν πολλών ειδών αλλά και σε καιρούς δύσκολους.

 Πιέναμε έναν παπά από το Αγιο Νικόλα, νύφες κουβαλούσαμε, γαμπρούς…

 Εκείνα τα χρόνια ήθελα να πάω το γιατρό στο Σινετί και ήταν το χιόνι τόσο. Έναν άνθρωπο τον πήγαινα από τη Χώρα στο Κόρθι και σταμάτησα ίσαμε του Κοχύλου. Εβγήκαμε εκεί και κάναμε πίσω. Και άλλη μια φορά στου Κοχύλου πάλι με χιόνι και τραβώ δυο κονιάκ. Για να πας στου Κοχύλου, ήθελε 2 ώρες χωρίς χιόνι. Για να πας γιαλό κάτω, ήθελε δυόμισι ώρες γερά και να περπατάς.

 Όταν ήταν εκλογές αν ήταν 15 νοματαίοι ήθελαν 15 ζώα. [Περικλής Αθανασίου]

Η δουλειά δεν ήταν μόνο αυτό που θα έλεγε σήμερα κανείς προβλέπουν οι προδιαγραφές της δουλειάς αλλά και οτιδήποτε θα εξυπηρετούσε τον πελάτη και τα φορτία ήταν διάφορα.

 Μόνοι μας τσουβαλιάζαμε, μόνοι μας φορτώναμε την άμμο. [Περικλής Αθανασίου]

Οι διαδρομές ήταν τα διάφορα μονοπάτια γιατί τ΄ Αποίκια ήταν το τέρμα του δρόμου [του αμαξιτού]. Δεν πήγαινε σε κανένα χωριό. Ένας δρόμος υπήρχε από Γαύριο ίσαμε τ’ Αποίκια.

 Εγώ πήγαινα τον παραγγελιοδόχο στο Κόρθι και όταν περνούσε το καράβι τον έπαιρνε. Τον έφερνε το καράβι εδώ και από εδώ με τα ζώα στο Κόρθι και από εκεί τον έπαιρνε πάλι.

Πήγαινα στη Βουρκωτή, μεσ’ το Ζένιο, και φόρτωνα χαλίκια. Επήγαινα ποταμό – ποταμό επάνω.

 Από το Παραπόρτι κουβαλούσαμε χαλίκι αλλά μετά απαγορεύτηκε από το λιμεναρχείο. Σινετί, Βραχνού, Στραπουριές, Μεσαθούρι,  Λιβάδια,  ίσαμε Πιτροφό έχω πάει. Αυτή είναι η περιφέρεια η δικιά μας.

PHOTO ANDROS

 Ελιές κουβαλούσαμε στη βίδα στα Λιβάδια, όπως είναι το γιοφύρι δεξιά. Είχε και λιοτρίβι στα Λιβάδια του Καρυστινού με μουλάρι, τα λιοτρίβια τα παλαϊνά. [Περικλής Αθανασίου]

Μια σημαντική δουλειά που σήμερα είναι κάτι πολύ μακρινό, ήταν η μεταφορά κόκκινου χώματος για το μπήλιασμα στις στέγες των σπιτιών. Δηλαδή η επισκευή της χωμάτινης στέγης στο δώμα (ταράτσα) των σπιτιών.

 Όπου υπήρχε κόκκινο χώμα πηγαίναμε για χώμα, να μπηλιάζουμε. Ευρίσκαμε σε πολλά μέρη χώμα. Ε, δεν είχε και πολλά μπηλιάσματα στα χρόνια τα δικά μου. [Περικλής Αθανασίου]

Το κουβάλημα φορτίων δεν ήταν μόνο με τα ζώα, γιατί κάποια φορτία ήταν επικίνδυνο να καταστραφούν. Εμείς δεν βάζαμε σταμνιά στα μουλάρια επάνω γιατί τα σπούσανε. Εμείς είμαστε για βαριές δουλειές. [Περικλής Αθανασίου] Την δουλειά αυτή την έκαναν οι ίδιοι οι σταμνάδες με ειδικό σαμάρι για ανθρώπους, μια εξαιρετικά εντυπωσιακή εικόνα γι’ αυτούς που ακόμα τη θυμούνται.

Τα ζώα όμως είχαν τα όρια αντοχής τους έτσι υπάρχει μνήμη.

 Στον πόλεμο τον  βαλκανικό, στον πόλεμο των Ιωαννίνων, είχαν οι Τούρκοι το Μπιζάνι. Το κανόνι το ανέβασε ένας από το Γιανισσαίο. Δεν ανέβαιναν τα μουλάρια και το ανέβασε αυτός και όταν ανέβηκε και έκανε κατοχή είπε ο αρχιστράτηγος Κωσταντίνος ποιός το ανέβασε το πυροβόλο. Και του έδειξαν αυτόν και του λέει τι λές μωρέ τι να σου κάνουμε;  Μεγαλειότατε να μου δίνετε πιό πολύ φαί γιατί δεν με φτάνει αυτό που μου δίνετε. Διπλή τροφή στον Μήλα. Τονε  θυμάμαι. Ήταν τα χέρια σαν δυο τα δικά μου. Ήταν γεροί άνθρωποι έκοβαν την πέτρα να την κάνουν χώμα. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Οι μεταφορές ήταν άμεσα συνδεδεμένες με άλλα βασικά επαγγέλματα, που μόνο με τα ζώα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα, γιατί στα βουνά δεν υπήρχαν ούτε μονοπάτια. Ξυλοκάρβουνα έκανε και εδώ ένας από τη Καππαριά. Αλλά ερχόταν οι Καριώτες εδώ και κάναν κάρβουνα από την Ικαρία. Τότε η υλοτομία ήταν ελεύθερη και ερχόνταν και έκαναν εδώ κάρβουνα, προ πάντων εδώ [Λάμυρα] και στη Βόρη, τα οποία τα μετέφεραν οι μεταπράτες με τα ζώα, οι έμποροι. Ερχόνταν και ξένα κάρβουνα με καΐκια. Είχε μείνει ένας Καριώτης, λεγόταν Νουνιούσκος, είχε μάντρα. [Γιάννης Κορκόδειλος]

VANGLOUK

Τα μονοπάτια δεν ήταν μόνο για οδοιπόρους και αγωγιάτες. Πολύ σημαντικά ήταν η μεταφορά και μετακίνηση ζώων, αιγοπρόβατα και γελάδες.

SPYROS MELETZIS

 Δεν είχα επαφή με τις Στενιές. Μεγάλος πήγαινα αλλά δεν είχα δοσοληψίες. Στο μοναστήρι της Παναχράντου πηγαίναμε με τα  ζώα αλλά και οδοιπορικώς. Αυτό το δρόμο για το Κόρθι τον έχω πάρει δυο τρεις φορές. Εγώ αγόραζα ζώα από τους κτηνοτρόφους  κάναμε και μεταπώληση ζώων. Καμιά δυο φορές είχα πάει και στον Πειραιά. Κάθε νησί έχει τη πρόσβαση  στη θάλασσα και βρέχει το χορτάρι και το κρέας γίνεται πιο νόστιμο. Οι γελάδες της Άνδρου ήταν πάρα πολλές η Άνδρος είχε φτάσει 7-8.000. Τώρα είναι ζήτημα αν έχει 500 και αν τις έχει. Ο Πιτροφός είχε 250 αγελάδες, δεν ξέρω πόσα μοσχάρια και μοσχίδες, εδώ είχαμε 80 γελάδες. Τώρα  είναι έτοιμο το γάλα, είναι έτοιμο το τυρί, οι άνθρωποι δεν θέλουνε. Είχαμε καλή ράτσα, νομίζω ότι ήταν μια ράτσα Ταραντέζικη, δεν ξέρω από που ήταν από την Κριμαία, δεν ξέρω. Το χρώμα της ήταν κόκκινη αλλά μετά φέραν μετά την Κατοχή, έφερε ο Εμπειρίκος, αγελάδες και ταύρους  μια ράτσα σουίς και έγινε διασταύρωση. Έχει βελτιωθεί πολύ η ανδριώτικη αγελάδα. Το Κόρθι ήταν πολύ παραγωγικό. Τα χωριά του Κορθίου ήταν σκέτη πέτρα αλλά έβγαζε πολλά προϊόντα. Ήταν δουλευτάδες άνθρωποι. [Γιάννης Κορκόδειλος]

VANGLOUK

Η κτηνοτροφία δημιουργούσε προβλήματα στο διαβάτη του μονοπατιού.

 Η Βορεινή Σπηλιά είναι μια τοποθεσία περίπου απάνω από τις Μένητες στο βουνό. Δεν έχει σπηλιά. Ήταν ένας τσοπάνης, Φιλιππίδης, και είχε μάντρα εκεί. Περνούσαμε από εκεί και είχε σκυλιά. Και μας έβαζε μπροστά με τον αδελφό μου, γιατί περνούσαμε κοντά και δεν ήθελε να περνάμε κοντά. Κατεβαίνοντας από τη τοποθεσία του Μελιού μας έβαζε μπροστά. Το λέγανε Τρανή Σπηλιά. Ήταν ένα ανοιχτό μέρος με βράχια και αυτός είχε μαντρώσει ένα μέρος με πέτρες και μάντριζε τα γίδια του τα πρόβατα. [Γιάννης Κορκόδειλος]

 

PHOTO ANDROS

Το δίκτυο των μονοπατιών εξυπηρετούσε τη παραγωγή του νησιού. Μέσα από αυτά δημιουργήθηκε το κεφάλαιο για την ανάπτυξη της ναυτιλίας, που σήμερα κανείς δεν το σκέφτεται. Το δίκτυο των μονοπατιών συνέχιζε με τα ταξίδια πάνω στα θαλάσσια μονοπάτια.

 Υπήρχαν φυτώρια για κυπαρίσσια, ήταν στις Μένητες ένας και εδώ ο Γιάννης ο Μαρμασέκας και στα χρόνια τα δικά μου. Θυμάμαι δεν είναι δύσκολο να κάνεις κυπαρίσσι. Τον δεύτερο χρόνο το μεταφυτεύεις. Για τα  λεμονόδενδρα είχαν φυτώριο. Φύτευαν τα κουκούτσια και σε ένα δυο χρόνια τα μπόλιαζαν λεμονιές πορτοκαλιές, μανταρινιές, οπωροφόρα. Μανταρίνια είχε πολλά και ταξίδευαν τα μανταρίνια γιατί εδώ τα λεμόνια το Νοέμβριο, τα είχανε κόψει οι άνθρωποι, γιατί φοβόνταν το Χειμώνα και τα αποθήκευαν σε αποθήκες ειδικές. Και το Μάρτη, που άνοιγε ο καιρός,  τα περιποιόταν και τα φόρτωναν σε κασόνια και τα έπαιρναν τα καΐκια και τα πήγαιναν Σμύρνη, Κωσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, μέχρι το Ταϊγάνι φτάνανε. Δεν σαπίζαν γιατί δεν ήταν ώριμα πολύ. Ήταν ένα μεγάλο εισόδημα.  Ήταν εδώ ένας και είχε 5-6 κορίτσια όταν ήθελε να παντρέψει ένα κορίτσι πούλαγε μια παρτίδα. Μάζευε 100.000  τις έδινε του γαμπρού και έπαιρνε τη κόρη του. Δούλευε κόσμος, εργάτες αγωγιάτες καΐκια, καφενεία , ταβέρνες και το λάδι επίσης ήταν μεγάλο εισόδημα. Το μετάξι ήταν το πρώτο εισόδημα επί τουρκοκρατίας. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Η γεωργική παραγωγή δεν ήταν μόνο για το εμπόριο αλλά και για τη τοπική κατανάλωση. Βασικά σημεία πάνω στα μονοπάτια ήταν η μεταποίηση της παραγωγής μύλοι και βίδες.

  Οι περιοχή κάνει πολλά ξινά, δεν έχει αμπέλια, έχει και πολλές ελιές. Είχαμε και 10 λιοτρίβια. Παλιότερα δεν τα έχω φτάσει εγώ. Εκείνα που λειτουργούσαν ήταν του Κατσιώτη, που ήταν σχολάρχης και εδώ πάνω ένα του Παλιολόγου. Στ’ Αψηλού ήταν άλλα δυο ήταν του Μωραΐτη και του Καλίρη του Αλέκου. Στο Μεσαθούρι ήταν ένα του Ψάλτη και μεταγενέστερα ήταν ένα του Ζαννάκη. Εδώ παραπάνω στο Τσγγανοχώρι, στου Αθηναίου ήταν του Κατσαρού, Νικόλας Ζαννάκης, και το είχε φτιάξει και λειτουργεί ακόμα. Στις Στραπουριές ήταν του Περτέση, που έχει την ταβέρνα, του Κοραχάη του Γιαννούλη ανατολικότερα. Όταν ήταν η παραγωγή μέρα νύχτα δούλευαν. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Στα Αποίκια, είχε πιο καλά ελαιοτριβεία. [Λεωνίδας Στεφάνου]

Ο λιοτριβιάρης στην Άνδρο ονομάζεται βιδάτωρας.

Ήτανε βιδάτωρας πέρα στο ελαιοτριβείο του Βαλμά ήτανε διπλό με δύο βίδες, τώρα το έχουνε χαλάσει, ήτανε όπως κατεβαίνουν τα σκαλάκια από τη Σάριζα, δεξιά το πρώτο. Είχε απέξω τον τροχό, εγώ έχω αλέσει πολλούς ντενεκέδες ελιές εκεί.

 Εκεί κάτω ήταν του λεγόμενου του Σμυρνιού, κάτω εκεί στη Κατασυρτή. Ήταν καλό ελαιοτριβείο αυτό, μένει ένας Μανδαράκας, ένας Βουρκωτιανός. Το έχει κρατήσει αυτό. Αλλο ένα ήταν στου Χαλά. Του Μπέκα του Στεφάνου, του Αγαδάκη. [Ιπποκράτης Πολέμης]

 Στα Πατούρια της Αγαδάκαινας, εγώ έχω δουλέψει στο λιοτρίβι, βαρύ λιοτρίβι, κουραστικό, ενώ εδώ στα Αποίκια είχε λιοτρίβια, του Μπέκα πέρα, από πάνω στου Σμυρνιού, του μπάρμπα μου του Βαγγέλη του Ραϊση τρία, και του Κωσταντίνου του Βαρβάτου,  Κωσταντούρα τον λέγανε. [Θεοχάρης Ραΐσης]

Οι μνήμες από τη λειτουργία της παλιάς βίδας είναι πολύ έντονες.

 Δύο λιοτρίβια υπήρχαν στις Στενιές, το ένα είναι της γυναίκας μου και το άλλο του Βασιλόπουλου. Της γυναίκας μου είναι στην Αγία Βαρβάρα.

 Πριν 20 χρόνια το γύριζα εγώ αντί της αγελάδας για να εισπνεύσω το άρωμα της ελιάς. Και τα δύο αγελαδοκίνητα. Η πέτρα  (το βόλι) είναι πάνω από τόνο και η  πέτρα έχει διάμετρο περί τα δύο μέτρα και αυτή που είχε την αγελάδα πήγαινε πίσω από την αγελάδα για να γυρίζει και διορθώνει  στο βόλι, να πηγαίνει η λάσπη προς τα μέσα. Εγώ γυρίζω 20 φορές τη πέτρα για ένα καυκί (γκαζοντενεκέ) ελιές. Και περί το ‘68 δουλεύανε και οι δύο βίδες. Και ζεστό νερό όχι μεγάλη θερμοκρασία. Μετά το άλεσμα  μόλις τις βάζεις, βγαίνει το λάδι το πιο καλό με το βάρος. Έχει ένα διαχωριστήρα απλό από κάτω με συγκοινωνούντα δοχεία και πάει το λάδι και τα στύβεις.  Όταν τις στύβεις τις βουτάς στο νερό να συμπαρασύρει και ότι έχει μείνει από το λάδι. Όταν είμαστε παιδιά βάζαμε το λάδι και λίγο αλατάκι  και ήταν άλλο πράγμα. Αυτός που είχε τις ελιές έφερνε το κέρασμα συνήθως σύκα και ρακί και το σύκο το βουτούσαν στο παρθένο λάδι. Από μαρτυρίες του πολέμου αν δεν είχε πάει η αγελάδα, το γυρίζαν μόνοι τους. [Γιάννης Μπουλμέτης]

Η Άνδρος φημίζεται για τους πολλούς νερόμυλους. Πάντα το μονοπάτι που πήγαινε στο μύλο ήταν καθαρό από την κίνηση σε σύγκριση με τη δυσκολία που υπάρχει για να πας σήμερα. Το μεγαλύτερο συγκρότημα στη περιοχή ήταν στις Στραπουριές αν και υπήρχαν άλλοι και σε διάφορα άλλα μέρη γύρω από τη Κοιλάδα. Τότε οι νερόμυλοι στις Στραπουριές εξυπηρετούσαν και πελάτες από τα Αποίκια. Μια μικρή ιδέα για τους νερόμυλους αλλά και για τις σχέσεις και το τρόπο λειτουργίας φαίνεται από τις διηγήσεις.

PHOTO ANDROS

Τότε όλοι είχαν ζώα για μεταφορές. Όταν ξεκινάγανε για τη Θεοτόκο, πίσω δεν υπήρχε φρύγανο στο δρόμο. Όλο ήταν με κριθάρι για τα ζώα, με αποτέλεσμα να έχουμε στις Στραπουριές 5 νερόμυλους, στη Χώρα περιοχή ανεμόμυλοι 3. Είχαμε και το χερόμυλο και αλέθαμε το καλαμπόκι για τις κλώσες κάθε απόγευμα να κάνουμε τα φυράματα. Καλαμπόκι ψιλό αλεσμένο, γαλατάκι από τις κατσίκες, αυγό βραστό από το κοτέτσι. Η δικιά μας η δουλειά ήταν πότισμα, οι κότες όλα αυτά. Αυτά μέχρι το 70. [Γιώργος Καΐρης]

 Νερόμυλοι υπάρχουν στις Στραπουριές; Και ένας εδώ από κάτω ερειπωμένος. Πάνω στη κορυφογραμμή ήταν του Νικολή του Κοραχάη. Ο κάτω ήταν του Νικόλα του Μανταράκα, Ξινός. Ο παρακάτω ήταν του Τέντε. Παρακάτω ήταν του Βασιλιά του Φρατζέσκου, Φούντους λεγόταν, και από πάνω ήταν ένας άλλος του Γιάνναρου του Κούλουθρου αλλά δεν είχαν πολύ νερό. Εδώ από κάτω [Λάμυρα] ήταν ένας μύλος, εγώ δεν τον πρόφτασα να λειτουργεί κάποιου Εμπειρίκου Λεωνίδα δικηγόρου από τον πατέρα του. Εδώ είναι τρεις πηγές, η Ακοή μεγάλη, εδώ από κάτω από του Εμπειρίκου το σπίτι σε κάτι βράχια βγαίνει ένα καλό νερό,  Λουτρό λεγόμενο, και η άλλη πηγή η Λειβάδα. Αυτά τα τρία νερά συγκεντρωμένα δούλευαν τον μύλο του Εμπειρίκου. Θυμάμαι πιθανόν να το δούλεψε αυτόν ένας Δημήτρης, βρακάς, ήτανε Καραμπουρνιώτης. Αυτόν τον θυμάμαι γεροντάκι. Το νερό όλο διοχετεύονταν στον κάναλο και έπεφτε και κινούσε το μηχανισμό του μύλου. Η περιοχή  ονομάζεται μύλος και φαίνεται το ζουριό.

 Θυμάμαι με τη Κατοχή που τους εσφράγιζαν τους μύλους οι Ιταλοί να μην αλέθουν. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Όταν δεν έφτανε το τρεχούμενο νερό είχαν δεξαμενές, που μάζευαν το νερό για να κινήσει ο μύλος.

Στο Γενισαίο ήταν και εκεί μύλοι αλλά το νερό δεν ήταν τρεχάμενο εδεξαμενίζετο.

 Ήταν μεγάλες δεξαμενές, χαμολάκες, και όταν γέμιζαν τις άνοιγαν και δούλευε ο μύλος  δυό ώρες και συνέχιζαν στον επόμενο μύλο και πότιζαν εν τω μεταξύ. Εκμεταλευόταν οι άνθρωποι την κατάσταση να ζήσουν. Εμείς είχαμε ένα κελί και πηγαίναμε στο Σταυρί, μεταξύ Γενισσαίο και  τη χαράδρα που πάει κάτω στο Σινετί, και μας εξυπηρετούσε. Ήταν ένας Σκόρδος Δημήτρης και είχε δικό του μύλο εκεί ήταν από το Γενισσαίο και ήταν εγκατεστημένος στο Έξω Βουνί. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Μυλωνάδες ήταν πολλοί.

 Στη Βουρκωτή δεν δούλευε ο μύλος. Στις Στραπουριές ήταν ο ένας του Κοραχάη του Νικολή, ο άλλος του Νικόλα του Ξινού  και ο άλλος του Νικολού του Τέντε, Βαλμάς λεγότανε, το Τέντε ήταν το παρατσούκλι του, τρεις, και παρακάτω ο Γιάνναρος, επειδής ήταν ψηλός, Κούλουθρος και κάτι Βασιλιάδες, το παρατσούκλι τους, ο Γιώργης ο Βασιλιάς και ο Φρατζέτσκος ο Βασιλιάς, αυτοί ήσαντε κτίστες και είχανε μύλο, δουλεύανε όλοι. Και το λέγανε στις μύλοι, να πάμε πάνω στις μύλοι. Ήτανε και στα Πατούρια της Αγαδάκαινας, δίπλα στο λιοτρίβι. [Θεοχάρης Ραΐσης]

Στην Κατοχή είναι η τελευταία αναλαμπή της λειτουργίας των μύλων.

 Δεν θυμάμαι κανένα νερόμυλο να δουλεύει. Η γιαγιά του Μπαφαλούκου ήταν του αντρός της, αυτός ταξίδευε. Στη Κατοχή δούλευε και είχανε ψωμί. Έπεφτε το νερό από πάνω και γύριζε η πέτρα αλλά το αλεύρι ήταν χοντρό. Και από τις Στενιές ερχόντανε εδώ και από τη Βουρκωτή. Και στις Στραπουριές είχε μύλοι [Θεοχάρης Ραΐσης].

 Νερόμυλο είχε ο προπάππους μου. Το κυπαρίσσι υπάρχει ακόμα. Προχωράμε από το γεφύρι του Λέοντα [Στενιές] στην νότια πλευρά του ποταμού περί 150 μέτρα. Νομίζω ότι υπήρχαν και άλλοι. Υπάρχουν τα κτίσματα και ο άλλος μου προπάπους ο Ζαννάκης είχε ανεμόμυλο σε μια περιοχή που λέγεται Καλαμωτά, βρίσκεται από το Διαραχάκι που λέμε άγνωστο αν μπορείς να περάσεις τα 500 μέτρα ανατολικά προς το Πλάτανο. [Γιάννης Μπουλμέτης ]

Ανεμόμυλους η Άνδρος δεν είχε πολλούς σε λειτουργία. Ειδικά στα τελευταία είχαν μείνει οι ανεμόμυλοι που σήμερα τους ονομάζομε ταβλόμυλους για να ξεχωρίζουν, όπως αυτός του Φολερού στο Κόρθι.

 Θυμάμαι στο Κόρθι ανεμόμυλο με πανιά να δουλεύει. Ίσως στη περιοχή του Πισκοπειού στον ημιονικό δρόμο. Και προς τη Καππαριά νομίζω είχε κάπου εκεί. Απέναντι από το Ρωγό στο δεξί χέρι βλέποντας τον Όρμο. Κάπου εκεί στου Φολερού. ιάννης Κορκόδειλος]

PHOTO ANDROS

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτήρια στο νησί είναι ο νερόμυλος-φάμπρικα στις Στενιές. Δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς να μην σου αφήσει εντυπώσεις αυτό το κτήριο.

 Ο μπαμπάς μου έβαζε κήποι και η μαμά φορτωνότανε σαν γαϊδουράκι, ένα πίσω εδώ κι το άλλο μπροστά εδώ, να πάει στις Στενιές να πουλάει, κολοκυθάκια, φασολάκια, πατάτες, κρασί, λάδι, χωρίς γαϊδουράκι, σπάνια,  γιατί ένα είχανε, το ‘παιρνε ο μπαμπάς μου και πήγαινε στη Βόρη. Κάτω εκεί έβαζε τα πρώιμα, μετά τα καλοκαιρινά τα’ βαζε πάνω στο χωριό και πηγαίναμε από κει που πουλούσε η μάνα μου και μετά του δίναμε και πηγαίναμε Χώρα να ψωνίσει και τη βλέπαμε τη Φάμπρικα που δούλευε, περνούσαμε από κει. Φορτωνότανε σαν γαϊδούρι. Για σκέψου τι τραβούσανε οι άνθρωποι, γι’ αυτό όταν ήμουν πιο μικρή τηνε κακολογούσα. Ήτανε πάρα πολύ δύσκολα, τώρα δεν είναι ευχαριστημένοι. [Ειρήνη Ρούσου Μάνεση].

Η Φάμπρικα ήταν από την αρχή της βιομηχανίας στα νησιά που πολύ σύντομα απαξιώθηκε. Η εποχή είναι τα τέλη του 19ου αιώνα και σταματά στις περισσότερες περιπτώσεις με τον Πόλεμο.

 Την Φάμπρικα την έφτιαξε ο Εμπειρίκος. Ο προπάππους μου και οι άλλοι φέρναν από τη Μαύρη Θάλασσα σιτάρι. Το εργοστάσιο είχε 300 μουλάρια για να κουβαλάει τα γεννήματα. Ερχόταν το ιστιοφόρο στη Χώρα, φορτώναν τα μουλάρια προς το εργοστάσιο. Και εν συνεχεία φορτώναν αλεύρι από το εργοστάσιο.

 Ο οχετός της υδατόπτωσης είναι από πορσελάνη.  Τα μηχανήματα είναι του Χατζη-Ηλιάδη από τη Σύρο.

 Ο γέρο Ραΐσης όταν ερχόνταν τα  βαπόρια εδώ έκανε επισκευές, στο μηχανουργείο στο Συνοικισμό. Σε μια περίοδο δούλευε και αυτός.

 Η κίνηση πήγαινε στο υπόγειο και από εκεί είχε λουριά και πήγαινε επάνω με ατέρμονες. Στο πέμπτο όροφο είχε κοσκινιστήρες, που φτιάχνανε τα μακαρόνια.

VANGLOUK

Τελικά το μεταβίβασε στην Αικατερίνη Γουλανδρή.

 Εμείς παίζαμε στο τελευταίο εκεί που κοσκίνιζε. Τα μακαρόνια ήταν στο ανατολικό μέρος. Στα άλλα πατώματα ήταν αποθήκες, εκεί που πλένανε το σιτάρι. Εγώ πρόφτασα, που ο κόσμος πήγαινε και άλεθε τη παραγωγή του στο ισόγειο. Στο υπόγειο θυμάμαι τεράστιες ζάρες για να φυλάνε το αλεύρι.

Το έφτασε εν λειτουργία μετά τον πόλεμο, ήταν με ξύλινα πατώματα, πλατιές σκάλες ξύλινες και κεραμίδια από πάνω. [Γιάννης Μπουλμέτης]

 Στη Κατοχή η φάμπρικα άλεθε αλλά μια πτέρυγα κινούσε και πήγαινες καλαμπόκι, και σε μισή ώρα άλεθες και έφευγες. [Ιπποκράτης Πολέμης]

 Θυμάμαι τη φάμπρικα. Πηγαίνανε με μουλάρια και φορτώνανε με τσουβάλια στο Νημποριό, και φτάνανε μακαρόνια. Άμα δεν είχε πολύ νερό, έβαζε μια μηχανή να αρχίσει να γυρίζει. Δουλευάνε 5-6 και κουβαλούσανε, όλο κουβαλούσανε. Θυμάμαι το καράβι Άγιος Αντώνης να ξεφορτώνει σιτάρι για τη φάμπρικα. [Νίκος Τριανταφυλλάκη]

Η λειτουργία της φάμπρικας σαν νερόμυλος ήταν συμπληρωματική με την ατμοκίνηση. Η φάμπρικα το χειμώνα με νερό και το καλοκαίρι με ατμό. [Νικόλας Ραϊσης]  Αλλά ήταν για μεγάλες ποσότητες, όπως φαίνεται και από τα ερείπια του μηχανισμού της.  Δούλευε, είχε τη ρόδα που γύριζε. Δεν είχαμε άλεσμα να πάμε. Πηγαίναμε Στραπουργιές, είχε μύλοι. Η Φάμπρικα με τόσο λίγο δεν μπορούσες να πας, ήθελε πιο πολύ. [Μαρία Ραΐση].

Η Φάμπρικα δούλεψε και στον Πόλεμο.

Τη θυμάμαι με τον πόλεμο, δεν είχε βουλιάξει τελείως. Είχε μια μεγάλη ρόδα, ερχόταν το ρέμα και έπεφτε στη ρόδα κι η ρόδα γύριζε. Το ρέμα του Καραβά, το κάτω. Του Μπεζιγρή είναι στα Απατούρια και βγαίνει στη Γιάλια. Στη Φάμπρικα με τον πόλεμο, αυτοί που την είχαν, είχαν εργοστάσιο και πηγαίναν τα παιδιά για να μάθουν μηχανικοί στα βαπόρια. Αυτοί οι Ραϊσαίοι και πήρανε τον πατέρα μου στη Φάμπρικα, επειδή ήτανε μηχανικός. Ήτανε φίλοι και πηγαίναν όλοι μαζί το στάρι, το μιγάδι (το κριθάρι). Αλέθανε, καλαμπόκι, με τον πόλεμο και αυτό τους έσωσε τους χωριανούς μας. Δεν είχε άλλος μύλος. Και αυτοί πηγαίνανε στα χωριά στα Καλιβάρια, Ατένι, Ρέματα, οι χωριανοί, και παίρνανε χρυσαφικά, τραπέζια, βάζα. Ήρθε ένας από το Βιτάλι και λέει της θείας μου και θέλω τα «ανθοπουλεία» να μου δώσεις, δεν ήξερε τα ανθοδοχεία, και θα σου δώσω 3 κιλά στάρι και τα ‘δωσε. Τα παίρνανε χρυσαφικά, μη συζητάτε.

 Η Φάμπρικα δούλευε και ο πατέρας μου έφερνε το στάρι. Το ζυμώναμε, κάναμε ψωμί. Πριν ανοίξει η Φάμπρικα, υποφέραμε πάρα πολύ από πείνα. Πεθάνανε κόσμος πολύς από πείνα, στην Κατοχή. Ένας γείτονας μου δεν είχανε να φάνε,  και μου λέει μια μέρα «πέθανε λέει ο Αντρίκος» από την πείνα. Έναν άλλο πάλι τον είχαμε δει με την μαμά μου στην πλατεία κάτω στον πλάτανο στο χωριό. Του μιλήσαμε τι κάνεις, μετά από 2 μέρες πέθανε από την πείνα. Πάρα πολλοί από πείνα πεθάνανε.

 Κάνανε και μακαρόνια, στο απάνω πάτωμα. Ανεβαίναμε παιδιά ήμασταν, ήτανε κάτι κρεβάτια και ερχόταν και φορτώνανε αλεύρι από τη Φάμπρικα, εκείνα τα χρόνια τα παλιά, τα καΐκια, και τα πηγαίνανε σε άλλα μέρη. ‘Όχι στην Κατοχή, ο καθένας το δικό του άλεθε. Κατά το ’18, ’19, εκεί δα ήτανε έλεγε η μάνα μου, πως ερχόνταν τακτικά και παίρναν τα αλεύρια τα καΐκια. [Μαρία Αντώνογλου]

 

Τέχνες και ασχολίες που σήμερα έχουν πάψει να υπάρχουν κάλυπταν τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες για τα υποζύγια.

 Σαμαράδες είχε στο Κόρθι μέσα και ο παπά Ιπποκράτης. [Περικλής Αθανασίου]

 Έφτιαχνα σαμάρια, περιποιημένα με καμπαράδες, είναι τα στρογγυλά καρφάκια για γαρνιτούρα. Είχα οικονομικές δυσχέρειες γιατί ο μισθός που έπαιρνα ήταν πενιχρός. Έπρεπε να κάνω κάτι. Λοιπόν σαμάρια. Είχα εξοικειωθεί γιατί μου άρεσε, είναι τέχνη λεπτή και μου άρεσε.

 Τα έφτιαχνα όλα, και στρωματιά και τη γέμιζα με χοντρό άχυρο, αν το χοντρό άχυρο το διαλέξεις και το ραντίσεις νεράκι δεν τρίβει ποτέ, δεν χαλάει ποτέ. Άλλοι βάζανε μαλλιά, άλλοι βάζανε τσιπέρη, ένα χόρτο, εκείνο ήταν βαρύ, ασήκωτο. Εδώ τα σαμάρια είναι Κωσταντινοπολίτικο μοδέλο, δεν είναι τα Ηπειρώτικα που πάει μέχρι το κεφάλι μπροστά. Έπαιρνα το κουμπάσο σύμφωνα με το αχνάρι του ζώου και το έκανα διάνα. Το μοδέλο είναι και για φορτίο και για να είσαι καβάλα άνετα. Θέλει δουλειά. Ξέρεις πόσες φάλτσες γωνιές έχει το σαμάρι επάνω, ίσαμε τριάντα, φαλτσογωνιές. Πρέπει να κολλήσουνε όλα αυτά. Έχω και καμινάκι για τα σίδερα του σαμαριού, τα σκαρβέλια. Έπρεπε να γίνουν συμμετρικά με το κουμπάσο διάνα και σταυρουδάκι με τη πόντα επάνω, μπροστά και πίσω, όχι επειδή είμαι ιερέας αλλά μά ‘ρεσε από πάντα. Στολίδια ήταν οι καμπαράδες και με τη σημαδούρα ένα λουκάκι όχι άλλα πράγματα,  τα έξυνα τα γυαλοχαρτάριζα με βερνίκι βερνικωμένα. Τα ξύλα ήταν το πλατάνι και η μουριά αλλά το καλύτερο είναι η λυγιά γιατί είναι ελαφρύ και αντέχει αλλά στο Κόρθι έχει λυγιές, εδώ πλατάνια.

 Εγώ τα έκοβα τα πλατάνια. Είχα αλυσοπρίονα, όλα τα είχα, αρματωσιά εργαλεία πολλά. Τη δουλειά την έμαθα πάνω στην ανάγκη. Όταν χειροτονήθηκα το 71 και έπρεπε να έχω ένα ζώο να πηγαίνω στη Βουρκωτή επάνω, καβάλα, δεν ήταν εύκολο όλος αυτός ο δρόμος μια ζωή και αγόρασα ένα γαϊδουράκι αλλά δεν είχε σαμάρι. Λέω του πεθερού μου να πιάσουμε να κάνουμε ένα σαμαράκι στο γαϊδουράκι αυτό να πηγαίνω καβάλα Μου λέει εγώ δεν ξέρω να βρεις κανένα σπασμένο πουθενά να βγάλουμε κανένα μοδέλο. Μεσ’ το λιοτρίβι μεσ’ τη πυρήνα ήταν ένα σπασμένο κομμάτια και το βρήκα το πήρα συμπληρώσαμε τα κομματάκια με ξένο σώμα. Βγάλαμε μοδέλα με τον παππού και κάναμε το πρώτο, το δεύτερο, το εκατοστό. Οι πελάτες ήταν μέχρι τα αρβανιτοχώρια έξω είχαν ανακαλύψει το εργαστήρι και έρχονταν. Ήταν ένας στο Γαύριο, αλλά τα έκανε ρηχά και δεν ήταν για φορτίο και ερχόνταν εδώ. [Ιπποκράτης Πολέμης]

 Πεταλωτής δεν υπήρχε, τα μουλάρια δεν είχαν πέταλα, καμιά φορά αυτά, που φέρναν οι γύφτοι με πέταλα εμείς τα βγάζαμε και τα πετούσαμε. Γλιστρούσαν. Πως να περάσουν το καλντερίμι. Και σαμάρια δικά μας όμορφα. Τα σίδερα στο σαμάρι λέγονται σκαρβέλια, το μπροστινάρι και το πισινάρι, οι ντούες. Το στρωσίδι. Μεσιά, πιστιά, μπροστεδίνι, τα λουριά που έδεναν το σαμάρι. Το σαμάρι το έβρισκα από το μουλάρι επάνω.

 Τσίπερη ήταν το χόρτο  και γεμίζαν το σαμάρι. Το έκανα μονάχος, θα πάρεις ένα τσουβάλι, θα βάλεις ανάποδα το σαμάρι, θα το καρφώσεις, μπροστά που βάζουνε το μουσαμά τα λένε προφίλια, και θα τα γεμίσεις με τσίπερη. Η τσίπερη είναι ένα χόρτα που βγαίνει σε νερά πολλά εμείς πιο πολύ το γεμίζαμε με άχυρο, πιο χοντρά άχυρα. Η τσίπερη δεν είναι τόσο καλή, βαρύ πράγμα είναι. [Περικλής Αθανασίου]

 

Τα μονοπάτια όμως δεν ήταν μόνο για ανθρώπους με τα ζώα τους. Πολύ χαρακτηριστικός ήταν ο σταμνάς με τα σταμνιά στη πλάτη να περπατά τα μονοπάτια για να πουλήσει τη πραμάτεια του.

Ήταν στις Στραπουργιές ένας που έφτιαχνε τα σταμνιά και τα πιθάρια, ο Λουκατάρης. Ερχόταν στις Στενιές και είχε και 5 σταμνιά δεμένα και δεν του σπούσαν. Πιθάρια έχω από αυτόν ακόμα, ερχόταν στο χωριό και πουλούσε τις στάμνες [Μαρία Αντώνογλου]

VANGLOUK

Όταν άρχισαν οι δρόμοι τα παιδιά εξακολουθούσαν να πηγαίνουν με τα πόδια από το δρόμο ή από τα μονοπάτια.

 Στη Χώρα πηγαίναμε κανονικά από τον αμαξιτό το  δρόμο. Όταν όμως ο καιρός ήταν βοριάς με βροχές, χιονιά κι αυτά, πηγαίναμε από την Αγ. Μαρίνα. Εκεί γινόταν υπήνεμος η διαδρομή. Ρωτάγαμε τι θα κάνουμε, θα πάμε από τον αμαξιτό ή από τον Αψηλιανό. Το κάναμε και 20 λεπτά, το σύνηθες 1 ώρα. Με μία καταπληκτική σχέση κοριτσιών αγοριών και σε μεγάλες ηλικίες 18 χρονών. Η νοοτροπία ήταν πως ήταν φίλες μας, συμμαθήτριες μας, ξαδέλφες μας. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως κάποιος θα κάνει κακό σε κοπέλα από Αποίκια. Θα γινόταν μεγάλη φασαρία. Μαζευόμασταν όταν έβρεχε, αγκαλιαζόμασταν ο ένας με τον άλλο να προφυλαχθούμε από τη βροχή, βάζαμε τη μία πέτρα πάνω στην άλλη και πατάγαμε πάνω στις πέτρες. Καθόμασταν μαζί κορίτσια, αγόρια, σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη ιστορία. Στο ξενοδοχείο το Πηγή υπήρχε ένα σπίτι, το οποίο γκρεμίστηκε αμέσως, υπήρχαν 4 παιδιά εκεί, η κοπέλα η Μαρία η μεγάλη ήταν εξαιρετικά όμορφη κοπέλα, και δεν είχαμε καμία συγγένεια. Κάθε πρωί, ήταν 2 χρόνια πιο μικρή από μένα,  την έπαιρνα το πρωί και την έφερνα το μεσημέρι. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι η Μαρία είναι γυναίκα. Δεν υπήρχε περίπτωση, η Μαρία ήτανε φίλη, συμμαθήτρια,

 Κάποτε- κάποτε, υπήρχε ένα λεωφορείο που έπαιρνε αυτούς τους λαϊκούς, τους μαθητές και δεν το θελα, δεν θέλαμε. Ήταν επίπονο, οι κοπέλες κι εμείς. Εγώ όταν τελείωσα το γυμνάσιο ήμουνα ένας σκελετός, 40 κιλά δεν πιστεύω να ’μουνα. Διότι, είχα το σχολείο, είχα το τηλέφωνο, το οποίο με απασχολούσε επί καθημερινής βάσεως, είχαμε κατσίκες, έπρεπε να σηκωθώ να πάω στο βουνό να αρμέξω. Σηκωνόμουν 4 η ώρα το πρωί, να πάω να αρμέξω πριν χαράξει, να κατέβω το πρωί να πάω σχολείο και μετά να ανέβω να ξαναπάω να αρμέξω, ξανά τα ίδια, να σκαλίσω, να ποτίσω, να βοηθήσω, επειδή ο μεγάλος μου αδελφός ήτανε στρατιώτης, κι εγώ παιδί 15 χρονώ. Όταν αποφοίτησα, ήμουν να με κλαις. Στο πλοίο ήμουν 18 χρονώ κι σε 5-6 μήνες συνήλθα, έτρωγα καλά. Δεν μπορώ να πω ότι πείναγα στο σπίτι μου, αλλά είχα πάρα πολλές δουλειές. Τα παιδιά προσπαθούσαμε τότε και δίναμε στην οικιακή οικονομία. Πήγα Δημοτικό στα Αποίκια, Γυμνάσιο στη Χώρα. [Ελευθέριος Πολέμης]

 

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν κατασκευάστηκαν οι αμαξιτοί δρόμοι.

Ο Βογιατζίδης είχε φτιάξει και το δρόμο Γαυρίου Χώρας. Μέχρι τότε είχε φτάσει στη Μελίδα και τον συνέχισε αυτός. Από την Παλιόπολη ερχόταν ο δρόμος εδώ πάνω στην κορυφογραμμή και συνέχιζε προς τα Υψηλού, ήταν αυτός ο δρόμος, δεν υπήρχε ο αμαξιτός. Ο Εμπειρικαίικος έφτανε μέχρι το Πιτροφιανό ταφείο. Όταν ήρθε ο Βενιζέλος στα πράγματα έγινε γερουσιαστής ένας Βογιατζίδης. Του το είχε τάξει ο Βενιζέλος; Αλλά είχε ωριμάσει να συνδεθεί ο δρόμος και από εκεί ξεκίνησε ο δρόμος με μια εταιρεία ΑΚΤΕ με κασμά με παραμίνες με κάρα, δεν είχε μέσα τότε. Είχαν μαζευτεί πολλοί ξένοι τότε. Ήταν ο δρόμος που άνοιξε από το ταφείο του Πιτροφού και από εκεί συνέχισε και πήγαινε στο Γαύριο. Το 1929. Ο Βογιατζίδης είχε ξοδέψει και πολλά λεφτά γιατί εδώ το μέρος ήταν αντιβενιζελικό. Τελικά ο νομός Κυκλαδων ήταν πάντα αντιβενιζελικοί και με τον Διχασμό είχαν πολλοί διωχθεί από τους βενιζελικούς επικρατούντες. Μάλιστα επειδή είχαν έρθει χωροφύλακες Κρητικοί είχαν κάνει και ένα έγκλημα. Κάποιος τους κακοποίησε και βγάλαν το μπιστόλι και τον σκότωσαν, ένας Δαπόντες, το 16. [Γιάννης Κορκόδειλος]

Αφήστε ένα σχόλιο

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας

Εάν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα νέα μας καταχωρίστε το email σας στην παρακάτω φόρμα.
Διατηρούμε τα δεδομένα σας ιδιωτικά. Για περισσότερες πληροφορίες και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά σας διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου μας.

Video της Ημέρας

Αρχείο

Βρείτε μας και στα Socia Media

© 2018 - 2023 | Ο Περίγυρος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Άνδρου | Crafted by  Spirilio