Γιώργος Μαυροφρύδης, Γιώργος Τάταρης, Ευρυδίκη Τσιλιγγίρη, Θεοδώρα Πετανίδου,
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας
Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου
Οι μελισσότοιχοι και τα μελισσόσπιτα της Άνδρου
Η παραδοσιακή μελισσοκομία της Άνδρου διέφερε σημαντικά από εκείνη των άλλων νησιών των Κυκλάδων. Η διαφορά έγκειτο κυρίως στους τύπους των χρησιμοποιούμενων κυψελών, οι οποίοι με τη σειρά τους επηρέαζαν τις μελισσοκομικές πρακτικές και τις διάφορες μελισσοκομικές κατασκευές, όπως το σχήμα και το μέγεθος των μελισσοθυρίδων στις ξερολιθικές αναβαθμίδες. Το νησί αυτό άλλωστε έχει να επιδείξει μια ιδιαίτερα μεγάλη ποικιλία τύπων παραδοσιακών κυψελών, γεγονός μοναδικό για έναν τόσο μικρό γεωγραφικό χώρο.
Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστούν αποτελέσματα της έρευνας όσον αφορά σε δύο ιδιότυπες μελισσοκομικές κατασκευές της Άνδρου, τους μελισσότοιχους και τα μελισσόσπιτα.
Στην παραδοσιακή μελισσοκομία της Άνδρου χρησιμοποιούνταν οριζόντιες, όσο και κάθετες κινητές κυψέλες, καθώς και διάφοροι τύποι κτιστών κυψελών.
Οι οριζόντιες κυψέλες, ήτοι τα πήλινα μονόστομα «κανόνια», συνέχιζαν τη μακραίωνη μελισσοκομική παράδοση των Κυκλάδων και χρησιμοποιούνταν κυρίως στο κεντρικό τμήμα του νησιού, ούσες παντελώς άγνωστες βορείως του
Γαυρίου.
Από τους κάθετους τύπους κυψελών, τα επίστομα μελισσοκόφινα (κωνικά ή καμπανόσχημα) απαντούσαν σε ολόκληρη σχεδόν την Άνδρο με μικρές διαφοροποιήσεις, όσον αφορά στις πρακτικές χρήσεις τους, μεταξύ του νοτίου
και βορείου τμήματος του νησιού.
Οι διάφοροι άλλοι τύποι κάθετων κυψελών, όπως και οι κτιστές κυψέλες ήσαν σε χρήση αποκλειστικά στη βόρεια και μέρος της κεντρικής Άνδρου. Το σύνολο σχεδόν των κινητών κυψελών της Άνδρου
ετοποθετείτο για προστασία εντός θυρίδων, το σχήμα και το μέγεθος των οποίων διαφοροποιείτο αναλόγως των κυψελών που επρόκειτο να φιλοξενήσουν.
Η χρήση των κάθετων επίστομων, όσο και των κτιστών κυψελών, οι οποίες ήσαν άγνωστες στα υπόλοιπα Κυκλαδονήσια, μεταφέρθηκε στο νησί από επήλυδες (πρόσφυγες πολέμου) οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Άνδρο τον 14ο και τον 15ο
αιώνα και συνέχισαν τη μελισσοκομική παράδοση του τόπου καταγωγής τους.
Στη νότια Άνδρο, οι κάτοικοι περί το Κόρθι ομιλούν ιδίωμα βόρειου φωνηεντισμού (Βογιατζίδης, 1951: 51-56· Μπασέα – Μπεζαντάκου, 2001) και φαίνεται πως κατάγονται από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης, από όπου, σύμφωνα με
αδημοσίευτο βενετικό έγγραφο που είχε εντοπίσει ο ιστορικός της Άνδρου Δημήτριος Πολέμης, μεταφέρθηκαν τον 14ο αιώνα στο νότιο τμήμα του νησιού. Στην Ανατολική Θράκη, όπως και γενικότερα στη Θράκη, η κατ’ εξοχήν παραδοσιακή
κυψέλη ήταν το επίστομο κοφίνι και αυτήν ακριβώς την κυψέλη συνέχιζαν να μεταχειρίζονται οι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο Κόρθι και τα γύρω χωριά.
Στο βόρειο τμήμα της Άνδρου εγκαταστάθηκαν αλβανόφωνοι κάτοικοι κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα (Πολέμης, 1981: 102· Γιοχάλας, 2010: 17-18), οι οποίοι μετέφεραν κι αυτοί στο νησί τις μελισσοκομικές τους συνήθεις και πρακτικές. Οι Αρβανίτες, εκτός από επίστομα κοφίνια (που εδώ φαίνεται πως είχαν αποκλειστικά κωνικό σχήμα), χρησιμοποιούσαν κάθετες κυψέλες από κουφωμένο κορμό ή σανίδες και αργότερα πήλινες επίστομες «καμπάνες», οι οποίες μιμούνταν το σχήμα των κοφινιών.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κτιστές κυψέλες, με απλούστερες τις «σπηλιές», που αποτελούνταν από ένα φυσικό κοίλωμα σε βράχο, το οποίο έκλεινε με μια λίθινη ή σανιδένια πλάκα και τα «σπηλιοντούλαπα», στα οποία ο μελισσοκόμος, εκμεταλλευόμενος και πάλι φυσικό κοίλωμα, διαμόρφωνε το άνοιγμά του τοποθετώντας ξύλινο πλαίσιο με
πόρτα. Ένας τρίτος τύπος κτιστών κυψελών ήσαν οι κυψέλες-«ντουλάπια» οι οποίες δημιουργούνταν σε κάποιες περιπτώσεις στην ύπαιθρο, συνήθως όμως στους τοίχους οικιών (κατοικούμενων και εγκαταλελειμμένων) και διάφορων
άλλων κτισμάτων, όπως σε κελιά (δηλ. αγροικίες), στάνες, μύλους, κ.ά.
Τα «ντουλάπια» ήσαν δύο τύπων. Σε κάποια, τα οποία απαντούσαν στην ύπαιθρο, η ανοιγόμενη πόρτα τους
βρισκόταν στο εμπρόσθιο τμήμα, όπου και η είσοδος των μελισσών. Στην πλειονότητά τους, ωστόσο, τα «ντουλάπια»
διέθεταν πόρτα στο οπίσθιο μέρος, από όπου πραγματοποιείτο ο τρύγος και οι λοιπές μελισσοκομικές εργασίες. Πέραν
των «ντουλαπιών», στους τοίχους διαφόρων κτηρίων, κατασκευάζονταν και ειδικά μελισσοκομικά κτίσματα που έφεραν
κυψέλες-«ντουλάπια», οι μελισσότοιχοι και τα μελισσόσπιτα.
Οι μελισσότοιχοι ήσαν κατασκευασμένοι από πέτρες με τη χρήση συνδετικού υλικού και διέθεταν δύο σειρές ντουλαπιών, η μία κάτωθεν της άλλης. Οι κατασκευές αυτές δεν ήσαν ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Άνδρο· μόλις τέσσερεις έχουν καταγραφεί κατά την έρευνά μας.
Ένας μελισσότοιχος εντοπίστηκε στο Άνω Βιτάλι και φέρει 24 «ντουλάπια», ένας άλλος στην περιοχή Καμπανός με 19 «ντουλάπια», ένας τρίτος στην περιοχή ανατολικά του Άνω Γαυρίου με 16 «ντουλάπια» (EIK. 1) και ο τέταρτος στο χωριό Μερμηγκιές με 12 «ντουλάπια». Τα «ντουλάπια» στον τελευταίο, ωστόσο, είναι του απλούστερου τύπου, ανοιγόμενα από το εμπρόσθιο τμήμα.
Τα μελισσόσπιτα διέθεταν ντουλάπια στους τοίχους και κατασκευάζονταν κατά τον ίδιο τρόπο με όλα τα κτίσματα στη
βόρεια Άνδρο, συμπεριλαμβανομένων των σπιτιών, ήτοι με πέτρες και λάσπη. Για την οροφή χρησιμοποιούνταν ξύλινα
και σπανίως λίθινα δοκάρια, πάνω στα οποία τοποθετούνταν λίθινες πλάκες και πάνω σε αυτές πηλόχωμα.
Ήσαν συνήθως μακρόστενες κατασκευές , δίχως ωστόσο να απουσιάζουν και περιπτώσεις τετραγωνικού ή άλλου σχήματος. Αρκετά συχνά, ο ένας τους τοίχος εφαπτόταν σε κάποιο βράχο ή στο επικλινές έδαφος , ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κτιζόταν κάτω από βράχους, οι οποίοι αποτελούσαν έτσι μέρος της οροφής τους .
Κατά κανόνα τα μελισσόσπιτα διέθεταν έναν και μόνο εσωτερικό χώρο, σε δύο ωστόσο περιπτώσεις ήσαν δίχωρα.
Πέραν της μελισσοκομίας, ορισμένα χρησίμευαν και σε άλλες, δευτερεύουσες, χρήσεις, όπως ως χώροι για το πάτημα των σταφυλιών και την παραλαβή του μούστου, αλλά και ως κελιά για ολιγοήμερη διαμονή των ξωμάχων.
Τα μελισσόσπιτα αυτά διέθεταν κατά περίπτωση ληνούς (πατητήρια), τζάκι ή ανοίγματα, εν είδει καμινάδων, στην οροφή.
Τα «ντουλάπια» στα μελισσόσπιτα βρίσκονταν συνήθως στη μια μακριά τους πλευρά ή στη μια μακριά και σε μία από
τις στενές . Ωστόσο, έχουν καταγραφεί μελισσόσπιτα με «ντουλάπια» σε τρεις πλευρές , ακόμη και με
«ντουλάπια» σε όλες τις πλευρές.
Η είσοδος των μελισσών στα «ντουλάπια» κοιτούσε συνήθως προς τον νότο και πάντως όχι προς τον βορρά, ώστε να μην επηρεάζονται τα μελίσσια από τους βόρειους ανέμους. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που οι είσοδοι των «ντουλαπιών» ήσαν προς τον βορρά, υπήρχε κάποιο φυσικό εμπόδιο που εμπόδιζε τον βόρειο άνεμο.
Στα περισσότερα μελισσόσπιτα τα «ντουλάπια» διέθεταν στην είσοδο των μελισσών μια «πλάκα πτήσης», όπως η σανίδα πτήσης που διαθέτουν οι σύγχρονες πλαισιοκυψέλες. Τα μελισσόσπιτα στην Άνδρο ήσαν τουλάχιστον 51. Από την ερευνητική ομάδα μας καταγράφηκαν και μελετήθηκαν 45.
Τα υπόλοιπα έξι, ευρισκόμενα κυρίως σε περιοχές με έντονη οικιστική και τουριστική ανάπτυξη, φαίνεται πως έχουν
ήδη καταστραφεί. Για κάποια από αυτά ωστόσο γίνεται λόγος στη μελέτη του Γ. Σπέη (2003) και έτσι γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά τους.
Σε ό,τι αφορά το μέγεθος των μελισσόσπιτων, το εμβαδόν τους κυμαινόταν από 4 έως 41 τετραγωνικά μέτρα. Το μεγαλύτερο μελισσόσπιτο, στην περιοχή Ζαχαριάς, διέθετε 51 «ντουλάπια» και το μικρότερο, κοντά στο Καλυβάρι, μόλις 6.
Τα μελισσόσπιτα προσέφεραν καλύτερες συνθήκες εργασίας στους μελισσοκόμους, οι οποίοι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τα στοιχεία της φύσης, ενώ παρείχαν προστασία και «από το κακό μάτι», γεγονός σημαντικό παλαιότερα. Υπήρχαν επίσης τοπικές διαφοροποιήσεις. Στον Άγιο Πέτρο, για παράδειγμα, τα τοπικά μελισσόσπιτα, εκτός από πλάκες πτήσεις διέθεταν πάνω από την είσοδο των μελισσών και ένα είδος υπόστεγου, λίθινο ή από σπασμένη κεραμίδα στέγης.
Οι περιοχές όπου κτίζονταν μελισσόσπιτα θα έπρεπε φυσικά να διαθέτουν σε κοντινή απόσταση κάποια πηγή νερού και
τουλάχιστον μία από τις δύο κύριες μελισσοκομικές ανθοφορίες του νησιού: του θυμαριού ή του φθινοπωρινού ρεικιού
(γνωστού τοπικά ως «λεκάτι» ή «αλεκάτι»).
Η απόδοση των «ντουλαπιών» σε μελισσοκομικά προϊόντα ήταν μεγαλύτερη
από αυτή των άλλων τύπων κυψελών.
Στα «ντουλάπια» τα μελίσσια ήσαν καλύτερα προστατευμένα από το κρύο, τη ζέστη, αλλά και την υγρασία, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την απόδοση και την μακροημέρευσή τους.
Η εισαγωγή μελισσιών στα «ντουλάπια» πραγματοποιείτο με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν με τη σύλληψη αφεσμών
από τον μελισσοκόμο, ο οποίος τους μετέφερε στη συνέχεια στις κτιστές αυτές κυψέλες. Κατά τον δεύτερο τρόπο, τα άδεια «ντουλάπια» λειτουργούσαν ως σμηνοπαγίδες και οι αφεσμοί εισέρχονταν σε αυτά μόνοι τους. Για να προσελκύονται τα σμάρια, το εσωτερικό των «ντουλαπιών» ραντιζόταν με το λεγόμενο «πίτημα», ένα μείγμα διαφόρων υλικών (συνήθως παλιές κηρήθρες, παλιά μέλια, βασιλικό και μαύρο γλυκό κρασί) που πριν τη χρήση θερμαινόταν σε σημείο βρασμού.
Σε αρκετές περιπτώσεις, στο άνω τμήμα των «ντουλαπιών» και σε κοντινή απόσταση από την οροφή ετοποθετείτο
ένα κλαδί ή ένας ξύλινος πήχης . Ο λόγος της ύπαρξής του ήταν να κρεμαστεί από εκεί το σμάρι που εγκαθίστατο στο «ντουλάπι» και να ξεκινήσει από εκεί να κτίζει τις κηρήθρες του. Λειτουργούσε δηλαδή ως οδηγός ώστε το μελίσσι να κτίσει κηρήθρες θερμής διάταξης, ήτοι κάθετα ως προς την είσοδο των μελισσών.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η είσοδος των μελισσών στα «ντουλάπια» των μελισσόσπιτων δεν ήταν στο κέντρο, αλλά
στην αριστερή ή τη δεξιά άκρη της εμπρόσθιας πλευράς.
Είχε παρατηρηθεί πως από τη θέση της εισόδου, σε συνάρτηση με τη δυναμικότητα του σμήνους που εγκαθίστατο στο
«ντουλάπι», προέκυπτε συγκεκριμένη διάταξη των κηρηθρών. Όταν λοιπόν οι είσοδοι ήσαν στην αριστερή ή δεξιά
άκρη, οι μέλισσες έκτιζαν λοξές κηρήθρες (διαγώνια στο «ντουλάπι»). Οι λοξές αυτές κηρήθρες ήσαν σε θερμή διάταξη (κάθετα ως προς την είσοδο) εάν το μελίσσι ήταν αδύναμο και σε ψυχρή (παράλληλα σε σχέση με την είσοδο των μελισσών) εάν το μελίσσι ήταν δυνατό.
Για να είναι σίγουρος ωστόσο ο μελισσοκόμος πως το μελίσσι θα έκτιζε τις κηρήθρες στην επιθυμητή για τον ίδιο διάταξη, άνοιγε μετά δυο μέρες το ντουλάπι, έριχνε τις μέλισσες από την οροφή και παρατηρούσε τη διάταξη των κηρηθρών που είχαν ξεκινήσει να κτίζουν. Εάν η υφιστάμενη διάταξη δεν τον ικανοποιούσε, έστριβε τις κηρήθρες κατά πως επιθυμούσε και το μελίσσι συνέχιζε το κτίσιμο των κηρηθρών στη νέα διάταξη (σύμφωνα με αδημοσίευτη συνέντευξη-βίντεο του Γιάννη Ρέρρα στις αρχές του 21ου αιώνα).
Τρύγος στα μελισσόσπιτα και τους μελισσότοιχους πραγματοποιείτο συνήθως μία φορά ετησίως και σε αυτόν συμμετείχαν δύο άτομα. Οι κηρήθρες αποκόπτονταν με τη «φυλλοκόπα», το παραδοσιακό ξέστρο της Άνδρου, ενώ το
χρησιμοποιούμενο καπνιστήρι ήταν πήλινο και χρησιμοποιούσε ως καύσιμη ύλη σβουνιά αγελάδας.
Μελισσόσπιτα όπως αυτά της Άνδρου δεν απαντούν αλλού στην Ελλάδα ή στη Βαλκανική Χερσόνησο. Παρεμφερείς
κατασκευές έχουν ωστόσο καταγραφεί στην Κύπρο (Μαυροφρύδης, 2020α), στη βορειοδυτική Ιταλία (Cauda, 2000),
στη νότιο Γαλλία (Bouet, 2000· Masetti, 2000), καθώς και στη Γκουανταλαχάρα της Ισπανίας (Martinez, 2022).
Μελισσότοιχοι, παρόμοιοι σε γενικές γραμμές με αυτούς της Άνδρου, ήσαν σε χρήση στη Μάνη (Μαυροφρύδης 2020β), στην Κεφαλονιά (Μπίκος, 2005), στην Απουλία της Ιταλίας (Masetti, 2006) και στη νότιο Γαλλία (Bouet, 2000· Masetti 2000).
Όσον αφορά στη χρονολόγηση των μελισσόσπιτων της Άνδρου, οι εγχάρακτες χρονολογίες που απαντούν σε ορισμένα
από αυτά και σχετίζονται με την κατασκευή ή την επισκευή τους, αφορούν όλες στον 20ό αιώνα. Όπως όμως προκύπτει
από μαρτυρίες πληροφορητών μας, τα παλαιότερα μελισσόσπιτα κατασκευάστηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 19ου
αιώνα. Ο παλαιότερος μελισσότοιχος, αυτός στο Άνω Βιτάλι, κατασκευάστηκε το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ίσως και
παλαιότερα. Ήταν δηλαδή σε χρήση πριν από την εμφάνιση των μελισσόσπιτων, γεγονός που γεννά εύλογα ερωτήματα
αναφορικά με την πιθανότητα τα μελισσόσπιτα να προέκυψαν ως περαιτέρω εξέλιξη των μελισσότοιχων. Όπως και να
έχει, μεμονωμένες κυψέλες-«ντουλάπια» απαντούσαν στη βόρειο Άνδρο πριν από την εμφάνιση μελισσόσπιτων και μελισσότοιχων, πιθανώς από τον 15ο αιώνα.
Η χρήση των μελισσότοιχων και των μελισσόσπιτων άρχισε να εγκαταλείπεται κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με τους μελισσοκόμους να μεταπηδούν σταδιακά στη σύγχρονη μελισσοκομία. Ήταν, πάντως, η εμφάνιση της βαρρόα στην Άνδρο, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αυτή που συνέβαλε στη μαζική εγκατάλειψη των λιθόκτιστων αυτών μελισσοκομικών κατασκευών, όπως και γενικότερα της παραδοσιακής μελισσοκομίας στο νησί. Το τελευταίο εν χρήση
μελισσόσπιτο λειτούργησε έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Βιβλιογραφία
Βογιατζίδης, Ι. Κ. 1951. Γλώσσα και λαογραφία της νήσου Άνδρου Α΄. (Ανδριακά Χρονικά 4). Άνδρος (Ανδριακός Όμιλος).
Bouet, C. 2000. Généralité des apiers du Languedoc. Στο: Miel, abeilles et
pierres. 4me Colloque sur l’apiculture traditionelle. Fontan (Musée des Arts
et Traditions Apicoles), σ. 29-34.
Cauda, C. 2000. Les maisons des abeilles de Montà d’Alba. Στο: Miel,
abeilles et pierres. 4me Colloque sur l’apiculture traditionelle. Fontan
(Musée des Arts et Traditions Apicoles) σ. 35-40.
Γιοχάλας, Τ. Π. 2010. Άνδρος: Αρβανίτες και Αρβανίτικα. Αθήνα (Τυπωθήτω).
Martinez, A. A. 2022. Hornos de Milmarcos, Guadalajara, Espana,
colmenares tipicos de la zona. Στο: http://www.aulaapicolazuqueca.com
Masetti, L. N. 2000. Quelques considerations sur l’architecture apicole en France. Στο: Miel, abeilles et pierres. 4me Colloque sur l’apiculture traditionelle. Fontan (Musée des Arts et Traditions Apicoles), σ. 80-92.
Masetti, L. N. 2006. Stone hives and apiaries of Puglia Ι. American Bee Journal 146(2): 159-163.
Μαυροφρύδης, Γ. 2020α. Οι λίθινες κυψέλες των νησιών της ανατολικής Μεσογείου. Στο: Χατζήνα, Φ., Μαυροφρύδης, Γ. (επιμ.), Μελισσοκομία στη Μεσόγειο από την αρχαιότητα ως σήμερα. Αθήνα (ΕΛΓΟ), σ. 126-135.
Μαυροφρύδης, Γ. 2020β. Τα λιθόκτιστα μελισσοκομεία της Μάνης. Στο: Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 2. Καλαμάτα: (Παν. Πελοποννήσου), σ. 673-681.
Μπασέα-Μπεζαντάκου, Χ. 2001. Το βόρειο ιδίωμα της Άνδρου. Άγκυρα 1: 113-126.
Μπίκος, Θ. 1996. Μελισσοκομικές Καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση 10(9): 314-320· (10): 359-363· (12): 462 466.
Μπίκος, Θ. 2005. Μελισσοκομικές καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση 19(2): 92-98.
Μπίκος, Θ. 2011. Μελισσοκομικές Καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση 25(2): 110-115· (3): 190-195· (4): 250-254.
Nicolaidis, N. I. 1955. Facts about beekeeping in Greece. Bee World 36(8):
141-149.
Πολέμης, Δ. 1981. Ιστορία της Άνδρου. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).
Σπέης, Γ. 2003. Θουρίδες και μελισσοκήπια. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).