Παραδοσιακή μελισσοκομία με κινητές κυψέλες στο νησί της Άνδρου
Γιώργος Μαυροφρύδης, Θεοδώρα Πετανίδου,
Εργαστήριο Βιογεωγραφίας & Οικολογίας,
Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Στο παρόν άρθρο, το οποίο αποτελεί κατά μια έννοια συνέχεια του άρθρου μας για τους μελισσότοιχους και τα μελισσόσπιτα της Άνδρου (Μαυροφρύδης & συν. 2022), θα εξετάσουμε την παραδοσιακή μελισσοκομία του κυκλαδίτικου νησιού όπως ασκείτο με παραδοσιακούς τύπους κινητών κυψελών έως πριν από μερικές δεκαετίες. Τα αποτελέσματα των νεότερων επιτόπιων ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στην Άνδρο, τόσο από τον εθνογράφο Γιώργο Σπέη, όσο και από τους συγγραφείς του παρόντος άρθρου, επιτρέπουν μια διεισδυτικότερη ματιά στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελισσοκομία της Άνδρου και έρχονται να συμπληρώσουν την παλαιότερη σχετική έρευνα του αείμνηστου Θανάση Μπίκου.
Η μελισσοκομία της Άνδρου διέφερε σε πολλά από αυτήν των άλλων Κυκλαδονησιών. Κατά πρώτον, υπήρξε το μοναδικό νησί του συμπλέγματος στο οποίο χρησιμοποιούνταν επίστομοι τύποι κυψελών, και το μοναδικό στο οποίο χρησιμοποιούνταν κυψέλες-ντουλάπια, οι οποίες συχνά ανευρίσκονταν σε ειδικά μελισσοκομικά κτίσματα, τους μελισσότοιχους και τα μελισσόσπιτα. Πέραν όμως από αυτές τις μοναδικότητες, το νησί είχε να επιδείξει μια μεγάλη ποικιλία τύπων παραδοσιακών κυψελών, γεγονός εξαιρετικά ενδιαφέρον για έναν μικρό χώρο όπως αυτός ενός νησιού. Παρόμοια ποικιλία τύπων κυψελών, που σε αρκετές περιπτώσεις προϋποθέτουν και διαφορετικές μεθόδους άσκησης της μελισσοκομίας, δεν απαντά σε κανένα άλλο νησί της Μεσογείου.
Πράγματι, στο νησί ήταν σε χρήση μια πληθώρα τύπων κυψελών: οριζόντιες πήλινες μονόστομες κυψέλες, γνωστές τοπικά ως «κανόνια»· επίστομα (κωνικά ή καμπανόσχημα) μελισσοκόφινα · πήλινες επίστομες κυψέλες με την ονομασία καμπάνες· σανιδένιες επίστομες κυψέλες (ορθογώνιες, πυραμιδόσχημες ή σχήματος τραπεζοειδούς πρίσματος)· κάθετες κυψέλες από κουφωμένο κορμό· και πήλινες αμφίστομες κινητής κηρήθρας.
Είναι σαφές ότι οι πήλινες οριζόντιες κυψέλες συνέχιζαν στο νησί τη μακραίωνη κυκλαδίτικη παράδοση. Οι παραδοσιακές κυψέλες στις Κυκλάδες, με εξαίρεση την Κέα και βέβαια την Άνδρο, ήσαν αποκλειστικά οριζόντιου τύπου και στις πλείστες των περιπτώσεων μονόστομες, όπως αυτές της αρχαιότητας.
Στην Παλαιόπολη Άνδρου, η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως θραύσματα πήλινων οριζόντιων κυψελών τα οποία χρονολογούνται στον 2ο και 1ο αιώνα π.Χ. Εκτός από θραύσματα σώματος κυψελών, έχουν αποκαλυφθεί και κάποια πήλινα πώματά τους (Βιβλιοδέτης 2017). Σε ένα από αυτά, χρονολογούμενο στον 1ο προχριστιανικό αιώνα, απαντούν εγχάρακτα τα γράμματα ΚΥΨ που μπορούν να συμπληρωθούν με το όνομα του αγγείου, δηλαδή ΚΥΨ[ΕΛΙΟΝ], ονομασία που απαντά στο έργο «Τῶν περί τα ζῶα ἱστοριῶν» (Θ΄ XL.627b) του Αριστοτέλη, καθώς και σε θραύσμα πήλινης κυψέλης της ίδιας περιόδου από το Αγαθονήσι.
Οι γραπτές πηγές και η έως τώρα αρχαιολογική έρευνα δεν μας παρέχουν δυστυχώς πληροφορίες για τη μελισσοκομία της Άνδρου κατά τους Μέσους Χρόνους. Από τον 16ο αιώνα και ύστερα, ωστόσο, υπάρχουν αρκετά στοιχεία, ιδίως σε οθωμανικά φορολογικά «τεφτέρια» (Κολοβός 2017:42) και διαθήκες Ανδριωτών (Πολέμης 1995: 116, 118, 149, Πολέμης 1999: 54, 67, 91), τα οποία μαρτυρούν μελισσοκομία ευρείας κλίμακας στο νησί. Εντούτοις, σε κανένα από τα δημοσιευθέντα έγγραφα έως τα μέσα σχεδόν του 20ού αιώνα, δεν γίνεται λόγος ούτε για τον τύπο ή τους τύπους των κυψελών της Άνδρου, ούτε και για τις χρησιμοποιούμενες μελισσοκομικές μεθόδους. Έτσι ο ερευνητής είναι αναγκασμένος να βασίζεται, αποκλειστικά σχεδόν, στα αποτελέσματα των επιτόπιων εθνογραφικών μελετών.
Οριζόντιες μονόστομες κυψέλες, γνωστές ως κανόνια, χρησιμοποιούνταν στο κεντρικό κυρίως τμήμα της Άνδρου (Εικ. 1, 2).
Για προστασία από τα στοιχεία της φύσης, οι κυψέλες αυτές τοποθετούνταν σε θυρίδες που δημιουργούντανστους τοίχους των ξηρολιθικών αναβαθμίδων του νησιού όπως ακριβώς συνέβαινε και στα περισσότερα Κυκλαδονήσια.
Το ενδιαφέρον στην Άνδρο είναι πως σε κάποιες περιοχές, όπως περί την Κατάκοιλο, τα κανόνια χρησιμοποιούνταν, συχνά από τον ίδιο μελισσοκόμο, παράλληλα με
κάθετους τύπους κυψελών, όπως οι καμπάνες και τα κοφίνια. Οριζόντιες πήλινες κυψέλες απαντούσαν και σε κάποιες περιοχές της νότιας Άνδρου, όπως στην Πίσω Μεριά, ήσαν όμως άγνωστες στο τμήμα του νησιού βορείως του Γαυρίου.
Οι κάθετοι τύποι κινητών κυψελών (όπως και οι κτιστοί) φαίνεται πως αποτελούσαν τη μελισσοκομική συνεισφορά των επήλυδων που ενίσχυσαν πληθυσμιακά την Άνδρο τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Αυτοί ήσαν από τη μία οι Αλβανόφωνοι χριστιανοί, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο βόρειο και μέρος του κεντρικού τμήματος του νησιού κατά το πρώτο ήμισυ του 15ου αιώνα (Γιοχάλας 2010, 17-18), και από την άλλη οι κάτοικοι του Κορθίου και των γύρω χωριών στο νότιο τμήμα.
Οι τελευταίοι, ομιλούν ιδίωμα με βόρειο φωνηεντισμό (Βογιατζίδης 1951, 51-56· Μπασέα-Μπεζαντάκου 2001), γεγονός που μαρτυρά την προέλευσή τους.
Σύμφωνα με βενετικό έγγραφο που είχε εντοπίσει ο ιστορικός της Άνδρου Δημήτριος Πολέμης, οι κάτοικοι του Κορθίου και των γύρω χωριών
μεταφέρθηκαν στο νησί τον 14ο αιώνα από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης (Μαυροφρύδης & συν. υπό δημοσίευση). Η προέλευση από την Αίνο συνάδει
απολύτως με τη χρησιμοποιούμενη, έως πριν λίγες δεκαετίες, παραδοσιακή κυψέλη στην περιοχή του Κορθίου. Πρόκειται για το επίστομο μελισσοκόφινο, το
οποίο αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν τύπο παραδοσιακής κυψέλης, συχνά και τον μοναδικό, σε ολόκληρη τη Θράκη (Μαυροφρύδης 2020).
Μελισσοκόφινα ήσαν σε χρήση σε όλο το νησί (Εικ. 3, 4).
Σε κάποιες περιπτώσεις τα κοφίνια ήσαν καμπανόσχημα και όχι κωνικά, σχήμα που θεωρείτο από κάποιους μελισσοκόμους καλύτερο για το μελίσσι και βολικότερο για τους ίδιους. Αν και τα κοφίνια πλέκονταν συνήθως από τους ίδιους τους μελισσοκόμους, έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις επαγγελματιών καλαθοπλεκτών, όπως Τηνιακοί και τσιγγάνοι, που επισκέπτονταν το νησί και ελάμβαναν παραγγελίες
(Σπέης 2003: 36). Στα διάφορα χωριά της Άνδρου υπήρχαν διαφοροποιήσεις που αφορούσαν στα χρησιμοποιούμενα υλικά και τις επιμέρους τεχνικές για την κατασκευή των κοφινιών, στα υλικά με τα οποία αυτά χρίονταν, στα σημεία του κοφινιού που χρίονταν ή βάφονταν (με ασβέστη) κ.ά. Για τα στημόνια εχρησιμοποιείτο συνήθως λυγαριά, έχει ωστόσο καταγραφεί και η χρήση αγριελιάς, σκίνου, πλατάνου και σφενδάμου. Ως υφάδι χρησίμευαν διάφορες βέργες, καθώς και σχίζες καλαμιού (Σπέης 2003: 27-28).
Τα κοφίνια τοποθετούνταν συνήθως σε θυρίδες, τοπικά γνωστές ως «θουρίδες», «παραθούρες», «καλούσες» και «μελισσοτρύπια», οι οποίες δημιουργούνταν κυρίως στους τοίχους των αναβαθμίδων ή σε αυτούς που διαχώριζαν τις διάφορες περιουσίες, σε θέσεις προφυλαγμένες από τον βοριά. Στη νότια, και
σποραδικά στην κεντρική Άνδρο, στις θυρίδες που φιλοξενούσαν κοφίνια, για πρόσθετη προστασία από την ήλιο και τη βροχή, ετοποθετείτο μια λίθινη πλάκα
που στηριζόταν στο ίδιο το κοφίνι (Εικ. 5).
Επίσης, προς το τέλος του καλοκαιριού, η περιφέρεια της βάσης του κοφινιού έκλεινε με λάσπη, εκτός από ένα σημείο
στο εμπρόσθιο τμήμα. Στο σημείο αυτό και εσωτερικά της αναφερθείσης πλάκας, ετοποθετείτο μια πελεκημένη πέτρα σε σχήμα χτένας, τα ανοίγματα της οποίας
αποτελούσαν την είσοδο των μελισσών στην κυψέλη. Όλα αυτά για την προστασία του μελισσιού από τις επιθέσεις του σκούρκου, της μεγαλόσωμης σφήκας
Vespa orientalis. Από τα ανοίγματα της λίθινης αυτής χτένας, η οποία έφερε την δηλωτική ονομασία «πολεμίστρα» ή «πολεμίθρα» (βλ. Εικ. 4), μπορούσαν μεν να
εισέλθουν εύκολα οι μέλισσες, όχι όμως και οι μεγάλες σφήκες, επιτρέποντας έτσι στο μελίσσι να αμυνθεί αποτελεσματικότερα έναντι του εχθρού του. Είναι
ίσως ενδιαφέρον να αναφερθεί εδώ πως στην Άνδρο, πέραν της V. orientalis, που είναι βέβαια η πλέον επικίνδυνη σφήκα για τα μελίσσια, έχει καταγραφεί
τελευταία και το άλλο είδος σκούρκου της χώρας μας, η V. crabro.
Στα κεντρικά και βόρεια του νησιού, για προστασία από τους σκούρκους, αντί της λίθινης «πολεμίστρας» ετοποθετείτο στην είσοδο των κοφινιών ξερή βρούβα, από όπου εισέρχονταν μεν οι μέλισσες, δυσκολεύονταν όμως να περάσουν οι μεγαλόσωμες σφήκες και έτσι τα μελίσσια ήσαν σε θέση να υπερασπίσουν τις φωλιές τους (Μπίκος 1996). Σύμφωνα με πληροφορητές μας, ένα άλλο μέτρο ήταν να τοποθετείται περιμετρικά των κοφινιών μια λωρίδα από πλεγμένα χόρτα (ψάθα), η οποία ήταν εξίσου αποτελεσματική.
Με τα κοφίνια ορισμένοι μελισσοκόμοι της νότιας και κεντρικής Άνδρου ασκούσαν νομαδική μελισσοκομία. Οι μεταφορές πραγματοποιούνταν νύχτα είτε με γαϊδούρια, είτε από τον ίδιο τον μελισσοκόμο που κουβαλούσε ένα κοφίνι στην
πλάτη. Για να μην προκληθεί ζημία στις κηρήθρες από τις καταπονήσεις της μεταφοράς, οι μελισσοκόμοι συνήθιζαν να
τοποθετούν ανάμεσά τους καβαλίνες γαϊδάρου, ώστε να είναι σταθερές. Επίσης, πιστεύοντας πως το ζώο καταλάβαινε πως κουβαλούσε
μέλισσες, του έδεναν τα μάτια με ένα μαντήλι ώστε να μένει ήρεμο περπατώντας στα σκοτεινά. Οι γνωστότερες
διαδρομές των μελισσοκόμων ήσαν από το Γιαλό στα Αϊπάτια, από το Πισκοπειό στο βουνό Γερακώνα, από τις Στραμπουργιές και τους Μένητες ψηλά στο βουνό, και από το Μπατσί στην Κατάκοιλο (Σπέης 2003: 40-41).
Οι πήλινες επίστομες καμπάνες (Εικ. 6, 7) διέθεταν σε γενικές γραμμές παρόμοιο σχήμα με τα κοφίνια και χρησιμοποιούνταν στο βόρειο και κεντρικό τμήμα της Άνδρου. Οι καμπάνες διέθεταν στην κορυφή λαβή, εν είδει χοντρού πήλινου κόμπου, ώστε να ανασηκώνονται εύκολα με το ένα χέρι. Κάποιες ωστόσο διέθεταν για τον ίδιο λόγο χερούλια στο σώμα τους. Για προστασία των μελισσών από τις σφήκες υπήρχαν πλησίον του χείλους τους μικρές οπές, από τις οποίες διέρχονταν οι μέλισσες, όχι όμως και οι σκούρκοι. Πλησίον της οροφής των καμπανών υπήρχαν
δύο ζεύγη αντικρυστών οπών, στα οποία τοποθετούνταν βέργες που διαπερνούσαν την κυψέλη. Ο λόγος της χρήσης των βεργών, οι οποίες σχημάτιζαν έναν σταυρό εσωτερικά της καμπάνας, ήταν να κρέμεται από εκεί το σμήνος κατά την τοποθέτησή του στο κοφίνι και να πιάνουν (και) από εκεί τις κηρήθρες τους οι μέλισσες.
Κάποιοι μελισσοκόμοι δημιουργούσαν παρόμοιο σταυρό, χρησιμοποιώντας βέργες (Εικ. 8) ή πενταράκι σύρμα, και στο εσωτερικό των κοφινιών τους (Σπέης 2003: 37).
Σύμφωνα με το εξαιρετικά ενδιαφέρον χειρόγραφο πόνημα του αείμνηστου μελισσοκόμου του νησιού Ιωάννη Ρέρρα, με τίτλο Λαογραφικές πινελιές: Ζωή και παιδιά στο 1930 (Μακροτάνταλο Άνδρου), αντίγραφο του οποίου φυλάσσεται στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη, στην περιοχή του Μακροτάνταλου, στη βόρεια Άνδρο, έδεναν, για πρόσθετη προστασία από τον ήλιο, για καλύτερη δηλαδή μόνωση,, πάνω στις καμπάνες κλαδιά με φύλλα πικροδάφνης. Το ίδιο έπρατταν κάποιοι της περιοχής και στα κοφίνια τους, τα οποία προστατεύονταν έτσι καλύτερα και από τη βροχή.
Έχει καταγραφεί η άποψη πως τα κοφίνια αντικατέστησαν στην Άνδρο τις πήλινες καμπάνες (Σπέης 2003: 45). Αρκετοί από τους πληροφορητές μας ωστόσο έχουν αντίθετη άποψη. Κατ’ αυτούς, οι πήλινες καμπάνες μιμούνταν το σχήμα των κοφινιών και έκαναν την εμφάνισή τους τον 20ό αιώνα, αγοραζόμενες από μελισσοκόμους που ασκούσαν αποκλειστικά στατική μελισσοκομία, για να μη χρειάζεται να κατασκευάζουν κάθε τόσο κοφίνια, τα οποία δεν ήσαν ανθεκτικά
στο χρόνο. Οι καμπάνες, με τη δέουσα προσοχή, διατηρούνταν για πάντα και γινόταν έτσι απόσβεση των χρημάτων που κατέβαλε ο μελισσοκόμος για να τις αποκτήσει.
Στην Άνδρο ήσαν σε χρήση και σανιδένιες επίστομες κυψέλες τις οποίες κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι μελισσοκόμοι. Στην περιοχή του Αγίου Πέτρου ορισμένοι μελισσοκόμοι χρησιμοποιούσαν κάθετες ορθογώνιες σανιδένιες κυψέλες. Στη Βουρκωτή και τους Κατακαλαίους αρκετοί έφτιαχναν και ασκούσαν μελισσοκομία με σανιδένιες κυψέλες, πυραμιδόσχημες ή σχήματος τραπεζοειδούς πρίσματος (Εικ. 9). Οι εν λόγω κυψέλες τοποθετούνταν κι αυτές για προστασία εντός θυρίδων.
Κυψέλες από κουφωμένο κορμό δέντρου ήταν σπάνιες στην Άνδρο και φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν μόνο στο βορειότερο τμήμα του νησιού. Μια παρόμοια κυψέλη πάντως εντοπίσαμε και καταγράψαμε μέσα σε ένα μελισσόσπιτο στην περιοχή Τζώρτζη.
Πέραν των παραπάνω, στο νησί έχει καταγραφεί και μια πήλινη αμφίστομη κυψέλη (Σπέης 2009: 164-165) (Εικ. 10), προφανώς κινητής κηρήθρας, η οποία ωστόσο φαίνεται πως δεν εντάσσεται στην τοπική παράδοση και αποτελεί σχετικά πρόσφατη (η κυψέλη φέρει εγχάρακτα τη χρονολογία 1943) επιρροή από περιοχή όπου χρησιμοποιούνταν ανάστομες και αμφίστομες κυψέλες.
Η κυψέλη ανήκε στη Μονή Αγίας (Ζωοδόχου Πηγής) και φαίνεται πως δεν έτυχε αποδοχής από
τους τοπικούς μελισσοκόμους. Παρόμοιου τύπου κυψέλες, αλλά ανάστομες, ήσαν σε χρήση στην Κέα (και μόνο σε αυτήν στις Κυκλάδες). Η προέλευση της κυψέλης τηςΆνδρου όμως θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη Λακωνία, από όπου προέρχονταν οι μοναχές της Μονής Αγίας (εγκαταστάθηκαν το 1929) και
όπου ο εν λόγω -αμφίστομος- τύπος παραδοσιακής κυψέλης ήταν σε ευρεία χρήση, στην πλεκτή του μορφή (Μαυροφρύδης 2021: 42-43).
Οι θυρίδες στις οποίες τοποθετούνταν παραδοσιακές κυψέλες στην Άνδρο διαφοροποιούνταν σε σχήμα και διαστάσεις αναλόγως του τύπου της
κυψέλης που καλούνταν να φιλοξενήσουν. Για παράδειγμα, οι θυρίδες που προορίζονταν για πήλινες οριζόντιες κυψέλες ήσαν ορθογώνιες και διέθεταν μεγάλο βάθος, ώστε να δύνανται να δεχθούν τις εν λόγω κυψέλες, το μήκος των οποίων συχνά ξεπερνούσε τα 80 εκ. Από την άλλη, οι θυρίδες στις οποίες τοποθετούνταν επίστομες κυψέλες, κοφίνια, καμπάνες ή σανιδένιες, δεν είχαν μεγάλο βάθος και διέθεταν εκτός από ορθογώνιο και άλλα σχήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις, το άνω
τμήμα των ορθογώνιων στη βάση θυρίδων ήταν ημικυκλικό ή τριγωνικό (Εικ. 11), ενώ απαντούσαν και θυρίδες τριγωνικού σχήματος (Εικ. 12).
Οι τελευταίες δημιουργούνταν με τη χρήση μεγάλων λίθινων πλακών και ήσαν αρκετά συχνές στο βόρειο τμήμα του νησιού. Στις μελέτες για τις μελισσοθυρίδες σε άλλες περιοχές της Ευρώπης δεν έχουν καταγραφεί θυρίδες τριγωνικού σχήματος, γεγονός που σημαίνει πως οι εν λόγω θυρίδες αποτελούν μια ακόμη μοναδικότητα της μελισσοκομίας της Άνδρου.
Στην Άνδρο, δύο είναι οι κύριες ανθοφορίες, το θυμάρι και το φθινοπωρινό ρείκι, το τελευταίο γνωστό στο νησί και ως
«λεκάτι», «αλεκάτι» ή «λιεκάτα». Υπάρχουν βέβαια και άλλα μελισσοκομικά φυτά, όπως το θρούμπι, το ανοιξιάτικο ρείκι, η κουμαριά, το γαϊδουράγκαθο, το φασκόμηλο, τα εσπεριδοειδή σε κάποιες περιοχές κ.ά. Σύμφωνα με μαρτυρία του 1881, στο χωριό Πίσω Μεριά (Οπίσω Μεριά τότε), στο νοτιότερο τμήμα του νησιού παραγόταν το «κάλλιστον λευκόν μέλι» (Πίστης 1881: 28). Πιθανώς να επρόκειτο για μέλι από «αλοιφό» (Centaurea spinosa), το οποίο κατά τους πληροφορητές μας παράγει «λευκό» (διάφανο) μέλι.
Την άνοιξη, οι μελισσοκόμοι σήκωναν, μετά από έλεγχο, τις επίστομες κυψέλες, τοποθετώντας πέτρες
περιμετρικά του χείλους τους, ώστε να υπάρχει χώρος να μεγεθύνουν οι μέλισσες τις κηρήθρες τους. Η διαδικασία αυτή του σηκώματος των κυψελών επαναλαμβανόταν, με την τοποθέτηση μεγαλύτερων ή περισσότερων πετρών, αναλόγως χρονιάς, έως και τρεις φορές (Χειρόγραφο Ι. Ρέρρα, βλ. και Σπέης 2003: 72-73).
Τρύγος στο νησί επραγματοποιείτο μια ή δύο φορές, αναλόγως της περιοχής. Συνήθως ο πρώτος τρύγος ελάμβανε χώρα μετά το τέλος της ανθοφορίας του θυμαριού, 20 με 25 Ιουλίου, και ο δεύτερος το φθινόπωρο, μετά το «λεκάτι». Παλαιότερα, σε κάποιες περιοχές επραγματοποιείτο, αναλόγως πάντα της χρονιάς, και ένας πρώτος τρύγος την άνοιξη, Μάϊο με Ιούνιο, κατά τον οποίο παραλαμβανόταν μέλι από τις ανθοφορίες αγριολούλουδων και εσπεριδοειδών (Σπέης 2003:
84). Στον Άγιο Πέτρο, επραγματοποιείτο ένας τρύγος ή ορθότερα ένα «κούρεμα» των κηρηθρών με μέλι, τις ημέρες λίγο πριν από την εορτή του πολιούχου του χωριού (29 Ιουνίου).
Με το μέλι αυτό παρασκευαζόταν γλυκό καρυδάκι που προσφερόταν την ίδια ημέρα. Στα οριζόντια κανόνια, ο μελισσοκόμος τρυγούσε τις κηρήθρες έως το μέσον τους περίπου, όπου συνήθως υπήρχε γόνος. Στις επίστομες κυψέλες από διάφορα υλικά, αποκόπτονταν οι ακριανές κηρήθρες από τη μία ή και από τις δύο
πλευρές και έμεναν βέβαια απείραχτες οι κεντρικές. Οι κηρήθρες μεταφέρονταν στη συνέχεια στο σπίτι του μελισσοκόμου, όπου το μέλι παραλαμβανόταν με στύψιμο.
Για τον τρύγο εχρησιμοποιείτο ειδικό κυρτό εργαλείο, που στο βόρειο τμήμα του νησιού έφερε το όνομα «φυλλοκόπα»
(Εικ. 13), συχνά κι ένα μικρό μαχαίρι. Το κάπνισμα των μελισσών επραγματοποιείτο με το παραδοσιακό πήλινο καπνιστήρι (Εικ. 14), στο οποίο, ως καύσιμη ύλη, τοποθετούνταν σβουνιές αγελάδας ή καβαλίνες ιπποειδών.
Ολοκληρώνοντας, αξίζει να αναφερθούμε στις γνώσεις των μελισσοκόμων της Άνδρου σχετικά με τη συνένωση των μελισσιών. Οι παραδοσιακοί μελισσοκόμοι της χώρας μας που πραγματοποιούσαν συνενώσεις μελισσιών ήσαν ελάχιστοι, και οι Ανδριώτες είναι κάποιοι από αυτούς. Σύμφωνα με τον πληροφορητή μας Ιωάννη Δράκο (γεν.1933) από την Πίσω Μεριά της νότιας Άνδρου, αλλά και το χειρόγραφο του Ιωάννη Ρέρρα που αφορά στο βόρειο τμήμα του νησιού, η
συνένωση των μελισσιών επραγματοποιείτο με μαύρο γλυκό κρασί, με το οποίο ο μελισσοκόμος ψέκαζε με το στόμα
του τις μέλισσες. Παρόλο όμως που οι Ανδριώτες γνώριζαν να συνενώνουν μελίσσια, τη γνώση αυτή φαίνεται πως τη χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά και μόνο όταν ήθελαν να προσθέσουν πληθυσμό σε κάποιο αδύναμο μελίσσι. Πιο συγκεκριμένα, προσέθεταν στο μελίσσι κάποιον αφεσμό που
μόλις είχαν συλλάβει, χωρίς να προβαίνουν σε οποιαδήποτε ενέργεια για τις βασίλισσες των δύο μελισσιών.
* Η επιτόπια έρευνα στο νησί της Άνδρου χρηματοδοτήθηκε από το έργο LIFE TERRACESCAPE (LIFE16 CCA/ GR/000050). Εκφράζουμε, και από αυτές τις γραμμές, τις θερμές μας ευχαριστίες στους πληροφορητές μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιβλιοδέτης Β. 2017. Η κεραμική, στο Παλαιόπολη Άνδρου, τριάντα χρόνια ανασκαφικής έρευνας. Άνδρος (χ.ε.), 158-175.
Βογιατζίδης Ι. Κ. 1951. Γλώσσα και λαογραφία της νήσου Άνδρου Α΄. Αθήναι, (Ανδριακός Όμιλος).
Γιοχάλας Π. Τ. 2010. Άνδρος: Αρβανίτες και Αρβανίτικα. Αθήνα (Τυπωθήτω).
Κολοβός Η. 2017. Ὅπου ἦν κῆπος: Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670. Άνδρος (Παν. Εκδόσεις Κρήτης).
Μαυροφρύδης Γ. 2020. Η παραδοσιακή μελισσοκομία της Θράκης. Μελισσοκομική Επιθεώρηση 34(274): 381-385.
Μαυροφρύδης Γ. 2021. Τα ελληνικά μελισσοκόφινα. Αθήνα (Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών).
Μαυροφρύδης Γ., Τάταρης Γ., Τσιλιγγίρη Ε., Πετανίδου Θ. 2022. Μελισσότοιχοι και μελισσόσπιτα στο νησί της Άνδρου. Μελισσοκομική Επιθεώρηση
36(282): 121-125.
Μαυροφρύδης Γ., Τάταρης Γ., Τσιλιγγίρη Ε., Πετανίδου Θ. Υπό δημοσίευση. Παραδοσιακή μελισσοκομία και λιθόκτιστες κατασκευές στο νησί της Άνδρου.
Πρακτικά Δ΄ Διεθνούς Κυκλαδολογικού Συνεδρίου (Τήνος, 22-25 Σεπτ. 2021).
Μπασέα-Μπεζαντάκου Χ. 2021. Το βόρειο ιδίωμα της Άνδρου. Άγκυρα 1: 113-126.
Μπίκος Θ. 1996. Μελισσοκομικές καταγραφές. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 10(12): 462-466.
Πολέμης Ι. Δ. 1995. Οι αφεντότοποι της Άνδρου. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).
Πολέμης Ι. Δ. 1999. Ανέκδοτα ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).
Σπέης Γ. 2003. Θουρίδες και μελισσοκήπια: η μελισσοκομία στην Άνδρο και
τα παράγωγά της. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).
Σπέης Γ. 2009. Οι Σιφνιοί της Άνδρου. Αθήνα (Ευρασία).