Όταν ακόμα δεν ξέραμε τι είναι προφορική ιστορία, ούτε είχαμε ομάδα που να ασχολείται με αυτή, ο ταξιδιώτης Γιώργος Σπέης πλησιάζει ντόπιους και γνωρίζει το ανθρώπινο τοπίο μιας μεγάλης περιοχής της Άνδρου. Το υλικό γεμίζει βιβλίο που αξίζει να τυπωθεί … στον Περίγυρο θα βγει σε εβδομαδιαίες αναρτήσεις να γνωρίσει ο κόσμος τον τόπο του
Εικόνες του τοπίου
Ένας διάλογος του ταξιδιώτη με τους κατοίκους
Η Κοιλάδα Στενιών – Αποικίων Άνδρου
και η ευρύτερη περιοχή
2012
Γιώργος Σπέης
Αυτά που σου είπα δεν είναι ψέματα!! [Γιάννης Κορκόδειλος]
Το αυτοκίνητο ανεβαίνει γρήγορα τις στροφές από το Νειμποριό. Ο δρόμος το αναγκάζει. Πολύ γρήγορα φτάνει στη στροφή για την Αγία Τριάδα. Μια ταμπέλα γράφει Στενιές δεξιά και μετά ο κατήφορος. Φευγαλέα φαίνεται μια καταπράσινη κοιλάδα καθώς ο δρόμος είναι στενός. Σύντομα φτάνει στα Γιάλια. Ώρα για μπάνιο. Στην άκρη της παραλίας μαζεμένοι οι Στενιώτες, γιαγιάδες με τα εγγόνια και όχι μόνον, βγαλμένοι από άλλη εποχή. Ευτυχώς δεν έχει ακόμα εδώ ομπρέλες και ξαπλώστρες. Και η θάλασσα να απλώνεται ατέλειωτη μπροστά …
Αλλά τι γίνεται πίσω; Ποιος έχει μάτια να δει πίσω; Πόσο πίσω στον χρόνο!
Αν ξεχάσουμε τα βιβλία και τις παλιές φωτογραφίες. Υπάρχουν οι μνήμες και τα βιώματα, που περιγράφουν τον τόπο, το τοπίο. Είναι το ανθρώπινο τοπίο. Οι άνθρωποι που έζησαν και ζουν μέσα σ’ αυτό. Δεν χρειάζεται καν να το κοιτάζουν. Το βλέπουν με τα μάτια της μνήμης και βλέπουν πολύ ξεκάθαρες εικόνες.
Ο ταξιδιώτης προσπαθεί να διακρίνει αξιοσημείωτα μέρη στον χώρο που θα ήθελε να επισκεφτεί. Έτσι αρχίζει ένας διάλογος μέσα στο ανθρώπινο τοπίο. Και είναι ανθρώπινο όχι μόνο γιατί έχει διαμορφωθεί από χιλιάδες χρόνια ζωής και δουλειάς σε αυτό. Αλλά γιατί κουβαλάει σε κάθε γωνιά ζωντανές ανθρώπινες στιγμές, από το πρώτο ταξίδι και τη πρώτη αγάπη μέχρι την ύστερη στιγμή.
Αυτή η προσέγγιση είναι αυτός ο διάλογος. Ο ταξιδιώτης προσπαθεί να ανακαλύψει και ο ντόπιος, που κουβαλάει μια ζωή εκεί, πιθανόν να θέλει να τη μοιραστεί με αυτόν. Είναι ένα γλυκόπικρο παιχνίδι αλλά, πιστεύω, στο τέλος όλοι είναι κερδισμένοι. Τουλάχιστον αυτό φάνηκε από αυτήν τη πορεία-έρευνα.
Σε όλη τη διάρκεια του «ψαξίματος» γνωρίσαμε περισσότερο κάποιους που ξέραμε χρόνια αλλά και καινούργιους ανθρώπους, που προσέθεσαν νέες ψηφίδες γνώσης και συναισθήματα. Δεν θέλω να το πω «έρευνα» γιατί η επιστημονική προσέγγιση αφαιρεί μεγάλο κομμάτι της ανθρωπιάς. Το ανθρώπινο τοπίο έχει συναίσθημα! Η λογική πρέπει να κάνει στην άκρη! Οι εικόνες, που ζήσαμε μέσα από αυτά τα συναισθήματα, ήταν οι πιο ωραίες, οι πιο ζωντανές, η λογική δεν μπορεί κάτι τέτοιο να περιγράψει. Ελπίζω η πένα να μπορέσει, αν και δύσκολα, να δώσει στον αναγνώστη τα ίδια συναισθήματα.
Η όλη προσπάθεια ήταν να μάθουμε περισσότερα για το νησί, που το λένε Άνδρο. Το μέγεθος του νησιού εμποδίζει μια ολοκληρωμένη δουλειά. Ο κόσμος είναι πολύς και πάνω απ’ όλα έπρεπε να δοκιμάσουμε μια προσέγγιση, να πετύχει, για να κάνουμε μια μεγαλύτερη προσπάθεια. Έτσι η απόφαση ήταν να εστιάσουμε σε ένα περιορισμένο αλλά σχετικά εύκολα προσβάσιμο, για μας, χώρο. Επιλέξαμε, λοιπόν, τη κοιλάδα με τον ποταμό που χύνεται στα Γιάλια. Σε όλο το κείμενο θα αναφέρεται σαν η «Κοιλάδα». Γρήγορα φάνηκε ότι αυτό είναι πολύ απλοϊκό. Ποτέ δεν υπήρχαν πραγματικά όρια. Οι άνθρωποι επικοινωνούσαν και μετακινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Πληροφορίες και αναφορές για περιοχές έξω από το χώρο επιλογής μας έρχονταν συνέχεια. Θα ήταν κουτό να τις απορρίψουμε αλλά και παράλληλα υπήρχαν άνθρωποι από περιοχές έξω από τα όρια που ήθελαν να μας δώσουν πληροφορίες. Δεν αποκλείστηκε τίποτα και κανένας. Θα ήταν μεγάλο λάθος. Όλα αυτά άλλωστε συνέθεταν το παζλ. Δεν μπορείς να κόψεις όλες τις αναφορές για την Χώρα όταν μιλάς για τα Αποίκια αλλά και αντίστροφα. Φυσικά όμως ο άξονας ήταν πάντα η Κοιλάδα.
Μπορεί κάποιες από τις πληροφορίες να ξενίσουν τον αναγνώστη, ειδικά εκείνον που γνωρίζει τον τόπο. Κάποιες θα τις απορρίψει και μπορεί μάλιστα να εκνευριστεί. Αλλά πόσο γνωρίζει και αυτός τον τόπο του; Αυτά που γνωρίζει μήπως είναι μια από τις πολλές αλήθειες και όχι η μόνη αλήθεια; Λείπουν πολλά αλλά δεν είναι μια προσπάθεια για να παρουσιαστούν όλες οι πληροφορίες, προφορικές και γραπτές. Αυτό δεν έχει όριο. Ο σκοπός είναι άλλωστε να παρουσιαστεί ένα τοπίο, που το περιγράφουν άνθρωποι. Ένα ανθρώπινο τοπίο. Ο ξένος πολύ πιο εύκολα θα αποδεχθεί αυτές τις «αλήθειες», που όμως σκιαγραφούν, πιστεύω, αρκετά ζωντανά αυτό το ανθρώπινο τοπίο.
Το ανθρώπινο τοπίο, οι μνήμες δηλαδή, δύσκολα πάνε 100 χρόνια πίσω. Οι πολύ παλιές ιστορίες και αναφορές, που βρέθηκαν, αναφέρονται στην εποχή που η ιστορία γίνεται μύθος. Αλλά ο μύθος έχει πάντα κομμάτια ιστορίας και εξακολουθεί να υπάρχει, γιατί υπάρχει κάποιος λόγος, κάποια ανθρώπινη ανάγκη. Ακούσαμε μύθους, παλιές ιστορίες ακόμα και για στοιχειά, που όχι πολλά χρόνια πριν όλα αυτά ήταν ζωντανά. Ο κόσμος τα ζούσε και θα τολμούσα να πω ακόμα και σήμερα κάποια από αυτά εξακολουθεί να τα ζει. Είδαμε το τοπίο από μια πράσινη κοιλάδα να γίνεται ανάγλυφο της ανθρώπινης ζωής και των συναισθημάτων. Τα διάφορα σημεία στο τοπίο μπόρεσαν να διαφοροποιηθούν και να ζωντανεύσουν. Έπαψε να είναι άλλη μια πράσινη κοιλάδα, σίγουρα όμορφη. Έγινε κάτι πολύ συγκεκριμένο και απέκτησε πολύτιμη αξία. Αυτό θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω. Ελπίζω το αποτέλεσμα να έχει κάποια σημασία και ενδιαφέρον.
Συγχωρήστε με αν κάτι παρέλειψα και αν έγραψα κάτι που θα σας δυσαρεστήσει αλλά σίγουρα γράφω αυτά ακριβώς όπως μας τα είπαν.
Η προσέγγιση
Ένα μόνο θα σου πω, ότι έζησα στον τόπο, γνώρισα ανθρώπους, με γνώρισαν πολλοί, με εκτιμούσαν και έχαιρα υπολήψεως και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό. Καλά έζησα, καλές μέρες πέρασα και κακές. Πότε θα με πάρει ο Χάρος δεν ξέρω. [Γιάννης Κορκόδειλος]
Η προσέγγιση αυτή ξεκινάει από ένα πρόβλημα και με την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος προτείνεται μια μέθοδος για να αποκτήσει κανείς μια διαφορετική γνωριμία μ’ ένα τόπο. Ουσιαστικά είναι μια πρόταση για να ξεφύγουμε από τα πρότυπα που έχουν επιβληθεί από τη βιομηχανία του τουρισμού και τα στερεότυπα που μας έχουν γίνει βίωμα. Παράλληλα προτείνεται μια επικοινωνία σε ανθρώπινο επίπεδο που έχει εν πολλοίς τυποποιηθεί και ατονήσει παίρνοντας απρόσωπη μορφή μέσα από την σημερινή απισχνουμένη εκπαίδευση, τα πρότυπά της και την επαγγελματική οργάνωση των ανθρώπων του τουριστικού προϊόντος.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι ο επισκέπτης δεν μπορεί να γνωρίσει έναν τόπο όταν τον επισκέπτεται. Υπάρχουν μόνον τα τυποποιημένα βιβλία και στερεότυπες προσεγγίσεις διαφήμισης, που παραμορφώνουν την εικόνα του. Ουσιαστικά η γνωριμία ενός τόπου είναι ισοπεδωμένη και οργανωμένη παράλληλα με τη ξεκούραση, τη φυγή από τη καθημερινότητα στην όποια απρόσωπη πόλη. Ο άνθρωπος που ζει στον τόπο, έχει γίνει επίσης απρόσωπος και έχει περάσει τελείως στο περιθώριο. Βρίσκεται εκεί σαν μια άλλη υπηρεσία στη διάθεση του αλλοτριωμένου τουρίστα. Έχει μάλιστα φτάσει σε τέτοιο βαθμό, που ο ντόπιος έχει γίνει ένα τελείως περιθωριακό απρόσωπο και αόρατο κομμάτι στο τοπίο. Η όλη αντιμετώπιση ενός τόπου έχει φτάσει και αυτή σε τέτοιο σημείο, που η γνωριμία, με τον τόπο αυτό, περιστρέφεται γύρω από την άγευστη και τυποποιημένη προσέγγιση της ξεκούρασης/φυγής. Ειδικά στη χώρα μας η επίσκεψη σ’ ένα τόπο, που έτσι και αλλιώς δεν ονομάζεται επίσκεψη αλλά διακοπές, ταυτίζεται κυρίως με τα περιβόητα 4 S ( sea, sand, sun, sex) και ο τόπος είναι “background”. Θα μπορούσε ο επισκέπτης αυτές τις δραστηριότητες, να τις έχει σε οποιοδήποτε παρόμοιο μέρος χωρίς να καταλάβει ουσιαστική διαφορά.
Η πρόταση είναι τι και πως να επιζητήσει ο επισκέπτης, που να έχει πραγματική σημασία γι’ αυτόν, παράλληλα να προσπαθήσει, ο τόπος, να αναδείξει την διαφορετικότητά του. Όλο αυτό μπορεί να διοχετεύσει την ανάγκη για φυγή και ξεκούραση μέσα από την δημιουργία οικειότητας με έναν άλλο διαφορετικό αλλά πραγματικό κόσμο. Η χαλάρωση μέσα από την επικοινωνία μ’ έναν άλλο κόσμο, μπορεί να απομακρύνει, τον επισκέπτη, από την καθημερινότητα και να του προτείνει κάτι, που δεν το γνωρίζει, κάτι τελείως καινούργιο. Το απρόσμενο, το διαφορετικό αλλά και η ανθρώπινη επαφή μπορούν να φορτίσουν τον επισκέπτη πολύ περισσότερο από το τουριστικό προϊόν που αφειδώς σερβίρεται. Παρουσιάζεται λοιπόν μια προσέγγιση που κατατίθεται σαν μια εναλλακτική πρόταση για ανάπτυξη «τουρισμού», προσπαθώντας να μεταλλάξει την κακή έννοια που έχει πάρει η λέξη. Πως δηλαδή να γνωρίσει κανείς έναν τόπο, να μπει στο τοπίο, να το εξερευνήσει, έξω από τη καλλιεργημένη τυποποίηση που έχει επιβληθεί με αυτό που ονομάζεται «τουρισμός» και τη πιο χυδαία αλλά ειλικρινή τοποθέτηση, δηλαδή «τη βαριά βιομηχανία, που ονομάζεται τουρισμός».
Αυτό που παρουσιάζεται δεν είναι μια τουριστική παρουσίαση ενός τόπου, ούτε είναι μια λαογραφική καταγραφή, σίγουρα δεν προσπαθεί να εξαντλήσει τις γνώσεις για έναν τόπο. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να γίνουν αναφορές στη βιβλιογραφία αν και είναι αρκετά πλούσια, αυτό άλλωστε εξαρτάται από τα ειδικά ενδιαφέροντα του επισκέπτη. Αν αυτή η προσέγγιση συμβάλει ουσιαστικά στη καταγεγραμμένη γνώση αυτό είναι αδιάφορο. Θα έπρεπε μάλιστα, αν ήταν μια επιστημονική έρευνα, όλες αυτές οι διηγήσεις και οι πληροφορίες να ερευνηθούν, να συγκριθούν και να σχολιαστούν. Πάλι όμως αυτό δεν ήταν το ζητούμενο. Όλα αυτά θα ήταν μονόπλευρα, δηλαδή κάποιος να γράφει, μετά από κάποια έρευνα και μελέτη και κάποιοι αναγνώστες θα χρησιμοποιήσουν αυτό το αποτέλεσμα για να πάρουν κάποιες πληροφορίες για έναν τόπο σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή. Όλο αυτό φαίνεται αρκετά απρόσωπο και αποστασιοποιημένο από τον άνθρωπο.
Υπάρχουν πάμπολλα βιβλία οδηγοί αλλά και λαογραφικά, ταξιδιωτικά και ανθρωπολογικά βιβλία για κάθε τόπο. Ειδικά τα ταξιδιωτικά έχουν λίγο πολύ την ίδια γεύση, το ίδιο κλίμα, που κανείς περιμένει όταν θα επισκεφθεί το συγκεκριμένο τμήμα σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Εικόνες με χρώματα και γράμματα που προσκαλούν τον επισκέπτη, του υπόσχονται πολλά, πάντα με κανόνες σύγχρονου marketing. Θα μπορούσε κανείς να ανοίξει ένα βιβλίο, να δει ένα ντοκιμαντέρ και να μάθει τα πάντα για έναν τόπο, χωρίς να χρειάζεται να πάει εκεί ή ακόμα να πηγαίνει μόνο σ΄ ένα μέρος και να επισκέπτεται τα άλλα, μέσα από τα βιβλία και τα ηλεκτρονικά μέσα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο και κόστος.
Από όλα αυτά, όμως, λείπει κάτι, ό ίδιος ο τόπος, η ψυχή του. Λείπει η ουσιαστική ανθρώπινη διάσταση, που τελικά διαφοροποιεί τον τόπο από τους άλλους τόπους. Πιθανόν να πρέπει να ζήσει κανείς σ’ ένα τόπο για να μάθει. Και αυτό συμβαίνει πάντα μόνο αν θέλει και μπορεί. Όπως φάνηκε από αυτή αλλά και από άλλες παρόμοιες έρευνες μπορεί να ζει κανείς σ’ ένα τόπο και να μην ξέρει τίποτα ή καλύτερα να γνωρίζει κάτι πολύ μυωπικά. Έτσι και αλλιώς η γνώση έχει σχέση με την εκπαίδευση, την κουλτούρα και τα ενδιαφέροντα.
Ο ξένος επισκέπτης δεν μπορεί να γνωρίσει πραγματικά τον τόπο αλλά μπορεί να εκτιμήσει το τοπίο. Το τοπίο είναι η εντύπωση που δίνεται σ΄ έναν επισκέπτη από το χώρο που επισκέπτεται. Ο τόπος είναι και το τοπίο αλλά κάτι πολύ περισσότερα. Όσο η γνώση ενός τοπίου μεγαλώνει σε όλες της τις διαστάσεις, τόσο μπορεί να γίνει ό τόπος ενός ανθρώπου. Πάνω απ’ όλα η γνώση ενός τόπου έχει σχέση και εμπεριέχει συναίσθημα και βιώματα.
Μέσα στο ζωντανό τοπίο υπάρχουν πολλά επίπεδα και επί μέρους επίπεδα που, ξετυλίγοντάς τα, η γνώση αλλά και τα βιώματα αλλάζουν, εξελίσσονται και ολοκληρώνονται. Όλα όμως είναι υποκειμενικά με πολλές αλήθειες, κάθε μια για κάθε άνθρωπο είτε κάτοικο είτε επισκέπτη. Έτσι η γνώση και η «κοινωνία» με ένα τοπίο είναι ατέλειωτη. Το τοπίο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν κάτι σταθερό, αμετάβλητο, που δεν πάλλεται. Το τοπίο λειτουργεί και μεταβάλλεται συνεχώς είτε από τον άνθρωπο, τις ενέργειες και τις απόψεις του είτε από την ίδια τη φύση.
Εδώ δεν έγινε προσπάθεια να εξαντληθεί η γνώση, αυτό παίρνει περισσότερο από μια ζωή. Αυτό που έγινε είναι να μαζευτούν ψηφίδες, που να κάνουν το τοπίο ανάγλυφο στο χώρο και το χρόνο και όχι μια καρτ ποστάλ, επίπεδη. Για να γίνει όμως αυτό χρειάστηκε διάλογος, ένας διάλογος του επισκέπτη, που γνωρίζει κάποια πράγματα και ενδιαφέρεται να ακούσει κάποια άλλα από τον αφηγητή. Είναι διάλογος και όχι μια απλή έρευνα, γιατί ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου και τα ενδιαφέροντα οδήγησαν τη συζήτηση γύρω από τον τόπο, παρ’ όλο που για αυτή την έρευνα υπήρχε μια θεματολογία σαν άξονας συζήτησης. Μπορεί αυτός ο διάλογος να φαίνεται μονόλογος. Να μην ακούγεται σαν διάλογος γιατί ο αφηγητής μιλάει για τον τόπο του και τη ζωή του και ο επισκέπτης ακούει και καταγράφει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο επισκέπτης δεν φαίνεται πουθενά, άρα είναι μονόλογος. Παρ’ όλα αυτά ο επισκέπτης είναι ο καταλύτης της αφήγησης. Με τη ματιά του προσπαθεί να κατευθύνει τον αφηγητή να μιλήσει για έναν κόσμο γεμάτο συναισθήματα και όχι απλά γεγονότα και περιγραφές τοπίου. Η παρουσία του και οι απορίες του έφεραν αυτές τις πληροφορίες στην επιφάνεια. Έτσι λοιπόν ο επισκέπτης διαλέγεται με τον αφηγητή του τοπίου για να αποκτήσει γνώση αλλά πάνω απ’ όλα να αισθανθεί τον τόπο στις διάφορες ανθρώπινες διαστάσεις του. Είναι ουσιαστικά ένας διάλογος πάνω σε συναισθήματα που περιγράφονται από το κοινό ενδιαφέρον για τον τόπο, όπου μεταφέρεται γνώση.
Σ’ αυτό τον διάλογο οι συνομιλητές δεν φαίνονται ίσοι. Βασικός λόγος είναι η οπτική των συνομιλητών. Ο αφηγητής έχει σαν κέντρο του κόσμου του τον τόπο του. Έχει μια σίγουρη και γνώριμη ματιά-βάση. Αυτό είναι κέντρο του κόσμου, ο τόπος του. Ο επισκέπτης-ξένος έχει αλλά οπτική. Το κέντρο του βρίσκεται αλλού, έτσι μπαίνει σ’ ένα νέο κόσμο. Μάλιστα αν και θέλει να γνωρίσει πράγματα, δεν θα γίνει ποτέ το δικό του κέντρο.
Η όλη προσέγγιση στην επίλυση του προβλήματος αναπτύχθηκε γύρω από τις διηγήσεις των ανθρώπων με τα βιώματα του χώρου. Δεν έχει σημασία αν κάποιος μιλήσει με ανακρίβειες στις διηγήσεις. Πιστεύω δεν υπάρχουν λάθη, ούτε ανακρίβειες. Η αλήθεια και η ερμηνεία της είναι κάτι προσωπικό, κάτι που ο κάθε άνθρωπος βιώνει με τον τρόπο του και αυτό είναι η προσωπική του αλήθεια. Σημασία έχει ότι αυτοί, που μίλησαν, κατέθεσαν αυτές τις αλήθειες της ζωής τους για τον τόπο τον δικό τους. Σίγουρα κάποιος άλλος αυτά τα έχει ζήσει διαφορετικά! Σίγουρα θα έχει να μας πει κάτι άλλο και με άλλον τρόπο. Αυτό όμως δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει όλο αυτό που μας δίνει μια εικόνα του τόπου και όλες μαζί οι εικόνες δημιουργούν την αλήθεια του τόπου.
Παρ’ όλο, που ειδικά κάποιες συζητήσεις αφηγήσεις ήταν εξαιρετικά ωραίες τόσο για τις πληροφορίες όσο και για το κλίμα μέσα στο οποίο ειπώθηκαν, δεν θα περιγραφούν, αν και θα ήταν ενδιαφέρον σε μια ανθρωπολογική έρευνα. Το μόνο που θα ειπωθεί είναι μια σκηνή, γύρω από ένα τραπέζι. Στο τραπέζι ρακί και κάποιο μικρό κέρασμα. Δίπλα το μαγνητόφωνο, να είναι όσο δυνατόν αθέατο, να μην ενοχλεί. Εμείς στο τραπέζι και δίπλα εκείνος που ήθελε να μιλήσει. Πιο πίσω δικοί του άνθρωποι όλο απορίες για το τι κάνουμε εμείς, οι ξένοι, οι παράξενοι. Αλλά εκείνος ήθελε να πει, να επικοινωνήσει τη ζωή του, τα βιώματά του. Και να περιγράψει μια άλλη εποχή, όταν ήταν πιο νέος, όταν η περιοχή ήταν πιο ζωντανή. Η ατμόσφαιρα βαριά, φορτισμένη με συναισθήματα. Σκιές ανθρώπων παλιών, να κυκλοφορούν γύρω καθώς ζωντάνευαν μέσα από τις διηγήσεις. Ήταν μια πολύ ζεστή ανθρώπινη αλλά ανεκτίμητη ατμόσφαιρα.
Το τοπίο για τον αφηγητή είναι ζωντανό. Παντού κρύβονται εικόνες από βιώματα και συναισθήματα. Κάποιες είναι πολύ βαριές, που σε άλλες εποχές θα γινόντουσαν τα στοιχειά του τόπου. Αυτό, που ο επισκέπτης σε πρώτη προσέγγιση βλέπει επίπεδο και ουδέτερο, δονείται από αιώνων ζωή.
Δεν θα αναφερθεί ποιοι έδωσαν ποιες πληροφορίες για να μην συνδεθούν αυτά και δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα, εκτός από εξαιρέσεις. Επίσης κάποια ονόματα θα παραληφθούν. Ελπίζω να καταλάβουν το γιατί. Η εμπειρία έχει δείξει ακόμα και οι πιο αθώες πληροφορίες μπορεί να αμφισβητηθούν με σκωπτική διάθεση. Όπως κάποιος είπε με έναν παλιό χαρακτηρισμό, «αυτά είναι επίζουλα πράγματα»! Έτσι την ευθύνη για όλες τις πληροφορίες τις αναλαμβάνει ο συγγραφέας που έκανε άλλωστε και την επιλογή και χρήση του προφορικού λόγου.
Θα παρουσιαστούν, λοιπόν, οι πληροφορίες που περιγράφουν το τοπίο μέσα από τα μάτια αυτών που το έχουν ζήσει. Ο διάλογος εξελίσσεται πάνω στη σύγκριση με άλλα παρόμοια θέματα και το κοινό ενδιαφέρον για τον τόπο, ο καθένας βέβαια από τη δική του σκοπιά. Όλες οι αφηγήσεις είναι σε italic, για να ξεχωρίζουν.
Οι πληροφορίες και περιγραφές οργανώνονται με έναν τρόπο ώστε ο αναγνώστης –επισκέπτης να μπορεί να μάθει διάφορες απόψεις για τον τόπο.
Η πορεία αρχίζει από τη θάλασσα και ανεβαίνει σιγά – σιγά. Υπάρχουν διάφορα επίπεδα αλλά και «παράθυρα» σε λεπτομέρειες, που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να αποτελούν ολόκληρα κεφάλαια σε ένα βιβλίο για τη λαογραφία του τόπου. Τα παράθυρα αυτά είναι λεπτομέρειες όπως η Κατοχή, οι δρόμοι, τα στοιχειά και άλλα αντίστοιχα. Τα παράθυρα όμως στον κάθε επί μέρους τόπο ολοκληρώνουν την εικόνα του, έχοντας πάντα υπ’ όψη ότι κάτι διαφορετικό γίνεται από τον αμέσως διπλανό τόπο αλλά και από την άποψη ενός αφηγητή από άλλο αφηγητή. Έτσι ο αναγνώστης-επισκέπτης έχει μια προσέγγιση σαν να ξεσκεπάζει επίπεδο από πιο βαθύ επίπεδο, όπου θα βρει κάτι απρόσμενο.
Οι αφηγήσεις έχουν τεμαχιστεί και συγκολληθεί με άξονα τα θέματα αλλά και μια λογική ροή. Έτσι και αλλιώς δεν ήταν σκοπός να παρουσιαστούν ολοκληρωμένες προσωπικές αφηγήσεις αλλά οι ματιές για διάφορα θέματα που ολοκληρώνουν ένα τοπίο.
Οι πληροφορίες που μας δόθηκαν συμπληρώθηκαν και συνδέθηκαν με υπάρχουσες γνώσεις χωρίς να γίνει κάποια βιβλιογραφική έρευνα. Ούτε καμία επαλήθευση των πληροφοριών. Έτσι και αλλιώς δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο σε μια συζήτηση. Όλα τα σχόλια του συγγραφέα είναι για να μπορέσει ο τρίτος στον διάλογο, ο αναγνώστης του βιβλίου, να μην χαθεί σε παράξενες ή φαινομενικά ασήμαντες πληροφορίες, που όμως σκιαγραφούν καλύτερα το τοπίο.
Το πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της δουλειάς δεν ήταν η συλλογή πληροφοριών. Αυτό γίνεται με τον ένα ή άλλο τρόπο και πάντα καταλήγει με επιτυχία γιατί ο κόσμος που αγαπά τον τόπο του και βλέπει κάποιον να ενδιαφέρεται, θα του μιλήσει. Θα ανοιχτεί πολύ ή λίγο αλλά θα καταθέσει μαρτυρίες πολύτιμες. Ακόμα θα κλάψει από την ένταση και συγκίνηση. Το μεγάλο πρόβλημα είναι πως παρουσιάζεις όλα αυτά ώστε να έχουν ενδιαφέρον ή τουλάχιστον να ελπίζεις ότι έχουν ενδιαφέρον σεβόμενος τους αφηγητές σου. Σ’ αυτό το πρόβλημα βρίσκεται αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς ότι λείπει στον διάλογο και είναι μια ματιά, αυτή του επισκέπτη! Αυτή θα ήθελα να πω βρίσκεται στην τελική παρουσίαση όλων αυτών των αφηγήσεων. Η ματιά του επισκέπτη είναι η συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Γιατί όμως αξίζει να ασχοληθεί κανείς με αυτό. Γιατί να μάθει; Αυτό για έναν ξένο δεν έχει απάντηση παρά μόνο στα ενδιαφέροντά του. Στον ντόπιο όμως έχει τεράστια αξία. Είναι ο πραγματικός πλούτος, η προστιθέμενη αξία που έχει ο τόπος, που με αυτόν ξεχωρίζει και αυτό είναι το πλεονέκτημα, που έχτισαν γενιές για να μπορεί να το εκμεταλλευτεί και να επιβιώσει στον σύγχρονο ανταγωνισμό, η διαφορετικότητά του ή ακόμα καλύτερα η μοναδικότητά του. Αυτό θα κάνει τον ξένο να έρθει αν αναδειχθεί σωστά! Αυτό όμως πρέπει να επικοινωνηθεί σωστά για να ανταποκριθεί στον επισκέπτη που ψάχνει.
Πόση αξία έχει αυτή η προσέγγιση και τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει αυτό θα το κρίνει ο αναγνώστης. Πάντως αν θα μπορέσει ο αναγνώστης να πάρει ένα μέρος από την ευχαρίστηση που πήραμε πραγματοποιώντας αυτή την συζήτηση με φορείς της γνώσης του τόπου, σίγουρα η προσέγγιση έχει αξία.
Και από πού αρχίζεις; Οι διηγήσεις, λοιπόν, ξεκινούν από κάπου και συνέχεια απλώνονται και αναπτύσσονται προσπαθώντας να κρατήσουν το ενδιαφέρον. Αυτή λοιπόν είναι και η παρουσίαση όλου αυτού του διαλόγου. Έτσι λοιπόν ας αρχίσουμε από το πρώτο σημείο που ένας ξένος θα γνωρίσει το τοπίο γιατί εκεί θα καθίσει για να χαλαρώσει, τη θάλασσα στα Γιάλια.
Βασικά ερωτήματα για να ξεκινήσεις κανείς είναι:.
Που σταματάει το μάτι όταν κοιτάζουμε το τοπίο; Γιατί;
Πως ξεκινάς να μαθαίνεις έναν τόπο;
Γιατί να τον μάθεις;
Τι λέει το τοπίο στον επισκέπτη;
Πως το λέει αυτό;
Πιστεύω ότι καθένα έχει σχέση με τον ίδιο τον επισκέπτη. Από την άλλη πλευρά αυτός που θα τον βοηθήσει πρέπει επίσης να τα σκεφτεί και να προβληματιστεί. Ο γνώστης του τοπίου πρέπει να μπορεί να βοηθήσει στην επικοινωνία αλλιώς ο επισκέπτης πρέπει να έχει πολλές γνώσεις και καλλιέργεια για να μπορεί να ανακαλύψει στοιχεία ομορφιάς. Αυτό άλλωστε είναι βασικό πρόβλημα στην Άνδρο. Η Άνδρος είναι ένα κρυμμένο νησί για τον επισκέπτη και η όλη «τουριστική» κουλτούρα, που έχει αναπτυχθεί, καλλιεργεί ακόμα περισσότερο αυτό το κλίμα. Ο επισκέπτης έχει γυρισμένη τη πλάτη στο νησί και κοιτάζει τη θάλασσα. Το νησί είναι ένα μουντό φόντο στο επικρατούν «τουριστικό» προϊόν. Αλλά και η ίδια η θάλασσα έχει πάψει να έχει τη δύναμη της ναυτοσύνης αλλά και τη ζωντάνια ενός τόσο δυναμικού στοιχείου, απλώς είναι το «ενδιάμεσο» για να πάμε στο νησί και αυτό είναι που ορίζει ένα νησί. Όλη η γοητεία έχει χαθεί στο μπάνιο του καλοκαιριού!
Έτσι λοιπόν ρίχνοντας τη πρώτη ματιά, εκεί δηλαδή που σταματάει το μάτι θα αρχίσουμε να μαθαίνουμε τον τόπο. Σε αυτή τη προσπάθεια θα ήταν καλό να έχει κανείς ένα χάρτη. Δυστυχώς όμως ο χάρτης που να έχει το ζωντανό τοπίο δεν υπάρχει ακόμα. Υπάρχουν μόνο συμβατικοί χάρτες που στη καλύτερη περίπτωση δίνουν κάποια στοιχεία και αυτό γιατί αυτό είναι που ζητά το κοινό! Θα υπάρχουν κάποιοι μύλοι, κάποιες πηγές που θα πρέπει κανείς συνήθως να ψάξει πολύ για να τα βρει. Αυτό, που θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, δεν είναι το συνηθισμένο, ούτε το τυποποιημένο ακόμα και για τον έμπειρο τουρίστα. Αυτό που θα προσπαθήσουμε είναι να περιγράψουμε το πολιτιστικό τοπίο, που συνδυάζει πολλά πράγματα, από την ιστορία και τη λαογραφία μέχρι τη τέχνη και φιλοσοφία ενός τόπου.
Με αυτά στο μυαλό ας ξαναγυρίσουμε στη στροφή της Αγίας Τριάδας. Το πρώτο που ξεχωρίζει είναι ένα χωριό, οι Στενιές, και αμέσως μετά πιο πάνω ψηλά το άλλο σημαντικό οικιστικό κέντρο, τα Αποίκια. Όλες οι δραστηριότητες εξακτινώνονται γύρω από αυτά και συνδέουν αυτά. Όλα όμως σ’ ένα χώρο, ειδικά για Κυκλάδες, εντυπωσιακά καταπράσινο.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τη θάλασσα και ας αρχίσουμε σιγά- σιγά να ανεβαίνουμε τη Κοιλάδα.
Συνεχίζεται…
Έρευνα:
Γιώργος Σπέης και Όλγα Καραγιάννη
Αφηγητές:
Περικλής και Δανάη Αθανασίου
Μαρία Αντώνογλου το γένος Σαρρή
Νίκος Τριανταφυλλάκης
Δημήτρης Ζαννάκης
Γιώργος Καΐρης
Γιάννης Κορκόδειλος
Δημήτρης και Μαρίκα Μαργέτη
Γιάννης Μπουλμέτης
Ελευθέριος Πολέμης
Ευγενία και Αντώνης Πολέμης
Ιπποκράτης Πολέμης
Θεοχάρης Ραΐσης
Μαρία Ραΐση
Νικόλας Ραΐσης
Ειρήνη Ρούσσου-Μάνεση
Λεωνίδας και Μαρίκα Στεφάνου
Δωροθέα Τσινάκη
Τάσος Χαλάς
Εριφύλη