Σύνδεσμος για το Ά μέρος:
Η «Αρχοντική Στράτα» και τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα εκατέρωθέν της
Η Αρχοντική στράτα, λόγω της χάραξής της, φαίνεται ότι ιστορικά υπήρξε ο κύριος οδικός άξονας σύνδεσης του Κορθίου με τη Μεσαριά.
Οι κοιλάδες της Μεσαριάς και του Κορθίου φαίνεται ότι υπήρξαν οι κύριες περιοχές εγκατάστασης στην Άνδρο στους χρόνους που ακολούθησαν την εγκατάλειψη της αρχαίας πόλης του νησιού στην Παλαιόπολη, στα τέλη της ύστερης αρχαιότητας. Παρότι τα ευρήματα και οι αναφορές στην Άνδρο για τους πρώτους κατοπινούς αιώνες (μέσα 7ου – 10ος αι.)16 είναι λιγοστά, από τον 11ο και ειδικά το 12ο αι. φαίνεται ότι υπήρξε ιδιαίτερη ακμή στις δύο αυτές περιοχές.
Σε ό,τι αφορά το δρόμο σύνδεσης των δύο αυτών περιοχών, υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες περιηγητών οι οποίοι στη διάρκεια του 19ου αι. ακολούθησαν τη διαδρομή αυτή, η οποία περνούσε από τη Μονή Παναχράντου. Ανάμεσα σ’αυτούς συγκαταλέγονται οι Brandis (1838), Perdicaris (1839), Buchon (1841), Bent (1882-1884), Philippson (1890) 17.
Την πιο αναλυτική περιγραφή του κεντρικού αυτού δρόμου, ωστόσο, μας τη δίνει ο Αντώνιος Μηλιαράκης18, ο οποίος πραγματοποίησε αυτοψία στο νησί στα 1878. Στα «Υπομνήματα» του Μηλιαράκη, η κεντρική αυτή αρτηρία δεν αναφέρεται ως «Αρχοντική Στράτα» αλλά ως «Μάκρωνας», εξαιτίας του ονόματος της περιοχής όπου η στράτα ανηφορίζει μετά τον κάμπο του Κορθίου προς την ομώνυμη περιοχή των Χωνών.
Ο Μηλιαράκης αναφέρει χαρακτηριστικά σχετικά με την εσωτερική συγκοινωνία στο νησί: «Η εσωτερική συγκοινωνία της νήσου διά των υπαρχουσών οδών ευρίσκεται εις χειρίστην κατάστασιν. Αι καλούμενοι ενταύθα οδοί είναι μακραί και στεναί σκολιαί διαβάσεις, εκατέρωθεν έχουσαι τους τοίχους των παροδίων αγρών. Ουδαμού επί των λεγομένων τούτων οδών φαίνονται τα ίχνη κυβερνητικής ή δημοτικής μερίμνης, ουδέ ίχνη συνεχούς και μακράς ιδιωτικής εργασίας.
Μία μόνον οδός ανωφερής μικράς εκτάσεως κλιμακηδόν ανερχομένη, η του Μάκρωνα, φαίνεται ότι προ πολλών χρόνων, πιθανώτατα επί τουρκοκρατίας εγένετο αντικείμενον εργασίας οδοποιητικής, οίαν απαιτούσιν αι νήσοι…»19.
Σχετικά με τα γεφύρια ο Μηλιαράκης επισημαίνει: «Επί τινών ρευμάτων είδον γεφύρας, έργα ιδιωτών. Η μεταξύ Κορθίου και Αηδονίων υπάρχουσα είναι έργον του δήμου Κορθίου, η δε εις θέσιν Διποτάματα, επί της οδού από Κορθίου εις Άνδρον, είνε έργον του δήμου Άνδρου.»20
Σε άλλο σημείο ο Μηλιαράκης αναφέρει σχετικά με το Μάκρωνα: «Έτερον απώτατον χωρίον είνε το Πισκοπειό (Επισκοπείον), κείμενον επί προβούνου του Λευκόποδος και άνωθεν άγκους, εν ω ρέει ύδωρ. Προς αυτό άγει οδός ανωφερής και κλιμακωτή εκ της κοιλάδος Κορθίου, καλουμένη Μάκρωνας, ήτις είναι λιθόστρωτος και η καλλιτέρα των του δήμου, αλλ’αρχαίας κατασκευής.»21.
Σχετικά με την επίσκεψή του στη Μονή Παναχράντου ο Μηλιαράκης αναφέρει: «Η οδός, ην διήνυσα από Κορθίου εις Πανάχραντον αρχήν είχε τον Μάκρωνα, το πρώτον ανωφερής επί του προβούνου, εφ’ου το κωμίδιον Αγ. Μαρίνα, είτα δε ικανώς ευθεία, παραπλεύρως φερομένη των λόφων μέχρι της κώμης Επισκοπείου (εκ Κορθίου 1 ώρα 30). Εντεύθεν διέρχεται την θέσιν Παλκά, εξ ης καθίσταται ανωφερής επί εν τέταρτον ώρας, είτα περικάμπτουσα τον βουνόν του Λευκόποδος, καθίσταται ομαλωτέρα φερομένη επί οροπεδίου. Προς Β. του Λευκόποδος διέρχεται την θέσιν Μάγγανα, ένθα ρείθρον ύδατος και μικρόν λιβάδιον, εξ ης πού μεν ανωφερής, πού δε κατωφερής, διά μέσου κυματοειδών λόφων, κεκαλυμμένων υπό ερείκης, εχινοποδίων, αληφών, πτερίδος και θάμνων άλλων ακανθωδών, καταλήγει άνωθεν της Μονής Παναχράντου, καταλείπουσα μικρόν προ ταύτης εν αριστερά το μονίδριον Αγ. Αντωνίου.». 22
Ο Μηλιαράκης μας δίνει μια πολύ αναλυτική περιγραφή της διαδρομής της «Αρχοντικής Στράτας» από το Μάκρωνα μέχρι τη Μονή Παναχράντου. Παράλληλα, επισημαίνει ότι είναι ο καλύτερος δρόμος στο Δήμο Κορθίου και ότι ήταν ο μοναδικός δρόμος στο νησί που φαίνεται επί τουρκοκρατίας να έγινε αντικείμενο οδοποιητικής εργασίας. Τέλος εκτιμά ότι ο λιθόστρωτος αυτός δρόμος είναι «αρχαίας κατασκευής», χωρίς ωστόσο να αναφέρει τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα.
Πράγματι γνωρίζουμε ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιούνταν από τους Άρχοντες των Αηδονίων και του Κορθίου23, από τα τέλη του 18ου αι. και μέχρι τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, για να μεταβούν στη Μεσαριά, όπου εκλεγόταν ο Κοτζάμπασης του νησιού στο Αλάι της Βουργάρας14 διά βοής. Σε αυτό το πλαίσιο είχε τύχει σημαντικής μέριμνας για τη διαμόρφωσή του, στη μορφή που τον βλέπουμε σήμερα. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Μηλιαράκης, το γεφύρι μεταξύ Αηδονίων και Κορθίου ήταν έργο του Δήμου Κορθίου20.
Οι Άρχοντες του Κορθίου διατήρησαν την κοινωνικής τους θέση ως κτηματίες σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και οι κολίγες δούλευαν στα χωράφια τους. Την κοινωνική αυτή διαστρωμάτωση μας περιέγραψε με μεγάλη ζωντάνια η κα Νίκη Ζερτοπούλη από τις Χώνες, αναφερόμενη στην Αρχοντική Στράτα. Σύμφωνα με τη διήγησή της: «Οι Αρχόντοι από τα Κόρθια (όρος στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν τα Αηδόνια, το Κόρθι, τ’ Αμονακλειού) χρησιμοποιούσαν την Αρχοντική Στράτα έφιπποι. Αν κάποιος συναντούσε τους Αρχόντους, όφειλε να ξεκαβαλικέψει αν ήταν έφιππος, να βγάλει το καπέλο να το βάλει στη μασχάλη, και δεν τολμούσε να κοιτάξει τους Αρχόντους, διαφορετικά θα είχε τιμωρία.».
Το όνομα «Αρχοντική Στράτα» φαίνεται να ήταν αρκετά ζωντανό στη συλλογική μνήμη των κατοίκων, σύμφωνα και με την ανάμνηση της κας Ζερτοπούλη, στην περιοχή εκατέρωθεν του κάμπου του Κορθίου, δηλαδή σε Αηδόνια, Κόρθι και Χώνες. Στην ίδια περιοχή οι μαρτυρίες για το Παλαιόκαστρο είναι περιορισμένες.
Αντίθετα, στα πιο ορεινά χωριά το όνομα «Αρχοντική Στράτα» δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνταν. Σε χωριά όπως το Πισκοπειό, το Γιαννισαίο ή το Βουνί, οι ντόπιοι μεγαλύτερης ηλικίας αναγνωρίζουν το δρόμο αυτό, ως το δρόμο που οι Κορθιανοί έπαιρναν για να προσκυνήσουν στον Άγιο Παντελεήμονα (Μονή Παναχράντου).
Διασχίζοντας την «Αρχοντική Στράτα» από τ’ Αηδόνια μέχρι τη Μονή Παναχράντου, διαπιστώνει κανείς πράγματι, ότι ο παραδοσιακός αυτός δρόμος έχει πραγματοποιηθεί με σημαντική μέριμνα από την πλευρά των κατασκευαστών και των κατά περιόδους συντηρητών του. Κατά διαστήματα, ο δρόμος αυτός φαρδαίνει εντυπωσιακά, πολλές φορές φτάνοντας και τα επτά ή και παραπάνω μέτρα, ιδίως σε σημεία ανηφορικά, όπως στο Μάκρωνα, μετά την Παλκά και μετά τα Μάγγανα. Σε αυτά παρατηρούμε φαρδιές σκάλες επιμελημένης κατασκευής. Τα «στήματα» (όρθιες πλάκες ανάμεσα στις ξερολιθιές) σε πολλά σημεία του δρόμου είναι πραγματικά μνημειώδη, κάτι που δεν αποκλείεται να οδήγησε το Μηλιαράκη στην εκτίμηση για την αρχαία κατασκευή του δρόμου. Ίσως και τα αρχαιολογικά ευρήματα στην πορεία του δρόμου αυτού να τον οδήγησαν στο ίδιο συμπέρασμα.
Ξεκινώντας από την πλατεία των Αηδονίων, ο παλιός ενοριακός ναός των Αγ. Σαράντα έχει εντοιχισμένα Βυζαντινά εκκλησιαστικά γλυπτά24.
Πηγαίνοντας προς το Κόρθι, διασχίζει κανείς το λεγόμενο «λοξό» γεφύρι, με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, στη ρεματιά που διαχωρίζει τους δύο οικισμούς.
Κατηφορίζοντας προς το Κόρθι, στη βρύση της πλατείας, το νερό χύνεται σε παλαιοχριστιανική μαρμάρινη σαρκοφάγο25.
Προχωρώντας παρακάτω, συναντά κανείς το Βυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου (12ος αι.)26, ενώ στη συνέχεια προς την έξοδο του Κορθίου συναντά την περιοχή με τους πύργους των Καμπαναίων, την οποία αναφέρουν οι Bent17 και Μηλιαράκης27.
Σε μικρή απόσταση από τους πύργους των Καμπάνηδων, υπάρχει ο παλαιοχριστιανικός ναός του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου (5ος – 6ος αι.)28, ένας σπάνιος ναός λόγω της παλαιότητάς του, όχι μόνο για την Άνδρο αλλά και για ολόκληρο το Αιγαίο. Η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στο χώρο περιμετρικά του ναού, φανέρωσε συνεχή δραστηριότητα από τον 5ο αι. μ.Χ. έως και τη σύγχρονη εποχή, με βάση την κεραμική που εντοπίστηκε29.
Στους ναούς γύρω από τον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο, παρατηρεί κανείς πλειάδα παλαιοχριστιανικών εντοιχισμένων γλυπτών σε Θεοσκέπαστη, Άγιο Δημήτριο30 και Παναγία, καθώς και παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό στην ωραία πύλη του τέμπλου της Θεοσκέπαστης30.
Εξερχόμενοι από το Κόρθι, κατηφορίζουμε το δρόμο από τους πύργους των Καμπάνηδων, προς τον κάμπο, έχοντας το νηχτό δίπλα μας, ο οποίος ποτίζει τα χωράφια πάνω από τον ποταμό.
Βγαίνοντας από το Κόρθι, συναντά κανείς ακόμη και σήμερα τους αμμόλοφους στους οποίους αναφέρονται οι περιηγητές (Brandis 1838, Perdicaris 1839, Μηλιαράκης27 1878, Bent 1882-1884, Philippson 1890)17 ότι κάλυπταν τον κάμπο του Κορθίου, από το Γιαλό μέχρι την Αρχοντική Στράτα. O Bent (1882-1884) για παράδειγμα αναφέρει: «Σχετικά πρόσφατα μια αμμοθύελλα έπληξε την κοιλάδα. Μουριές και κυπαρίσσια ξεπρόβαλαν αλλόκοτα μέσα από τους αμμόλοφους που έμοιαζαν με τις θίνες της Ολλανδίας. Και το μοναδικό αποτελεσματικό εμπόδιο στην επέλαση της άμμου φαίνεται ότι ήταν ένα τείχος από κυπαρίσσια, πίσω από το οποίο προστατεύτηκαν οι κήποι και οι πύργοι των Κορθιανών από την καταστροφή που έπληξε τα χωράφια της εξωτερικής πλευράς.» 17.
Ο κάμπος του Κορθίου εκατέρωθεν της Αρχοντικής στράτας, εξακολουθεί να καλλιεργείται εντατικά ακόμη και σήμερα.
Διασχίζοντας τον ποταμό αρχίζουμε να ανηφορίζουμε στην περιοχή του Μάκρωνα. Ο παραδοσιακός δρόμος στο σημείο αυτό είναι πολύ φαρδύς με διαμορφωμένα σκαλοπάτια είτε κτιστά είτε σκαλισμένα στο βράχο.
Ο Ι. Βογιατζίδης μας πληροφορεί σχετικά με την αρχαία προέλευση του επιθέτου «Μάκρωνας». Συγκεκριμένα αναφέρει: «Από την κοιλάδα του Κορθίου οδός κλιμακωτή λιθόστρωτος άγει εις Πισκοπειόν. Η οδός καλείται Μάκρωνας. Εις την αρχαίαν ελληνικήν το επίθετο μάκρων, σημαίνει μακροκέφαλον»31.
Ανηφορίζοντας, φτάνουμε στο επίπεδο του Σταυρού στις Κάτω Χώνες, του ναού στο κοιμητήριο του χωριού, στον οποίο οδηγεί μετά από λίγα μέτρα μικρή παράκαμψη από την «Αρχοντική Στράτα». Ο ναός καταγράφεται στην απογραφή του 1670 ως ο ενοριακός ναός των Χωνών32. Σύμφωνα και με την προφορική μαρτυρία της κας Νίκης Ζερτοπούλη, η παράδοση θέλει η αρχική συνοικία του χωριού να ήταν στις Κάτω Χώνες, κοντά στο Σταυρό, κάτι που συνάδει και με τα στοιχεία της απογραφής του 1670.
Πάνω από το ιερό του ναού, παρατηρεί κανείς εντοιχισμένο Κορινθιακό κιονόκρανο, πιθανότατα από τη Ρωμαϊκή ή πρωτοβυζαντινή εποχή (έως 4ο – 5ο αι.).
Λίγα μέτρα πιο κάτω από το Σταυρό, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, από τον οποίο προέρχονται επιτύμβιες στήλες του 3ου π.Χ. αι.33 και του 1ου π.Χ. αι., οι οποίες φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου34. Στην πρώτη από τις δύο στήλες διακρίνεται επιγραφή που αναγράφει: «Ευφορίων…χ(ρηστέ) χαίρε». Σύμφωνα με το Δημ. Πασχάλη, η εν λόγω επιτύμβια στήλη μεταφέρθηκε αρχικά από τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Ελληνικό Σχολείο Κορθίου και κατόπιν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου34.
Η κα Νίκη Ζερτοπούλη από τις Χώνες, σε ερώτησή μας για τον Άγιο Κωνσταντίνο, μάς είπε αυθόρμητα ότι: «υπήρχε κάτι αρχαίο στο ναό», μεταφέροντάς μας τη ζωντανή παράδοση του χωριού της, καθώς η μεταφορά των στηλών πραγματοποιήθηκε κάποιες δεκαετίες πριν τη γέννησή της.
Στις Κάτω Χώνες πέρα από τα ανωτέρω ελληνιστικά και ρωμαϊκά ευρήματα, συναντά κανείς και βυζαντινά μαρμάρινα εκκλησιαστικά μέλη. Σε περιστεριώνα δίπλα στην παλιά οικία Ταλιέρη, διαπιστώνει κανείς τη χρήση κιόνων, πιθανότατα από βυζαντινό μαρμάρινο τέμπλο.
Λίγο πιο έξω από τις Κάτω Χώνες, στον Άγιο Νικόλαο, δίπλα στον αμαξιτό δρόμο, υπάρχει παλαιοχριστιανικό γλυπτό25.
Η συγκέντρωση τόσων ευρημάτων στο χώρο γύρω από τις Κάτω Χώνες, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα σχετικά με το αν αυτά, ιδίως τα παλαιότερα εξ αυτών, έχουν έρθει από την Παλαιόπολη, ή έχουν προέλευση από κάποιο κοντινότερο σημείο. Με δεδομένη την άμεση γειτνίαση του Παλαιοκάστρου με τις Χώνες, δεν αποκλείεται κάποια από αυτά τα ευρήματα να προέρχονται από το λόφο του Παλαιοκάστρου, όπου οι Χωνιάτες είχαν χωράφια. Ενδέχεται τα ευρήματα αυτά, να οδήγησαν το Δημ. Πολέμη στην εκτίμηση ότι το Παλαιόκαστρο ανάγεται στους ελληνιστικούς ή ρωμαϊκούς χρόνους10.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομα Χώνες, παραπέμπει σε Βυζαντινό όνομα, καθώς το ίδιο όνομα έφερε Βυζαντινή πόλη της Μικράς Ασίας, όπου συνέβη το θαύμα του Ταξιάρχη. Η πόλη, που αποτελούσε σημαντικό προσκυνηματικό προορισμό, κατέστη σημαντική μεθοριακή πόλη στα χρόνια των Κομνηνών (τέλη 11ου – 12ος αι.), διαφιλονικούμενη μεταξύ Βυζαντινής αυτοκρατορίας και Σελτζούκων Τούρκων35.
Η «Αρχοντική Στράτα» μετά το ύψος του Σταυρού καθίσταται αδιάβατη για κάποιες εκατοντάδες μέτρα μέχρι το τρίστρατο πάνω από την Παναγία. Η κα Νίκη Ζερτοπούλη από τις Χώνες, η οποία συχνά επισκεπτόταν την Παναγία στο Παλιόκαστρο, λόγω γειτονικής οικογενειακής ιδιοκτησίας, μάς ανέφερε ότι στην περιοχή ανάμεσα στο Σταυρό και την Παναγία, κανείς διερχόταν από τον «Τζόγα» και τα «Παραδείσια» στα οποία βρισκόταν η Παναγία.
Δυτικά της Παναγίας βρίσκεται περιοχή με το μικροτοπωνύμιο «Γεροντομέρος» ή πιο σωστά, «Γεροντομοίρ», όπως μας είπε ο Θ. Χρυσοστράτης. Παλιά οι άνθρωποι στα χωριά, όταν παντρεύανε ένα παιδί, συνήθιζαν να του δίνουν και το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας τους, το μοιράσι, όπως το λέγανε. Για τους ίδιους κρατούσανε το δικό τους μερίδιο, το δικό τους μοιράσι, που το λέγανε γεροντομοίρι.
Το μοιράσι αυτό είχε διπλή χρησιμότητα. Από τη μια εξασφάλιζε στους γέρους ένα ελάχιστο εισόδημα για να ζήσουν, αφού τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν ούτε συντάξεις ούτε επιδοτήσεις, και από την άλλη οι γέροι εξασφάλιζαν, κατά κάποιο τρόπο, ότι, όταν δεν θα μπορούσαν πια να αυτοεξυπηρετηθούν, κάποιο από τα παιδιά τους θα τους φρόντιζε, θα τους γεροντοκομούσε όπως λέγανε, προκειμένου να πάρει το γεροντομοιράσι τους.
Στο τρίστρατο της Αρχοντικής Στράτας με το δρόμο που έρχεται από την Παναγία, την Αλαμανιά και την Αγία Μαρίνα, η βλάστηση είναι πολύ πυκνή και δυσχεραίνει την εξέταση των δύο μαρτυριών από το Πισκοπειό (Ηλ. Ρηγίνος, Θ. Χρυσοστράτης) για ύπαρξη μνημάτων. Διαπιστώνουμε πάντως στο φυσικό βράχο τεχνητή λατόμευση.
Λίγο παραπάνω ο δρόμος μοιάζει να περνάει πάνω από τεράστιες πλάκες.
Στην περιοχή αυτή, κοντά στο τρίστρατο προς την Παναγία, την Αγία Μαρίνα και την Αλαμανιά, υπάρχουν δύο προσβάσεις προς το Παλαιόκαστρο, η μία από τα νοτιοδυτικά και η άλλη από τα δυτικά. Όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρχε άλλη πρόσβαση και από τα βόρεια που προσέγγιζε την κορυφή του λόφου. Οι παλιές αυτές στράτες, σήμερα είναι εν πολλοίς αδιάβατες. Από τα ανατολικά υπάρχει βραχώδης πρόσβαση από την πλευρά του Ρούθουνα, όπου, σύμφωνα με μαρτυρία, παρατηρούνται σκαλοπάτια σκαλισμένα στο βράχο.
Συνεχίζοντας συναντούμε δύο ακόμη διαδοχικά φαρδιά τρίστρατα στην περιοχή όπου βρίσκεται το συγκρότημα ανεμόμυλων στο λόφο του Προφήτη Ηλία, που γειτνιάζει με το λόφο του Παλαιοκάστρου.
Μεταξύ των ανεμόμυλων υπάρχει ένας από τους σπάνιους ταβλόμυλους και τα ερείπια του μοναδικού πεταλόσχημου ανεμόμυλου που έχει επισημανθεί στην Άνδρο.
Χαμηλότερα από αυτή την περιοχή υπάρχει παλιός δρόμος που οδηγούσε από την κορυφή του Παλαιοκάστρου προς την Παναγία στη Δίφορη και στη συνέχεια στην Αγιά Τσουρά (Αγία Ματρώνα), τη Λαρδιά και τ’Αγρίδια.
Η Παναγία στη Δίφορη αποτελεί μία από τις ελάχιστες σωζόμενες σήμερα δίκλιτες εκκλησίες στην περιοχή του Κορθίου. Το ιερό στα δύο κλίτη δεν προεξέχει, κάτι που, σε συνδυασμό με τα δύο κλίτη, παραπέμπει πιθανότατα σε ναό που ανεγέρθηκε στα χρόνια της Λατινοκρατίας. Το βόρειο κλίτος σήμερα είναι ερειπωμένο και η τοξοστοιχία ανάμεσα στα δύο κλίτη έχει φραχθεί4.
Υπάρχει πιθανότητα ο παλιός ενοριακός ναός του Πισκοπειού να ήταν κι αυτός δίκλιτος. Στη θέση της σημερινής Ζωοδόχου Πηγής σε έκθεση του επαρχείου του 1833, καταγράφονται δύο εκκλησίες οι οποίες μοιράζονταν τον ίδιο τοίχο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: η Ζωοδόχος Πηγή και ο Άγιος Νικόλαος36. Η Ζωοδόχος Πηγή, που πιθανότατα αντιστοιχεί στην ενοριακή Παναγία στο κατάστιχο του 167032, καταγράφεται στα 1833 ως παλαιά και καταχαλασμένη, ενώ προτείνεται να ενωθεί με τον Άγιο Νικόλαο36, ο οποίος καταγράφεται ως ενοριακός σε άλλη έκθεση του 1834 της Επισκοπής Άνδρου37. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του κου Ηλία Ρηγίνου, ο παππούς του οποίου θυμόταν τις δύο εκκλησίες, πράγματι ο Άγιος Νικόλαος και η Ζωοδόχος Πηγή ήταν δύο εκκλησάκια το ένα δίπλα στο άλλο. Δεν αποκλείεται λοιπόν αυτές οι δύο εκκλησίες να προέρχονταν από παλαιό δίκλιτο ναό, ο οποίος χωρίστηκε, με το κτίσιμο της ενδιάμεσης τοξοστοιχίας, όπως και στην περίπτωση της Παναγίας στη Δίφορη.
Λίγο παραπέρα από την Παναγία στη Δίφορη, στέκει σε περίοπτη θέση η Αγιά Τσουρά (Αγία Ματρώνα), στο υπέρθυρο της οποίας, βρισκόταν εντοιχισμένη η αρχαιότερη επιτύμβια επιγραφή που έχει εντοπιστεί στην Άνδρο (5ος π.Χ. αι.)38. Η επιγραφή αυτή φαίνεται να έγραφε: «…λίννη …ρξεω ….[Ν]αξξίη»38. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Ν. Πετρόχειλου και του Ι. Βογιατζίδη, πρέπει να αναφερόταν σε γυναικείο όνομα (κατάληξη σε «…λίννη») 38 με καταγωγή από τη Νάξο («[Ν]αξξίη»)39. Η επιγραφή αυτή μεταφέρθηκε, με μέριμνα του Δημ. Πασχάλη, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άνδρου40.
Η επιγραφή, που σε πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής των αρχαιοτήτων του 1955 φαίνεται να μην ελλείπει, καταγράφεται ως χαμένη κατά την ανάληψη των καθηκόντων το 1956 του νέου επιμελητή του μουσείου38. Ο λίθος της επιγραφής καταγράφεται από το Δημ. Πασχάλη ως «πράσινος σκληρός εκ των εγχωρίων» 40, ενώ ο Ν. Πετρόχειλος, με βάση την καταγραφή του Ι.Κ. Βογιατζίδη, τον περιγράφει ως: «Ορθογώνια τράπεζα μαλακού και εύθρυπτου μελανωπού λίθου» 38, 39.
Η ανωτέρω επιγραφή, όπως και οι επιτύμβιες στήλες στον Άγιο Κωνσταντίνο στις Κάτω Χώνες, αποτελούν εξαιρετικά σπάνια αρχαιολογικά ευρήματα στην ανατολική πλευρά της Άνδρου. Οι ντόπιοι από τις Χώνες και το Πισκοπειό, τα περιέβαλλαν με ιδιαίτερο σεβασμό και ευλάβεια, τοποθετώντας τα σε περιόπτες θέσεις των ναών τους. Κοινό χαρακτηριστικό των κατοίκων τόσο στο Πισκοπειό όσο και στις Χώνες, είναι ότι συνόρευαν τα χωράφια τους στην περιοχή του Παλαιοκάστρου. Οι Πισκοπειανοί κατείχαν την περιοχή γύρω από την κορυφή του λόφου, ενώ οι Χωνιάτες την υπήνεμη νότια πλευρά του λόφου. Η επίμονη αναφορά εκ μέρους των Πισκοπειανών, περί ύπαρξης λαξευμένων τάφων στα όρια των ιδιοκτησιών των δύο χωριών, πάνω στον παλιό δρόμο που ερχόταν από το Μάκρωνα, ίσως παραπέμπει στην κοινή πηγή προέλευσης των αρχαίων επιτύμβιων στηλών. Μια υπόθεση που μένει να διερευνηθεί.
Μετά την περιοχή των ανεμόμυλων, η «Αρχοντική Στράτα» περνάει απέναντι από το Πισκοπειό, με το οποίο συνδέεται μέσω δύο γεφυριών στη ρεματιά που μεσολαβεί. Το ψηλότερα ευρισκόμενο πλέον αποκαλείται «Γεφύρι του Στεφ» ή και «Γεφύρι της Αγάπης», λόγω των γυρισμάτων εκεί της ταινίας «Μικρά Αγγλία», ενώ το χαμηλότερο βρίσκεται «στο ρυάκι».
Δίπλα στα δύο γεφύρια, υπήρχαν αντίστοιχοι νερόμυλοι.
Στη διαδρομή της Αρχοντικής Στράτας απέναντι από το Πισκοπειό, ο διαβάτης παρατηρεί ότι η διαδρομή ακολουθεί μια σταθερά ανοδική πορεία με ελάχιστη κλίση. Η πορεία αυτή μέσω των «Κοκκινοχωμάτων» οδηγεί στη θέση «Παλκά» όπου υπάρχει ναός της Παναγίας (Γέννηση Θεοτόκου).
Η διαδρομή είναι άκρως εντυπωσιακή, καθώς μετά από ένα σκιερό κομμάτι, ακολουθεί ένα τμήμα του δρόμου με πελώρια στήματα ή και διπλά στήματα σε συνδυασμό με ξερολιθιά, δείγμα της μαστοριάς των ανθρώπων. Παράλληλα, υπάρχουν ανηφορικοί δρόμοι με σκαλιστά στο βράχο σκαλοπάτια που οδηγούν προς τα χωράφια ψηλότερα στη Γερακώνα, τις Λιες και τον Προφήτη Ηλία.
Κάτω από το δρόμο συναντά κανείς τον υψηλότερα ευρισκόμενο από τους νερόμυλους του Πισκοπειού, ο οποίος διέθετε δύο στέρνες.
Η περιοχή στην Παλκά, στη ρεματιά ανάμεσα στις τρεις κορυφές, τη Γερακώνα, τον Προφήτη Ηλία και το Λευκόποδα, χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη ομορφιά της και τα εύφορα χωράφια. Στην περιοχή υπάρχουν αρκετές πηγές και χαβούζες που συγκεντρώνουν τα νερά των πηγών.
Ο διαβάτης παρατηρεί ότι από την περιοχή κατεβαίνουν αρκετοί σωλήνες που μεταφέρουν νερό προς τα χωράφια και το χωριό του Πισκοπειού, κάτι που φέρνει στο νου το θρύλο για ύπαρξη υδραγωγείου από τη θέση αυτή προς το Παλαιόκαστρο.
Προκειμένου να εξετάσουμε τη δυνατότητα εκτέλεσης ενός τέτοιου έργου με ροή του νερού με βάση τη βαρύτητα, εξετάσαμε την υψομετρική διαφορά από τη θέση Παλκά προς το διάσελο όπου περνάει η Αρχοντική στράτα ανάμεσα στους ανεμόμυλους του Προφήτη Ηλία. Όπως προκύπτει από το παρακάτω γράφημα, η πορεία που θα έπρεπε να ακολουθεί το υδραγωγείο σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν εν πολλοίς παράλληλη με αυτή της Αρχοντικής στράτας.
Στο παραπάνω γράφημα απεικονίζεται με πράσινο η «Αρχοντική Στράτα». Με γαλάζιο χρώμα μια πιθανή διαδρομή που θα μπορούσε να ακολουθεί το θρυλούμενο υδραγωγείο, με βάση τη βαρύτητα, από τη ρεματιά του Πισκοπειού στην Παλκά προς την περιοχή κάτω από το Παλαιόκαστρο. Το τμήμα που απεικονίζεται ξεκινά από υψόμετρο 358μ και καταλήγει στο διάσελο ανάμεσα στους μύλους του Προφήτη Ηλία σε υψόμετρο 330μ. Φυσικά, η εκκίνηση του υδραγωγείου θα μπορούσε να ξεκινά και ψηλότερα. Το χαμηλότερο σημείο στην κορυφογραμμή ανάμεσα στο Παλαιόκαστρο και το λόφο του Προφήτη Ηλία βρίσκεται σε υψόμετρο 306μ, το οποίο δε θα μπορούσε να υπερβεί ένα απλό υδραγωγείο. Με δεδομένο πάντως ότι η Παναγία βρίσκεται σε υψόμετρο σχεδόν 290μ, προκύπτει ότι το νερό θα μπορούσε να φτάσει σε επίπεδο πάνω από την εκκλησία, κατά τη φορά της «Αρχοντικής Στράτας».
Διασχίζοντας τη ρεματιά στην Παλκά, αρχίζει και πάλι ένα ανηφορικό τμήμα, το οποίο, μετά από ένα τέταρτο, κατά το Μηλιαράκη22, έφτανε στο Λευκόποδα. Στην αρχή της ανηφορικής διαδρομής, ο διαβάτης μένει έκθαμβος από μια φαρδιά πετρόχτιστη σκάλα, το πλάτος της οποίας σε κάποια σημεία φτάνει και τα 4 μέτρα, ενώ σε άλλα το συνολικό πλάτος του δρόμου φτάνει σχεδόν τα 7 μέτρα.
Αμέσως μετά τη φαρδιά σκάλα, η στράτα συνεχίζει ανηφορικά για να περάσει δυτικά από το Λευκόποδα, ενώ στα δεξιά ξεκινάει άλλος δρόμος που κινείται προς το Γιαννισαίο και περνάει ανατολικά από το Λευκόποδα.
Σύμφωνα με την ανάμνηση των κατοίκων του Γιαννισαίου και του Βουνίου, οι Κορθιανοί έπαιρναν το δρόμο δυτικά από το Λευκόποδα, στην πορεία τους προς τη Μονή Παναχράντου. Ο δρόμος αυτός, λίγα μέτρα παραπάνω από τη διασταύρωση για Γιαννισαίο, καθίσταται αδιάβατος, μέχρι το δρόμο Κοχύλου – Ζαγανιάρι, που διασχίζει το Λευκόποδα από τα βόρεια. Η εναλλακτική διαδρομή για το Γιαννισαίο, πάνω από του Βασταξάκη, είναι κι αυτή κλειστή, ωστόσο υπάρχει μονοπάτι, από τα διπλανά χωράφια πλάι στον παλιό δρόμο, που επιτρέπει τη σύνδεση Παλκάς με Γιαννισαίο.
Συναντούμε και πάλι την Αρχοντική στράτα στα βόρεια του Λευκόποδα και λίγα μέτρα αφού αφήσουμε το δρόμο Κοχύλου – Ζαγανιάρι, συναντούμε μία μεγάλη διχάλα. Ο δρόμος στ’αριστερά κινείται ελαφρώς ανηφορικά πηγαίνοντας γύρω από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία και στην πλάτη της Γερακώνας, περνώντας σχεδόν στην αρχή του ρέματος του Αγίου Αντωνίου, στην Κολέθρα. Από εκεί κατευθύνεται προς τη Μονή του Αγίου Αντωνίου και κατόπιν προς την ορεινή διάβαση για τη Μονή Παναχράντου στα Χοχλακερά, ή εναλλακτικά προς Ζαγανιάρι και Δυτική Άνδρο.
Η Μονή του Αγίου Αντωνίου καταγράφεται πρώτη φορά στα 1597 ως γυναικεία μονή με πέντε μοναχές41. Στα 1659, η παρηκμασμένη, καθώς φαίνεται μονή προσηλώθηκε με όλα της τα κτήματα στη Μονή Παναχράντου, ως μετόχι, κατόπιν αιτήματος των δύο τελευταίων μοναζουσών42. Το κτίσμα φαίνεται να έχει περισσότερες από μία οικοδομικές φάσεις, με βάση την εξωτερική διάπλαση των τοίχων με επάλληλα επίπεδα και στάθμες43.
Ο ναός του Αγίου Αντωνίου, κρύβει ένα σημαντικό μυστικό στην καλά προφυλαγμένη ρεματιά. Στην πρόσοψη του ναού, έχουν εντοιχιστεί θωράκια τέμπλου που έχουν χρονολογηθεί στο 10ο-11ο αι., πριν δηλαδή από την ανέγερση των ιστάμενων σήμερα μεσοβυζαντινών ναών (Ταξιάρχης Μελίδας, Μεσαριάς, Υψηλού, Παναγία Μεσαθουρίου και Άγιος Νικόλαος Κορθίου). Παράλληλα υπάρχει και επιστύλιο τέμπλου που έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αι. Τα θωράκια αποτελούν εξαιρετικά σπάνια δείγματα της μαρμαρογλυπτικής τέχνης στο νησί, μιας και πολύ λίγα ανάγονται σε αυτή την περίοδο (10ος – 11ος αι.), σε αντίθεση με μια πληθώρα γλυπτών που ανάγονται στο 12ο αι. Η πιθανότητα τα θωράκια να προέρχονται από πολύ παλιά οικοδομική φάση του Αγίου Αντωνίου δεν μπορεί να αποκλειστεί43.
Εντύπωση πάντως προκαλεί η πολύ χαμηλή στάθμη εισόδου στο ναό, σε σχέση με τον περίγυρό της. Μοιάζει σαν επίχωση αιώνων να έχει αυξήσει το επίπεδο εδάφους γύρω από την είσοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει ληφθεί ειδική μέριμνα ακριβώς μπροστά από την είσοδο, ούτως ώστε τα νερά να μην εισέρχονται μέσα στο ναό, καθώς η είσοδος βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τα σκαλοπάτια που οδηγούν προς αυτή.
Επιστρέφοντας στη διαδρομή της Αρχοντικής στράτας που περιγράφει ο Μηλιαράκης22, ακολουθούμε το δεξί δρόμο στη διχάλα βόρεια του Λευκόποδα, που κατηφορίζει στη ρεματιά και τη διασχίζει στη θέση Μάγγανα.
Στη θέση Μάγγανα υπάρχουν μεγάλα πηγάδια τα οποία μας υπέδειξε ο Θανάσης Καρπούζης. Ένα από αυτά είναι λίγα μέτρα μακριά από το δρόμο. Σύμφωνα με την ανάμνηση του Θ. Χρυσοστράτη, τα πηγάδια αυτά πρέπει να δημιουργήθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι.
Δίπλα στο δρόμο μια μεγάλη χαμολάκα, συγκεντρώνει τα νερά της ρεματιάς και τα μοιράζει στα γύρω χωράφια.
Περνώντας τη ρεματιά ο δρόμος ανηφορίζει προς την Αγία Αναστασιά. Η Αρχοντική στράτα στρίβει αριστερά στην ανηφόρα λίγο μετά τη ρεματιά, παρακάμπτοντας το Μέσα Βουνί και τη δυτικότερη συνοικία Καστανιές.
Όπως αναφέρει και ο Μηλιαράκης22, η διαδρομή αυτή αφήνει αριστερά τον Άγιο Αντώνιο και περνάει από κυματοειδείς λόφους. Η στράτα φαρδαίνει καθώς ανηφορίζει για να βρει ένα τρίστρατο που έρχεται από το Γιαννισαίο και την Αγία Αναστασιά. Λίγο παραπάνω καθίσταται και πάλι αδιάβατη.
Το ζεύγος Λαούδη από τις Καστανιές και η κυρία Καλλιόπη Λοντόρφου, που μεγάλωσε επίσης στις Καστανιές, μάς ανέφεραν ότι οι Κορθιανοί που πήγαιναν προς τη Μονή Παναχράντου, δεν περνούσαν μέσα από το χωριό τους, αλλά τους έβλεπαν να περνούν σε ένα σημείο αρκετά ψηλότερα.
Συμπεράσματα
Η χάραξη του παραδοσιακού δρόμου που περιγράφει ο Μηλιαράκης22 πηγαίνοντας από το Κόρθι στη Μονή Παναχράντου, ακολουθεί τη συντομότερη δυνατή διαδρομή σύνδεσης του Κορθίου με τη Μεσαριά, ενώνοντας τις δύο σημαντικότερες περιοχές εγκατάστασης στο νησί στα ταραγμένα μεσαιωνικά χρόνια. Ο ίδιος ο μελετητής, με την πλούσια γεωγραφική και ιστορική εμπειρία, χαρακτήριζε ως «αρχαίας κατασκευής» 21 το δρόμο αυτό. Στα νεότερα χρόνια, ο ίδιος παλιός δρόμος, πήρε το χαρακτηριστικό τίτλο «Αρχοντική Στράτα», λόγω της μετακίνησης των Αρχόντων στα χρόνια των κοτζαμπάσηδων, από το Κόρθι στη Μεσαριά.
Σε ό,τι αφορά το Κόρθι, η μελέτη της κεραμικής από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου29, αλλά και η πληθώρα των παλαιοχριστιανικών25 και μεσοβυζαντινών ευρημάτων σε Κόρθι, Αηδόνια και Αμονακλειού44, βεβαιώνουν την ύπαρξη σημαντικής βυζαντινής παρουσίας στο χώρο αυτό.
Στην άλλη πλευρά του κάμπου, στέκει ο λόφος του Παλαιοκάστρου, περιμετρικά του οποίου έχουν εντοπιστεί σπάνιες επιτύμβιες στήλες και επιγραφές από την αρχαιότητα, στις Κάτω Χώνες (Άγιος Κωνσταντίνος στο Μάκρωνα)33, 34 και το Πισκοπειό (Αγιά Τσουρά) 38, καθώς και άλλα ευρήματα από τη ρωμαϊκή, παλαιοχριστιανική και μέση βυζαντινή περίοδο (Σταυρός στο Μάκρωνα, περιστεριώνας με κίονες από τέμπλο στις Κάτω Χώνες, Άγιος Νικόλαος25, Παναγία στο Παλιόκαστρο).
Το πώς βρέθηκαν τα πιο παλιά από αυτά τα ευρήματα στις άσημες Κάτω Χώνες και το Πισκοπειό είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει. Συνηθίζεται τέτοια ευρήματα να σχετίζονται με την Παλαιόπολη. Ωστόσο, είναι αν μη τι άλλο παράδοξο να μην εμφανίζονται σε άλλα χωριά του Κορθίου τα οποία ήταν και πιο κοντινά στην Παλαιόπολη, σύμφωνα και με το οδοιπορικό του Fiedler από την Παλαιόπολη προς τα νότια της Άνδρου17, όπως την Καππαριά, τ’Αϋπάτια, την Πίσω Μεριά ή ακόμη και το ίδιο το Κόρθι με τους Άρχοντές του. Πράγματι, οι Κάτω Χώνες και το Πισκοπειό εκείνα τα χρόνια, ήταν από τα πιο απομακρυσμένα μέρη στην Άνδρο έναντι της Παλαιόπολης.
Το σενάριο τα ευρήματα αυτά να προέρχονται από κάποιο κοντινό τόπο φαίνεται πιθανότερο, ιδίως στην περίπτωση που στο Παλαιόκαστρο υπήρχε πράγματι οχυρωμένος οικισμός από την ελληνιστική ή και ρωμαϊκή εποχή, με βάση και την εκτίμηση του Δημ. Πολέμη10.
Ψηλά στο δρόμο προς τη Μονή Παναχράντου, στην πιο ορεινή Μονή της Άνδρου, αυτή του Αγίου Αντωνίου (588 μ.), συναντούμε σπάνια γλυπτά του 10ου – 11ου αι. Είναι αρκετά πιθανό η προέλευση αυτών των γλυπτών, που δεν φαίνεται να σχετίζονται με κάποιο γνωστό ναό ή κάποιο άλλο σύνολο γλυπτών στο νησί, να προέρχεται από κάποια κοντινή τοποθεσία, κοντά στη σημαντική ορεινή διάβαση στα Χοχλακερά, που ένωνε τη Μεσαριά με την περιοχή του Κορθίου. Το σενάριο να προέρχονται από παλιότερη οικοδομική φάση του Αγίου Αντωνίου δεν μπορεί να αποκλειστεί43. Κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να σημαίνει ότι στο σημείο αυτό, στη μέση βυζαντινή περίοδο, υπήρχε σημαντικό σημείο αναφοράς για την εξυπηρέτηση των μετακινούμενων στον άξονα Κορθίου – Παλαιοκάστρου – Μεσαριάς, κοντά στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής (634 μ.). Αντίστοιχο ρόλο φαίνεται να έπαιζε η Μονή Παναχράντου στην ίδια διαδρομή, τουλάχιστον από το 17ο αι. και μετά.
Η περιοχή κοντά στο Παλαιόκαστρο φαίνεται να συνέχισε να κατοικείται και στα χρόνια της Λατινοκρατίας. Τα Αγρίδια, σε κοντινή απόσταση, έχουν προταθεί ότι ανάγονται στους Βυζαντινούς χρόνους με βάση την ετυμολογία τους45, ενώ καταγράφονται σε έγγραφο του 1421, όπου παραδίδεται στο δευτερότοκο γιο του Λατίνου Ηγεμόνα του νησιού, το «Απάνω Κάστρο και το φέουδο των Αγριδίων»46. Με βάση το κατάστιχο του 1670, ανάμεσα στις ενορίες των ευρύτερων Αγριδίων32 προκύπτει ότι περιλαμβανόταν και η περιοχή της Λαρδιάς2. Στη γειτονική Δίφορη, φαίνεται ότι πιθανότατα υπήρχε ναός επί Λατινοκρατίας4, χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη άλλου δίκλιτου ναού στο Πισκοπειό.
Τα ερωτήματα παραμένουν σχετικά με το αν υπήρχε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο οχυρό στο Παλαιόκαστρο, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί μια ακρόπολη κατά την αρχαιότητα ή ένα καταφύγιο κατά τους ταραγμένους μεσαιωνικούς χρόνους, για την οικιστική περιοχή του Κορθίου. Άλλωστε το σύνολο των χωριών της περιφέρειας, βρίσκεται σε προσιτή απόσταση από το συγκεκριμένο λόφο, ενώ το κάθε χωριό, μέσω του δικτύου μονοπατιών, είχε σύνδεση με το Παλαιόκαστρο, μέσω της Αρχοντικής στράτας.
Σε ό,τι αφορά τα χωριά στην περιοχή, οι παλιότερες αναφορές των περιηγητών, ήδη από το 1701, φανερώνουν ότι η κοιλάδα του Κορθίου είχε παρόμοια μορφή με αυτή που αντικρύζουμε και σήμερα. Συγκεκριμένα, ο Ιησουίτης Jacques Xavier Portier (1701) αναφέρει: «Το Απάνω Κάστρο είναι μια μεγάλη κοιλάδα περιτριγυρισμένη από λόφους, καλυμμένους με χωριουδάκια.»17 Το Οθωμανικό κατάστιχο του 1670, μάς δείχνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των χωριών που συναντούμε και σήμερα εκατέρωθεν του κάμπου του Κορθίου και γύρω από το Παλαιόκαστρο, υπήρχαν και τότε και ήταν πολύ καλά διαμορφωμένα με αρκετά νοικοκυριά32, σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:
Οι αναφορές πριν το 1670 σε γραπτές πηγές σχετικά με τα χωριά της περιοχής κρίνονται αποσπασματικές και μη αντιπροσωπευτικές σχετικά με τη συνολική εικόνα της περιφέρειας. Για παράδειγμα, τα λιγοστά έγγραφα της Μονής Αγίας του 16ου αι. τα οποία αναφέρονται στην περιοχή του Απάνω Κάστρου, σχετίζονται με τα χωριά που βρίσκονταν εγγύτερα στη δυτική ακτή και είχαν περισσότερες σχέσεις με τη Μονή Αγίας (αναφορά σε Οπίσω Μεριά47 το 1578, σε Καππαριά48 στα 1583, σε Βορεινό Καππαριάς49 στα 1587, ενώ στο Κόρθι50 μόλις στα 1597, παρότι το Κόρθι51 αναφέρεται ήδη σε έγγραφο του 1421).
Πάντως η εικόνα που αποτυπώνουν οι περιηγητές17 και το κατάστιχο32 του 1670, η ποικιλία διαφορετικών επωνύμων στην περιφέρεια Απάνω Κάστρου4 που καταγράφονται στα 1670, τα ευρήματα της ανασκαφής στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο29, και η πληθώρα καταγεγραμμένων μεσοβυζαντινών γλυπτών σε Κόρθι, Αηδόνια, Αμονακλειού, Κοχύλου και Βουνί44, φανερώνουν ότι η εικόνα των χωριών εκατέρωθεν του κάμπου του Κορθίου, πρέπει να είχε διαμορφωθεί αρκετούς αιώνες πριν το 1670 και η κατοίκηση της περιοχής πρέπει να ήταν γεγονός στη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων του μεσαίωνα, όπου οι γραπτές πηγές σιωπούν.
Η περαιτέρω έρευνα στο χώρο από αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες θα μπορούσε να φωτίσει περισσότερο τα μυστικά που κρύβει το Παλαιόκαστρο. Η αίσθηση πάντως, όσων το έχουν επισκεφθεί, είναι ότι στο χώρο αυτό, σίγουρα κάτι υπήρχε παλιότερα, πολύ διαφορετικό από αυτό που αντικρύζει σήμερα ο επισκέπτης, μιας και η άφθονη οικοδομική ύλη φαίνεται να έχει στοιβαχτεί με πολύ κόπο, ώστε να δημιουργηθεί καλλιεργήσιμο έδαφος.
Οι προφορικές μαρτυρίες των παλαιότερων της περιοχής, φανερώνουν πόσο ζωντανή στην καθημερινότητά τους ήταν η χρήση του τοπωνυμίου «Παλιόκαστρα», αλλά και πόσους θρύλους γέννησε ο μυστηριακός αυτός τόπος, που ρίζωσαν από παλιά, όπως οι αιωνόβιες ελιές του.
Η συλλογή των προφορικών αυτών μαρτυριών είναι εξαιρετικής σημασίας, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι ο Βαγγέλης Λεφάκης δεν είναι πια κοντά μας για να μας υποδείξει τη θέση των κεραμικών αγωγών που κάποτε είδε στα χωράφια πάνω από τις Χώνες ή ότι ο Μπαβογιώργης που συναντούσαμε στη στράτα στα Παραδείσια, δεν θα κρατά πλέον ανοιχτό το δρόμο για να πηγαινοέρχεται με το γαϊδουράκι του στα πρόβατά του στα Παλιόκαστρα.
Προς αυτή την κατεύθυνση ελπίζουμε να συμβάλαμε με την έρευνα που πραγματοποιήσαμε συλλέγοντας πολύτιμες μαρτυρίες και θρύλους από τους παλαιότερους στα χωριά γύρω από το Παλαιόκαστρο, προτού όλα αυτά χαθούν στη λήθη του χρόνου.
Είναι βέβαιο ότι τα χωριά του Παλαιοκάστρου θα συνεχίσουν να μας προκαλούν συγκίνηση και θαυμασμό.
Γιώργος Αρ. Γλυνός Σπύρος Τσαούσης
Θερμές ευχαριστίες στον Επίκουρο Καθηγητή Γιώργο Πάλλη για την πολύπλευρη βοήθεια που μας παρείχε, καθώς και για τη χρονολόγηση αρκετών γλυπτών για τα οποία, απ’όσο γνωρίζουμε, δεν έχει υπάρξει κάποια επιστημονική δημοσίευση (γλυπτό στο ανώφλι του παραθύρου της Παναγίας Κορθίου, Κορινθιακό κιονόκρανο στο Σταυρό στις Χώνες, γλυπτό στην Παναγία στο Παλιόκαστρο, πελεκημένος λίθος στο Παλαιόκαστρο).
Επίσης στην αρχιτέκτονα Λίνα Δεμαθά για τις πολύ σημαντικές παρατηρήσεις που μας χάρισε, αλλά και στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη για την υποστήριξη που μας παρείχε.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, τον προϊστάμενο κ. Δ. Αθανασούλη και την αρχαιολόγο κα Ελ. Καλάβρια για την αδειοδότηση δημοσίευσης των φωτογραφιών των επιτύμβιων στηλών από τον Άγ. Κωνσταντίνο στο Μάκρωνα, οι οποίες φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου.
Τέλος, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ιδιαιτέρως όλους όσοι μας προσέφεραν πολύτιμες προφορικές μαρτυρίες, όπως οι (με αλφαβητική σειρά) Γιώργος Γιαννίσης, Κλεάνθης Γλυνός, Νίκη Ζερτοπούλη, Αγγελική & Κώστας Καρπούζης, Θανάσης Καρπούζης, Μιχάλης Κόντης, Βιολέττα & Κώστας Λαούδης, Βαγγέλης Λεφάκης, Καλλιόπη Λοντόρφου, Κατιάννα Μίχα, Γιώργος Μπάβας, Ηλίας Ρηγίνος, π. Ιάκωβος Στεφάνου, Λεωνίδας Στρατής, Δημήτρης Χαλάς, Θανάσης Χρυσοστράτης και αρκετοί ακόμη που συναντήσαμε τυχαία στο Πισκοπειό ή στα γύρω χωριά και μοιράστηκαν μαζί μας τους θρύλους του τόπου τους.
*Φώτο εξωφύλλου: Επιτύμβια στήλη του 1ου π.Χ. αι. από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στο Μάκρωνα (Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου – αρ. ευρ. 7). Τα δικαιώματα επί της απεικονιζόμενης επιτύμβιας στήλης ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ν. 3028/2002) – Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων – Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.
Grave Stele – It was built in a wall of the church of St. Constantine in Chones – 1st Century B.C. – Archeological Museum of Andros – Inv 7. All rights of the grave stele monument presented above are reserved by the Hellenic Ministry of Culture and Sports (L. 3028/2022) – Cyclades Ephorate of Antiquities – Hellenic Ministry of Culture and Sports – Archaeological Resources Fund.
Βιβλιογραφία
- Γ. Γλυνός – Σπ. Τσαούσης: Το άγνωστο Παλαιόκαστρο
https://www.androsfilm.gr/2020/03/27/to-agnosto-palaiokastro-ton-giorgou-glynou-spyrou-tsaousi/
- Γ. Γλυνός – Σπ. Τσαούσης – Θ. Καρπούζης: Αγρίδια: η περιοχή των αγρών, το χαμένο χωριό, το φέουδο.
- Γ. Γλυνός – Σπ. Τσαούσης: Το Ρωγό αποκαλύπτεται: το μεσαιωνικό παρελθόν, το δίκτυο νερόμυλων, ο τόπος καταγωγής του Δημήτρη Γλυνού
- Γ. Γλυνός: Μια εκκλησία των Λατίνων στο Πισκοπειό και μερικές σκέψεις
- Γ. Γλυνός: Ιστορική αναδρομή στην Καππαριά
https://www.androsfilm.gr/2021/06/15/video-george-glynos-historical-background-in-kapparia/
- Σπ. Τσαούσης – Γ. Γλυνός: Η έξοδος διαφυγής του Απάνω Κάστρου και η παράκαμψη των Διποταμάτων
- Δ. Πασχάλης: Κάστρα, πύργοι και βίγλαι εν Άνδρω, Επετηρίς της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Ε΄, 1965, σελ. 377, 383, 387
- Δ. Κυριακός: Άνδρος Ιστορία και Πολιτισμός, Αθήναι 1965, σελ. 41
- Ν. Βασιλόπουλος: Βυζαντινής Άνδρος 4ος – 13ος αι.
https://androshistoria.blogspot.com/2015/04/4-13.html
- Δ. Πολέμης: Οι Αφεντότοποι της Άνδρου – Πέταλον 2 Παράρτημα, Άνδρος 1995, σελ. 27
- Hill, The intra-site topography and standing remains of Kastro Apalirou, Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Norwegian Institute at Athens, Athens 2018 σελ. 115
- Ελ. Δεληγιάννη Δωρή, Η έρευνα στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου. Μερικές Σκέψεις. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τόμος ΚΖ’ 2006, 473.
- Hill, The intra-site topography and standing remains of Kastro Apalirou, Naxos and the Byzantine Aegean: Insular Responses to Regional Change, Norwegian Institute at Athens, Athens 2018 σελ. 106
- Κήρυξη μονών, ναών και κτισμάτων της νήσου Άνδρου ως ιστορικών διατηρητέων μνημείων.
http://listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=36
- Γ. Πάλλης, Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 150, 153.
- Δημ. Ν. Πασχάλης, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004 σελ. 635
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. η
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 107
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 108
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 79
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 94,95
- Νικ. Βασιλόπουλος, Το Λοξό Γεφύρι των Αηδονίων και η Αρχοντική Στράτα
https://androshistoria.blogspot.com/2015/08/blog-post.html
- Γ. Πάλλης, Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 145, 146
- Γ. Πάλλης, Εύανδρος – Χριστιανικά γλυπτά από το Επάνω Κάστρο της Άνδρου, Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2009 σελ. 259
- Δ. Βασιλειάδης, Βυζαντινά μνημεία της Άνδρου: Ο ναός του Αγίου Νικολάου Κορθίου, Αρχαιολογική Εφημερίς 1960, 16-37.
- Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 77
- Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 93
- Μαρίνα Βόγκλη, Κεραμική από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016, σελ. 99, 115
- Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 85
- Ι.Κ. Βογιατζίδης, Γλώσσα και Λαογραφία της Νήσου Άνδρου, Ανδριακά Χρονικά, Εκδόσεις Ανδριακού Ομίλου, 1956, σελ. 264.
- Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
- Ν. Πετρόχειλος, Συμβολές στην Ιστορία της Άνδρου μέσα από τις επιγραφές και τα μνημεία σελ. 197
- Δημ. Ν. Πασχάλης, «Ιστορία της Νήσου Άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004 σελ. 546, 592
- https://en.wikipedia.org/wiki/Honaz
- Δ. Αντωνίου, Η Άνδρος μέσα από το αρχείο του Υπουργείου Παιδείας (1833-1850), Ανδριακά Χρονικά 20, Τόμος Α’ Εκκλησιαστικά, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1993, Στοιχείον Α΄ Κατάλογος των Εκκλησιών της νήσου Άνδρου – Εν Άνδρω την 16 Αυγούστου 1833
- Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 5, Οι Ενοριακοί ναοί της Άνδρου κατά το έτος 1834, 1990 σ. 214
- Ν. Πετρόχειλος, Συμβολές στην Ιστορία της Άνδρου μέσα από τις επιγραφές και τα μνημεία σελ. 195
- Ι.Κ. Βογιατζίδης, Άνδρου Επιγραφαί, Αρχαιολογική Εφημερίς 1911, σελ. 74.
- Δημ. Ν. Πασχάλης, «Ιστορία της Νήσου Άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004 σελ. 548
- Δημ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 92-93.
- Δημ. Πασχάλης, Δώδεκα εν Άνδρω Βυζαντινά Μοναστήρια, Τυπογραφείον «Εστία», Αθήνα 1936, σελ. 19-20
- Γ. Πάλλης, Μεσοβυζαντινά γλυπτά στο ναό του Αγίου Αντωνίου στο Μέσα Βουνί, Άγκυρα 5, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2018, σελ. 15-27
- Γ. Πάλλης, Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 141-153
- Δημ. Πολέμης, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου, Αγρίδια (στ΄), Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 256-263
- Karl Hopf, Urkunden und Zuzatze zur Geschichte del Insel Andros und Ihrer Beherrscher in dem Zeitraume von 1207 bis 1566, Sitzungsberichte der Kaiserlichen Akademie der Wissenschaften. Philopsophisch – historische Classe, 21 (1856), σελ 253.
- Δημ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 20-21.
- Δημ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 27-28.
- Δημ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 47-48.
- Δημ. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα του Δεκάτου Έκτου Αιώνος, Ανδριακά Χρονικά 30, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999, σελ. 90-91.
- Δημ. Ν. Πασχάλης, «Ιστορία της Νήσου Άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004 Τόμος Β’ σελ. 65