Έναν χρόνο αφότου έφυγε από τη ζωή η προγιαγιά μου, η γιαγιά της μητέρας μου από τη Σμύρνη, η Στάσα -το Στάσα στη Σμύρνη είναι από τα αγαπημένα υποκοριστικά της Αναστασίας- κυκλοφόρησε ένας δίσκος μιας καινούργιας τραγουδίστριας τότε που λεγόταν Αλεξάνδρα, και ένα από τα τραγούδια του δίσκου λεγόταν «Το χασαπάκι».
Έτσι κι αλλιώς ο δίσκος είχε παλιά ρεμπέτικα και σμυρνέικα τραγούδια που μόλις τότε είχαν ξαναγίνει της μόδας, ίσως και πιο πολύ από την εποχή τους, μετά τον υπερεπιτυχημένο δίσκο του Γιώργου Νταλάρα «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι». Στην οικογένεια όλοι αναστατώθηκαν που η Αλεξάνδρα είπε το «Χασαπάκι» μέχρι που σύντομα κατάλαβα γιατί. Το «Χασαπάκι» το είχε γράψει ο προπάππος μου, ο Δημητρός Μπαρούσης -Δημητρός ήταν το αγαπημένο υποκοριστικό του Δημήτρης στη Σμύρνη- και μάλιστα το είχε γράψει ειδικά για τη Ρόζα Εσκενάζυ, κοντά 50 χρόνια πριν.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή για τον προπάππο μου στην οικογένεια, ακόμα και από την ίδια την προγιαγιά μου, δεν ήξερα παρά τη δουλειά που έκανε στη Σμύρνη, ήταν έμπορος ξηρών καρπών, και η οποία δουλειά στη μεν Σμύρνη του απέδιδε πολλά χρήματα αλλά η επιβίωση της οικογένειας μετά το ‘22 με την προσφυγιά χανόταν σε ένα αδιόρατο πέπλο.
Ούτε τραγούδια, ούτε μουσικές, ούτε ρεμπέτικα, ούτε σμυρνέικα, ούτε τίποτα τέτοιο. Έτσι έμαθα ρωτώντας και παίρνοντας απαντήσεις -οι οποίες ήταν όσο πιο καλυμμένες και αξιοπρεπείς μπορούσαν να είναι- ότι η ιστορία του επαγγελματικού τρόπου της επιβίωσης της οικογένειάς μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν τελείως διαφορετική από αυτά που ήξερα.
Έτσι, μαζί με όλη την ιστορία της καταστροφής της Σμύρνης, του διωγμού και του ξεριζωμού που ήξερα λεπτό προς λεπτό όπως συνέβη από την προγιαγιά μου, τη γιαγιά μου, τις θείες και τους θείους μου και η οποία ιστορία βέβαια καμία σχέση δεν είχε με όλα αυτά που άκουσα χρόνια μετά από μοντέρνους ιστορικούς που αναλύουν κατά το δοκούν και κατά το συμφέρον τους, ξεχνώντας το ανθρώπινο στοιχείο από το οποίο εσύ έχεις μιλήσει και εκείνο το έχεις ζήσει στην καρδιά, στο μυαλό και στο πετσί του…
Η ιστορία μας ξεκινά στις αρχές της προτελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, γύρω στο 1883 μάλλον – έτσι κι αλλιώς όλες οι ηλικίες πριν από το 1920 εξετάζονται ως ανακριβείς και όταν πρόκειται για πρόσφυγες εξετάζονται πιο πολύ. Το 1883 λοιπόν πάνω-κάτω γεννήθηκε στην Άνδρο ένα αγόρι που είχε κλίση στη μουσική και αποφάσισε να πάει στην τότε πολύ πολιτισμένη -και πολύ πιο μπροστά από οπουδήποτε αλλού στη νοτιοανατολική Ευρώπη- Σμύρνη να σπουδάσει βιολί στη μουσική ακαδημία που υπήρχε τότε εκεί.
Σπούδασε βιολί και μουσική γενικά αλλά συνάντησε και μια μικρότερή του Σμυρνιά που ερωτεύτηκε τρελά, τη Στάσα που λέγαμε. Την παντρεύτηκε και μέχρι το μοιραίο 1922 άφησε τη μουσική στο πλάι, ασχολήθηκε με το εμπόριο ξηρών καρπών αλλά και άλλων προϊόντων από τη βαθιά Ανατολή προς τη Σμύρνη, απέκτησε επίσης πέντε παιδιά -συν δύο που πέθαναν στη γέννα- και ένα μεγάλο σπίτι με δύο ορόφους στο πλάι ακριβώς της περίφημης Αγίας Φωτεινής, της Μητρόπολης της Σμύρνης.
Δεν εγκατέλειψε βέβαια εντελώς τη μουσική, μια και μαζί με κάποιους φίλους του είχε φτιάξει μια μικρή ορχήστρα, μια κομπανία, και τα Σαββατοκύριακα πηγαίνανε και παίζανε περισσότερο για το κέφι τους στο περίφημο ξενοδοχείο «Κρέμερ», στη μεγάλη αίθουσά του, τραγούδια και μουσικές όχι μόνο από την ψυχαγωγική παράδοση της Σμύρνης, αυτά που ξέρουμε σήμερα ως σμυρνέικα τραγούδια, αλλά και άλλα κομμάτια, ακόμα και κλασικά. Ήξεραν όλοι μουσική, δεν ήταν αυτοδίδακτοι…
Εκεί λοιπόν, το 1922, το μέτωπο κατέρρευσε και κάποια στιγμή μπήκαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη. Η προγιαγιά μου μέχρι το τέλος θυμόταν πως καθόταν στο μπαλκόνι της και άκουσε να φωνάζουν «Οι Τούρκοι, οι Τούρκοι, καίνε την πόλη». Τις επόμενες ώρες και τις επόμενες δυο-τρεις μέρες -πού να υπολογίσεις χρόνο τέτοιες στιγμές- ο Δημητρός, η Στάσα, τα πέντε παιδιά που ήταν από 12 ετών έως ένα μικρό ενάμισι έτους και η γιαγιά της οικογένειας, έχοντας μαζέψει ό,τι μπορούσαν να μαζέψουν και να κρύψουν πάνω τους ό,τι μπορούσαν να κρύψουν, έτρεχαν σαν τρελοί σε μια πόλη που καιγόταν, προσπαθώντας να κρυφτούν από τη μανία των Τούρκων οπουδήποτε, ακόμα και στο Νεκροταφείο της Σμύρνης. Κάποια στιγμή έφτασαν μπροστά σε ένα πλοίο -ξένο πλοίο φυσικά- όπου μπαίνανε όσοι μπορούσαν να μπουν για να γλιτώσουν.
Στην είσοδο όμως, εκτός από έναν Ιταλό αξιωματικό του πλοίου, ήταν και ένας Τούρκος (όπως Τούρκος υπήρχε σε κάθε λιμάνι της Σμύρνης), ο οποίος άρπαξε τον Δημητρό και τον πήγε από τη μία πλευρά σαν αιχμάλωτο γιατί βέβαια οι ενήλικοι άντρες συλλαμβάνονταν. Τότε ακριβώς τα πέντε παιδιά με επικεφαλής τον μικρό άρχισαν να κλαίνε, ήταν φαίνεται περίεργη η στιγμή, και ο Ιταλός αξιωματικός μπροστά σ’ αυτό που έβλεπε με τα παιδιά να κλαίνε, τη σύζυγο και τη γιαγιά σε απόγνωση, άρπαξε τον Δημητρό από τα χέρια του Τούρκου και τον έσπρωξε μες στο πλοίο και μετά έσπρωξε και όλη την οικογένεια. Έτσι, αντίθετα με πολλές άλλες οικογένειες, η οικογένεια Μπαρούση έφτασε στον Πειραιά ολόκληρη.
Κοιμήθηκαν ένα βράδυ σε μία από τις εκκλησίες του κέντρου του Πειραιά και επειδή και ο Δημητρός και η Στάσα είχαν κρύψει κάποιες λίρες μέσα στα εσώρουχά τους, και επειδή η Στάσα ήταν και λίγο ιδιότροπη, είχαν την τύχη ένας Ιταλός από τη Σμύρνη, φίλος του προπάππου που είχε έρθει και αυτός με το πλοίο -γιατί τη θηριωδία των Τούρκων δεν την έζησαν μόνο Ελληνες στη Σμύρνη, ε;- είπε πως ψηλά στον λόφο της Καστέλλας υπήρχε ένα σπίτι με δύο ορόφους που μόλις είχε χτιστεί και έμαθε πως νοικιάζεται. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε τη δεύτερη ή την τρίτη ημέρα που έφτασε στον Πειραιά σε αυτό το σπίτι και η τελευταία θεία μου έφυγε από αυτό το 1991 όταν πουλήθηκε…
Όμως με κάποιον τρόπο έπρεπε να επιβιώσουν και δεν υπήρχε άλλος από το να θυμηθεί τελικά ο Δημητρός τις σπουδές του. Με κάποια χρήματα που περίσσεψαν αγόρασε ένα βιολί και μπήκε γρήγορα στις ομάδες των ανθρώπων που έφτιαξαν αυτό που σήμερα ονομάζεται σμυρνέικο τραγούδι. Γρήγορα έγινε απαραίτητος ως ο βιολιστής της κάθε κομπανίας και βέβαια άρχισε να γράφει και τραγούδια τα οποία πρώτη εκτίμησε η Ρόζα Εσκενάζυ, η οποία όχι μόνο τα τραγούδησε αλλά και ηχογράφησε τότε που δεν ηχογραφούσε ο καθένας οτιδήποτε. Τραγούδια σε στίχους δικούς του ή και του Νίκου Μάθεση, του γνωστού «Τρελάκια».
Τραγούδια όπως το «Χασαπάκι» που λέγαμε ή «Τον Μόρτη – Μόρτη θέλω κι ας πεθάνω», το «Μας κυνηγούν τον αργιλέ» και άλλα πολλά που κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσα και ποια είναι γιατί πολλά τα χάριζε σε φίλους και γνωστούς μουσικούς ή τα πουλούσε χωρίς να φαντάζεται την αξία που θα είχαν στο μέλλον. Επιπλέον επειδή ήταν από τους ελάχιστους που ήξερε μουσική ήταν αυτός που σε όλους τους συναδέλφους του, τραγουδιστές και μουσικούς στον Πειραιά, κατέγραφε τα τραγούδια τους σε νότες, κάτι που δεν ήξεραν συνήθως αυτοδίδακτοι συνάδελφοί του. Με αυτόν τον τρόπο τον εκτιμούσαν ως πιο σοβαρό και οι συνάδελφοί του αλλά και οι άνθρωποι -ξένοι και Έλληνες- των δισκογραφικών εταιρειών. Η προγιαγιά μου πάντα επέμενε και διηγείτο πως ήταν ο προπάππος μου που πήγε τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον γνώρισε στους ανθρώπους της Columbia όταν χτίστηκε το πρώτο στούντιο το 1944.
Μέχρι το 1943 ο Δημητρός Μπαρούσης, ο οποίος υπέγραφε ως Μπαρούσης ή Μπαρούς ή Λορέντζος ή Αχιλλέας Μπαρούσης, το όνομα του ανιψιού του. Οι πιο πολλοί παλιοί στο σμυρνέικο και στο ρεμπέτικο τον ήξεραν ως ο μπαρμπα-Μήτσος ο Λορέντζος. Ο δε αξέχαστος και πραγματικά γνώστης αυτού του είδους του τραγουδιού Κώστας Χατζηδουλής μου είχε πει «τον παππού σου στον χώρο τον σέβονταν όλοι, όχι μόνο γιατί ήταν εξαιρετικός μουσικός και καλός άνθρωπος και οικογενειάρχης, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που δεν έπινε χασίσι». Φυσικά, οι άνθρωποι που δούλευαν σε αυτόν τον χώρο του τραγουδιού εκείνη την εποχή μπορούσαν να δουλεύουν παντού, από πανηγύρια και γιορτές μέχρι ειδικά γι’ αυτό το τραγούδι μαγαζιά, από τα οποία το πιο θρυλικό ήταν «Το δάσος» του Βλάχου στον Βοτανικό.
Λόγω των μουσικών του γνώσεων αλλά και του χαρακτήρα του πέρασε εύκολα από το σμυρνέικο στο ρεμπέτικο, αν και από ένα σημείο και μετά οι ορχήστρες του ρεμπέτικου δεν χρειάζονταν βιολί. Όλοι οι σημαντικοί τραγουδιστές εκείνης της εποχής τραγούδησαν τα τραγούδια του και άνθρωποι σαν τον Γιάννη Παπαϊωάννου ή τον Βαμβακάρη τον αγαπούσαν πολύ. Εκτός από τη Ρόζα και η Μαρίκα η Πολίτισσα, ο Κώστας Ρούκουνας, η Στέλλα Χασκίλ και ο Παπαϊωάννου ο ίδιος είχαν ερμηνεύσει τραγούδια του. Έμενε πάντα στην Καστέλλα στο διώροφο σπίτι, δυο στενά κάτω από τον Προφήτη Ηλία, με θέα τη θάλασσα.
Η σχέση του με αυτόν τον χώρο ήταν μόνο επαγγελματική – τελειώνοντας τη δουλειά του κάθε μέρα γύριζε σπίτι του και γινόταν ένας Σμυρνιός αστός. Δεν τον άγγιζε ιδιαίτερα η δουλειά. Εφυγε για πάντα το 1955 στα 72 του χρόνια από προβλήματα του αναπνευστικού, όπως πολλοί σε αυτό επάγγελμα της νύχτας τού τότε.
Ομως είχε σταματήσει από το 1943 και έχει σημασία το πώς. Ένα βράδυ μες στην Κατοχή δούλευε στην ορχήστρα του θρυλικού μαγαζιού «Του Μάριου» στην Ομόνοια όπου σύχναζαν όλοι οι ρεμπέτες. Ένα βράδυ μπήκε μεθυσμένος ένας Γερμανός αξιωματικός με την παρέα του, ήπιε κι άλλο εκεί και κάποια στιγμή σηκώθηκε και με το θράσος του κατακτητή όπλισε το πιστόλι και το έβαλε στον κρόταφο του Μπαρούση γαβγίζοντας στην κυριολεξία κάτι που ο μεταφραστής το μετέφρασε ως «θέλει να του παίξετε τον Γαλάζιο Δούναβη».
Αυτό βέβαια δεν ήταν τίποτα για τον Μπαρούση και το έπαιξε αμέσως και μάλιστα ως κλασικός βιολιστής και όχι ως αυτοδίδακτος. Μετά του ζήτησε και έπαιξε και άλλα τρία-τέσσερα αυτού του είδους κλασικά κομμάτια -φαντάζομαι τι θα είχαν πάθει οι θαμώνες του Μάριου ακούγοντας τέτοια πράγματα- τα οποία ο προπάππος μου ερμήνευσε πολύ εύκολα γιατί ήταν κομμάτια των σπουδών του και λίγες μέρες μετά ο Γερμανός αξιωματικός τού έβγαλε μια σύνταξη με την οποία από εκεί και πέρα ο ίδιος και η γυναίκα του έζησαν μέχρι τον θάνατό τους, εκείνος το 1955, εκείνη το 1976.
Όταν πέθανε ο Δημητρός, η γυναίκα του έκαψε όλες τις νότες και χάρισε το βιολί του γιατί δεν άντεχε μετά από τόσα χρόνια την απουσία του και ό,τι της τον θύμιζε.
Ιστορίες του παλιού καιρού, εκατό χρόνια μετά από μια μεγάλη καταστροφή και μια ιστορία ενός ανθρώπου που δεν είναι παρά μία ιστορία μέσα στο μεγάλο παζλ αυτής της καταστροφής.
Ιάσονας Τριανταφυλλίδης
Καταγωγή μαλλον σ από τα χωριά Κατακοίλου, Άρνη ή Απροβάτου λόγω του επωνύμου “Μπαρούς”