Πέμπτη, 28 Ιουλίου⋅9:15μμ
Σινέ αυλή Δημοτικού Θεάτρου Άνδρου
Στην τύχη ο Μπαλταζάρ
Γαλλική δραματική ταινία του 1966 | Α/Μ | Διάρκεια: 95′
σκηνοθεσία Ρομπέρ Μπρεσόν
με τους: Φρανσουά Λαφάρζ, Ζαν-Κλόντ Γκίλμπερτ, Αν Βιαζέμσκι, Φιλίπ Άσσελιν.
Ο Μπαλταζάρ, ένα υπομονετικό γαϊδούρι, είναι το “κλοτσοσκούφι”, το θύμα. O καθένας από τους αφέντες του ενσαρκώνει ένα ελάττωμα της ανθρωπότητας και με κάθε έναν από τους αφέντες του, ο Μπαλταζάρ θα υποφέρει έναν διαφορετικό πόνο. Η σκληρή και θλιβερή ζωή του, καθώς πέφτει συχνά θύμα κακομεταχείρησης, παραλληλίζεται μ’εκείνη της Μαρί, μιας συνεσταλμένης κοπέλας που σχετίζεται μ’ένα σκληρό και σαδιστή άντρα, ο οποίος τελικά την εγκαταλείπει. Αυτό που σκέφτεται, κανείς δεν το γνωρίζει. Αλλά έχει το μάτι ενός δικαστή. Η γαλήνια ζωή του αντιβαίνει στη ταραχώδη ύπαρξη των ανθρώπων.
Το φιλμ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γκοντάρ- ενός από τους πιο ένθερμους οπαδούς του, εκπέμπει μια «ευαγγελική γλυκύτητα». Σε τυλίγει στις σιωπές και την μόνο κατ’ επίφαση στιλιστική του λιτότητα. Σε αφοπλίζει μέσα από συγκλονιστικές στο τίποτά τους σκηνές, όπως αυτή ενός μεθυσμένου ρακένδυτου που αποχαιρετά μια πέτρινη σημαδούρα προτού σπεύσει στον θάνατό του, ή εκείνο το μαγικό και τόσο μελαγχολικό πλάνο όπου το βλέμμα του Μπαλταζάρ διασταυρώνεται με τη ματιά μιας χούφτας φυλακισμένων σε κλουβιά ζώων.Για όλους αυτούς τους λόγους, και ακόμη περισσότερους, η ταινία αποτελεί ένα θαυμαστό είδος δημιουργικής ανύψωσης για τον Μπρεσόν, έστω κι αν δεν υπήρξε ποτέ μια από τις πιο ονομαστές ή εύκολο να βρεθούν ταινίες του. Ακόμη και τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όμως, δεν έχουν πραγματικά καμία σημασία μπροστά στην εμπειρία του να παρακολουθείς με δάκρυα στα μάτια τον Μπαλταζάρ να οδεύει (στα τελευταία λεπτά του φιλμ) προς τον ήσυχο θάνατό του. Στη μέση ενός ηλιόλουστου λιβαδιού, μέσα στο αδιατάραχτο πρωινό, με την φύση να τελεί σιωπηλή μπροστά σε μια τόσο μικρή, μα τόσο μεγάλη τελικά αναχώρηση.
Το φιλμ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γκοντάρ- ενός από τους πιο ένθερμους οπαδούς του, εκπέμπει μια «ευαγγελική γλυκύτητα». Σε τυλίγει στις σιωπές και την μόνο κατ’ επίφαση στιλιστική του λιτότητα. Σε αφοπλίζει μέσα από συγκλονιστικές στο τίποτά τους σκηνές, όπως αυτή ενός μεθυσμένου ρακένδυτου που αποχαιρετά μια πέτρινη σημαδούρα προτού σπεύσει στον θάνατό του, ή εκείνο το μαγικό και τόσο μελαγχολικό πλάνο όπου το βλέμμα του Μπαλταζάρ διασταυρώνεται με τη ματιά μιας χούφτας φυλακισμένων σε κλουβιά ζώων.Για όλους αυτούς τους λόγους, και ακόμη περισσότερους, η ταινία αποτελεί ένα θαυμαστό είδος δημιουργικής ανύψωσης για τον Μπρεσόν, έστω κι αν δεν υπήρξε ποτέ μια από τις πιο ονομαστές ή εύκολο να βρεθούν ταινίες του. Ακόμη και τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όμως, δεν έχουν πραγματικά καμία σημασία μπροστά στην εμπειρία του να παρακολουθείς με δάκρυα στα μάτια τον Μπαλταζάρ να οδεύει (στα τελευταία λεπτά του φιλμ) προς τον ήσυχο θάνατό του. Στη μέση ενός ηλιόλουστου λιβαδιού, μέσα στο αδιατάραχτο πρωινό, με την φύση να τελεί σιωπηλή μπροστά σε μια τόσο μικρή, μα τόσο μεγάλη τελικά αναχώρηση.