Η έξοδος διαφυγής του Απάνω Κάστρου και η παράκαμψη των Διποταμάτων
Των Σπύρου Τσαούση, Γιώργου Γλυνού
Οι θρύλοι του Κάστρου
Τα κάστρα υπήρξαν πάντοτε πηγές μύθων και θρύλων που περνούσαν από γενιά σε γενιά, εξάπτοντας τη φαντασία μικρών και μεγάλων. Το Απάνω Κάστρο της Άνδρου που δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή του Κορθίου, κοντά στο χωριό Κοχύλου, δεν θα μπορούσε να υστερεί σε αυτό. Η ψηλά ιστάμενη μεσαιωνική καστροπολιτεία, που φάνταζε απόρθητη λόγω των απόκρημνων βράχων που την περιβάλουν, υπήρξε πηγή δημιουργίας πολλών λαϊκών θρύλων.
Ανάμεσα στους γνωστότερους, αυτός της «γριάς» που πρόδωσε το Κάστρο! Μια από τις συνηθέστερες εκδοχές της, αναφέρει ότι η «γριά» ζήτησε να εισέλθει στο Κάστρο λόγω της εγκύου κόρης της, την οποία ζήτησε να βάλει μέσα. Στη συνέχεια άνοιξε κάποια πύλη του Κάστρου και οι εχθροί εισήλθαν1. Από τις τύψεις της, κατέβηκε σε μια παραλία κάτω από το Κάστρο όπου πήδηξε, μα η μορφή της πέτρωσε στη θάλασσα για πάντα, εκεί όπου σήμερα είναι ο βράχος «της γριάς το πήδημα».
Ένας άλλος θρύλος του Κάστρου υποστηρίζει ότι στη γειτονική θέση «Σφαριό», βόρεια του Κάστρου, οι υπερασπιστές της καστροπολιτείας εκτελέστηκαν μετά την παράδοσή τους.
Παράλληλα, οι σπηλιές στα ριζά του Κάστρου, στα οποία οι μικροί Κοχυλιανοί εισέρχονταν με κεριά, προχωρώντας στα έγκατά τους μέχρι εκεί που τα κεριά τους έσβηναν, αποτελούσαν πηγή ενός άλλου πολυθρύλητου μύθου. Ότι δηλαδή, υπήρχε δίοδος διαφυγής από το Κάστρο διαμέσου κάποιας σπηλιάς, η οποία επικοινωνούσε με σπηλιά στη θαλάσσια περιοχή της Μέλισσας, στον κόλπο δηλαδή που βρίσκεται κάτω από το Κάστρο.
Στη Μέλισσα, ανάμεσα στις σπηλιές Χιλάντρα και την ομώνυμη σπηλιά της Μέλισσας, μία κλιμακωτή στράτα, το «Κακόβολο», που ατρόμητοι τεχνίτες πρέπει να έχτισαν σε άγνωστη εποχή, συνέδεε τη βραχώδη, προστατευμένη από τους ανέμους ακτή, με του Κοχύλου και το μυστηριώδες «Κάτω Χωριό». Σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν οι καιρικές συνθήκες ανάγκαζαν τους βαρκάρηδες να απαγκιάσουν στο μυχό του κόλπου της Μέλισσας, άφηναν τις βάρκες τους στο εσωτερικό της σπηλιάς και ανέβαιναν τη σκάλα του «Κακόβολου». Παραμένει άγνωστο το πότε ξεκίνησε αυτή η πρακτική. Πάντως το όνομα της διπλανής σπηλιάς «Χιλάντρας», της μεγαλύτερης από τις δύο που πλαισιώνουν το «Κακόβολο», θυμίζει πολύ τα Βυζαντινά «Χελάνδια», που αποτελούσαν τον κύριο τύπο πολεμικών πλοίων μεταξύ 9ου και 11ου αιώνα.
Η φυσικά οχυρή περιοχή του «Κάτω Χωριού» με τη θέση «Βιγλάκι» αποτελούσε σημείο επόπτευσης του όρμου της Μέλισσας για λογαριασμό του Απάνω Κάστρου.
Ορισμένοι από τους ανωτέρω θρύλους επαναλαμβάνονται ως δημοφιλείς ιστορίες και σε άλλες περιπτώσεις παρόμοιων οχυρώσεων. Το μοτίβο της προδοσίας, σχετικά με την κατάληψη οποιουδήποτε κάστρου, αποτελεί πιο πρόσφορο αφήγημα για τους απογόνους των υπερασπιστών, έναντι αυτού της αποτυχίας υπεράσπισής του. Ωστόσο, δεν αποκλείεται σε ορισμένους από αυτούς τους λαϊκούς θρύλους να υπάρχουν και κάποια ψήγματα αλήθειας…
Η ανασκαφή
Η αρχαιολογική ανασκαφή του Κάστρου, που ξεκίνησε το 2004 υπό την καθηγήτρια Ελένη Δεληγιάννη Δωρή, έφερε στο φως πολύ σημαντικά ευρήματα2. Το Απάνω Κάστρο φαίνεται να ανάγεται στο 13ο αιώνα, εποχή κατά την οποία το νησί της Άνδρου καταλήφθηκε από τους Λατίνους του Μαρίνου Δάνδολο. Στις αρχές του 13ου αιώνα δημιουργήθηκε από τους Λατίνους κατακτητές το Κάτω Κάστρο στη Χώρα. Η χρήση εξαιρετικά ισχυρού συνδετικού κονιάματος, τόσο στο Κάτω Κάστρο όσο και σε συγκεκριμένα κτίσματα του Απάνω Κάστρου, παραπέμπει στην ανέγερση και του δευτέρου κατά την ίδια περίοδο.
Μεταξύ των κτισμάτων του Απάνω Κάστρου όπου η αρχαιολογική σκαπάνη διαπίστωσε τη χρήση ισχυρού συνδετικού κονιάματος, συγκαταλέγονται τα τείχη του Κάστρου και οι οχυρωματικοί πύργοι που το πλαισιώνουν, οι τρεις κινστέρνες του Κάστρου, ένας ομβροσυλλέκτης, ο προμαχώνας του Καταφυγίου καθώς και πύργος στη βορειοανατολική άκρη του Κάστρου. Λόγω της χρήσης του συνδετικού αυτού κονιάματος, όλα αυτά τα αμυντικά κτίσματα θεωρούνται ότι ανήκουν στην πρώτη φάση κατασκευής της οχύρωσης2.
Παράλληλα, διάφορα κτίσματα, με πιο πρόχειρη τοιχοποιία και χρήση λάσπης ως συνδετικού υλικού, φαίνεται να ανήκουν σε μία ύστερη φάση κατοίκησης του Κάστρου, η οποία προσδιορίζεται περί το 16ο αιώνα. Ανάμεσα σε αυτά ο ερειπωμένος ορθόδοξος ναός πλησίον της Φανερωμένης καθώς και τα σπίτια της «Κάτω» και «Πάνω γειτονιάς» στο χώρο της ανασκαφής. Μάλιστα σε μία από τις οικίες διαβάστηκε με επιφύλαξη σε ενεπίγραφο υπέρθυρο, με ενετικούς χαρακτήρες, το έτος «1552» 2. Συμβατό με αυτό είναι η αφήγηση του Έλληνα ναυτικού, στην υπηρεσία της Βενετίας, Antonio Millo, ο οποίος στα 1582 αναφέρει: «Πάνω στο νησί αυτό (Άνδρος) υπάρχουν δύο κάστρα καλά κατοικημένα» 3, φράση που πιθανότατα παραπέμπει στο Κάτω και Απάνω Κάστρο.
Φαίνεται λοιπόν, ότι στη διάρκεια του 16ου αιώνα, το Απάνω Κάστρο2 (επανα)κατοικήθηκε, προκειμένου να προφυλαχθούν οι ντόπιοι από τις επιδρομές των πειρατών αλλά και των συγκρούσεων ανάμεσα στους Βενετούς και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίοι, στο διάστημα μεταξύ 15ου και 18ου αιώνα, αγωνίζονταν για την κυριαρχία στο χώρο του Αιγαίου.
Στη διάρκεια της ανασκαφής, εντοπίστηκαν και γλυπτά της Βυζαντινής εποχής τόσο στο Απάνω Κάστρο όσο και στους πρόποδες αυτού. Μεταξύ αυτών, παλαιοχριστιανική φιάλη (λεκάνη για πλύσιμο χεριών πριν την είσοδο σε ναό) σε κελί του Κάστρου (5ος – 6ος αι.)4, θωράκια εντοιχισμένα εντός του ναού της Φανερωμένης (12ος αι.) 4, βυζαντινό κιονόκρανο στη βόρεια κλιτύ του Κάστρου5, αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη, σε δεύτερη χρήση, εντοιχισμένα στον ερειπωμένο ναό των Αγίων Αποστόλων (12ος αι.) 4.
Τα γλυπτά αυτά, εντοιχισμένα συνήθως σε δεύτερη χρήση, θα μπορούσαν να έχουν μεταφερθεί στο Απάνω Κάστρο από άλλη περιοχή, αν και τα αρχιτεκτονικά μέλη από τους Αγίους Αποστόλους, παραπέμπουν στην ύπαρξη τρουλαίου βυζαντινού ναού υψηλών προθέσεων στην περιοχή πλησίον του Κάστρου4,5.
Οι πύλες του Κάστρου
Αρχικά εικαζόταν ότι η κύρια πύλη του Κάστρου βρισκόταν στο βόρειο τείχος κοντά στο μεγάλο πεταλοειδή οχυρωματικό πύργο, μετά τις δύο κινστέρνες6, 7. Ωστόσο, στη διάρκεια της ανασκαφής δεν εντοπίστηκε κάποια απτή απόδειξη που να επιβεβαιώνει αυτή την υπόθεση. Αντίθετα, επισημάνθηκε θέση πύλης στο βόρειο τείχος, σχετικά κοντά στον ορθόδοξο ναΐσκο2. Το τείχος του περιβόλου εκατέρωθεν της πύλης αυτής στέκει ακόμη λόγω του κτισίματος με ισχυρό συνδετικό κονίαμα, ενώ εντοπίστηκε και το κατώφλι της από την εξωτερική πλευρά του τείχους. Το άνοιγμά της Βόρειας Πύλης όμως έχει φραχθεί σε άγνωστη εποχή με χρήση ξερολιθιάς και η ανάδειξή του στο μέλλον θα αποτελούσε σίγουρα μια πρόκληση.
Στην πύλη οδηγούσε ανερχόμενη υπερυψωμένη οδός, η οποία διακοπτόταν για λόγους ασφαλείας. Στη θέση αυτή μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχε ανασυρόμενη ξύλινη γέφυρα8.
Οι ντόπιοι υπέδειξαν στην ομάδα της ανασκαφής, στη νότια πλευρά του Κάστρου, θέση με το μικροτοπωνύμιο «Παραπόρτι». Στη θέση αυτή, οι αιμασιές φτάνουν πολύ κοντά στο επίπεδο της οχύρωσης και η μετάβαση από και προς το εσωτερικό του Κάστρου είναι εξαιρετικά ευχερής. Ωστόσο, η ομάδα της ανασκαφής δεν μπόρεσε να βεβαιώσει ενδείξεις ύπαρξης άλλης πύλης εισόδου στη συγκεκριμένη περιοχή2, ενδεχομένως εξαιτίας και της σημαντικής απουσίας της τοιχοποιίας σε αυτή την πλευρά του Κάστρου. Φαίνεται ότι από αυτή την πλευρά έγινε σημαντική λήψη λίθινου υλικού από τα τείχη του Κάστρου για την κατασκευή των κοντινών αιμασιών αλλά, ενδεχομένως και οικιών στου Κοχύλου.
Να σημειωθεί ότι η λέξη «παραπόρτι» προέρχεται από τη μεσαιωνική ελληνική παραπόρτιον < παρά + ελληνιστική κοινή πόρτα < λατινική porta και σημαίνει τη μικρή εξώπορτα στο πίσω ή άλλο μέρος ενός σπιτιού (ή οχυρωματικού οικισμού), διαφορετική από την κύρια είσοδο. Παραπόρτι, εξάλλου, υπάρχει και περιοχή στη σημερινή Χώρα της Άνδρου και προφανώς είχε την ίδια έννοια στα χρόνια του Κάτω Κάστρου, στη νότια πλευρά του.
Η μαρτυρία του Buchon (1841)
Ο Γάλλος περιηγητής Jean Alexandre Buchon (1841), μας δίνει μία από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες επίσκεψης στο, ερειπωμένο πια, Απάνω Κάστρο9. Περιγράφοντας την κατάσταση της οχύρωσης αφηγείται:
«Ο βράχος πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το Απάνω Κάστρο μοιάζει απολύτως ως προς το σχήμα με την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά έχει πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια. Εκεί ήταν χτισμένη μια ολόκληρη μεσαιωνική πόλη που μπορούσε να χωρέσει πολλές χιλιάδες ψυχές και τα τείχη αυτής της αρχαίας πολιτείας παρεμβάλλονται ανάμεσα στους βράχους για να καλύψουν τα διάκενα. Διακρίνονται ακόμη κάποια τμήματα πύργων κατά μήκος των τειχών, από μικρά λιθάρια συγκολλημένα με συνδετικό κονίαμα δίχως το παραμικρό ίχνος οικοδομής ελληνικού τύπου. Υπάρχουν πλείστα χαλάσματα σπιτιών σε αυτό το πλάτωμα, και πολλές εκκλησίες στέκουν ακόμα όρθιες ανάμεσα στα ερείπια. Κάποιες από αυτές επισκευάστηκαν αργότερα με ξερολιθιά, χάρη στην ευλαβή φροντίδα των Ελλήνων, ενώ στο εσωτερικό ξαναβρίσκει κανείς τρούλους από τούβλα συγκολλημένα με συνδετικό κονίαμα. Ένα πηγάδι με άφθονο νερό σε μικρό βάθος από το φιλιατρό του παραμένει εκεί ακόμα…»9
Σε σχέση με την προσέγγιση στο Κάστρο, ο περιηγητής αναφέρει:
«Το παλιό κάστρο είναι χτισμένο ψηλά, σε μικρή απόσταση από το Κοχύλου. Το βουνό πάνω στο οποίο μοιάζει θρονιασμένο έχει μια πιο ήπια κλίση από τη μεριά του χωριού και κόβεται απότομα από τη μεριά της θάλασσας…
Ερχόμενος κανείς από τη μεριά της θάλασσας, φτάνει ανηφορίζοντας σε ένα είδος πολύ στενού περάσματος, τριών μόνο μέτρων φάρδους, και οι δύο βουνοπλαγιές εκατέρωθεν καταλήγουν σε χαράδρες. Το πέρασμα αυτό είναι σύντομο όσο και στενό. Πιο πέρα, η κορυφή του βουνού πλαταίνει λίγο σταδιακά στην άνοδο και καταλήγει στα χαλάσματα μιας εκκλησίας και σε έναν παλιό πύργο.»9
Η περιγραφή του Buchon στο σύνολό της είναι λεπτομερής. Παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη χωροταξία του Κάστρου, τα τείχη, το πηγάδι (πιθανότατα η δεξαμενή πάνω στην οποία εδράζεται το κελί με την παλαιοχριστιανική φιάλη), αλλά φαίνεται να καταγράφει και ορισμένες λανθασμένες παραδοχές.
Μοιάζει να συγχέει τις κινστέρνες (ταμιευτήρες νερού) με τα οξυκόρυφα τόξα, με εκκλησίες με «τρούλους από τούβλα συγκολλημένα με συνδετικό κονίαμα». Προκαλεί εντύπωση αυτό δεδομένου ότι το εσωτερικό τους και η έλλειψη παραθύρων δεν παραπέμπει σε εκκλησίες. Ίσως το χρωματιστό υδραυλικό κονίαμα που στεγανοποιούσε τους τοίχους στο εσωτερικό και συγκρατούσε το νερό, με τις αλλοιώσεις που του πρόσδιδε η υγρασία, να φάνταζε στους ντόπιους ως ίχνη αγιογραφιών.
Επίσης έχει ενδιαφέρον η αναφορά του για την επιφάνεια του Απάνω Κάστρου ως μεγαλύτερης από της Ακρόπολης των Αθηνών, παρ’ό,τι οι μετρήσεις δείχνουν το Απάνω Κάστρο περίπου στα 19 στρ. και την επιφάνεια της Ακρόπολης στα 30 στρ. Αποτελεί ωστόσο μια ένδειξη του μεγέθους και δέους που προκαλούσε η γεωγραφία του Κάστρου. O Buchon αναφέρει επιπρόσθετα ότι φιλοξενούσε χιλιάδες ψυχές, εκτίμηση που θεωρείται υπερβολική10.
Ο περιηγητής φαίνεται να διαχωρίζει σαφώς τις δύο πλευρές του Κάστρου: τη μία «από τη μεριά του χωριού (Κοχύλου)» και την άλλη «από τη μεριά της θάλασσας». Οι δύο αυτές πλευρές αντιστοιχούν, η μεν πρώτη στη δυτική / νοτιοδυτική πλευρά, από την οποία εισέρχεται σήμερα ο επισκέπτης της οχύρωσης, ενώ η δεύτερη παραπέμπει στην ανατολική / νοτιοανατολική πλευρά του οχυρού προς την πλευρά του κόλπου της Μέλισσας.
Παρ’ ότι η αφήγηση του Buchon θα μπορούσε να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους, είναι σαφές ότι οι τελευταίες φράσεις («Ερχόμενος κανείς από τη μεριά της θάλασσας, φτάνει ανηφορίζοντας σε ένα είδος πολύ στενού περάσματος, τριών μόνο μέτρων φάρδους, και οι δύο βουνοπλαγιές εκατέρωθεν καταλήγουν σε χαράδρες. Το πέρασμα αυτό είναι σύντομο όσο και στενό. Πιο πέρα, η κορυφή του βουνού πλαταίνει λίγο σταδιακά στην άνοδο και καταλήγει στα χαλάσματα μιας εκκλησίας και σε έναν παλιό πύργο.») περιγράφουν το στενό λαιμό στο Καταφύγιο, τον ύστατο χώρο υπεράσπισης της οχύρωσης. Στο σημείο αυτό υπάρχει πράγματι στενός ισθμός με εκατέρωθεν χαράδρες, οι οποίες προκαλούν ίλιγγο, μετά τον οποίο υπάρχει η τρίτη κινστέρνα αλλά και ο πύργος / βίγλα στην άκρη του Κάστρου, όπου στέκει σήμερα το τριγωνομετρικό σημείο (586 μ. υψόμετρο). Τα δύο αυτά μνημεία φαίνεται να παραπέμπουν στα χαλάσματα της εκκλησίας και του παλιού πύργου που αναφέρει ο περιηγητής.
Ωστόσο, η φράση «ερχόμενος κανείς από τη μεριά της θάλασσας φτάνει ανηφορίζοντας…» στο στενό πέρασμα του καταφυγίου δημιουργεί εύλογες απορίες σχετικά με το αν ο περιηγητής αναφέρεται σε είσοδο στο Κάστρο από το συγκεκριμένο σημείο στην ανατολική / νοτιοανατολική πλευρά της οχύρωσης, ή στην κίνηση εντός του χώρου σε αυτή την πλευρά.
Προκειμένου να εξετάσουμε την πιθανότητα εισόδου από αυτή την πλευρά, διερευνήσαμε τις δυνατότητες προσέγγισης του συγκεκριμένου χώρου.
Μία τρίτη (;) πρόσβαση στο Κάστρο
Προσπερνώντας τον προμαχώνα του Καταφυγίου κι ανηφορίζοντας προς το στενό ισθμό με τις εκατέρωθεν χαράδρες, ο Σπύρος ξάπλωσε στην άκρη ενός βράχου δίπλα στην κινστέρνα προκειμένου να κατοπτεύσει την εξωτερική τοιχοποιία στο συγκεκριμένο απόκρημνο σημείο. Με μεγάλη έκπληξη, διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν περίπου 6 στενά σκαλοπάτια, συγκολλημένα με ισχυρό συνδετικό κονίαμα, τα οποία κατέβαιναν σε ένα πλατύσκαλο! Από εκεί ο φυσικός βράχος φαινόταν να έχει διαμορφωθεί σε σκαλιά τα οποία κατέβαιναν στο επίπεδο της πλαγιάς κάτω από το Κάστρο.
Χωρίς χρονοτριβή, έσπευσε προς το Παραπόρτι προκειμένου βγει εκτός του περιβόλου και να προσεγγίσει τη βάση του Κάστρου στη νότια πλευρά του Καταφυγίου, ώστε να παρατηρήσει από κοντά την κατασκευή αυτή. Ανάμεσα στους φυσικά οχυρούς βράχους, μια εκτεταμένη τοιχοποιία ξεκινούσε από τη βάση του Κάστρου μέχρι το ύψος του Καταφυγίου, στα πρότυπα που αναφέρει και ο Buchon («τα τείχη αυτής της αρχαίας πολιτείας παρεμβάλλονται ανάμεσα στους βράχους για να καλύψουν τα διάκενα»).
Από αυτή την πλευρά, τα σκαλοπάτια δεν διακρίνονταν εύκολα καθώς ξεκινούσαν αρκετά ψηλότερα. Απαιτούνταν αναρρίχηση στα διαμορφωμένα ογκώδη σκαλιά επί του βράχου προκειμένου να φτάσει κανείς κοντά στο πλατύσκαλο και να δει τα 6 κτιστά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο εσωτερικό του Καταφυγίου, κοντά στην κινστέρνα.
Όπως και στην περίπτωση της Βόρειας Πύλης, η κατασκευή δεν επέτρεπε την άμεση μετάβαση από το φυσικό βράχο στο πλατύσκαλο. Για αυτό το σκοπό, φαίνεται ότι θα απαιτείτο και σε αυτή την περίπτωση η χρήση ανασυρόμενης σκάλας ή ράμπας για την προσέγγιση των διαμορφωμένων ογκωδών σκαλοπατιών στο βράχο. Η τεχνική αυτή, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη δυσκολία εντόπισης των σκαλοπατιών από το επίπεδο του εδάφους φαίνεται να ήταν εσκεμμένη, ούτως ώστε να μην αποκαλύπτεται η θέση εξόδου από το Καταφύγιο.
Μάλιστα συζητώντας τις φωτογραφίες με το Γιώργο Πάλλη, ο Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης παρατήρησε ότι: «η αριστερή πλευρά της σκάλας μοιάζει κατεστραμμένη – προβάλλουν λίθοι των σκαλοπατιών και άλλοι κάτω από αυτούς. Επομένως πρέπει να υπήρχε εξωτερικό μέτωπο / τοιχοποιία που καταστράφηκε.» Πράγματι στις φωτογραφίες από την πλευρά του Καταφυγίου, φαίνεται κάποια από τα σκαλοπάτια να συμπλέκονται με λίθους που θα δημιουργούσαν εξωτερικό μέτωπο στη σκάλα. Από την κάτω πλευρά, την πλευρά του φυσικού βράχου, διακρίνουμε μεγάλη ποσότητα συνδετικού κονιάματος στην εξωτερική πλευρά των σκαλοπατιών, που θα αποσκοπούσε στη συγκράτηση του εξωτερικού μετώπου. Παράλληλα, στις φωτογραφίες από την κάτω πλευρά, παρατηρούμε ακόμη κάποιες μικρές πέτρες στο πρώτο σκαλοπάτι που θα διαμόρφωναν το εξωτερικό μέτωπο. Η ύπαρξη εξωτερικής τοιχοποιίας θα αποσκοπούσε στην περαιτέρω απόκρυψη της θέσης εξόδου από το Καταφύγιο και θα υποβοηθούσε την κίνηση στη στενή και επικίνδυνη κλίμακα.
Η ύπαρξη Πύλης που θα εξυπηρετούσε τα σκαλοπάτια αυτά, πιθανότατα θα αποσκοπούσε σε έξοδο διαφυγής, καθώς το Καταφύγιο αποτελούσε το ύστατο σημείο άμυνας εντός της οχύρωσης. Οποιαδήποτε πρόσβαση σε αυτό από τους επιτιθέμενους θα ήταν καθοριστική, καθώς η κατάληψη του υπερυψωμένου Καταφυγίου θα ήταν μοιραία για τους υπερασπιστές της υπόλοιπης οχύρωσης.
Η έξοδος διαφυγής από το συγκεκριμένο σημείο, θα επέτρεπε την κίνηση προς τον κόλπο της Μέλισσας, κάτι που δεν απέχει πολύ από το θρύλο των υπόγειων περασμάτων προς τη σπηλιά στο επίπεδο της θάλασσας.
Εναλλακτικά θα επέτρεπε κίνηση προς την περιοχή της Λαβαντάρας και του Κούρβουλου, καθώς είναι αρκετά πιθανό οι πολιορκητές να επικεντρώνονταν σε επίθεση στο τμήμα της οχύρωσης δυτικά του Καταφυγίου. Στην περιοχή διακρίνεται πολύ παλιά στράτα που συνέδεε το Απάνω Κάστρο με το Συνετί μέσω του Κούρβουλου, μια διαδρομή η οποία παρουσιάζει πολύ μεγάλη κλίση, κατηφορίζοντας από την κορυφή του Κούρβουλου προς τον Άγιο Ιωάννη, απέναντι από το Συνετί.
Η διαδρομή από το Απάνω Κάστρο προς το Συνετί μέσω της καθόδου από το Κούρβουλο ήταν αρκετά συντομότερη από τη Στράτα που συνέδεε τα δύο μεσαιωνικά Κάστρα, το Απάνω Κάστρο με το Κάτω Κάστρο, μέσω των Διποταμάτων. Ωστόσο, ήταν εξαιρετικά απαιτητική ιδίως κατά την ανάβαση από το γεφύρι του Συνετίου μέχρι την κορυφογραμμή, όπου έπαιρνες δυτικά το δρόμο για το Κάστρο.
Ο δρόμος αυτός έχει επιβεβαιωθεί στο σύνολό του με επιτόπια παρατήρησή μας, παρόλο που είναι χαλασμένος και αδιάβατος για αιώνες σε μεγάλο μέρος του. Ζώσα μαρτυρία για τη χρήση του απροσπέλαστου σήμερα τμήματος, δεν υπάρχει από τους ηλικιωμένους κατοίκους του Συνετίου. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι, μέχρι και μισό αιώνα πριν, οι ντόπιοι προσκυνητές ξεκινούσαν από το Συνετί, περνούσαν το γεφύρι, και λίγο πριν τον Άη Γιάννη ανέβαιναν την Κλεβανή. Στη συνέχεια έμπαιναν πάλι στο δρόμο, και ανηφορίζοντας την εντυπωσιακής κατασκευής στενή της Λειβάδας, συνέχιζαν για την Παναγιά Φανερωμένη του Κάστρου, για να προσευχηθούν και να ανάψουν τα καντήλια.
Δηλαδή ακόμα και στον 20ο αιώνα, γινόταν χρήση του δρόμου του Κούρβουλου, όχι μόνο για την προσέγγιση των χωραφιών, αλλά και προς το Απάνω Κάστρο, παρακάμπτοντας το φαράγγι των Διποταμάτων.
Η μαρτυρία του Buchon πιθανότατα θα πρέπει να ερμηνευτεί ως είσοδος στο Κάστρο από την περιοχή όπου οι ντόπιοι υπέδειξαν ως το «Παραπόρτι» και ανηφορική κίνηση προς το Καταφύγιο. Ωστόσο, η στενή που διέτρεχε το Κάστρο από τη νότια πλευρά του και κατέληγε σε ανοιχτό πεδίο κάτω από το Καταφύγιο (βλ. ανωτέρω τοπογραφικό Απάνω Κάστρου), δεν αποκλείεται να σχετίζεται με την άμεση πρόσβαση στο Καταφύγιο του Κάστρου. Η συγκεκριμένη περιοχή είναι διάσπαρτη με χαλίκια, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες νότιες κλιτύες του Κάστρου που έχουν αιμασιές. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάβρωση του φυσικού βράχου του Κάστρου ή στο ότι οι γύρω βράχοι του κάστρου αποτέλεσαν πελεκανιές εξόρυξης πέτρας.
Από την έξοδο του Καταφυγίου που επισημάναμε, οι δυνατότητες διαφυγής προς ερημικά σημεία, κάτω από τη μύτη των πολιορκητών, οι οποίοι θα επιχειρούσαν πιθανότατα δυτικά του Καταφυγίου, ήταν πολλές.
Επίλογος
Με αφορμή μια μαρτυρία του περιηγητή Buchon, ο οποίος στα 1841 επισκέφθηκε το Απάνω Κάστρο και έφτασε στο Καταφύγιο «ερχόμενος από την πλευρά της θάλασσας» (πρωτότυπο: “En s’approchant du côté de la mer, on arrive en montant à une sorte de passage fort étroit, de trois mètres seulement de largeur; et des deux côtés s’ouvrent en précipice les deux flancs de la montagne. Cet isthme est aussi court qu’étroit. Au delà, le sommet de la montagne s‘élargit toujours en montant un peu et se lermine par les ruines d‘une église et d‘une vieille tour.”)9, εξετάσαμε τις δυνατότητες προσέγγισης στην οχύρωση από τη νότια πλευρά και συγκεκριμένα από το Παραπόρτι και από το Καταφύγιο.
Με έκπληξη διαπιστώσαμε την ύπαρξη σκαλοπατιών στο νότιο εξωτερικό τοίχο του Καταφυγίου, που φαίνεται να οδηγούσαν με χρήση ανασυρόμενης σκάλας ή ράμπας, εκτός του Κάστρου. Μάλιστα τα σκαλοπάτια βρίσκονταν στο σημείο που ακριβώς περιέγραφε στη συνέχεια της αφήγησης ο περιηγητής, δηλαδή στο στενό και μακρύ πέρασμα του Κάστρου, δίπλα στην κινστέρνα του Καταφυγίου.
Η δυνατότητα εξόδου από το σημείο αυτό, προς την πλευρά της θαλάσσιας περιοχής της Μέλισσας, έφερε στο νου μας τον πολυθρύλητο μύθο περί ύπαρξης υπόγειου περάσματος διαφυγής από το Κάστρο προς τη Μέλισσα. Στη συνέχεια εξετάσαμε, μία εναλλακτική διαδρομή έναντι της κλασικής στράτας των Διποταμάτων η οποία συνέδεε τα δύο Κάστρα της Άνδρου, μέσω του μοναδικού χωριού που έγινε επί της διαδρομής.
Η περαιτέρω εξέταση του χώρου του Καταφυγίου από τους αρμόδιους αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες, όπως είναι εύλογο, θα μας δώσει πιο βέβαια τεκμήρια, για τη χρησιμότητα αυτών των σκαλοπατιών που εντοπίσαμε.
Κρατάμε το ταξίδι στην ιστορία του τόπου μας, με την ελπίδα να μπορέσαμε να συμβάλαμε, έστω και λίγο, στην έρευνα και ανάδειξη της περιοχής που περιβάλλει το Απάνω Κάστρο και σμιλεύτηκε στο διάβα του χρόνου από χέρια αληθινών μαστόρων.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον Επίκουρο Καθηγητή Γιώργο Πάλλη για τα σχόλιά του και τη συνολική βοήθεια στην πραγμάτωση της τρέχουσας έρευνας. Επίσης τον Κοχυλιανό Γιώργο Βλαχάκη για τις πολύ σημαντικές μαρτυρίες του σε ό,τι αφορά το Απάνω Κάστρο και τη γύρω περιοχή. Τέλος τους Ευάγγελο Λουκίσα, Αλέξανδρο Γαρδέλη, Αριάνα Μασέλου, Ιωσήφ Παπαδόπουλο, για την ευγενική χορηγία φωτογραφικού υλικού τους. Στη διάρκεια αυτής της έρευνας, μάς συντρόφευσαν και οι μνήμες της γιαγιάς Μαριόγκας Τσαούση (το γένος Καλλιβρούση) από το Συνετί που ανέβαινε τη στράτα της Λειβάδας για να ανάψει τα καντήλια στην Παναγία Φανερωμένη στο Κάστρο και του παππού Γιώργου Στ. Τηνιακού από του Κοχύλου που, μικρό παιδί, αναζητούσε με αναμμένο κερί στις σπηλιές του Κάστρου, την έξοδο προς τη Μέλισσα.
Σπύρος Τσαούσης, Γιώργος Αρ. Γλυνός
Βιβλιογραφία:
- Δημ. Πασχάλη, Κάστρα, πύργοι και βίγλαι εν Άνδρω, Επετηρίς της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Ε΄, 1965, σελ. 375
- Ελ. Δεληγιάννη Δωρή et al, Έρευνα και Ανασκαφή στο Επάνω Κάστρο Άνδρου, Το αρχαιολογικό έργο στα νησιά του Αιγαίου, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ρόδος 2013, Μυτιλήνη 2017
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σελ. 55
- Γ. Πάλλης, Εύανδρος – Χριστιανικά γλυπτά από το Επάνω Κάστρο της Άνδρου, σελ. 251 – 268, Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2009
- Γ. Πάλλης, Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Eberhard, Byzantinische Burgen auf den Kykladen, ihre Rolle und Bedetung, JÖB 36 (1986) 167
- Ελ. Δεληγιάννη Δωρή, Η έρευνα στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου. Μερικές Σκέψεις. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τόμος ΚΖ’ 2006, 473.
- Νικ. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σελ. 302
Διασκευασμένη έκδοση του 1911 διατίθεται στον παρακάτω ηλεκτρονικό σύνδεσμο:
- Buchon, Voyage dans l’Eubee, les iles loniennes et les Cyclades en 1841, Paris 1911 (εκδ. J. Longon).
https://archive.org/stream/gri_voyagedansle00buch/gri_voyagedansle00buch_djvu.txt
- Ελ. Δεληγιάννη Δωρή, Η έρευνα στο Επάνω Κάστρο της Άνδρου. Μερικές Σκέψεις. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τόμος ΚΖ’ 2006, 477.