Όπως μας πληροφορούν οι περιηγητές, η διχοτόμηση του νησιού από το Πέταλο επηρέαζε σημαντικά τα χαρακτηριστικά της Άνδρου στα βόρεια και στα νότια του όρους. Οι Portier (1701) & Brandis (1838) αναφέρουν ότι το βόρειο τμήμα, ήταν φτωχότερο με λιγότερες καλλιέργειες και οι δρόμοι κακοτράχαλοι. Ο Philippson (1890) επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με το βόρειο τμήμα, τα μονοπάτια «έχουν κατασκευασθεί στις κλιτύς του νότιου τμήματος του νησιού με τη μορφή κλιμακωτών δρόμων.» Παράλληλα, συμπληρώνει ότι: «Η διχοτόμηση του νησιού από την ακρώρεια του Πετάλου αποτυπώνεται, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε και στον πληθυσμό. Το βόρειο άγονο ήμισυ κατοικείται από τους Αλβανούς*, το νότιο και πιο εύφορο από τους Έλληνες, με εξαίρεση το χωριό Βουρκωτή, στη νότια κλιτύ του Πετάλου, το οποίο είναι επίσης αλβανικό.»
Οι θαλάσσιες επιδρομές και το Γαύριο
Ωστόσο, πέρα από το άγονο του εδάφους, ο σημαντικότερος παράγοντας υπανάπτυξης του βόρειου τμήματος της Άνδρου, ήταν οι θαλάσσιες επιδρομές από πειρατές αλλά και αντιμαχόμενους στόλους. Τα ευπρόσβλητα δυτικά παράλια με τους καλούς λιμένες γύρω από το Γαύριο, αποτελούσαν συχνό αγκυροβόλιο πειρατών αλλά και εχθρικών στόλων, γεγονός που δεν επέτρεπε την απρόσκοπτη ανάπτυξη του εμπορίου στην περιοχή και τη μόνιμη κατοίκηση των κόλπων του Γαυρίου και του Μπατσίου.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Jean De Thevenot (1655) στη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου, που κατέληξε στην κατάληψη της Κρήτης (1645 – 1669) από τους Οθωμανούς, αναφέρει: «Φεύγοντας από Τζια αγκυροβολήσαμε στην Άνδρο λόγω τραμουντάνας. Εκεί βρήκαμε πέντε βενετσιάνικα καράβια.»
Τις προκλήσεις που γεννούσε η παραμονή του Βενετικού στόλου στο Γαύριο, περιγράφουν κάποια έγγραφα της Μονής Αγίας η οποία φέρεται να έκρυβε και να φυγάδευε στην Κάρυστο Μουσουλμάνους αιχμαλώτους των Βενετών. Σύμφωνα με δύο έγγραφα του 1650, που παραθέτει ο Ηλ. Κολοβός30, επισημαίνονται τα εξής: «Οι μοναχοί της Μονής Αγίας, που βρίσκεται στην Άνδρο, είπαν στο (Οθωμανικό) ιεροδικείο τα εξής: Από τότε που ξέσπασε ο Κρητικός Πόλεμος, ο στόλος των ελεεινών απίστων (Βενετών) ήρθε στο λιμάνι που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι τους. Οι μοναχοί έκρυψαν μέσα στο μοναστήρι τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους που οι άπιστοι χρησιμοποιούσαν ως κωπηλάτες… Τους έδωσαν να φάνε και να πιούν και στη συνέχεια τους πέρασαν με δικό τους καΐκι στην Κάρυστο… Επιπλέον, οι κάτοικοι του βιλαετιού ενημέρωσαν ως μάρτυρες το δικαστήριο ότι… οι εν λόγω μοναχοί είχαν πολλές φορές περάσει μουσουλμάνους αιχμαλώτους στην Κάρυστο.» Επίσης αναφέρεται ότι: «Οι μοναχοί (της Μονής Αγίας) είναι καλοί άνδρες. Υποδέχονται καλά και υπηρετούν πολύ τους διερχόμενους μουσουλμάνους. Επιπλέον όταν ενίοτε πηγαίνουν εκεί οι γαλέρες και τα μπουρτούν των ελεεινών και αχρείων απίστων (Βενετών), αναζητώντας στο μοναστήρι μουσουλμάνους και ζητώντας πληροφορίες, οι μοναχοί δεν τους παραδίδουν ποτέ, μολονότι πολλές φορές έχει συμβεί να τους κρύβουν εκεί και να τους βοηθούν δείχνοντας ελεημοσύνη κατά τη δύναμή τους. Μέχρι σήμερα δεν τους έχουν προδώσει».
Η στάση της Μονής ερμηνεύεται εύκολα αν αναλογιστούμε ότι επί Λατινοκρατίας οι Ορθόδοξες Μονές είχαν αναγκαστεί να διακόψουν τη λειτουργία τους. Μία επιστροφή των Ενετών στο νησί, που θα συνδυαζόταν με την παλινόρθωση της ισχύος της Καθολικής εκκλησίας, ενδεχομένως θα έθετε σε κίνδυνο την επαναλειτουργία των Μονών στο πλαίσιο του Οθωμανικού καθεστώτος. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών, ο Ιησουίτης Portier (1701) μετά την περιοδεία του σε Χώρα, Άρνη και Κόρθι, επισημαίνει: «…οι Ορθόδοξοι, τόσο οι λαϊκοί όσο και οι κληρικοί, έχουν ανατραφεί με μια φυσική απέχθεια για τους Λατίνους.» Άλλωστε η Μονή Αγίας, από τα τέλη του 16ου και στη διάρκεια του 17ου αιώνα υπήρξε σημαντικός πόλος της πολιτικής του Ορθόδοξου Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης στην Άνδρο. Πάντως, παρά την παλαιότερα φιλοθωμανική στάση της, η Μονή Αγίας δε θα διστάσει στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης να παράσχει σημαντική οικονομική βοήθεια στον αγώνα για ανεξαρτησία.
Στα 1688 ο Francesco Piacenza επιβεβαιώνει ότι το «Πόρτο Γαύριο» είναι «ακατοίκητο – απόλυτα ασφαλές και προστατευμένο στη νότια πλευρά». Ο Robert Saulger (1698) στη διάρκεια του επόμενου βενετοτουρκικού πολέμου (1684 – 1699) σημειώνει ότι η Άνδρος έχει «Δύο λιμάνια: ένα στο Νότο που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει παρά μόνο μικρές ντόπιες βάρκες και το άλλο πολύ μεγαλύτερο στο βορρά το οποίο ονομάζεται Γαύριο. Οι Τούρκοι έρχονται συχνά με όλες τις γαλέρες τους και οι Βενετοί με τα μεγάλα πλοία τους.»
Αντίστοιχα ο Tournefort (1700) επισημαίνει ότι: «Το λιμάνι του Γαυρίου μπορεί να χωρέσει μεγάλο στόλο και δεν απέχει πολύ από τα αρχαία στα νοτιοανατολικά. Το λιμάνι του Γαυρίου είναι το καλύτερο του νησιού . Οι Βενετοί το χρησιμοποιούν ως αγκυροβόλιο όταν έχουν πόλεμο με τους Τούρκους.» Με παρόμοιο τρόπο ο Ιησουίτης Portier (1701) αναφέρει: «Στην πούντα του νησιού που βλέπει στο Κάβο Ντόρο, ακρωτήρι της Εύβοιας, βρίσκεται το λιμάνι του Γαυρίου κατάλληλο για να χωρέσει ολόκληρο στόλο. Αυτό ήταν το λιμάνι στο οποίο κατά τον τελευταίο πόλεμο οι Ενετοί οδήγησαν το στόλο τους να ξεχειμωνιάσει. Τα περίχωρα του λιμανιού είναι παντελώς έρημα.» Στα 1828 ο John Purdy αναφέρει: «Το μοναδικό λιμάνι είναι το Γαύριο… στη δυτική ακτή… αλλά δε βρίσκεται στην κατοικημένη πλευρά του νησιού.»
Στα 1829 ο Edouard Gauttier d’Arc επισημαίνει ότι οι ίδιοι οι Ανδριώτες ασκούσαν πειρατεία στο πέρασμα του Κάβο Ντ’Όρο. Ήταν τα χρόνια της επανάστασης όπου οι ελληνικές θάλασσες είχαν καταστεί επικίνδυνες για τους ξένους εμπορικούς στόλους. Όχι τυχαία, ένα από τα πρώτα μελήματα του Καποδίστρια ήταν η πάταξη της πειρατείας στο Αιγαίο, η οποία δυσφημούσε τον ελληνικό αγώνα στο εξωτερικό. Ο Gauttier d’Arc καταγράφει: «Μια δεύτερη αλλαγή πορείας μας έφερε κοντά στην Άνδρο, πιο γνωστό ακόμη στους νεότερους χρόνους για τους άξεστους κατοίκους και τη ροπή τους στην πειρατεία. Η ανοησία των βαρβάρων αυτών είναι απίστευτη. Σαν άπληστοι γύπες ορμούν στο καράβι όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα προϊόντα της ευρωπαϊκής παραγωγής. Λέγεται ότι συνέχεαν με τον πιο αστείο τρόπο τη χρήση αντικειμένων που άρπαζαν. Οι πλάκες σοκολάτας γίνονταν γι’αυτούς πέτρες για το ακόνισμα των ξυραφιών τους. Νόμιζαν ότι τα μπουκάλια σαμπάνιας ήταν πολεμοφόδιο και τρόμαζαν με τις εκρήξεις τους….Μια πολεμική επιχείρηση των Γάλλων τιμώρησε προσφάτως τις αυθάδεις ληστείες τους και πυρπόλησε μέρος των μιστίκων τους.»
Σε παρόμοιο τόνο ο William Knight (1837 – 1838) σημειώνει: «Οι Ανδριώτες είναι ακόμα παλιάνθρωποι, χαρακτηρισμός που σίγουρα τους ταιριάζει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η πειρατική δράση τους στο πέρασμα του Κάβο Ντόρο…είναι νωπή στη μνήμη πολλών ταλαίπωρων που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια τους. Αμέτρητες είναι οι αποδείξεις για τον σατανικό χαρακτήρα των κατοίκων αυτού του νησιού, που μπορούν εύκολα να δώσουν οι αξιωματικοί και οι καπετάνιοι των βρετανικών εμπορικών πλοίων, οι οποίοι επισκέφθηκαν το Αρχιπέλαγος τα τελευταία δέκα ή είκοσι χρόνια.
Η εγγύτητα της Άνδρου με την ηπειρωτική Ελλάδα εξηγεί ενδεχομένως, έως ένα βαθμό, τον χαρακτήρα των κατοίκων, μιας και μπορεί σταδιακά να υπέκυψαν στον πειρασμό να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ληστών της ηπειρωτικής χώρας, με τους οποίους έρχονταν συχνά σε επαφή, και οι οποίοι με μία ή δύο γερές λείες φαινόταν να αποκομίζουν πλούτη που οι νησιώτες ήλπιζαν να αποκτήσουν με εργασία χρόνων σε άλλες δραστηριότητες. Η ελπίδα για κέρδος υπονόμευσε την τιμιότητά τους. Ακόμη και τώρα η πειρατεία θεωρείται από τους Ανδριώτες τίμιο επάγγελμα. Έχω ακούσει, και εγώ ο ίδιος, να συζητούν κατά πόσο το να είναι κάποιος κουρσάρος είναι αξιέπαινος τρόπος για να αποκτήσει τα απαραίτητα προς το ζην.»
Ο Brandis (1838) πάντως, αποδίδει την πειρατεία που μάστιζε τις δυτικές ακτές της Άνδρου στις επιδρομές των Οθωμανών, μετά την κατάληψη της Εύβοιας: «Το ότι οι δυτικές κοιλάδες του νησιού καλλιεργούνται λιγότερο από αυτές που βρίσκονται στα ανατολικά οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις επιδρομές των πειρατών της Καρύστου στην Εύβοια, οι οποίοι τόσες φορές ερήμωσαν αυτές τις ακτές κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Για τον ίδιο λόγο έκτιζαν μόνο χαμηλά σπίτια, για τους κολίγους, ενώ οι ιδιοκτήτες των κτημάτων κατοικούσαν στα ασφαλή χωριά της κοιλάδας της Μεσαριάς. Όταν όμως έπαψαν οι ενοχλήσεις, οι καλύβες εκείνες σιγά-σιγά μεγάλωσαν και πλήθυναν και τώρα απλώνονται σκόρπιες στην εκτεταμένη ράχη του βουνού, πλαισιωμένες από ωραιότατους κήπους. Μερικές κοιλάδες πάλι, που δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν, επειδή δεν υπήρχαν εργατικά χέρια, έχουν γίνει αδιαπέραστες από τις ψηλές δάφνες, τα πλατάνια, τις πικροδάφνες, τις μυρτιές.»
Στα 1829 ο Edgar Quinet αναφέρει κάποια πρώτα σπίτια στο Γαύριο: «καταφέραμε να χωθούμε σε μικρόν όρμο της Άνδρου. Αυτό το λιμανάκι, που από καιρό ήταν το καρνάγιο των πειρατών του Αρχιπελάγους, διακρίνεται από μακριά από τους δύο άσπρους βράχους. Η είσοδός του είναι σπαρμένη με σκοπέλους στην επιφάνεια του νερού. Ο πλοηγός μας τους απέφυγε με την αδιαφορία ανθρώπου συνηθισμένου σ’αυτές τις παραλίες. Έριξε τις τρεις άγκυρές μας σ’ένα στενό αμφιθέατρο από δασωμένα βουνά, σε βάθος το λιγότερο πέντε οργυιές. Πίσω μας τα κύματα παφλάζανε θυμωμένα μέσα σε μακρύ πορθμό. Μερικά χαμηλά σπίτια στην αμμουδιά λούζονταν από τον αφρό που ο άνεμος έσπρωχνε κάτω από τις αψιδωτές πύλες τους. Οι κάτοικοι μας είχανε δει από μακριά και κάθονταν κυκλικά στην παραλία… Πλησιάζοντάς τους, μάθαμε ότι τηρούσαν αναμεταξύ τους και με εμάς ένα είδος καραντίνας. Στο νησί υπήρχε επιδημία πανούκλας. Πέρα από το χωριό, σε μια ψηλή κορφή ο ήλιος δύοντας άγγιζε τις επάλξεις και τους πύργους ενός μοναστηριού.»
Ο Fiedler (1834 – 1837) αναφέρει: «Το Πόρτο Γαύριο είναι ένας περίκλειστος ασφαλής λιμένας. Στην ακτή βρίσκεται η οικία του λιμενάρχη, μερικά εργαστήρια, κάποιες οικίες και μία μικρή εκκλησία. Στα καταστήματα διατίθεντο περισσότερο υφάσματα και μικροαντικείμενα παρά τρόφιμα και ποτά.»
Στα 1841 ο Buchon σημειώνει: «Το Γαύριο είναι χωριό δεκατεσσάρων, δεκαπέντε σπιτιών. Ο δήμος είναι πάντως αρκετά μεγάλος και περιλαμβάνει πολλούς μικρούς συνοικισμούς και μεμονωμένα σπίτια, σπαρμένα εδώ κι εκεί σε μεγάλη έκταση… Κατέλυσα στο σπίτι του δημάρχου, ανθρώπου εξόχως κοινωνικού. Φορά την ενδυμασία της Ύδρας αφού αυτή η περιοχή του νησιού κατοικείται από Υδραίους μετοίκους που έχουν διατηρήσει τη χρήση της αλβανικής γλώσσας. Μου λένε ότι ο δήμαρχος του Γαυρίου είναι ο μόνος δήμαρχος της Άνδρου που δεν διατήρησε συνήθειες άρχοντα. Το χωριό του Γαυρίου έχει το πλεονέκτημα να διαθέτει γιατρό, που αμείβεται με τετρακόσιες δραχμές από τον δήμο και του παρέχεται στέγη από τον δήμαρχο. Έναντι των παροχών αυτών, ο γιατρός υποχρεούται να επισκέπτεται δωρεάν άπαντες τους ασθενείς δημότες, αλλά αμείβεται για τα φάρμακά του…»
Η Christiane Luth (1845 – 1846) αναφέρει την ύπαρξη νερόμυλου στην περιοχή του Γαυρίου, ίσως προς το Άνω Γαύριο όπου γνωρίζουμε την ύπαρξη πολλών νερόμυλων: «Συνεχίζοντας τον περίπατό μας φτάσαμε σ’ένα νερόμυλο… Ο μύλος δούλευε μόνο το χειμώνα γιατί το καλοκαίρι δεν υπήρχε αρκετό νερό.»
Ο Meyssonnier (1869) επισημαίνει: «Πιο μακριά, απέναντι από την Κάρυστο, βρίσκεται το χωριό του Γαυρίου, που αποτελείται από 30 περίπου οικίες. Διαθέτει ένα λιμάνι που είναι εξαιρετικό αγκυροβόλιο και θα μπορούσε να δεχθεί μεγάλα καράβια. Αλλά θα έπρεπε να γίνουν ορισμένες εργασίες, λίγο δαπανηρές ωστόσο, που θα το προφύλασσαν από τις προσχώσεις και θα του έδιναν μεγαλύτερο βάθος. Νομίζω ότι ο ναυτικός πληθυσμός θα έκανε καλύτερα να συγκεντρωθεί γύρω από το Γαύριο παρά στην Άνδρο, που δεν έχει λιμάνι… Αυτό που ενδεχομένως απομάκρυνε τους κατοίκους από το λιμάνι του Γαυρίου είναι ότι στη γύρω περιοχή οι καλλιέργειες δεν ευδοκιμούν. Οι χωρικοί, για να βγάλουν λίγο κριθάρι και σιτάρι, είναι υποχρεωμένοι να συγκρατούν το έδαφος με πεζούλες.»
Ο Bent (1882 – 1884) αντίστοιχα καταγράφει: «Το Γαύριο είναι ένα από τα πλέον έρημα μέρη του κόσμου. Κατά μήκος της ακτής ενός ευρύχωρου κλειστού λιμανιού βρίσκονται διάσπαρτα ελάχιστα σπίτια. Μπροστά τους υψώνονται ξύλινες κατασκευές σαν αγχόνες. Είναι όμως απλώς χώροι για να στεγνώνουν τα χταπόδια στον ήλιο και τον αέρα. Δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο στον ορίζοντα. Μονάχα μια ελώδης πεδιάδα επικίνδυνη το καλοκαίρι εξαιτίας των αναθυμιάσεών της…
Το Γαύριο δεν είναι καθόλου προστατευμένο από τους βοριάδες, που ορμούν καταπάνω του από τα ψηλά βουνά της Εύβοιας που προξενούν μεγάλες ζημιές στις σοδειές. Γι’αυτό το λόγο τα αλώνια της περιοχής περιβάλλονται από θεόρατες λίθινες πλάκες μ’ένα στενό άνοιγμα προς βορράν, ώστε να μπαίνει μόνο όσος αέρας βοηθά στο λίχνισμα των σιτηρών. Διαφορετικά όλα τα άχυρα και τα σιτηρά θα σκόρπιζαν από τις ριπές του ανέμου…
Στο Γαύριο υπάρχουν εμφανή ίχνη της αρχαιότητας. Ήταν αναμφίβολα το λιμάνι της Άνδρου κατά τους αρχαίους χρόνους και γι’αυτό υπάρχουν αρκετοί πύργοι κτισμένοι κοντά του. Θα έπρεπε δε να είναι και το λιμάνι της Άνδρου στις μέρες μας, εάν υπήρχε αρκετή ενεργητικότητα για να ανοίξουν δρόμους, ούτως ώστε το εμπόριο των λεμονιών να περνούσε από εδώ αντί να εξαρτάται από το επικίνδυνο λιμάνι της σημερινής πρωτεύουσας.»
Ο Philippson (1890) σχετικά με το Γαύριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω: «Το σημερινό λιμάνι, το οποίο δημιουργήθηκε μόλις μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας – το αρχικό χωριό Επάνω Γαύριο βρίσκεται στην κλιτύ του βουνού επάνω από την πεδιάδα- έχει αντιθέτως προσαρτηθεί στην ανατολική ορεινή άκρη του όρμου, στο σημείο όπου αρχίζει η επίπεδη ακτή στο τέλος του όρμου. Αυτή είναι η φυσιολογική θέση των σημερινών λιμανιών σε τέτοιου είδους όρμους, καθώς έτσι αποφεύγεται, στο μέγιστο δυνατό, το υγρό και ανθυγιεινό προσχωσιγενές έδαφος. Εξ αυτού, είναι αναγκασμένοι να μεταφέρουν το πόσιμο νερό από πηγάδι της πεδιάδας, σε απόσταση δέκα λεπτών. Η κίνηση του Γαυρίου είναι σήμερα, παρά τα πλεονεκτήματά του περιορισμένη. Το επισκέπτονται ατμόπλοια μόνον κατά πολύ αραιά χρονικά διαστήματα, ενώ στον λιμένα βρίσκονται μόνον λίγα καΐκια, καθότι η συγκοινωνία του νησιού εστιάζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην πρωτεύουσά του. Το ήσυχο μέρος αριθμεί μόνον 405 κατοίκους, κυρίως μικροεμπόρους, ιδιοκτήτες καφενείων και ψαράδες.»
Όπως φαίνεται από τις ανωτέρω περιγραφές, το Γαύριο συστήνεται ως οικισμός σταδιακά μετά την επανάσταση. Μέχρι τότε, η πειρατεία στην περιοχή και οι επισκέψεις εχθρικών στόλων, κρατούσαν τον πληθυσμό του βόρειου τμήματος σε ικανή απόσταση ασφαλείας από τις ακτές και τους όρμους.
Ο Αμόλοχος και η ορεινή διαδρομή προς την Άρνη
Μέχρι την επανάσταση, οι δύο μεγαλύτεροι οικισμοί στα βόρεια διαμερίσματα της Άνδρου ήταν ο Αμόλοχος και η Άρνη. Ανάμεσα σε αυτούς, σημείο αναφοράς ήταν η Μονή Αγίας, η οποία στους Οθωμανικούς χρόνους, ήταν το σημαντικότερο και πλουσιότερο Μοναστήρι του νησιού.
Στα 1638 ο Francesco Lupazzolo αναφέρει: «Κοντά (στη Μ. Αγίας) υπάρχουν δύο χωριά μεγάλα που ονομάζονται Αμόλοχος και Άρνη με πληθυσμό τα δύο μαζί 1200 ψυχές…». Οι Jean de Thevenot (1655), Vincenzo Coronelli (1696), Robert Saulger (1698) χαρακτηρίζουν τον Αμόλοχο και την Άρνη ως τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα χωριά του νησιού (μοναδική πόλη θεωρείτο η Χώρα). Την ίδια εικόνα παρουσιάζει και η Οθωμανική απογραφή του 1670, όπου ο Αμόλοχος εμφανίζεται ως ο μεγαλύτερος οικισμός του νησιού με 188 νοικοκυριά κατανεμημένα σε 6 ενορίες και η Άρνη με 149 νοικοκυριά επίσης σε 6 ενορίες. Την ίδια εποχή η Χώρα, πριν την καταστροφή από τον Crevelliers, σε 7 ενορίες εμφάνιζε 134 νοικοκυριά18.
Δυστυχώς, παρ’ό,τι ο Αμόλοχος υπήρξε για κάποιους αιώνες ο μεγαλύτερος οικισμός του νησιού, οι περιγραφές των περιηγητών για αυτόν σπανίζουν. Ο Spectateur Oriental (1823) περιγράφει στον Αμόλοχο ένα γάμο, χωρίς, ωστόσο, να μας δίνει πληροφορίες για τον ίδιο τον οικισμό. Ο Fiedler (1834-1837) αφού περιηγήθηκε στο Μακροτάνταλο, φαίνεται να πέρασε από τη ράχη πάνω από τον Αμόλοχο, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει οτιδήποτε για τον οικισμό: «Στη συνέχεια κατευθύνθηκα προς ανατολάς διασχίζοντας το νησί. Συναντήσαμε εκ νέου λείψανα αρχαίων τοίχων, ενώ στη βραχώδη κορυφή ενός από τα υψηλότερα βουνά εμφανίζονται πολλές κοιλότητες, άλλες μεγαλύτερες, άλλες μικρότερες, οι οποίες δημιουργήθηκαν εξαιτίας της διάβρωσης του ασχημάτιστου ορεινού πετρώματος από τον αέρα και το νερό. Από εκεί στράφηκα πάλι προς τα νότια του νησιού και περάσαμε πολύ κοντά από το Πόρτο Γαύριο επί του λόφου…»
Ο Philippson (1890) μας δίνει κάποιες παραπάνω πληροφορίες σε εποχή, όμως, που ο οικισμός έχει περιπέσει σε παρακμή, με τον πληθυσμό του να μετακομίζει προς το Γαύριο και τους γύρω, λιγότερο ορεινούς, οικισμούς: «Στην αρχή της κοιλάδας του Βαριδίου, πολύ κοντά στο ύψωμα των Αγ. Σαράντα – το οποίο σε αυτό το σημείο διασχίζεται από τον κύριο αμαξιτό άξονα αυτής της περιοχής μέσω του περάσματος του Προφήτη Ηλία (642μ.) με κατεύθυνση προς τα νότια – βρίσκεται ο κάποτε κύριος οικισμός της αλβανικής Άνδρου που ονομάζεται Αμόλοχος ή Μεγάλο Χωριό (350-425μ). Τα σπίτια και τα πυργόσπιτά του, που τώρα στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι εγκαταλελειμμένα και ερειπωμένα, βρίσκονται διασκορπισμένα στην ορθοπλαγιά του βουνού, όπου υπάρχουν πολλές πηγές. Το χωριό είναι διαβόητο στη γύρω περιοχή εξαιτίας του ομιχλώδους – υγρού κλίματός του, απόρροια της θέσης του σε μία ψηλή ορθοπλαγιά του βουνού στραμμένη προς Βορράν, και αριθμεί τώρα πια μόνον 261 κατοίκους.»
Οι ανωτέρω αναφορές, σκιαγραφούν τη διαδρομή εξόδου από τον Αμόλοχο προς τα νότια, μέσω του ορεινού «περάσματος του Προφήτη Ηλία». Η διαδρομή, στη συνέχεια, κατευθυνόταν νότια, κοντά στον υδροκρίτη πάνω από το Άνω Γαύριο και τον (Άνω) Άγιο Πέτρο. Κατηφορίζοντας σταδιακά, κοντά στον υδροκρίτη, στράτες συνέδεαν στα δεξιά με το Άνω Γαύριο, τη Σχόλη και τον (Άνω) Άγιο Πέτρο, κατεβαίνοντας μέχρι το Γαύριο, ενώ στα αριστερά συνέδεαν με το Άνω Βιτάλι, τη Μονή Παντοκράτορος (Σωτήρος), τις Γίδες, την Καλοκαιρινή και το Βιτάλι.
Ο Philippson (1890) περιγράφει και τη σχετική διαδρομή από το Γαύριο στο Βιτάλι, η οποία διέσχιζε την κεντρική στράτα σύνδεσης Αμολόχου – Μονής Αγίας: «Από το Γαύριο αφού ανέβει κανείς τον υδροκρίτη, φθάνει στη μεγαλύτερη κοιλάδα του Βιταλίου (267 κάτοικοι) που εκτείνεται καθοδικά έως την ανατολική ακτή. Εκεί, λίγο καιρό πριν από το ταξίδι μου, μία βελγική εταιρεία άνοιξε ένα μεταλλείο για εξόρυξη κοιτασμάτων σιδήρου και μαγγανίου (επίσης χαλκού και μολύβδου), τα οποία εμφανίζονται σε “πραγματικά κολοσσιαίες ποσότητες”…»
Το τμήμα της κεντρικής ορεινής στράτας στον υδροκρίτη από τον Άγιο Πέτρο μέχρι τη Μονή Αγίας, μας περιγράφει ο Ludwig Ross (1841): «Από τον Άγιο Πέτρο, περνώντας την κορυφογραμμή των λόφων, κατευθυνθήκαμε νότια προς το ευρισκόμενο σε απόσταση τριών τετάρτων της ώρας μεγάλο μοναστήρι της Αγίας (Αγία ή Ζωοδόχος Πηγή), το οποίο κείται στην κορυφή ενός βουνού κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εποπτεύει αμφότερες τις πλευρές της θάλασσας, δυτικά έως τον αττικό Υμηττό, ανατολικά, υπό καλές καιρικές συνθήκες έως την Ψύρα (Ψαρά) και τη Χίο. Σε αυτό το μοναστήρι βρίσκεται η επιγραφή των Στρατηγών. Στην εκκλησία είδαμε δύο ευαγγέλια από περγαμηνή, το ένα γραμμένο το έτος…1577, το άλλο κατά μισόν αιώνα νεότερο. Το μοναστήρι απαριθμεί σαράντα μοναχούς, ενώ έχει υπό την κατοχή του πολλά μετόχια στη Μακεδονία.»
Το ίδιο δρομολόγιο ακολουθεί ο Theodore Bent (1882 – 1884) από τον πύργο του Αγίου Πέτρου προς τη Μονή Αγίας: «Αφήνοντας τον πύργο, συνεχίσαμε για το γειτονικό μοναστήρι της Αγίας, στο οποίο ανήκει ο πύργος… Δεν διαθέτει ούτε τα μισά θέλγητρα της Παναχράντου… Πίσω όμως από την Αγία Τράπεζα υπάρχει μια περίεργη σπηλιά, στην οποία μπαίνει κανείς γονατιστός. Εδώ βρίσκεται η ιερή πηγή (αγιάσμα), από όπου πήρε το μοναστήρι το όνομα της Ζωοδόχου Πηγής… Κανείς δεν ξέρει πότε ιδρύθηκε το μοναστήρι της Αγίας. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι υπήρχε ήδη το 1533, διότι ο Επίσκοπος Σταυρουπόλεως μου επέδειξε ένα έγγραφο της εποχής εκείνης, που έκανε λόγo για μια μεγάλη παραχώρηση γης, η οποία εκτείνεται από ακτή σε ακτή της Άνδρου, που εκχωρήθηκε από κάποιον Στρατόπουλο (Στρατηγόπουλο) εκ Σπάρτης, ο οποίος φαίνεται ότι ανακαίνισε το κτήριο της μονής και της άφησε επιπλέον κληροδότημα… Το μεγαλύτερο θέλγητρο αυτού του μοναστηριού είναι η βιβλιοθήκη του, όπου βρίσκονται μεταξύ άλλων κάποια πολύ παλαιά και πολύτιμα χειρόγραφα με μικρογραφίες. Ένα ευαγγέλιο φέρει τη χρονολογία 1156…»
Στη συνέχεια o Bent, φεύγοντας από τη Μονή θα συνεχίσει προς Κατάκοιλο, όπου θα διαμείνει στην οικία Ζαραφονίδη κι από εκεί θα συνεχίσει διασχίζοντας το Πέταλο, φτάνοντας τελικά στα Λάμυρα, όπως περιγράφηκε νωρίτερα (βλ. Γ’ Μέρος).
O Fiedler (1834 – 1837) κινείται από την ορεινή διάβαση του Αμολόχου προς τη Μονή Αγίας: «Κατευθυνθήκαμε προς το μεγάλο μοναστήρι. Το μοναστήρι αυτό αρχικά ήταν βενετικός πύργος… Από το Μοναστήρι κατευθύνθηκα νότια προς την Παλαιόπολη. Ο δρόμος για εκεί είναι εξαιρετικά κοπιώδης, στενός και βραχώδης.»
Η διαδρομή από τον Αμόλοχο προς το πέρασμα του Προφήτη Ηλία και στη συνέχεια κοντά στον υδροκρίτη προς τη Μονή Αγίας, φαίνεται πολύ καθαρά στις παλιές αεροφωτογραφίες του Κτηματολογίου (1945 – 1960). Σε μεγάλο βαθμό, στη θέση της διαδρομής αυτής, περνάει σήμερα ένας χωματόδρομος. Παράλληλα, επισημαίνεται τόσο στο χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (1991) όσο και στο χάρτη των Μαμάη – Σταυλά (1894).
Ο Ταρσανάς και η παραλιακή διαδρομή Γαυρίου – Μπατσίου
Κάτω από τη Μονή Αγίας, οι περιηγητές περιγράφουν τη θέση «Ταρσανάς» που παραπέμπει σε παραθαλάσσιο ναυπηγείο. Εκεί, διαπιστώνουν ύπαρξη παλαιού κατεστραμμένου λιμανιού με αρκετές αρχαιότητες και ένα εκκλησάκι. Ο Δ. Πασχάλης ταυτίζει τον Ταρσανά με τον Άγιο Κυπριανό31. Δεν αποκλείεται ο Ταρσανάς να λειτουργούσε ως επίνειο της Μονής Αγίας.
Οι Francesco Piacenza (1688) και Heinrich Leonard Graf Pasch van Krienen (1771-1772) αναφέρουν ότι: «Δυτικά υπάρχει ένα κακότεχνο και κατεστραμμένο πλέον λιμάνι, στην ακτή του οποίου κάποτε υπήρχε ναυπηγείο.»
Ο Ludwig Ross (1841) κατεβαίνοντας από τη Μονή Αγίας αναφέρει: «αναχωρήσαμε περί το εσπέρας για την επιστροφή, επί δύο ημιόνων του ηγουμένου. Ακριβώς στα δυτικά και κάτω από το μοναστήρι, σε έναν μικρό όρμο στην ακτή και στο σημείο που περνάει ο δρόμος από το Γαύριο προς την αρχαία Άνδρο, βρίσκονται λιγοστά αρχαία ερείπια: μικρά κατάλοιπα τοίχων από σχιστόλιθο, ένα μεγάλο μαρμάρινο κατώφλι θύρας και σε ένα ξωκλήσι αρκετοί πεσσίσκοι. Άλλα κομμάτια μαρμάρου προεξέχουν από το έδαφος, ενώ από την ακτή έως μέσα στη θάλασσα εκτείνεται ένα είδος λατύπης ,το οποίο είναι ανθρώπινη κατασκευή και φαίνεται ότι πιθανώς αποτελούσε το λιθόστρωτο δάπεδο ενός κτηρίου… Η θέση εδώ ονομάζεται “ο ταρσενάς” δηλαδή ναυπηγείο.»
Στη συνέχεια ο Ross θα επιστρέψει στο Γαύριο από την παραλιακή διαδρομή που σήμερα αποτελεί τον επαρχιακό δρόμο Γαυρίου – Μπατσίου: «Από τούτο το σημείο (Ταρσανάς), κατά μήκος της ακτής και περνώντας κάποιους χαμηλούς λόφους, επιστρέψαμε έφιπποι στο Γαύριο, στο οποίο φθάσαμε λίγο πριν τη δύση του ηλίου.»
Αντίστοιχα, ο Philippson (1890) περιγράφει την παραλιακή διαδρομή από το Γαύριο προς το Μπατσί, που περνούσε από τον Ταρσανά: «Ο δρόμος από το Γαύριο προς την πρωτεύουσα αρχικά κινείται κατά μήκος της απότομης δυτικής ακτής ανεβοκατεβαίνοντας τα βουνά, περνώντας από στόμια κοιλάδων με μικρές ελαιόφυτες πεδιάδες και αμμουδιές ή μεταξύ βράχων που προεξέχουν. Στον όρμο Ταρσανά, τον οποίο επίσης προστατεύουν μικρές νησίδες, παρατηρεί κανείς ισχυρό τοίχο, κτισμένο με ασβεστοκονίαμα επομένως, μάλλον μεσαιωνικό, που διατρέχει διαγώνια την ακτή… Το όνομα προδίδει κάποια φραγκική λιμενική κατασκευή. Στη συνέχεια, προσεγγίζει κανείς έναν μικρό προστατευμένο όρμο – Λευκός στον ναυτικό χάρτη – (πρόκειται για το «Λύκειο»), στον οποίο καταλήγει μία αρκετά μεγάλη κοιλάδα, που συνδέεται μέσω ενός υδροκρίτη με την κοιλάδα της Κατακοίλου… Στον όρμο βρίσκεται το Μπατσί (422 κάτοικοι) και στη συνέχεια, επάνω από την απότομη ακτή, το Απροβάτου (687 κάτοικοι). Συνολικά, αυτό το τμήμα αριθμεί δώδεκα οικισμούς, στους οποίους προστίθεται η – κείμενη σε υψηλό σημείο του υδροκρίτη που βρίσκεται επάνω από τον Ταρσανά – μονή της Αγίας ή Ζωοδόχου Πηγής (με 28 μοναχούς)… Κοντά στο Μπατσί, ο δρόμος προς τη Χώρα εγκαταλείπει την ακτή, ανεβαίνει τις κλιτύς του Πετάλου και περνώντας από την υψηλά ευρισκόμενη πηγή του Κρυονερίου φθάνει σε ύψος 965μ., λίγο ανατολικότερα της πλατιάς κορυφής Κουβάρα…»
Αναφορά στο Μπατσί κάνει και ο Theodore Bent (1882 – 1884), ερχόμενος από την Παλαιόπολη προς το Γαύριο: «Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για το Μπατσί, όπου για πρώτη φορά ήλθαμε σε επαφή με τη ζωή των Αλβανών. Οι γυναίκες εδώ φορούν την αλβανική φορεσιά όπως στην Αττική. Οι άνδρες όμως δεν φορούν την κατάλευκη φουστανέλα, που είναι τόσο συνυφασμένη στο νου μας με τα παλληκάρια της ηπειρωτικής χώρας, αλλά έχουν υιοθετήσει τη συνήθη νησιωτική φορεσιά με τα φαρδιά κρεμαστά παντελόνια (βρακιά). Στο Μπατσί μιλάνε και ελληνικά και αλβανικά, βορειότερα όμως από εκεί βρεθήκαμε σε περιβάλλον που μιλούσαν αποκλειστικά αλβανικά και κατά συνέπεια δυσχεραινόταν η επικοινωνία μας με τους χωρικούς… Το Μπατσί έχει ένα άνετο μικρό λιμάνι γεμάτο ψαρόβαρκες αλλά τίποτα περισσότερο. Όλες οι βάρκες εδώ έχουν έναν πάγκο στην πρύμνη, όπου πηδά ο ψαράς όταν απομακρύνει το σκάφος του από την ακτή, τεράστιους σιδερένιους σκαρμούς και βαριά κουπιά.»
Όπως φαίνεται οι αναφορές στο Μπατσί ξεκινούν στα τέλη του 19ου αιώνα. Η γύρω περιοχή αναφέρεται και από τον Fiedler (1834 – 1837), χωρίς να γίνεται κάποια μνεία στον οικισμό, που τότε δεν πρέπει να είχε συγκροτηθεί: «Την επόμενη ημέρα επέστρεψα στο Πόρτο Γαύριο. Περίπου μία-μιάμιση ώρα πρωτύτερα, σε μία κοιλάδα που από τη θάλασσα υψώνεται προς το βουνό, είναι ορατές στην κλιτύ μεγάλες ποσότητες χαλαζία… βόρεια από αυτές, πίσω από το ύψωμα βρίσκεται το μεγάλο μοναστήρι.»
Ο πύργος του Αγίου Πέτρου
Στα χρόνια που οι περιηγητές στην Ελλάδα αναζητούσαν τα αρχαία μνημεία, εμπνεόμενοι από τη μελέτη της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας, ο πύργος του Αγίου Πέτρου ήταν ένα από τα μνημεία της Άνδρου που επισκέπτονταν περισσότερο.
Στα 1823 ο Spectateur Oriental αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε απόσταση μίας ώρας περίπου από την Παλαιόπολη, προχωρώντας πάντοτε κατά μήκος της ακτής, στην πλαγιά του βουνού που δεσπόζει πάνω από το λιμάνι, το οποίο λέγεται Γαύριο, ορθώνεται ένας πύργος. Σε ολόκληρο το Αρχιπέλαγος δε βλέπουμε τίποτα πιο μεγαλόπρεπο, πιο επιβλητικό από αυτό το μνημείο, εξαιτίας του υπέρμετρου ύψους και μεγέθους του…»
Στους περιηγητές που αναφέρονται στον πύργο του Αγίου Πέτρου συγκαταλέγονται οι Fiedler (1834 – 1837), Curtius (1838), Ross (1841), Buchon (1841), Neigebaur (1842), Le Bas – Reinach (1844), Forster (1859), Bent (1882 – 1884), Philippson (1890). Με εξαίρεση το Spectateur Oriental, όλοι οι προαναφερθέντες περιηγητές επισκέπτονται τον πύργο ερχόμενοι από το Γαύριο. Στις περιγραφές τους αναφέρουν ότι: «Το μονοπάτι επί των λόφων γίνεται βαθμηδόν ανηφορικό» και διαρκεί μισή με μία ώρα.
Ο Forster (1859) μας πληροφορεί για τη θόλο που υπήρχε στο κάτω μέρος του πύργου, θόλος που κατέρρευσε ολοκληρωτικά προ ολίγων ετών. Παράλληλα μας πληροφορεί σχετικά με την κανονική είσοδο του μνημείου, που ήταν πιθανότατα αυτή πάνω από την είσοδο της θόλου:
«Η κάτω θύρα οδηγεί σε έναν θάλαμο, ο οποίος απέκτησε θολωτή οροφή σύμφωνα με τον αρχαίο τρόπο δόμησης, δηλαδή με οριζόντιες στρώσεις λίθων. Αυτή η θόλος πρέπει κάποτε να ήταν εντελώς κλειστή, τώρα όμως εμφανίζει στο ανώτερο σημείο της ένα άνοιγμα το οποίο προκλήθηκε από την πτώση λίθων των ανωτέρω κειμένων μερών του κτηρίου. Στα δεξιά, αριστερά και επάνω από τη θεωρούμενη θύρα παρατηρεί κανείς ανοίγματα με τη μορφή πολεμίστρας, τα οποία ενδεχομένως, δεν ήταν τίποτε άλλο από οπές αερισμού. Εκτός ενός πολύ στενού ανοίγματος εν είδει φρεατίου επάνω από την είσοδο και επί του τοίχου, που εδώ έχει πάχος 2μ., τούτος ο θάλαμος δεν διέθετε καμία άλλη διασύνδεση με τον υπερκείμενο όροφο. Αποδεχόμενοι την ύπαρξη ανδήρου προ του πρόσθιου μέρους του πύργου, με αποτέλεσμα αυτό που τώρα εκλαμβάνεται ως παράθυρο να το ερμηνεύσουμε ως θύρα, θα πρέπει, δεδομένης της έλλειψης κλίμακας, αυτό το φρεατόσχημο άνοιγμα να αποτελούσε τη μοναδική διασύνδεση του ορόφου με τον κατώτερο χώρο. Λόγω των μικρών διαστάσεών του, το φρεάτιο δεν μπορούσε να λειτουργεί ως κανονική δίοδος, αλλά ενδεχομένως χρησιμοποιείτο μόνον υπό ειδικές περιστάσεις ως μυστικό πέρασμα.»
Η μελέτη των διαδρομών από το Γαύριο προς τον πύργο του Αγίου Πέτρου, δείχνει ότι το «βαθμηδόν ανηφορικό μονοπάτι» γινόταν μέσω του Σαρακήνικου, του υψώματος πάνω από το Γαύριο, όπου βρίσκεται το σημείο εκπομπής. Εναλλακτικά το τμήμα της σηματοδοτημένης διαδρομής #15 από τον Κάτω Άγιο Πέτρο προς τον πύργο του Αγίου Πέτρου θα μπορούσε επίσης να αποτελεί διαδρομή που έχουν ακολουθήσει οι περιηγητές.
Ο Theodore Bent (1882 – 1884), αναφέρει σχετικά με την κατάσταση του μνημείου, σχεδόν προφητικά: «Ο πύργος αυτός της Άνδρου είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος άξιο σεβασμού και πρέπει να διατηρηθεί με προσοχή. Φοβούμαι όμως ότι οδηγείται στην καταστροφή. Άφθονα χορτάρια φυτρώνουν επάνω στη θολωτή οροφή του πρώτου ορόφου, που έχει καταστραφεί τώρα πια στο κέντρο. Τα ζώα βρίσκουν εδώ καταφύγιο από το κρύο και τον ήλιο, και τέλος ο ψηλότερος όροφος φαίνεται ετοιμόρροπος και αν καταρρεύσει, θα καταστρέψει τη θολωτή οροφή και ό,τι άλλο ενδιαφέρον υπάρχει χαμηλότερα… Αν δεν σπεύσει να το σώσει κάποιος δραστήριος αρχαιολόγος – όπως ο πρίγκηπας της Βαυαρίας – ένα πολύτιμο κατάλοιπο του παρελθόντος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.»
Διαδρομές από το Γαύριο στο Φελλό και στο Μακροτάνταλο
Ο Karl Gustav Fiedler (1834 – 1837) στην αναζήτησή του για αξιοποιήσιμα ορυκτά ή μάρμαρα, περιπλανήθηκε στην περιοχή του Μακροταντάλου, εκκινώντας από το Γαύριο. Μαζί του τον συνόδευε ένας ντόπιος οδηγός ο οποίος απολύθηκε στη διάρκεια της πορείας καθ’ό,τι δεν φαίνεται να γνώριζε πολύ καλά τις διαδρομές: «Μου έδωσαν για συνοδεία έναν άντρα που έλεγαν πως γνώριζε όλους του δρόμους και ξεκινήσαμε για τα βόρεια μέσα από ένα μικρό χωριό που βρισκόταν περίπου μια ώρα μακρυά από το Πόρτο Γαύριο, τον Σελό (Φελλό)… Πριν ακόμη φθάσει κανείς εκεί (Φελλό), παρατηρεί στρώματα μαρμάρου επί του σχιστόλιθου. Εκεί βρίσκεται ένα αρχαίο λατομείο, εντός του οποίου κείτονται ακόμη μερικά μεγάλα ημίεργα κομμάτια καθώς και μία αδρά κατεργασμένη σαρκοφάγος χωρίς κάλυμμα. Το μάρμαρο είναι λευκό, χονδρόκοκκο και εμφανίζει σποραδικά κιτρινωπές κηλίδες. Στο κοντινό ύψωμα βρίσκονται λείψανα ενός αρχαίου πύργου.» Εδώ ο περιηγητής πιθανότατα αναφέρεται στο λατομείο της Πελεκητής και το βυζαντινό Τετραπύργιο32 στην κορυφή του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται η εκκλησία του Σταυρού.
«Κατόπιν, κατευθυνθήκαμε προς την κλιτύ ανατολικά του χωριού, όπου επί του σχιστόλιθου εμφανίζεται ένα ασήμαντο στρώμα κοινού αμιάντου. Ακόμη βορειότερα, εκεί όπου ένας δρόμος κατηφορίζει προς το χωριό Φελλός, βρίσκονται περισσότερα και μεγαλύτερα στρώματα αμιάντου… Χαμηλότερα προς τη μεριά του χωριού και κοντά στα πρώτα σπίτια, εμφανίζεται οφίτης… Από τον Φελλό κατευθυνθήκαμε βορειοδυτικά. Καθ’οδόν παρατηρεί κανείς σε πολλά σημεία λείψανα ισχυρών τοίχων κατασκευασμένων με μεγάλες λιθοπλίνθους. Από το βουνό, που έχει μέτριο ύψος, είναι ορατός πύργος επί ενός βράχου κοντά στη θάλασσα ο οποίος φαίνεται να είναι βενετικός. Πλησίον βρίσκεται και ο λιμένας “εις τον Πύργο”. Οι ντόπιοι ονειρεύονται ότι εκεί υπάρχουν κρυμμένα νομίσματα. Η περιοχή έχει χαμηλούς λόφους, καλύπτεται με χώμα και καταλήγει σε επίπεδη ακτή… Στη συνέχεια κατευθύνθηκα προς ανατολάς διασχίζοντας το νησί. Συναντήσαμε εκ νέου λείψανα αρχαίων τοίχων, ενώ στη βραχώδη κορυφή ενός από τα υψηλότερα βουνά εμφανίζονται πολλές κοιλότητες, άλλες μεγαλύτερες, άλλες μικρότερες, οι οποίες δημιουργήθηκαν εξαιτίας της διάβρωσης του ασχημάτιστου ορεινού πετρώματος από τον αέρα και το νερό. Από εκεί στράφηκα πάλι προς τα νότια του νησιού και περάσαμε πολύ κοντά από το Πόρτο Γαύριο επί του λόφου, όπου απήλλαξα από τα καθήκοντά του τον οδηγό μου, καθότι περισσότερο μιλούσε για το νησί παρά γνώριζε κάτι για αυτό.»
Η διαδρομή του Fiedler, με το χαρακτήρα της περιπλάνησης στο βόρεια τμήμα του νησιού, σαφώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ιδίως σε ό,τι αφορά την περιοχή μεταξύ Φελλού και Κάστρου Μακροταντάλου, οι πιθανές διαδρομές είναι περισσότερες από μία (π.χ. προσέγγιση από υδροκρίτη ή από Βλυχάδα). Ωστόσο, από τη μελέτη των διαδρομών που εμφανίζονται στους χάρτες των Μαμάη – Σταυλά (1894), της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (1991) αλλά και από τις αεροφωτογραφίες του Κτηματολογίου της περιόδου 1945 – 1960, μπορούμε να υποθέσουμε μία πιθανή διαδρομή.
Η διαδρομή για το Φελλό, διέσχιζε τον κάμπο του Γαυρίου και ανηφόριζε προς τα λατομεία της Βασαμιάς και της Πελεκητής. Μάλιστα ο Philippson (1890) αναφέρει την ύπαρξη αμαξιτού δρόμου που εξυπηρετούσε το λατομείο, ενώ στην ίδια περικοπή αναφέρεται στη στράτα για Καλυβάρι που περνούσε από το λατομείο της Πελεκητής και στη συνέχεια, εν πολλοίς ακολουθούσε σημερινό οδικό δίκτυο: «Στη δυτική πλευρά της χαμηλής ακρώρειας, η οποία εκτείνεται από τους Αγ. Σαράντα προς το Ακρωτήριο Χάρακα και οριοθετεί στα δυτικά τη μικρή πεδιάδα του Γαυρίου, στον υψηλότερα κείμενο δρόμο που οδηγεί από το Γαύριο προς το Καλυβάρι και σε ύψος περίπου 200μ πάνω από τη θάλασσα βρίσκεται ένα λατομείο μαρμάρου, το οποίο μνημονεύεται μεν από τον Fiedler, αλλά έως τώρα δεν έχει τύχει περαιτέρω προσοχής… Σύμφωνα με τα λεγόμενα του οδηγού μου, ένας παλαιός αμαξιτός δρόμος, ορατός ακόμη σε μερικά σημεία, συνέδεε το λατομείο με κάποιο σημείο της ακτής βόρεια του Γαυρίου. Εκεί, πάντα κατ’αυτόν, κείτονται και κάποιοι κίονες ακόμη.»
Σχετικά με τη συνέχεια της διαδρομής του Fiedler προς τον πύργο του Μακροταντάλου, μετά τον Άνω Φελλό, η στράτα διέσχιζε τη ρεματιά του Φελλού κοντά στη γέννεσή της, στο σημείο όπου σήμερα υπάρχει γνωστό εξοχικό εστιατόριο της περιοχής. Από εκεί κατευθυνόταν προς τον υδροκρίτη πάνω από τις Μερμηγκιές, το Σιδόντα και το Μεργαλά. Στη συνέχεια κατηφόριζε στην περιοχή της Ψωριάριζας, όπου υπάρχει ένα εκτεταμένο σύνολο ερειπωμένων πολύ παλιών κελιών και αγροικιών, ενώ οι στενές εμφανίζονται εξαιρετικά φαρδιές (σε πολλά σημεία ξεπερνούν τα 10μ φάρδος).
Στη συνέχεια, ακολουθώντας τον υδροκρίτη η στράτα ακολουθούσε το σημερινό χωματόδρομο προς τον Πύργο του Μακροταντάλου.
Στη συνέχεια, η κίνηση προς τα ανατολικά θα μπορούσε να αντιστοιχεί στη στράτα προς την κοιλάδα του Βαριδίου μέσω του Σιδόντα και στη συνέχεια ανεβαίνοντας προς τον Αμόλοχο, προκειμένου, διαμέσω του περάσματος του Προφήτη Ηλία, να κινηθεί προς τη Μονή Αγίας.
Με βάση την αποτύπωση των παλιών αεροφωτογραφιών του Κτηματολογίου (1945 – 1960), πολλές από αυτές τις παλιές στράτες, ακολουθούσαν τον εκάστοτε υδροκρίτη στα υψώματα του Μακροταντάλου. Στις μέρες μας, οι περισσότερες από αυτές τις στράτες έχουν αντικατασταθεί από το σημερινό οδικό δίκτυο.
Αποτίμηση
Από την ανάλυση των διαδρομών των περιηγητών, προκύπτουν ορισμένοι κύριοι άξονες οδικών αρτηριών. Διασχίζοντας το νησί κάθετα από βορρά προς νότο, μία μεσογειακή διαδρομή ξεκινούσε από τον Αμόλοχο, περνούσε το ορεινό πέρασμα του Προφήτη Ηλία και κατευθυνόταν στη Μονή Αγίας, ακολουθώντας κατάραχα τον υδροκρίτη ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές κοιλάδες. Από τη Μονή Αγίας συνέχιζε προς την περιοχή της Άρνης και από εκεί διέσχιζε την κορυφογραμμή της Κουβάρας λίγο ανατολικότερα από τους Αγίους Σαράντα. Από εκεί ακολουθούσε τον αυχένα που ενώνει τις κορυφογραμμές του Πετάλου πάνω από τις πηγές του Ζένιου και κατηφόριζε σταδιακά την κορυφογραμμή της Βίγλας. Κλιμακωτές οδοί οδηγούσαν στα χωριά της πλαγιάς του Πετάλου, αλλά και τη Μεσαριά ή τη Χώρα. Από τη Μεσαριά ο κεντρικός οδικός άξονας ανηφόριζε την πλαγιά των Γερακώνων προς τη Μονή Παναχράντου και από εκεί κατηφόριζε προς το Κόρθι.
Μια άλλη διαδρομή κοντά στη δυτική ακτή διέσχιζε το νησί περνώντας από την ακτή της Παλαιόπολης. Από το Γαύριο η στράτα ακολουθούσε τη σημερινή περίπου διαδρομή του επαρχιακού δρόμου προς τον Άγιο Κυπριανό (Ταρσανά) και το Μπατσί κι από εκεί ανηφόριζε μέχρι το ύψος της Υψηλής. Συνέχιζε περίπου σταθερά σε αυτό το ύψος και στη συνέχεια, κατηφόριζε σταδιακά στην Αγία Ελεούσα και στην ακτή της Παλαιόπολης. Μετά την ακτή της Παλαιόπολης ανηφόριζε στον Κόλυμπο και συνέχιζε πολύ κοντά στο ύψος του σημερινού επαρχιακού δρόμου προς τη Σταυροπέδα και μέχρι τον Προφήτη Ηλία της Καππαριάς όπου διασταυρωνόταν με την οδό προς την κοιλάδα του Κορθίου ή προς τα Σταυριά και τα Τρομάρχια.
Στην περιοχή του Μακροταντάλου, από το Γαύριο ανηφόριζε η στράτα προς το Φελλό και από εκεί, διάφορες στράτες πορεύονταν κατά κανόνα στις κορυφογραμμές των λόφων τις περιοχής, προσεγγίζοντας τους εκάστοτε οικισμούς.
Προς το Στενό, οι στράτες ανηφόριζαν από τα χωριά της Ράχης τις κλιτύς του βουνού και κατευθύνονταν προς τα χωράφια του εκάστοτε οικισμού στις νότιες εσχατιές του νησιού.
Παράλληλα, αρκετές διαδρομές διέσχιζαν τους κάμπους και τις κλιτύς των βουνών από δυτικά προς τα ανατολικά, συνδεόμενες με τους ανωτέρω κεντρικούς άξονες.
Η χρονολόγηση του δικτύου των κεντρικών αρτηριών είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση. Η χαρακτηριστική μορφή του νησιού με τις ξερολιθιές στις στενές και στα όρια των χωραφιών είναι μια συνήθεια που φαίνεται να ανάγεται σε άγνωστη εποχή. Ο Fiedler (1834 – 1837) κατέγραψε τη σχετική συνήθεια ως εξής: «Οι κάτοικοι έχουν εδώ έναν ιδιαίτερο τρόπο να κατασκευάζουν από ξερολιθιά τους χαμηλούς τοίχους που περιβάλλουν την περιουσία τους. Καθώς ο ορεινός όγκος προσφέρει σε τούτο το μέρος σχεδόν παντού πλάκες, είτε τοποθετούν κατά πλάτος μία εξ αυτών που έχει το ύψος του τοίχου και επιθέτουν σε αμφότερες τις πλευρές της, που ορθώνονται λοξά, δύο στενές επιμήκεις πλάκες συνεχίζοντας την κατασκευή του τοίχου κατά τα ειωθότα, είτε – ως επί το πλείστον συμβαίνει – ενσωματώνουν τις δύο πλευρές της κάθετα τοποθετημένης πλάκας στον συνεχή ξερολιθικό τοίχο, ανά διαστήματα λίγων οργυιών τούτο επαναλαμβάνεται με πλάκα ιδίων διαστάσεων… Τοίχοι τέτοιου είδους διατρέχουν καθ’ύψος και κατά πλάτος τις κλίτυς των βουνών, χαρίζοντάς τους υπό τον κατάλληλο φωτισμό, ιδιαίτερα κατά το εσπέρας, μία ιδιαίτερη διακοσμητική όψη. Σε μερικά σημεία επάνω στους τοίχους έχουν τοποθετηθεί στενές και επιμήκεις λίθινες πλάκες που προεξέχουν ακτινωτά, ούτως ώστε να εμποδίζεται η υπέρβασή τους.»
Με δεδομένο ότι η χάραξη των κύριων διαδρομών πιθανότατα δε μεταβλήθηκε σημαντικά λόγω του αναλλοίωτου αναγλύφου, αποτυπώνοντας τα μνημεία του παρελθόντος και τις διαδρομές που τα ένωναν, μπορούμε να εκτιμήσουμε το χρόνο κατά τον οποίο οι σχετικές διαδρομές θα πρέπει να είχαν ήδη χαραχτεί, θέτοντας ένα terminus ante quem.
Στα κλασικά χρόνια, οι ιστορικές αναφορές του Πελοποννησιακού πολέμου μιλούν για την κατάληψη του Γαυρίου από τους Αθηναίους, την οπισθοχώρηση των Ανδριωτών στην αρχαία πόλη της Άνδρου και εν συνεχεία την ατελέσφορη πολιορκία της αρχαίας πόλης από τους Αθηναίους33. Παρ’ό,τι η Υψηλή και η Ζαγορά φαίνεται να είχαν εγκαταλειφθεί εκείνη την εποχή, όπως είδαμε η χάραξη της διαδρομής από το Γαύριο προς την Παλαιόπολη φαίνεται να περνούσε, όπως και σήμερα, έξω από την Υψηλή. Παράλληλα, ανεσκαμμένος ναός στη Ζαγορά φαίνεται να κατασκευάστηκε μετά την εγκατάλειψη του οικισμού και να συνυπήρξε για κάποιο διάστημα με την κατοίκηση στην Παλαιόπολη34.
Το αρχαίο λατομείο της Πελεκητής και ο Πύργος του Αγίου Πέτρου χρονολογούνται επίσης στη διάρκεια της αρχαιότητας, όντας σύγχρονα της ακμής της Παλαιόπολης. Υιοθετώντας την άποψη των περιηγητών για μια κάποια πρόσβαση από την Παλαιόπολη στην ενδοχώρα της κεντρικής κοιλάδας του νησιού, μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχε κάποιο δίκτυο προς τον κάμπο της Μελίδας και του Πιτροφού διαμέσω της Σταυροπέδας. Άλλωστε τόσο ο Στρόφιλας, όσο και η Ζαγορά και μετέπειτα η Παλαιόπολη, φαίνεται να αποτελούσαν τα εγγύτερα λιμάνια στη δυτική πλευρά, όπου ήταν εύκολη η ναυσιπλοΐα, για την εξαγωγή της παραγωγής από την κεντρική κοιλάδα του νησιού.
Ενώνοντας τα ανωτέρω σημεία με το καταγεγραμμένο δίκτυο διαδρομών, λαμβάνουμε την παρακάτω απεικόνιση:
Στην παλαιοχριστιανική περίοδο, η Παλαιόπολη εξακολουθεί να παραμένει πρωτεύουσα του νησιού. Η ανασκαφή στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο στο Κόρθι, φανέρωσε ότι στην περιοχή υφίστατο ανθρώπινη δραστηριότητα από τον 5ο αι. μ.Χ.35 με το ναό να ανάγεται στον 5ο ή 6ο αι. μ.Χ.14 Η ανασκαφή βεβαίωσε την αδιάλειπτη δραστηριότητα στην περιοχή από εκείνη την εποχή έως τις ημέρες μας με βάση την κεραμική στο χώρο της ανασκαφής35. Παράλληλα, θεωρείται ότι ο λιμένας του Κορθίου, πιθανότατα χρησιμοποιούνταν από τότε για το εμπόριο στην περιοχή36.
Ενώνοντας το καταγεγραμμένο δίκτυο της περιοχής αυτής με την Παλαιόπολη και το προαναφερθέν δίκτυο της αρχαιότητας, λαμβάνουμε την παρακάτω απεικόνιση.
Στη διάρκεια του 7ου αι. μ.Χ. η Παλαιόπολη φαίνεται να εγκαταλείπεται. Η ανασκαφή στους Αγίους Σαράντα, στην κορυφή της Κουβάρας, φανέρωσε ότι το μνημείο είναι σύγχρονο της εποχής της εγκατάλειψης της Παλαιόπολης, με έκτοτε αλλεπάλληλες φάσεις οικοδόμησης36. Όπως αναφέρθηκε και στο 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ναυτικών Μουσείων, το Τετραπύργιο του Σταυρού Πελεκητής που είχε αρχικά χρονολογηθεί στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους32, ενδέχεται τελικά να ανάγεται στο 10ο αι. μ.Χ., με βάση νεότερα δεδομένα36, γεγονός που παραπέμπει σε συνέχεια χρήσης του Γαυρίου ως λιμένα. Οι βυζαντινοί Ταξιάρχες του 12ου αι. στη Μεσαριά, τη Μελίδα και στα Υψηλού καθώς και ο Άγιος Νικόλαος Κορθίου της ίδιας εποχής, σε συνδυασμό με θωράκια του 10ου ή 11ου αι. μ.Χ. εντοιχισμένα στο μονύδριο του Άγιου Αντώνιου στο Βουνί37, παραπέμπουν στο ότι οι κοιλάδες της Μεσαριάς και του Κορθίου υπήρξαν οι κυριότερες περιοχές εγκατάστασης στη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής περιόδου. Το λιμάνι του Εμπορείου – το Νημποριό, ενδέχεται να λειτουργούσε σε αυτή την εποχή ως λιμάνι της κοιλάδας της Μεσαριάς, όπως υποστηρίχθηκε και στο 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ναυτικών Μουσείων, από τον επίκουρο καθηγητή Βυζαντινής & Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης Γ. Πάλλη36.
Ενώνοντας τα ανωτέρω σημεία με βάση το καταγεγραμμένο δίκτυο, λαμβάνουμε την κατωτέρω απεικόνιση:
Εδώ θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το Τετραπύργιο Σταυρού Πελεκητής, ενδεχομένως να είχε σύνδεση, όχι μόνο παραλιακά αλλά και μεσογειακά με τη Μεσαριά, για εξασφάλιση εναλλακτικής διαδρομής ενίσχυσης ή οπισθοχώρησης σε περίπτωση θαλάσσιων επιδρομών. Η Μεσαριά έχει υποστηριχθεί ότι ενδεχομένως να ήταν το νέο διοικητικό κέντρο του νησιού μετά την εγκατάλειψη της Παλαιόπολης. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η παρακάτω απεικόνιση:
Στη διάρκεια του 13ου αι. μ.Χ. φαίνεται να χρονολογείται η Παναγία Μεσαθουρίου38 αλλά και τοιχογραφία στον Άγιο Γεώργιο στη Βαθειά39. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται πολύ κοντά στο σταυροδρόμι της διαδρομής από Μεσαριά προς Σταυροπέδα ή προς τα βόρεια διασχίζοντας το Πέταλο. Στη διάρκεια της Λατινοκρατίας φαίνεται να δημιουργούνται το Κάτω και Απάνω Κάστρο αλλά και ο Πύργος του Μακροταντάλου24. Παράλληλα, σε έγγραφα του 1421 αναφέρονται τα Αγρίδια40, το Γαύριο, η Έξω Μεριά, το Απροβάτου και το Κόρθι41. Στη Λατινοκρατία φαίνεται επίσης να ανάγονται ο εποικισμός των Αρβανιτών στη διάρκεια του 15ου αι. μ.Χ., με κυριότερα κέντρα τον Αμόλοχο και την Άρνη29, η σύσταση της Μονής Αγίας, καθώς και η ακμή των Μενήτων, όπου βρισκόταν η Παναγία η Κούμουλος και πλειάδα άλλων δίκλιτων εκκλησιών, αλλά και η μονή των Ιησουιτών αφιερωμένη στην Αγία Βενεράνδα. Ενώνοντας τα ανωτέρω σημεία με βάση το καταγεγραμμένο δίκτυο λαμβάνουμε την παρακάτω απεικόνιση:
Η ανωτέρω ανάλυση δείχνει ότι η χάραξη αρκετών διαδρομών ενδέχεται να είναι αρκετά παλιά. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο κεντρικοί άξονες από Βορρά προς Νότο, η μία κοντά στη δυτική ακτή και η άλλη μεσογειακά μέσω της Μεσαριάς, δεν απαιτούσαν τη δημιουργία ιδιαίτερων τεχνικών έργων όπως γεφυριών (στη διαδρομή από τη Μεσαριά προς την ορεινή διάβαση των Γερακώνων έχει υποτεθεί διάσχιση του Μεγάλου Ποταμού στην έναρξη της κοιλάδας των Λιβαδίων και όχι μέσω του γεφυριού της Στοιχειωμένης). Έτσι, τμήματα αυτών των διαδρομών θα μπορούσαν να είχαν χαραχτεί με πενιχρά μέσα, ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές της ιστορίας του νησιού.
Οι στράτες της Άνδρου που διατρέχουν το νησί από βορρά προς νότο και από τη δύση στην ανατολή, είναι ένας πραγματικός πλούτος για το νησί. Ο σχιστόλιθος του νησιού σε συνδυασμό με τη μαστοριά των κατοίκων του, έχουν αποτυπώσει ένα αξιοθαύμαστο δίκτυο εκατοντάδων χιλιομέτρων. Η συντήρηση, σηματοδότηση και ανάδειξη του δικτύου αυτού είναι μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον του νησιού, καθώς και για τη φυσική και πνευματική ευεξία των κατοίκων και επισκεπτών του, οι οποίοι επιλέγουν να περιηγηθούν στις διαδρομές του. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στις ανωτέρω ενέργειες συντήρησης και ανάδειξης του πεζοπορικού δικτύου είναι άξιοι πολλών συγχαρητηρίων, αλλά και υποστήριξης του έργου τους.
*Οι περιγραφές των περιηγητών αποδίδονται με βάση την ακριβή μετάφραση στο βιβλίο «Αναζητώντας την Άνδρο»1. Όπως επισημαίνεται σε σημείωση του βιβλίου (σελ. 19): «Έγινε προσπάθεια να διατηρηθούν στη μετάφραση ορισμένες έννοιες που εγείρουν συζητήσεις στους κύκλους των ειδικών, όπως η χρήση της λέξης «Έλληνες» για τους Ελληνορθοδόξους, η λέξη «Αλβανοί» για τους Αρβανίτες κατοίκους (βλ. ειδικότερα Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος, Αρβανίτες και αρβανίτικα29) και η λέξη «Αρχιπέλαγος» για το Αιγαίο Πέλαγος». Παρέκκλιση από τη μετάφραση του ανωτέρω βιβλίου έχει πραγματοποιηθεί στην αφήγηση του Fiedler για τη διαδρομή από το Γαύριο προς το Φελλό, όπου υιοθετήθηκε η μετάφραση από έκδοση της Άγκυρας42 Τεύχος 5.
Γιώργος Αρ. Γλυνός
Για το Ά μέρος της Μελέτης (Χώρα & Παλαιόπολη):
Για το Β’ μέρος της Μελέτης (Στο Κόρθι):
Για το Γ’ μέρος της Μελέτης (Η σύνδεση Βορρά – Νότου και η διάσχιση του Πετάλου):
Βιβλιογραφία:
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021
- Ελληνικό Κτηματολόγιο – Αεροφωτογραφίες 1945 – 1960: http://gis.ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx?fbclid=IwAR0AlmElwo-SgP-JHMpLAdjwIOhcvkTDcqZhhFawAPKlN0tDOpRXHaZm5Vs
- Οι σηματοδοτημένες διαδρομές στο Site της Andros Routes: https://www.androsroutes.gr/el/overview-page/
- Σύνδεσμος απεικόνισης Διαδρομών Περιηγητών: https://www.google.com/maps/d/u/1/edit?mid=1Ep1cZgQBUokmVJgxSBw51sPDIZt1orXi&usp=sharing
- Ηλ. Κολοβός: Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό Πλαίσιο, Ανδριακά Χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006
- https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/o-ermis-tis-androy-ena-agalma-taxidemeno
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 581)
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 567)
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 563)
- Εκλογικός κατάλογος 1844 Δήμου Άνδρου:
- Νικ. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 177
- Ν. Πετρόχειλος, Συμβολές στην Ιστορία της Άνδρου μέσα από τις επιγραφές και τα μνημεία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 2007, σελ. 326
- Βαλμά Παυλώφ Ευδοκία, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα της εποχής του Καποδίστρια (1828 – 1832), Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1997
- Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Δ. Βασιλειάδης, «Βυζαντινά μνημεία της Άνδρου: Ο ναός του Αγίου Νικολάου Κορθίου», Αρχαιολογική Εφημερίς 1960, σελ. 16-37
- Χαράλαμπος Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Δ. Αντωνίου: Κατάλογος των Εκκλησιών της Νήσου Άνδρου (16 Αυγούστου 1833), Η Άνδρος μέσα από το αρχείο του Υπουργείου Παιδείας (1833-1850) Ανδριακά Χρονικά 20, Τόμος Α’ Εκκλησιαστικά, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1993
- Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
- Γ. Πάλλης, Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Γ. Πάλλης, Εύανδρος – Χριστιανικά γλυπτά από το Επάνω Κάστρο της Άνδρου, σελ. 251 – 268, Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2009
- Ν. Πετρόχειλος, Η επιτύμβια στήλη του Ερμησίου Αλεξανδρέως, Άγκυρα, Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, Άνδρος 2018
- A. Buchon, Atlas des Nouvelles Recherches Historiques sur la Principauté Française de Morée et ses hautes Baronies, Au Comptoir des Imprimeurs unis, Paris, πίνακας XL, σχέδιο 30, πίνακας XLI, σχέδιο 2 https://books.google.gr/books?id=xPJRAAAAcAAJ&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0&fbclid=IwAR1uhWtP40MnP9k2UJRab1F-elM91VuFSgDfwKVcduH6rMzqzK5zgVj95iI#v=onepage&q&f=false
- Ν. Βασιλόπουλος, Το λοξό γεφύρι των Αηδονίων και η Αρχοντική Στράτα:
https://androshistoria.blogspot.com/2015/08/blog-post.html
- Λίστα διατηρητέων μνημείων της Άνδρου – Αλάι της Βουργάρας:
http://listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=36
- Ελ. Δεληγιάννη Δωρή et al, Έρευνα και Ανασκαφή στο Επάνω Κάστρο Άνδρου, Το αρχαιολογικό έργο στα νησιά του Αιγαίου, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ρόδος 2013, Μυτιλήνη 2017
- Δ. Πολέμης, Οι Αφεντότοποι της Άνδρου, Πέταλον 2, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 27
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 138 – 140)
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 141)
- Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
- Ηλ. Κολοβός: Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό Πλαίσιο, Ανδριακά Χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006, σελ. 65-68, 273-276.
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 548, 597)
- Αν. Κουτσούκου, Το τετραπύργιο του Γαυρίου, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Δ. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1981 / ανατύπωση 2019, σελ. 46
- L.A. Beaumont, M.C. Miller, S.A. Paspalas, Το αρχαιολογικό πρόγραμμα της Ζαγοράς, Ιστορία της Άνδρου, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2019, σελ. 253
- Μαρίνα Βόγκλη, «Κεραμική από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι», Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μηνημέιων. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης – Αθήνα 20 Μαρτίου 2015 – Ανδριακά Χρονικά – 43 – Καΐρειος Βιβλιοθήκη Άνδρος 2016
- Γ. Πάλλης, Η Άνδρος και η θάλασσα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους (4ος – 12ος αι.), ΙΒ’ Πανελλήνιο Συνέδριο Ναυτικών Μουσείων
- Γ. Πάλλης, Μεσοβυζαντινά γλυπτά στον ναό του Αγίου Αντωνίου στο Μέσα Βουνί, Άγκυρα, Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, Άνδρος 2018
- Κλ. Ασλανίδης, Η μεσοβυζαντινή ναοδομία στην Άνδρο και οι σχέσεις της με την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης – Αθήνα 20 Μαρτίου 2015 – Ανδριακά Χρονικά – 43 – Καΐρειος Βιβλιοθήκη Άνδρος 2016
- Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Αρχαιολογικόν Δελτίον 35 (1980), Β’2, 492, πίν. 296β. Α. Δ. Μητσάνη, «Η μνημειακή ζωγραφική στις Κυκλάδες κατά το 13ο αιώνα», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 4/21 (2000), 113, 115, εικ. 28
- Karl Hopf, Urkunden und Zuzatze zur Geschichte del Insel Andros und Ihrer Beherrscher in dem Zeitraume von 1207 bis 1566, Sitzungsberichte der Kaiserlichen Akademie der Wissenschaften. Philosophisch – historische Classe, 21 (1856)
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Β σελ. 65)
- Άγκυρα – Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης 5, Άνδρος 2018, Karl Gustav Fiedler «Η Άνδρος (1835)» σελ. 145
Συγχαρητήρια κ. Γλυνέ για την εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη δουλειά σας. Συμβάλετε ώστε να μαθαίνουμε συνεχώς και να ολοκληρώνουμε τις ιστορικές γνώσεις μας για τον τόπο μας.