Στο τεύχος Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2022 της ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ διαβάζουμε εκπληκτικά πράγματα για τις διατροφικές συνήθειες μερίδας των κατοίκων της Άνδρου:
Ο γόνος των μελισσών ως τροφή του ανθρώπου
Γιώργος Μαυροφρύδης, Θεοδώρα Πετανίδου
Εργαστήριο Βιογεωγραφίας και Οικολογίας
Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
[email protected] , [email protected]
Η εντομοφαγία, η κατανάλωση δηλαδή εντόμων από τον άνθρωπο, είναι μια πρακτική που χάνεται στα βάθη της προϊστορίας. Πράγματι, η εντομοφαγία ήταν και συνεχίζει να είναι κοινή πρακτική σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας∙ σε κάποιες άλλες, ωστόσο, όπως στην Ευρώπη, δεν γνώρισε ποτέ ιδιαίτερη διάδοση. Ο σημαντικότερος λόγος της μη ευρείας εξάπλωσης της εντομοφαγίας στην Ευρώπη πιστεύεται πως είναι σχετικός με το ότι στην ήπειρό μας η εκτροφή ζώων ήταν από νωρίς ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, προσφέροντας στους ανθρώπους επαρκή τροφή δίχως οι τελευταίοι να χρειάζεται να κυνηγούν μικροσκοπικά θηράματα, ιδίως έντομα. Ως αποτέλεσμα, οι Ευρωπαίοι απέρριψαν τα έντομα ως τροφή (Crane, 1999: 553).
Με τον καιρό δημιουργήθηκε στον δυτικό κόσμο απέχθεια σχετικά με τη βρώση εντόμων. Υπήρχαν εντούτοις φωνές, όπως αυτή του Vincent Holt (1885: 24-31), που έθεταν ερωτήματα αναφορικά με την προκατάληψη των Ευρωπαίων έναντι των εντόμων σχετικά με τη μη κατανάλωσή τους, όταν μάλιστα καταναλώνουν βατράχια, σαλιγκάρια, οστρακοειδή, μαλάκια κ.ά.
Μολονότι η εντομοφαγία δεν γνώρισε ποτέ ιδιαίτερη εξάπλωση στην Ευρώπη, αυτό δεν σημαίνει πως ήταν και παντελώς άγνωστη. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συμπεριλάβει στη διατροφή τους τη βρώση εντόμων σε διάφορα μάλιστα στάδια της ανάπτυξής τους. Ο Αριστοτέλης, στο έργο του Τῶν περί τά ζῷα ἱστοριῶν, αναφέρει πως(Ε΄ 556b 6-8), δηλαδή, η προνύμφη των τζιτζικιών αφού αυξηθεί μέσα στο έδαφος γίνεται νύμφη και τότε, πριν σπάσει το κέλυφός της, είναι γλυκύτερη στη γεύση. Σε άλλο σημείο του ιδίου έργου μας ενημερώνει πως «καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἡδίους οἱ ἄρρενες [τέττιγες], μετὰ δὲ τὴν ὀχείαν αἱ θήλειαι· ἔχουσι γὰρ ᾠὰ λευκά» (Ε΄556b 13-15), ήτοι, αρχικά τα αρσενικά τζιτζίκια είναι νοστιμότερα, μετά όμως το ζευγάρωμα είναι τα θηλυκά, διότι τότε φέρουν λευκά αυγά.
Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν υψηλής γαστρονομικής αξίας ένα πιάτο από “cossus”, όπως ονομάζονταν οι προνύμφες ενός εντόμου, για τις οποίες κάνει λόγο στη Φυσική Ιστορία του και ο Πλίνιος (ΧΙ 38.2). Εικάζεται πως πρόκειται για τις προνύμφες του μακροκέρατου σκαθαριού Cerambyx cerdo που ζει σε δέντρα βελανιδιάς (Van Huis et al., 2013: 41). Αργότερα, στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Ulysse Aldovandi, στο έργο του De Animalibus Insectis (1602: L. 7) αναφέρει πως Γερμανοί στρατιώτες έτρωγαν στην Ιταλία επανειλημμένα, και με φανερή απόλαυση, τηγανητό μεταξοσκώληκα (Van Huis et al., 2013: 41). Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, Τουρκάλες εμφανίζονται να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες προνυμφών ενός μικρού σκαθαριού (Tenebrio spp.) με σκοπό να γίνουν στρουμπουλές, στο πλαίσιο των αντιλήψεων περί ομορφιάς της εποχής και της τουρκικής κοινωνίας (Holt, 1885: 42).
Σε αντίθεση με την γηραιά ήπειρο, σε άλλες περιοχές του κόσμου η κατανάλωση εντόμων αποτελεί μέρος της τοπικής γαστρονομικής παράδοσης. Στην Ασία, την Αφρική, την Ωκεανία και την Αμερική, περισσότεροι από δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι εντάσσουν στη διατροφή τους τη βρώση εντόμων (Van Huis et al., 2013: 1). Πράγματι, τα βρώσιμα έντομα ανά τον κόσμο είναι περισσότερα από 2.100, αριθμός που αυξάνεται συνεχώς, καθώς νέα είδη προστίθενται στον σχετικό κατάλογο (Jongema, 2017). Γενικώς, τα έντομα είναι ιδιαιτέρως θρεπτικά, πλούσια σε πρωτεΐνες, λιπαρά και βιταμίνες, η θρεπτική αξία των οποίων ποικίλλει βέβαια αναλόγως του είδους, του φύλου, του σταδίου ανάπτυξης, της διατροφής και του περιβάλλοντος ανάπτυξης του ζώου (Kouřimská & Adámková, 2016· Kim et al., 2019).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει αν η κατανάλωση εντόμων από τον άνθρωπο προσεγγισθεί μέσα από το πρίσμα της οικολογικής αποτελεσματικότητας. Τα έντομα έχουν υψηλή μεταβολική απόδοση, που σημαίνει ότι μεγάλο ποσοστό της τροφής που καταναλώνουν μετατρέπεται σε βρώσιμη ύλη. Συνεπώς, η εκτροφή τους, η οποία βρίσκεται σε διαρκή άνοδο, απαιτεί λιγότερη γεωργική γη και νερό σε σχέση με τη συμβατική κτηνοτροφία, δημιουργεί λιγότερη ρύπανση, και έχει συνολικά χαμηλότερο αποτύπωμα άνθρακα (Barkelaar, 2017· Tang et al., 2019).
Σχετικά με τις μέλισσες που μας ενδιαφέρουν εδώ, η κατανάλωση από τον άνθρωπο αφορά στις προνύμφες και στις νύμφες, σπανιότερα και στα ενήλικα έντομα. Η υψηλή διατροφική αξία του γόνου των μελισσών (προνυμφών και νυμφών) οφείλεται στα περιεχόμενα θρεπτικά συστατικά, κυρίως στην ποιότητα και ποσότητα της πρωτεΐνης που περιέχει, η οποία είναι συγκρίσιμη με αυτήν του βοείου κρέατος. Πέραν της πρωτεΐνης, o γόνος των μελισσών είναι επίσης πλούσιος σε λίπη, βιταμίνες και μέταλλα (Jensen et al., 2019· Gosh et al., 2016).
Γόνος μελισσών του γένους Apis αποτελεί τροφή για τον άνθρωπο σε αρκετές περιοχές του κόσμου. Παραδοσιακή κατανάλωσή του έχει καταγραφεί στην Ασία (Ιαπωνία, Κίνα, Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος, Μιανμάρ, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες, Μαλαισία, Νεπάλ, Ινδία), στην υποσαχάρια Αφρική (Σιέρα Λεόνε, Νιγηρία, Αιθιοπία, Κονγκό, Ουγκάντα, Κένυα, Τανζανία, Αγκόλα, Ζάμπια, Μαλάουι, Ζιμπάμπουε, Μποτσουάνα, Νότιο Αφρική) και στην Κεντρική Αμερική (Μεξικό, Δυτικές Ινδίες) (Crane, 1999, 551-552; DeFoliart, 2002; Ramos-Elorduy, 2006; Jongema, 2017).
Ο γόνος των μελισσών καταναλώνεται με πολλούς τρόπους. Ο απλούστερος είναι μαζί με την κηρήθρα, ωμός. Σε περίπτωση μαγειρέματος, ο μελισσογόνος διαθέτει ορισμένες μοναδικές οργανοληπτικές ιδιότητες, οι οποίες προσφέρονται για γαστρονομικές εφαρμογές. Αποτελεί, με άλλα λόγια, ένα εύκολα τροποποιήσιμο συστατικό στην κουζίνα (ΕΙΚ. 1), που δύναται να μαγειρευτεί, ολόκληρο ή πολτοποιημένο, με διάφορους τρόπους. Με τη χρήση ξηρής θέρμανσης (τηγάνισμα, ψήσιμο, ξήρανση) δημιουργείται συχνά ένα τραγανό και κριτσανιστό αποτέλεσμα (ΕΙΚ. 2, 3, 4), και αναδεικνύονται γεύσεις «κρέατος», «μπέικον», «συκωτιού» και «μανιταριού», λόγω της αντίδρασης Μαϊγιάρ που του προσδίδει και το καφέ χρώμα (Jensen et al., 2019). Με τη χρήση υγρής θέρμανσης (μαγείρεμα στον ατμό, βράσιμο, ποσέ) στην κατάλληλη θερμοκρασία, ο γόνος αποκτά μια παχουλή και απαλή αλλά συμπαγή υφή. Με τις μεθόδους υγρής θέρμανσης αναδεικνύονται βοτανικές και φυτικές νότες, νότες ξηρών καρπών, καθώς και μια ελαφριά αλλά ξεχωριστή γεύση. Ο γόνος μπορεί επίσης να μαγειρευτεί με τεχνικές οξέος ή ζύμωσης, σε μια περισσότερο σύγχρονη προσέγγιση (Jensen et al., 2019).
Έως πρόσφατα θεωρείτο πως η κατανάλωση γόνου μελισσών ήταν άγνωστη στην Ευρώπη. Ωστόσο, κατά την επιτόπια έρευνα για την παραδοσιακή μελισσοκομία της Άνδρου, η οποία διεξήχθη από τους συγγραφείς τα δύο τελευταία χρόνια, προέκυψαν ενδιαφέροντα, όσο και μοναδικά στοιχεία για την κατανάλωση γόνου μελισσών στο εν λόγω νησί, η οποία ελάμβανε χώρα έως πριν από 60 περίπου χρόνια.
Σύμφωνα με τους 29 συνολικά πληροφορητές μας, εννέα εκ των οποίων αναφέρθηκαν στη βρώση γόνου, ο γόνος καταναλωνόταν αποκλειστικά στο βόρειο τμήμα της Άνδρου που κατοικείται από Αρβανίτες. Οι μελισσοκόμοι των αρβανίτικων αυτών χωριών δεν ασκούσαν μελισσοκομία ειδικά για την παραγωγή γόνου μελισσών, μιας και η δραστηριότητά τους εστίαζε πρωτίστως στην παραγωγή μελιού. Ο γόνος φαίνεται πως αποτελούσε απλώς ένα δευτερεύον προϊόν της κυψέλης.
Το βόρειο τμήμα της Άνδρου είναι βραχώδες και άγονο, σχετικά με το νότιο τμήμα του νησιού. Κατά το παρελθόν, οι Αρβανίτες της περιοχής ζούσαν απομονωμένοι στα χωριά τους, ασχολούμενοι με τη γεωργία, τη μικρής κλίμακας κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία (Πολέμης, 1981: 97). Κάθε πηγή τροφής ήταν ασφαλώς εξαιρετικά σημαντική παλαιότερα για τον τοπικό πληθυσμό, πόσο μάλλον μια πλούσια σε πρωτεΐνη τροφή, όπως είναι ο γόνος των μελισσών. Οι κάτοικοι των χωριών της βόρειας Άνδρου είχαν αντιληφθεί πως ο γόνος των μελισσών αποτελούσε πολύτιμη τροφή και, σύμφωνα με τους πληροφορητές μας, πίεζαν τα παιδιά τους να τον φάνε, θεωρώντας τον ως τροφή ιδιαίτερα δυναμωτική. Ο γόνος, πάντως, δεν καταναλωνόταν από όλους τους κατοίκους∙ καταναλωνόταν από μεγάλο μέρος των μελισσοκόμων και από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να τον προμηθευτούν από τους παραγωγούς.
Στην Άνδρο, ο γόνος των μελισσών καταναλωνόταν με διάφορους τρόπους. Ο πλέον κοινός φαίνεται πως ήταν να καταναλώνεται ωμός μαζί με την κηρήθρα, η οποία μπορεί να περιείχε και μέλι ή γύρη (ψωμί των μελισσών). Ένας δεύτερος τρόπος ήταν να στύβεται η κηρήθρα με τον γόνο και να πίνεται το λευκό υγρό που προέκυπτε από τον πολτοποιημένο γόνο, που συχνά περιείχε λίγο μέλι και γύρη.
Εκτός από ωμός, ο γόνος στα βόρεια της Άνδρου καταναλωνόταν και μαγειρευμένος. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πληροφορητών μας, στο χωριό της Βουρκωτής οι προνύμφες των μελισσών καταναλώνονταν τηγανητές. Στο Βιτάλι, οι προνύμφες αρχικά σοτάρονταν («καβουρντίζονταν λίγο» κατά τον πληροφορητή μας) και στη συνέχεια μαγειρεύονταν με ρύζι, ως πιλάφι, στο οποίο προσέθεταν και λίγη ντομάτα. Ένας άλλος τρόπος μαγειρέματος ήταν υπό τη μορφή σούπας, δεν γνωρίζουμε όμως λεπτομέρειες για τον τρόπο παρασκευής της. Η μελισσόκομος που μας μετέφερε τη σχετική πληροφορία δεν είχε δει ή δοκιμάσει η ίδια την εν λόγω σούπα, είχε ωστόσο ακούσει τον πατέρα της να αναφέρει πως στην περιοχή έφτιαχναν παλαιότερα σούπα από γόνο μελισσών.
Υπήρχε ένας ακόμη τρόπος κατανάλωσης γόνου μελισσών. Αυτός ήταν να στύβονται κηρήθρες που περιείχαν γόνο αλλά και λίγο μέλι και γύρη και ο λευκός ζωμός που προέκυπτε να βράζεται μέχρι βαθιάς συμπύκνωσης. Τούτο, για να αποφεύγεται το ξίνισμα, όπως υπέδειξε η εμπειρία. Το συμπυκνωμένο και γλυκίζον μείγμα, «σιρόπι» για τους ντόπιους, λαμβανόταν κάθε πρωί ως τονωτικό. Η δοσολογία ήταν μια κουταλιά, μαζί με ένα ποτήρι νερό.
Τον τρόπο αυτόν κατανάλωσης γόνου στη βόρεια Άνδρο κατέγραψε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο εθνογράφος Γιώργος Σπέης, ο οποίος μετέφερε αυτούσια τη μαρτυρία του πληροφορητή του στο σχετικό του βιβλίο (Σπέης, 2003: 90). Η πληροφορία όμως αυτή δεν φαίνεται να έτυχε ιδιαίτερης προσοχής, ίσως διότι συμπεριελήφθη στο κεφάλαιο που αφορά στον τρύγο των μελισσιών και όχι σε εκείνα με τα προϊόντα της μέλισσας και τις χρήσεις τους. Πράγματι, ο μελισσοκόμος πληροφορητής του Σπέη παρήγαγε παλαιότερα από το εν λόγω προϊόν 3-4 οκάδες (3,84 με 5,12 κιλά) ετησίως για τις ανάγκες της οικογένειάς του.
Οι περισσότεροι τρόποι κατανάλωσης γόνου μελισσών στην Άνδρο (ωμός με την κηρήθρα, τηγανητός, με ρύζι, και σούπα) απαντούν και σε άλλες περιοχές, όπως στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία και σε περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής (Crane, 1999: 552· DeFoliart, 2002). Πάντως, οι τρόποι κατανάλωσης με πολτοποίηση του γόνου που έχουν καταγραφεί στο νησί φαίνεται πως είναι μοναδικοί. Στη σχετική βιβλιογραφία δεν εντοπίσαμε βρώση πολτοποιημένου ωμού γόνου, ούτε δημιουργία του ιδιάζοντος συμπυκνωμένου ζωμού. Εντούτοις, κοινά στοιχεία με τον τελευταίο τρόπο κατανάλωσης απαντούσαν στους κυνηγούς μελιού της φυλής των Gurang, στο Νεπάλ. Και αυτοί, όπως οι Ανδριώτες, έστυβαν τις κηρήθρες με γόνο της γιγαντιαίας μέλισσας Apis laboriosa πάνω από ένα σκεύος με ζεσταμένο μέλι (DeFoliart, 2002). Θεωρούσαν, όπως και οι κάτοικοι της βορείου Άνδρου, το παραγόμενο μείγμα τονωτικό.
Το ενδιαφέρον για τα έντομα στον δυτικό κόσμο, είτε ως τροφή του ανθρώπου, είτε ως ζωοτροφή, έχει τελευταία αυξηθεί. Σημαντικό ρόλο σε αυτό φαίνεται πως έπαιξε η δημοσίευση έκθεσης για τα βρώσιμα έντομα, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών (Van Huis et al. 2013), η οποία έδειξε πως τα βρώσιμα έντομα αποτελούν μια εφικτή και βιώσιμη επιλογή τροφίμων για το μέλλον. Η ανθρωπότητα ξεκίνησε να αναζητεί εναλλακτικές λύσεις για το κρέας, καθώς η διαθέσιμη αγροτική έκταση δεν είναι αρκετή ώστε να καλυφθούν οι μελλοντικές απαιτήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσοχή στα έντομα, σε παγκόσμια κλίμακα, αυξάνεται στις μέρες μας εκθετικά (Van Huis, 2020).
Στη σημερινή Ευρώπη, ιδίως στις σκανδιναβικές χώρες, η κατανάλωση εντόμων είναι πλέον γεγονός. Αρκετά εστιατόρια συμπεριλαμβάνουν στο μενού τους πιάτα με έντομα, ενώ εταιρείες παρασκευάζουν τροφές με βάση έντομα, όπως το ψωμί από γρύλλους της εταιρείας Fazer, το οποίο παρεμπιπτόντως κέρδισε χάλκινο μετάλλιο στον διαγωνισμό Cannes Lions το 2018. Έχει επίσης ξεκινήσει η παραγωγή και διάθεση γόνου μελισσών (κατά βάση προνυμφών κηφήνων). Από συνέντευξη που παραχώρησε τον Νοέμβριο του 2017 ο Φινλανδός μελισσοκόμος και παραγωγός κηφηνογόνου Vertti Seppälä στον Σουηδό δημοσιογράφο Anders Engström, σταχυολογούμε τα εξής: τον Σεπτέμβριο του 2017, οι φινλανδικές αρχές αποφάνθηκαν πως η παραγωγή και διάθεση βρώσιμων εντόμων είναι νόμιμη· ο κηφηνογόνος, η παραγωγή του οποίου ξεκίνησε αμέσως μετά, διατίθεται κατεψυγμένος· κύριοι αγοραστές του κατεψυγμένου κηφηνογόνου στη Φινλανδία είναι τα εστιατόρια που προσφέρουν βιολογικά, τοπικά και οικολογικά πιάτα· Φινλανδός σεφ με ένα αστέρι Michelin έφτιαξε premium χειροποίητη σοκολάτα με κηφηνογόνο, η οποία διατίθεται στην τοπική αγορά· καταβάλλονται προσπάθειες για παραγωγή (και) αποξηραμένου κηφηνογόνου, με τα πρώτα αποτελέσματα να είναι ενθαρρυντικά· ο κηφηνογόνος που χρησιμοποιείται είναι εκείνος που έως τότε αφαιρείτο από τα μελίσσια και απορριπτόταν, στο πλαίσιο σχετικής πρακτικής που εφαρμόζεται στη Φινλανδία για τον περιορισμό της βαρρόα (Engström, 2017).
Στη Δανία οι μελισσοκόμοι ακολουθούν παρόμοια πρακτική με τους Φινλανδούς συναδέλφους τους, αφαιρώντας κηφηνογόνο για τον έλεγχο της βαρρόα. Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη χώρα αυτή και εξετάζει την πιθανή χρήση του κηφηνογόνου ως πηγή τροφής σε εμπορική κλίμακα, η μέση συνολική βιομάζα γόνου κηφηνών ανά μελίσσι είναι 1,064 κιλά και η δυνητική διαθέσιμη βιομάζα γόνου 80 τόνοι. Το συμπέρασμα είναι πως ο κηφηνογόνος αυτός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως διατροφικό προϊόν σε μια εξειδικευμένη αγορά και να προάγει τη βιώσιμη μελισσοκομία (Lecocq et al., 2018).
Κατόπιν των παραπάνω, εν είδει επιλόγου, ας μας επιτραπεί να θέσουμε δύο ερωτήματα: α) μήπως έχει έρθει η ώρα, με την απαραίτητη νομοθετική συνδρομή της πολιτείας, να αρχίσει η αξιοποίηση και από τον Έλληνα μελισσοκόμο του γόνου των μελισσών και δη των προνυμφών των κηφήνων ως ένα ακόμη προϊόν της κυψέλης; και β) μήπως έχει έρθει η ώρα οι ελληνικές βιομηχανίες και βιοτεχνίες τροφίμων να θεωρήσουν τον γόνο των μελισσών ως ένα νέο και πολλά υποσχόμενο τρόφιμο;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barkelaar, D. 2017. Insects for food and feed. ECHO Development Notes 137: 1-9.
Crane, E. 1999. The world history of beekeeping and honey hunting. London (Duckworth).
DeFoliart, G. R. 2002. The human use of insects as food resource: a bibliographic account in progress. Insects as food, University of Wisconsin-Madison, Department of Entomology (https://insectsasfood.russell.wisc.edu/the-human-use-of-insects-as-a-food-resource/).
Engström, A. 2017. Finnish bee keepers are already selling bee drone larvae as food. (https://www.bugburger.se/utblick/bee-drone-larvae-as-food-in-finland/).
Ghosh, S., Jung, C., Meyer-Rochow, V. B. 2016. Nutritional value and chemical composition of larvae, pupae, and adults of worker honey bee, Apis mellifera ligustica as a sustainable food source. Journal of Asia-Pacific Entomology 19: 487-495.
Holt, M. V. 1885. Why not eat insects? London (Field & Tuer).
Jensen, A. B., Evans, J., Jonas-Levi, A., Benjamin, O., Martinez, I., Dahle, B., Roos, N., Lecocq, A., Foley, K. 2019. Standard methods for Apis mellifera brood for human food. In: Dietemann, N., Neumann, P., Carreck, N., and Ellis, J. D. (Eds), The COLOSS BEEBOOK, Volume III, Part I: standard methods for Apis mellifera hive products research. Journal of Apicultural Research 58(2): 1-28.
Jongema, Y. 2017. Word List of Edible Insects. Laboratory of Entomology, Wageningen University (https://www.wur.nl/en/Research-Results/Chair-groups/Plant-Sciences/Laboratory-of-Entomology/Edible-insects/Worldwide-species-list.htm
Kim, T-K., Yong, H. I., Kim Y-B., Kim, H-W., Choi, Y-S. 2019. Edible insects as a protein source: A review of public perception, processing technology, and research trends. Food Science of Animal Resources 39(4): 521-540.
Kouřimská, L., Adámková A. 2016. Nutritional and sensory quality of edible insects. NFS Journal 4: 22-26.
Lecorq, A., Foley, K., Jensen, A. B. 2018. Drone brood production in Danish apiaries and its potential for human consumption. Journal of Apicultural Research 57(3): 331-336.
Πολέμης, Δ. Ι. 1981. Ιστορία της Άνδρου. Άνδρος, Πέταλον – Παράρτημα Ι.
Ramos-Elorduy, J. 2006. Threatened edible insects in Hidalgo, Mexico and some measures to preserve them. Journal of Ethnobiology and Ethnomedicine 2(51): 1-10.
Tang, C., Yang, D., Liao, H., Sun, H., Liu, C., Wei, L., Li, F. 2019. Edible insects as a food source: a review. Food Production, Processing and Nutrition 1(8): 1-13.
Σπέης, Γ. 2003. Θουρίδες και μελισσοκήπια. Άνδρος (Καΐρειος Βιβλιοθήκη).
Van Huis, A. 2020. Prospects of insects as food and feed. Organic Agriculture. https://doi.org/10.1007/s13165-020-00290-7
Van Huis, A., Van Itterbeeck J., Klunder, H., Mertens, E., Halloran, A., Muir, G., Vantomme, P. 2013. Edible insects: future prospects for food and feed security. Rome (FAO).