Οι διαδρομές των περιηγητών της Άνδρου – Μέρος Β΄: Στο Κόρθι
Τα μνημεία του βυζαντινού παρελθόντος
Η περιοχή του Κορθίου στους αιώνες μετά τη Λατινική κατάκτηση, αναφέρεται κυρίως ως Απάνω Κάστρο, όνομα που έλκει από το ομώνυμο κάστρο των Λατίνων. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο τους περιηγητές στην περιοχή του Κορθίου, είναι αναμφίβολα τα μνημεία της βυζαντινής εποχής. Έτσι στα 1701 ο Ιησουίτης ιεραπόστολος Jacques Xavier Portier, που επισκέπτεται την περιοχή ερχόμενος από τη Χώρα, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το Απάνω Κάστρο είναι μια μεγάλη κοιλάδα (“vallon”) περιτριγυρισμένη από λόφους, καλυμμένους με χωριουδάκια. Στις πλαγιές των λόφων είναι χτισμένοι δεκαπέντε με είκοσι πύργοι των αρχόντων του νησιού. Αυτό που ξεχωρίζει σ’αυτόν τον τόπο είναι τα ερείπια μιας εκκλησίας ή αρχαίου ναού. Ο θόλος υπάρχει ακόμη και φαίνεται καλαίσθητος. Το λιθόστρωτο είναι από λευκό και μαύρο μάρμαρο πολύ στιλβωμένο, το οποίο φέρει τριαντάφυλλα και άνθινα μοτίβα δουλεμένα με μεγάλη μαστοριά. Οι ντόπιοι διαβεβαιώνουν, πως ανασκάπτοντας τα ερείπια της πλευράς του ναού που κατέρρευσε, βρήκαν μια εικόνα της Παναγίας, η οποία από τότε τιμάται ιδιαίτερα στην περιοχή.»
Ποιος είναι ο ναός στον οποίο αναφέρεται ο Ιησουίτης Portier; Από την περιγραφή είναι σαφές ότι ο ιεραπόστολος επισκέφθηκε την περιοχή Αηδονίων – Κορθίου όπου υπήρχαν οι σχετικοί πύργοι. Δεν αποκλείεται η μετάβαση από τη Χώρα στο Κόρθι να πραγματοποιήθηκε διά θαλάσσης, καθώς λείπει οποιαδήποτε αναφορά στην απαιτητική διάσχιση των Γερακώνων ή στο Κάστρο που δεσπόζει στην περιοχή. Αντίθετα, στην αντίστοιχη διάσχιση του Πετάλου για να φτάσει στην Άρνη, ο ιεραπόστολος υπήρξε αρκετά περιγραφικός της δύσκολης διαδρομής. Άλλωστε η περιγραφή της περιοχής ως μεγάλης κοιλάδας περιτριγυρισμένης από χωριά στους παρακείμενους λόφους, αντιστοιχεί στην εντύπωση που αποκομίζει κάποιος ερχόμενος από την πλευρά της θάλασσας. Την ίδια περιγραφή κάνει και ο Ernst Curtius (1838) ερχόμενος από τη θάλασσα: «Και μόλις το επόμενο πρωί φύσηξε δυνατός βοριάς, και αφού κάναμε κάμποσες μανούβρες, μπήκαμε με κόπο στο λιμάνι της Άνδρου. Μπροστά μας ανοιγόταν ένας καινούργιος κόσμος. Ένας βαθύς κόλπος, από τους πλέον εύφορους, κατάσπαρτος χωριά και δέντρα, περιστοιχισμένος από γκρεμούς. Σε ένα από αυτά τα χωριά, τα Αηδόνια έχει εγκατασταθεί κάποιος που παλαιότερα είχαμε υπηρέτη στο σπίτι μας.»
Από τους ιστάμενους σήμερα βυζαντινούς ναούς στην περιοχή του Κορθίου, εκείνοι με τρούλο είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (5ος ή 6ος αι. μ.Χ.)14 και ο Άγιος Νικόλαος (12ος αι. μ.Χ.)15. Ωστόσο, σε κανέναν από τους δύο δεν έχει καταγραφεί κατάρρευση της μίας τους πλευράς, όπως την αποδίδει ο Portier. Στην περίπτωση του Θεολόγου, επιχώσεις ανάμεσα στον παρακείμενο τοίχο και τη δυτική πλευρά του ναού, είχαν οδηγήσει στο φράξιμο της διόδου στα δυτικά, γεγονός που οδήγησε στη διάνοιξη της βόρειας θύρας και στο κλείσιμο της νότιας, η οποία είχε καταστεί άβολη16. Ωστόσο αυτό, δεν είχε οδηγήσει στην κατάρρευση κάποιας πλευράς του ναού.
Εδώ, πιθανότατα θα πρέπει να ψάξουμε για κάποιον τρίτο ναό της βυζαντινής εποχής με τρούλο ο οποίος δεν υφίσταται στις μέρες μας. Δεν αποκλείεται να σχετίζεται με το ναό που οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι υπήρχε δίπλα στο Θεολόγο και αποτελούσε τον κυρίως ναό, καθώς η αρχιτεκτονική μελέτη του Θεολόγου, φαίνεται να του αποδίδει αρχική χρήση είτε βαπτιστηρίου είτε μαρτυρίου ενός μεγαλύτερου ναού – περίπου στη θέση της διπλανής Θεοσκέπαστης14, 16. Τα ίχνη του χαμένου αυτού ναού, θεωρείται ότι αποτυπώνονται στο παλαιοχριστιανικό ασπρόμαυρο ψηφιδωτό δάπεδο που διασώθηκε και εντάχθηκε στην ωραία πύλη του τέμπλου της εκκλησίας της Θεοσκέπαστης14, 16, αλλά ίσως και στα βυζαντινά μαρμάρινα μέλη που έχουν εντοιχιστεί στην πρόσοψη της Θεοσκέπαστης αλλά και του κοντινού Αγίου Δημητρίου14. Το ασπρόμαυρο αυτό ψηφιδωτό της Θεοσκεπάστου, δεν αποκλείεται να σχετίζεται με την περιγραφή του Portier για το «λιθόστρωτο από λευκό και μαύρο μάρμαρο».
Η ίδια η Θεοσκέπαστη Κορθίου σε αναφορά του Επαρχείου του 1833, περιγράφεται ως εξής:« Χωρητικότητα 180 άτομα – Εις κακήν θέσιν – Καινούργια και στέρεα, καλλωπισμένη, πλην πρέπει να κλείσει διότι εκκλησιάζονται μόνον 11 οικογένειαι, και να μεταβώσι εις τον Άγ. Νικόλαο.» 17. Το γεγονός ότι η Θεοσκέπαστη ήταν καινούργια εκκλησία στα 1833 και μάλιστα σε θέση που δεν απαιτείτο η ύπαρξη τόσο μεγάλου ναού, είναι συμβατό με την ανωτέρα υπόθεση για ύπαρξη στα 1701 ερειπωμένου βυζαντινού ναού που τελικά κατέρρευσε οριστικά και εν συνεχεία κτίστηκε ο νεότερος ναός, αντλώντας και σχετικά μέλη από τον παλαιότερο ναό.
Άλλωστε η περιγραφή του Portier για την «εικόνα της Παναγίας, η οποία από τότε τιμάται ιδιαίτερα στην περιοχή» ίσως σχετίζεται με τον παρακείμενο έτερο ναό της Παναγίας17 και, μετά την κατάρρευση του ερειπωμένου βυζαντινού ναού, την ανέγερση της Θεοσκέπαστης. Στην Οθωμανική απογραφή του 1670 η Παναγία καταγράφεται ως μία από τις τρεις ενοριακές εκκλησίες του Κορθίου μαζί με τον Αγ. Νικόλαο και τον Αγ. Γεώργιο (στο Κόρθι καταγράφονται και οι ενοριακοί των Αηδονίων Άγιοι Σαράντα και Αγία Άννα) 18. Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι, σε αντίθεση με τη Θεοσκέπαστη της Χώρας, που προσδιορίζεται στο Οθωμανικό κατάστιχο με το χαρακτηρισμό «Θεοσκέπαστη», η Παναγία του Κορθίου δε φέρει τέτοιο προσωνύμιο. Στην αναφορά του 1833, η Παναγία καταγράφεται πλέον ως «παλαιά και σεσαθρωμένη» με χωρητικότητα 80 ατόμων και ιερέα κοινό με τη Θεοσκέπαστη, ενώ η ιδιοκτησία του ναού ανήκε στην οικογένεια Καμπάνη. Η οικογένεια Καμπάνη ήταν γνωστή για τους πύργους της στην περιοχή εισόδου στο Κόρθι, από την πλευρά του κάμπου, όπως θα δούμε παρακάτω. Η απόσταση των πύργων αυτών από την Παναγία δεν υπερβαίνει τα 100μ. Στην αναφορά προτείνεται, όπως και στην περίπτωση της γειτονικής Θεοσκέπαστης, το κλείσιμο του ναού και η μετάβαση των εκκλησιαζομένων στον κοντινό Αγ. Νικόλαο17.
Η μελέτη των τελευταίων ετών για τα βυζαντινά γλυπτά στην ευρύτερη περιοχή του Κορθίου, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένα από αυτά προέρχονται από βυζαντινούς ναούς στην γύρω περιοχή του Κορθίου, οι οποίοι σήμερα δε διασώζωνται19. Για παράδειγμα, λίγα μέτρα χαμηλότερα από το Απάνω Κάστρο, στα ερείπια του ναού των Αγ. Αποστόλων έχουν βρεθεί μέλη που φαίνεται να προέρχονται από βυζαντινό τρουλαίο ναό υψηλών προθέσεων19, 20. Στην ίδια περιοχή είναι άλλωστε γνωστός ο θρύλος ανεύρεσης της εικόνας της Παναγίας της «Φανερωμένης», απ’όπου αντλεί το όνομα και ο ομώνυμος ναός του Κάστρου. Άλλα γλυπτά που παραπέμπουν στην ύπαρξη και άλλων ναών από τη βυζαντινή εποχή έχουν εντοπιστεί σε θέσεις όπως τ’Αμονακλειού, τα Αηδόνια, η Μονή Φλετρών και η Μονή Αγ. Αντωνίου19. Έτσι δεν αποκλείεται, η περιγραφή του Portier να σχετίζεται με κάποια από αυτές τις περιπτώσεις.
Στους βυζαντινούς ναούς του Κορθίου αναφέρεται και ο James Theodore Bent που περιηγήθηκε στην Άνδρο κάπου μεταξύ του 1882-1884: «Το Κόρθι, εντούτοις, μπορεί να καυχηθεί για κάποιες αξιόλογες εκκλησίες, μία βυζαντινής αρχιτεκτονικής πολύ πρώιμης περιόδου και άλλη μία ερειπωμένη πια, ιδιαίτερα γραφική όμως στην κατάστασή της – πνιγμένη τόσο από ελιές και συκιές που δύσκολα κατορθώνει να μπει κανείς – και η στέγη της καλύπτεται από αναρριχώμενα φυτά, ενώ από κάποια παραξενιά της φύσης στην κορυφή της φυτρώνει ένα κυπαρίσσι.» Η αναφορά στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο με το κυπαρίσσι στη στέγη είναι αρκετά σαφής, ενώ ο πρώτος ναός που αναφέρεται, φαίνεται να παραπέμπει στον Άγιο Νικόλαο.
Ο Jean Alexandre Buchon στην επίσκεψή του στα 1841 παρατηρεί την ύπαρξη μιας άλλης εκκλησίας στην οποία φαίνεται να είχαν εντοιχιστεί μέλη που παραπέμπουν στη βυζαντινή εποχή: «Ανηφορίζοντας από το λιμάνι του Κορθίου προς το χωριό Κοχύλου, που βρίσκεται ψηλά στο βουνό, στα ριζά της κατακόρυφης και απόκρημνης βουνοκορφής πάνω στην οποία είναι χτισμένο το παλιό κάστρο, βρήκα μεσοδρομίς, στη δεξιά πλευρά του μονοπατιού, ένα εκκλησάκι χτισμένο με κομμάτια αρχαίου μαρμάρου από κάποιο ναό που μετατράπηκε σε εκκλησία. Πάνω σε μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα, που δεν είχε χρησιμοποιηθεί για την οικοδόμηση της μικρής εκκλησίας, υπάρχει σκαλισμένος σταυρός ύψους τριών ποδών και αντίστοιχου μήκους. Ένα άλλο κομμάτι σκαλισμένου μαρμάρου είναι ενσωματωμένο στον τοίχο της εκκλησίας. Πρόκειται για τμήμα μεγαλύτερου κομματιού, που έφερε σταυρό με γερμένους κρίνους στις τέσσερις γωνίες, σαν πολλούς άλλους που εντόπισα στην Ακρόπολη των Αθηνών και σε διάφορες άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος.»
Ο περιηγητής σχεδίασε τις δύο αναφερόμενες πλάκες22, εκ των οποίων η μία παραπέμπει στην πλάκα που είναι εντοιχισμένη στον περίβολο του ενοριακού Αγ. Νικολάου στον Όρμο Κορθίου.
Σε ερώτηση προς τον π. Αντώνιο Χορευτή σχετικά με την προέλευση του γλυπτού, ο ιερέας μας ενημέρωσε ότι πιθανότατα βρισκόταν στο παλιό εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου που προϋπήρχε του σημερινού ναού και ήταν μετόχι της Μονής Παναχράντου. Οι μοναχοί κατέβαιναν εκεί για να ψαρέψουν στο Γιαλό, όπως μας ανέφερε. Άραγε σε αυτό το ναό να αναφερόταν ο Buchon; Άλλωστε λίγα μέτρα παρακάτω, στο ναό του Ταξιάρχη υφίστανται και εντοιχισμένοι μαρμάρινοι κίονες στις γωνίες του ναού, πιθανότατα από τέμπλο. Η περιγραφή πάντως φαίνεται να παραπέμπει στα μισά της διαδρομής από τον Όρμο Κορθίου προς του Κοχύλου, όπου αρχικά συναντάμε τον Αγ. Ιωάννη – Αγ. Κυριακή και στη συνέχεια τον Αγ. Ιωάννη Νηστευτή στη Λια στα μισά της διαδρομής. Και οι δύο αυτοί ναοί βρίσκονται δεξιά από τη στράτα προς Κοχύλου, όπως περιγράφεται στην περιήγηση.
Η Αρχοντική στράτα και η σύνδεση Μεσαριάς – Κορθίου
Στα χρόνια μετά την καταστροφή της Χώρας από τον Crevelliers, και τη μετακίνηση των αρχόντων σε πύργους κυρίως στη Μεσαριά, το κέντρο βάρους των μετακινήσεων φαίνεται να διεξάγεται διαμέσου της Μεσαριάς. Έτσι με μόλις μία εξαίρεση, η χερσαία μετάβαση των περιηγητών από την περιοχή του Κορθίου προς την περιοχή της Μεσαριάς και Χώρας ή αντίστροφα, διεξάγεται μέσω της λεγόμενης «Αρχοντικής Στράτας»23. Η διαδρομή αυτή ξεκινούσε από την πλατεία των Αηδονίων, περνούσε το «λοξό» γεφύρι, διέσχιζε το Κόρθι και τον κάμπο του για να περάσει απέναντι, στο Σταυρό, έξω από τις Χώνες. Στη συνέχεια περνούσε έξω από το Παλαιόκαστρο και ανηφόριζε προς το Λευκόποδα, περνούσε τη ρεματιά που ρέει προς τα Διποτάματα και μετά το Μέσα Βουνί περνούσε από την Πανάχραντο. Μετά την κάθοδο από τους Γερακώνες περνούσε το Μεγάλο Ποταμό από το γεφύρι της Στοιχειωμένης και κατέληγε ψηλά στη Μεσαριά.
Η διαδρομή αυτή ανάμεσα στο Κόρθι και στη Μεσαριά δεν περνούσε μέσα από άλλα χωριά, με εξαίρεση ίσως το Μέσα Βουνί και το βραχύβιο και εγκαταλειμμένο Πετριά. Η Μονή Παναχράντου, έστεκε σχεδόν στο υψηλότερο και δυσκολότερο σημείο της διαδρομής και αποτελεί σημείο αναφοράς στις διηγήσεις των περιηγητών για τη διαδρομή, ενώ οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε χωριό στη διαδρομή απουσιάζει. Το όνομα «Αρχοντική Στράτα» το έλαβε καθώς χρησιμοποιούνταν για τη μετάβαση των αρχόντων των Αηδονίων και του Κορθίου23, στο «αλάι της Βουργάρας» στη Μεσαριά, όπου εκλεγόταν ο κοτζάμπασης της Άνδρου24 διά βοής.
Σε αυτό το πλαίσιο, στα 1838 ο Christian August Brandis στο δρόμο από Αηδόνια για Μεσαριά, περνάει από τη Μονή Παναχράντου, χωρίς όμως να σταματήσει σε αυτή. Στη Μεσαριά διαμένει στο σπίτι του Δημάρχου και την επόμενη ημέρα επισκέπτεται τη Χώρα.
Ο Gregory Perdicaris στα 1839 κινούμενος από τ’Αηδόνια προς τη Χώρα επίσης χρησιμοποιεί τη διαδρομή μέσω της Μονής Παναχράντου. Σε αυτή την περίσταση, αφού κατηφόρισαν από τη Μονή στην κλιτύ των Γερακώνων, κατευθύνθηκαν διαμέσου της κοιλάδας των Λιβαδίων προς τη Χώρα.
Είναι αξιοσημείωτη η πάγια επιλογή, σε αυτές τις διαδρομές, της στράτας μέσω της Μονής Παναχράντου, για να κινηθούν από τ’Αηδόνια προς τη Χώρα, έναντι αυτής μέσω των Διποταμάτων. Η διαδρομή μέσω Διποταμάτων, εκτός από συντομότερη, διασχίζει τους Γερακώνες μετά του Κοχύλου σε χαμηλότερο ύψος (σχεδόν 160μ πιο χαμηλά), έναντι της ορεινής διάβασης πάνω από το Μέσα Βουνί στην περίπτωση της Αρχοντικής Στράτας. Αυτή η πάγια επιλογή χρήσης της Αρχοντικής Στράτας, φαίνεται να συνάδει με τη συχνή διαμονή των περιηγητών είτε στα σπίτια των Αρχόντων της Μεσαριάς ή στη Μονή Παναχράντου, χωρίς να αποκλείεται η καλύτερη κατάσταση του οδικού άξονα της αρχοντικής στράτας έναντι αυτής διαμέσου των Διποταμάτων, είτε λόγω των μικρότερων κλίσεων, είτε λόγω καλύτερης συντήρησης τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Οι σύντροφοι του Jean Alexandre Buchon στα 1841 ακολουθούν κι εκείνοι τη διαδρομή Κορθίου – Μεσαριάς: «Ενόσω εγώ κατευθυνόμουν διά θαλάσσης από το Κόρθιο προς το Κάστρο, ο Sartiges, o Devoize και η κυρία Θεοτόκη είχαν διασχίσει το βουνό και είχαν κατηφορίσει με μεγάλο κόπο μέχρι τη Μεσαριά.»
Ο ίδιος ο Buchon περιγράφει τη μετακίνηση από τη Μεσαριά προς την Πανάχραντο διαμέσου του γεφυριού της Στοιχειωμένης ως εξής: «ο δήμαρχος (Καΐρης) είπε να μου δώσουν ένα μουλάρι και να με συνοδεύσει ένας καλόγερος στο μοναστήρι της Παναχράντου, που ήθελα να επισκεφθώ, ψηλά στην πλαγιά του βουνού που κατηφορίζει από το Απάνω Κάστρο στην κοιλάδα της Μεσαριάς. Ανάμεσα στη Μεσαριά, που βρίσκεται στην πλαγιά ενός άλλου υψώματος στα μισά της ανηφόρας, και στο μοναστήρι της Παναχράντου, που ορθώνεται πολύ ψηλά στο αντικρινό βουνό, υπάρχει μια αρκετά όμορφη ρεματιά, στο βάθος της οποίας κυλά χείμαρρος. Ένα γεφυράκι που διασχίζει τον χείμαρρο προσφέρει ευχάριστη θέα. Στο έβγα της ρεματιάς, αρχίζεις να σκαρφαλώνεις ένα είδος σκάλας, αρκετά απότομης και ιδιαίτερα επικίνδυνης στην κάθοδο, γιατί οι πέτρες με τις οποίες είναι φτιαγμένη αυτή η ελικοειδής σκάλα, χωρίς προστατευτικό τοιχίο, κουνιούνται όλες. Το μοναστήρι της Παναχράντου βρίσκεται στην κορυφή της σκάλας σε ένα αρκετά εύφορο πλάτωμα. Είναι χτισμένο κλιμακωτά σαν τη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, σε μεγαλύτερη επιφάνεια εδάφους…»
Δεν αποκλείεται η παλαιότερη χάραξη της διαδρομής αυτής, πριν την κατασκευή του γεφυριού της Στοιχειωμένης, να διέσχιζε το Μεγάλο Ποταμό στο σημείο όπου ξεκινάει ο κάμπος των Λιβαδιών. Στο σημείο αυτό η διάσχιση του Μεγάλου Ποταμού θα ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς αφήνει τη στενή ρεματιά και κινείται σε πλατύ έδαφος. Από εκεί η στράτα ανηφορίζει προς τη Μεσαριά στο ύψος του Πύργου Ζαφειρόπουλου, περνώντας γύρω από τους Αγίους Αναργύρους.
Ο James Theodore Bent (1882-1884), επισκέπτεται τη Μονή Παναχράντου ερχόμενος από τις Μένητες. Φεύγοντας από τη Μονή καταγράφει:
«Μέσα σε θύελλα από χιονόνερο και με τον τσουχτερό βοριά πίσω μας, αναχωρήσαμε από τον αρκετά θλιβερό σταθμό μας για την πορεία μας μέσα από τα βουνά που απλώνονται πίσω από την Πανάχραντο και χωρίζουν την κοιλάδα της Χώρας από την παράλληλη κοιλάδα του Κορθίου. Προς τα αριστερά μας περάσαμε ένα από τα ερειπωμένα βενετσιάνικα φρούρια στην κορυφή ενός βράχου…
Ήταν απόλαυση να κατεβαίνουμε πάλι προς την κοιλάδα, σε ηπιότερο κλίμα. Και η πεδιάδα του Κορθίου, παρότι κατά πολύ κατώτερη της Χώρας, ήταν ευχάριστη και χαριτωμένη… Προτού μπούμε στο Κόρθι περνάμε από ολόκληρη σειρά πύργων: το μέρος αυτό ονομάζεται Καμπάνη (Kampana), γιατί οι περισσότεροι – αν όχι όλοι – από αυτούς τους πύργους ανήκαν κάποτε σε μια πλούσια οικογένεια με το όνομα αυτό.»
Ο Alfred Philippson (1890) αναφέρει για τη Μονή Παναχράντου: «Στην κλιτύ του μεγάλου, ομοιόμορφα ψηλού ορεινού όγκου του Γερακώνα, περίπου στο μέσον της κοιλάδας, βρίσκεται η μεγάλη Μονή Παναχράντου (19 μοναχοί). Στα δυτικά τούτης, χωριζόμενη με φαράγγι, βρίσκεται βραχώδης προεξοχή που μοιάζει με πλάτωμα, η οποία φέρει το όνομα Καταφύγι, επομένως παλαιότερα αποτελούσε χώρο όπου κατέφευγαν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Από εδώ ένα πέρασμα σε υψόμετρο 645μ. οδηγεί προς τα νότια.»
Ο Philippson στα 1890, είναι ο μόνος που αναφέρεται στην εναλλακτική σύνδεση του Όρμου Κορθίου με τη Χώρα διαμέσου των Διποταμάτων: «Μεταξύ Άνδρου και Κορθίου πρέπει κανείς πρώτα να περάσει τους πρόποδες του Γερακώνα και κατόπιν να διασχίσει το βαθύ και στενό φαράγγι των Διποταμάτων. Μέσω γέφυρας διασχίζει κανείς το πλούσιο σε νερά ποταμάκι που κινεί μύλους. Ψηλότερα στην κλιτύ διασχίζει κανείς το Συνετί (399 κάτοικοι), ενώ στο ανώτερο και ευρύτερο αλλά ελάχιστα καλλιεργημένο τμήμα της κοιλάδας το Βουνί. Γύρω από την αρχή αυτής της κοιλάδας βρίσκονται τρία βουνά με επίπεδες κορυφές, που πιθανώς αποτελούνται από μάρμαρο. Στον ορεινό όγκο μεταξύ Διποταμάτων και Κορθίου, που το διαπερνά κανείς σε υψόμετρο 474μ., υψώνεται το μεγαλύτερο αυτών των βουνών (ύψους 600μ.) που φέρει τα ερείπια κάποιου Παλαιοκάστρου, ενός μεσαιωνικού οχυρού.»
Στα 1890, που περιηγήθηκε ο Philippson, η Χώρα έχει πλέον αναδειχθεί σε σημαντικό αστικό κέντρο και ο Όρμος Κορθίου εξελίσσεται σε σημείο αναφοράς στην περιοχή του Κορθίου. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εύλογο οι μετακινήσεις πλέον να διεξάγονται κατά κύριο λόγο μέσω της διαδρομής των Διποταμάτων. Σιγά σιγά η Αρχοντική στράτα θα εγκαταλειφθεί, με ένα μεγάλο τμήμα της σήμερα, από τις Χώνες μέχρι το Λευκόποδα (με εξαίρεση μερικές εκατοντάδες μέτρα πλησίον του Πισκοπειού) να έχει πουρναριάσει. Το γεγονός ότι δεν περνούσε μέσα από χωριά στη διαδρομή αυτή, συνέβαλε προφανώς στην εγκατάλειψή της.
Παρ’όλ’αυτά ακόμη και σήμερα παρατηρούμε ότι σε αυτή τη διαδρομή κατέληγαν δρόμοι απ’όλα σχεδόν τα χωριά της περιφέρειας του Κορθίου. Αυτό φανερώνει ότι η διαδρομή αυτή υπήρξε η κεντρική οδική αρτηρία σύνδεσης της κοιλάδας του Κορθίου με αυτή της Μεσαριάς.
Το Απάνω Κάστρο
Ο Antonio Millo (Αντώνιος από τη Μήλο), έλληνας ναυτικός, έδρασε στην υπηρεσία της Βενετίας μεταξύ 1567 – 1591. Στα 1582 αναφέρει για την Άνδρο: «Πάνω στο νησί αυτό υπάρχουν δύο κάστρα καλά κατοικημένα.» Με βάση και τις μεταγενέστερες περιηγήσεις, η αναφορά αυτή πιθανότατα σχετίζεται με το Κάτω και Απάνω Κάστρο, τα οποία στα χρόνια δράσης του, πριν το 1582, καταγράφονται ως «καλά κατοικημένα». Σε ό,τι αφορά το Απάνω Κάστρο, αυτό φαίνεται να συνάδει με τα δεδομένα της ανασκαφής που φανέρωσε μία νέα περίοδο κατοίκησης στη διάρκεια του 16ου αιώνα25, όταν η διαμάχη μεταξύ Βενετών και Τούρκων οδήγησε κατοίκους να κλειστούν και πάλι στην εγκαταλειμμένη, νωρίτερα, καστροπολιτεία για την προστασία τους από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Μάλιστα, στο πλαίσιο της ανασκαφής, εντοπίστηκε υπέρθυρο στο οποίο διαβάστηκε με επιφύλαξη το έτος 155225. Σε αυτό το πλαίσιο, η αναφορά του Antonio Millo είναι σημαντική, καθώς η Οθωμανική κυριαρχία ξεκίνησε το 1566 υπό τον Ιωσήφ Naci και από το 1579 υπό πλήρες Οθωμανικό καθεστώς. Συνεπώς, φαίνεται ότι το Απάνω Κάστρο παρέμεινε κατοικημένο στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Αντίθετα στα 1638 ο Francesco Lupazzolo αναφέρει ότι: «Πάνω σε ένα βουνό απέναντι από την πόλη (Χώρα) υπάρχει ένα άλλο φρούριο ερειπωμένο, που λέν’πως είναι αρχαίο.» Αυτή η αναφορά παραπέμπει πιθανότατα στο Απάνω Κάστρο, με βάση και το πανοραμικό σχέδιο των νότιων διαμερισμάτων της Άνδρου που παραθέτει.
Στα 1700 ο Joseph Pitton de Tournefort αναφέρει ότι: «Φθάσαμε στις 22 Νοεμβρίου στο λιμάνι του Κάστρου που είναι ο κύριος οικισμός του νησιού. Οι Ελληνες το ονομάζουν Κάτω Κάστρο για να το διακρίνουν από το Απάνω Κάστρο σε απόσταση 10 μιλίων από το πρώτο». Παρόμοια αναφορά αντιδιαστολής του Κάτω με το Απάνω Κάστρο κάνουν και οι Aubry de la Mottraye (1707) & Jean Alexandre Buchon (1841).
Ο Jacques Xavier Portier στα 1701 αποδίδει τον όρο Απάνω Κάστρο και στον οικισμό του Κορθίου: «Σε απόσταση τεσσάρων λευγών από τη Χώρα, προς τα νότια, βρίσκει κανείς έναν άλλο οικισμό, που τον αποκαλούν Απάνω Κάστρο. Είναι μια κοινή ονομασία στα νησιά για καθετί κτισμένο παλαιότερα σε ύψωμα.» Αντίστοιχα ο Heinrich Leonard Graf Pasch van Krienen στα 1771-1772 αναφέρει: «Υπάρχουν και άλλοι ορμίσκοι στους οποίους αποδίδουν τον χαρακτηρισμό λιμάνια. Και ένας από αυτούς είναι ο καλούμενος Κόρθι ή Απάνω Κάστρο και ο άλλος Κάτω Κάστρο, όπου φαίνεται η σημερινή ομώνυμη πόλη. Εκεί όμως μπορούν να προσορμίζονται μόνο μικρά πλεούμενα.»
Στα 1838 ο Christian August Brandis επισκέπτεται το Απάνω Κάστρο ερχόμενος από τη Μονή Παναχράντου μαζί με τον Ernst Curtius. O Brandis αναφέρει: «Την Τρίτη το πρωί ξεκινήσαμε και, αφού περάσαμε αρκετές βαθιές, στενές κοιλάδες και χαράδρες, φτάσαμε στο Παλαιόκαστρο, που βρίσκεται πάνω από τη θάλασσα, στην κορυφή του ψηλότερου βράχου της κοιλάδας του Κορθίου. Είναι ένα μεσαιωνικό οχυρό, κτισμένο πάνω σε διπλή βουνοκορφή, στο οποίο δεν υπάρχει τίποτε το αρχαιοελληνικό. Περίεργο είναι ότι η πολύ ωραιότερη σήμερα βορειοανατολική μεριά του νησιού δεν παρουσιάζει καθόλου ίχνη αρχαίων οικοδομημάτων, ενώ στην απέναντι μεριά βρίσκονται η Παλαιόπολη, ένα αρχαίο φρούριο, καθώς και μερικά άλλα ερείπια κοντά στο Γαύριο.» Η αναφορά σε «βαθιές, στενές κοιλάδες», προφανώς συνδέεται με το φαράγγι των Διποταμάτων, που βλέπει ο περιπατητής κινούμενος ανάμεσα στη Μονή Παναχράντου και το Απάνω Κάστρο. Αντίστοιχα ο Ernst Curtius αναφέρει: «Αναμένοντας ευνοϊκότερο άνεμο, μείναμε άλλη μια μέρα στο μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας Παναχράντου, στη ράχη του βουνού που χωρίζει την κοιλάδα της Μεσαριάς και των Αηδονίων, επισκεφθήκαμε από κει ένα παλαιό κάστρο της βενετσιάνικης περιόδου, όπου εντοπίσαμε πολλά ίχνη από την εποχή της κατοχής των Ιωαννιτών Ιπποτών και εντέλει, έπειτα από εξαήμερη αναμονή, αποπλεύσαμε πολύ ικανοποιημένοι από την Άνδρο». Για την κάθοδό τους από το Απάνω Κάστρο στο Γιαλό ο Brandis αναφέρει: «Γυρίσαμε στο λιμάνι του Κορθίου και στα Αηδόνια περνώντας πάλι μέσα από ωραία καλλιεργημένες κοιλάδες.»
Ο Jean Alexandre Buchon στα 1841 είναι πιο αναλυτικός σχετικά με την επίσκεψή του στο Απάνω Κάστρο: «…εγώ έφυγα πεζή για να επισκεφτώ τα ερείπια ενός παλαιοκάστρου χτισμένου ψηλά στο βουνό που δεσπόζει στον κόλπο του Κορθίου». Ξεκινώντας από το «λιμάνι του Κορθίου» ανεβαίνει προς Κοχύλου όπου συναντά μεσοδρομίς τον προαναφερθέντα ναό. Στη συνέχεια αναφέρει: «Το χωριό Κοχύλου πλαισιώνεται από καλλιεργημένα κτήματα και χλοερά λιβάδια με ελαιόδεντρα και συκιές. Πάνω στα δέντρα είχαν απομείνει λίγα πράσινα σύκα, και, παρότι η εποχή ήταν προχωρημένη, τα βρήκα ιδιαίτερα γλυκά και μελωμένα. Ένας χείμαρρος κυλά πίσω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται σχεδόν στην άκρη του χωριού. Από εκεί έως την κορυφή του βουνού σκαρφαλώνει κανείς ένα πολύ απότομο μονοπάτι. Το Κοχύλου βρίσκεται σε ύψος άνω της λεύγας πάνω από το χωριό Κόρθιο και τη θάλασσα. Τα σπίτια είναι όλα χτισμένα, όπως στην Ίσκια και την Προτσίντα, με λιακωτό και δίχως στέγη. Είναι αρκετά νοικοκυρεμένα. Οι κάτοικοι μου φάνηκαν μάλλον εύποροι, κυρίως χάρη στα γύρω εύφορα χωράφια που, παρά το υψόμετρο, μοιάζουν όλα πλούσια και καλά καλλιεργημένα.»
Ο χείμαρρος πίσω από την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου προφανώς σχετίζεται με τη ρεματιά που καταλήγει στην παραλία του Μπουρού. Νηχτός μετά τις πλύστρες μεταφέρει το νερό από τη δεξαμενή Μούση και αφού περάσει μέσα από το χωριό πίσω από τον Αγ. Γεώργιο, ποτίζει δεκάδες χωράφια στου Κοχύλου. Το συγκεκριμένο νηχτό και τη Μούση συναντά ο περιπατητής στη σηματοδοτημένη διαδρομή #3 & #3Β, από Κοχύλου προς Απάνω Κάστρο.
Ο περιηγητής λίγο παρακάτω αναφέρει: «…και λίγες εκατοντάδες μέτρα κάτω από το βουνό υπάρχει μια δεξαμενή, όπου συσσωρεύεται το νερό που κυλά από την κορυφή.» Είναι αρκετά πιθανό η αναφορά αυτή να σχετίζεται με τη Μούση, αν και τέτοιες δεξαμενές υπήρχαν και στη Λάκκα αλλά και σε άλλες περιοχές γύρω από το Κάστρο.
Σε ό,τι αφορά το ίδιο το Απάνω Κάστρο ο Buchon αναφέρει: «Το παλιό κάστρο είναι χτισμένο ψηλά, σε μικρή απόσταση από το Κοχύλου. Το βουνό πάνω στο οποίο μοιάζει θρονιασμένο έχει μια πιο ήπια κλίση από τη μεριά του χωριού και κόβεται απότομα από τη μεριά της θάλασσας.
Ο βράχος πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το Απάνω Κάστρο μοιάζει απολύτως ως προς το σχήμα με την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά έχει πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια. Εκεί ήταν χτισμένη μια ολόκληρη μεσαιωνική πόλη, που μπορούσε να χωρέσει πολλές χιλιάδες ψυχές, και τα τείχη αυτής της αρχαίας πολιτείας παρεμβάλλονται ανάμεσα στους βράχους για να καλύψουν τα διάκενα. Διακρίνονται ακόμη κάποια τμήματα πύργων κατά μήκος των τειχών, από μικρά λιθάρια συγκολλημένα με συνδετικό κονίαμα δίχως το παραμικρό ίχνος οικοδομής ελληνικού τύπου. Υπάρχουν πλείστα χαλάσματα σπιτιών σε αυτό το πλάτωμα, και πολλές εκκλησίες στέκουν ακόμα όρθιες ανάμεσα στα ερείπια. Κάποιες από αυτές επισκευάστηκαν αργότερα με ξερολιθιά, χάρη στην ευλαβή φροντίδα των Ελλήνων, ενώ στο εσωτερικό ξαναβρίσκει κανείς τρούλους από τούβλα συγκολλημένα με συνδετικό κονίαμα. Ένα πηγάδι με άφθονο νερό σε μικρό βάθος από το φιλιατρό του παραμένει εκεί ακόμα…
Ερχόμενος κανείς από τη μεριά της θάλασσας, φτάνει ανηφορίζοντας σε ένα είδος πολύ στενού περάσματος, τριών μόνο μέτρων φάρδους, και οι δύο βουνοπλαγιές εκατέρωθεν καταλήγουν σε χαράδρες. Το πέρασμα αυτό είναι σύντομο όσο και στενό. Πιο πέρα, η κορυφή του βουνού πλαταίνει λίγο σταδιακά στην άνοδο και καταλήγει στα χαλάσματα μιας εκκλησίας και σε έναν παλιό πύργο.»
Η αναφορά του Buchon περιλαμβάνει ορισμένες αστοχίες όπως την εκτίμηση ότι το Απάνω Κάστρο είχε μεγαλύτερη έκταση από την Ακρόπολη των Αθηνών ή παρόμοιο σχήμα, ή ότι η μεσαιωνική πόλη μπορούσε να χωρέσει πολλές χιλιάδες ψυχές. Φαίνεται επίσης να εκλαμβάνει ορισμένες από τις κινστέρνες ως εκκλησίες, κάτι που ήταν σύνηθες και ανάμεσα στους ντόπιους Κοχυλιανούς.
Στην κάθοδό του από το Απάνω Κάστρο προς τον Όρμο Κορθίου ο περιηγητής αναφέρει: «Επέστρεψα με τον οδηγό μου να ξεκουραστώ λίγο στο Κοχύλου, απ’όπου τον είχα πάρει και όπου τον άφησα, κι έφυγα μόνος μου για να επιστρέψω στο Κόρθιο. Καθ’οδόν, όμως, σκέφτηκα ότι θα ήταν προτιμότερο να κατευθυνθώ προς το λιμάνι και να ξαναβρώ το κότερο για να κοιμηθώ στην κουκέτα μου. Τα μονοπάτια που είχε χαράξει ο χείμαρρος ήταν φοβερά κακοτράχαλα και συχνά δεν μπορούσα να περπατήσω παρά μόνο στηριζόμενος στο πάνω μέρος των τοιχωμάτων, για να μη γλιστρήσω σε εκείνους τους λείους βράχους. Ο ερχομός της νύχτας μεγάλωσε τις δυσκολίες της διαδρομής. Όταν έφτασα στους πρόποδες του βουνού, χρειάστηκε να διασχίσω ρυάκια προς πάσα κατεύθυνση και δυσκολεύτηκα πολύ να ξαναβρώ το δρόμο μου.Τέλος πάντων έφτασα στο λιμάνι γύρω στις επτά.» Πιθανότατα αναφέρεται στο Ρωγιανό ποταμό και τον παραπόταμό του που πορεύεται μέσα στη στράτα Όρμου Κορθίου – Κοχύλου στα τελευταία της μέτρα, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να έχασε πράγματι το δρόμο του.
Ο James Theodore Bent (1882-1884) αναφέρει ερχόμενος από τη Μονή Παναχράντου: «Προς τα αριστερά μας περάσαμε ένα από τα ερειπωμένα βενετσιάνικα φρούρια στην κορυφή ενός βράχου, καλυμμένου ως συνήθως από τα ερείπια πύργων, οικιών και δεξαμενών της εποχής των Λατίνων. Και υπάρχει ο συνήθης μύθος σχετικά με κάποια αιματηρή σφαγή που έγινε κάποτε εκεί μεταξύ Βενετών και Τούρκων.»
Κάτι που αξίζει να επισημανθεί είναι η καταγραφή του Απάνω Κάστρου ως «Παλαιοκάστρου» από τους περιηγητές Brandis (1838), Buchon (1841) και Philippson (1890). Τόσο ο Δ. Πασχάλης όσο και ο χάρτης των Μαμάη – Σταυλά (1894) αναφέρονται στο Απάνω Κάστρο ως «Παλαιόκαστρο» δίνοντας το ίδιο όνομα και για τη θέση στο ύψωμα ανάμεσα στις Χώνες και το Πισκοπειό. Ο Δ. Πολέμης στη μελέτη του για τους Αφεντότοπους26 της Άνδρου, σημειώνει: «Εδώ πρέπει να διευκρινισθή, ότι αντιθέτως προς τα γραφέντα (πρβλ. Μηλιαράκην, Πασχάλην, κτλ.) άλλο είναι το Κάστρο της Φανερωμένης και άλλο το Παλαιόκαστρον (Παλιόκαστρο). Το τελευταίον κείται εις τον λόφον άνωθεν του χωρίου Χώνες και φαίνεται, ότι δεν είναι φραγκικόν δημιούργημα (ούτως ο Πασχάλης, «Κάστρα,» σ. 383) αλλά πιθανώτατα οχυρωμένος οικισμός της ελληνιστικής ή ρωμαϊκής εποχής. Τα ερείπια και η άφθονος οικοδομική ύλη η οποία έχει χρησιμοποιηθή διά την κτίσιν των σύγχρονων αιμασιών και τοίχων διακρίνονται εις ευρείαν έκτασιν. Η ενταύθα θέσις εγνωρίζετο πάντοτε ως «Παλιόκαστρο», αλλά τελευταίως η ονομασία, εξ αφορμής και της λεγομένης κοινότητος Παλαιοκάστρου ήρχισε να μετατοπίζεται προς το έναντι, υψηλότερα κείμενον, και κατά πολύ γνωστότερον Κάστρο της Φανερωμένης». Παρά την πολύ κατατοπιστική σημείωση του Δ. Πολέμη, οι αναφορές των περιηγητών ήδη πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, φαίνεται ότι παραπέμπουν στη χρήση του όρου «παλαιόκαστρο» στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για τις δύο θέσεις. Η χρήση αυτή θα περιοριστεί στην περίπτωση του Απάνω Κάστρου, όταν θα υιοθετηθεί η ονομασία Κάστρο της Φανερωμένης.
Ο Γιαλός
Το λιμάνι του Κορθίου αναφέρεται συχνά από τους περιηγητές. Ο Οθωμανός ναύαρχος και χαρτογράφος Piri Reis (1521 – 1526), αναφέρει μεταξύ της Χώρας και της Τήνου, δύο όρμους με πόσιμο νερό. Πιθανότατα, ο ένας από τους δύο ήταν ο Κόλπος του Κορθίου, όπως προκύπτει και από τους σχετικούς χάρτες του, οι οποίοι φημίζονται για την ακρίβειά τους. Ο Rufus Anderson στα 1829, απαριθμώντας τα λιμάνια του νησιού, πέραν εκείνου της Χώρας, αναφέρει: «Το νησί έχει άλλα δύο λιμάνια, το ένα ακόμα πιο νότια και το άλλο στη δυτική πλευρά, όπου βρισκόταν η αρχαία πρωτεύουσα.» Τα λιμάνια αυτά, προφανώς αντιστοιχούν στον Όρμο Κορθίου και το Γαύριο. Την ίδια χρονιά (1829) ο Benjamin Barker, που βρισκόταν στο (Άνω) Κόρθι αναφέρει: «Μου έφεραν ένα μουλάρι για να με μεταφέρει στο γιαλό, όπου ήταν αγκυροβολημένο το καράβι μου, και μου πρόσφεραν πιτσούνια, αγγούρια και μήλα». Παράλληλα, μας πληροφορεί ότι: «Η πόλη που ονομάζεται Άνδρος ή Κάτω Κάστρο απέχει λίγο περισσότερο από δύο ώρες κωπηλασίας από το Κόρθι, αλλά επειδή επικρατούσε νηνεμία, το πλοιάριό μας έφθασε εκεί μόλις την επομένη το πρωί.».
Ο Christian August Brandis στα 1838, είναι πιο αναλυτικός σχετικά με την περιγραφή του Γιαλού: «Δεν αργήσαμε να φθάσουμε στο λιμάνι του Κορθίου, αλλά στο μεταξύ ο βοριάς είχε δυναμώσει πολύ και χρειάστηκαν πέντε ή έξι χρονοβόρες και κοπιαστικές προσπάθειες για να μπούμε στο λιμάνι. Καθώς εισπλέαμε, είδαμε να ανοίγει μπροστά μας μια βαθιά καλλιεργημένη κοιλάδα, της οποίας η πλούσια βλάστηση μας εξέπληξε. Αλλά και οι διπλανές κοιλάδες και όλες οι χαράδρες με τις απόκρημνες πλαγιές τους από σχιστόλιθο ήταν φυτεμένες σχεδόν μέχρι τις κορυφές με αμπέλια, μουριές, πορτοκαλιές, συκιές και κυπαρίσσια (τα τελευταία ασφαλώς για να προστατεύουν τις πορτοκαλιές από τον βοριά)… Το λιμάνι του Κορθίου, το οποίο είναι δυστυχώς αρκετά εκτεθειμένο στον βοριά, έχει πολύ πιο ευχάριστη εμφάνιση από τις συνηθισμένες ελληνικές αποβάθρες. Τον κολπίσκο πλαισιώνει ένα ημικύκλιο από διώροφες αποθήκες / μαγαζιά (πρωτότυπο: “magazine”) και κατοικίες… Εγκατασταθήκαμε προσωρινά σε δύο δωμάτια, στον πάνω όροφο ενός σπιτιού δίπλα στη θάλασσα και όσοι είχαν υποφέρει από τη ναυτία άρχισαν να συνέρχονται.» Ο Brandis αναφέρει διαμονή στον Όρμο Κορθίου και κατά την αποχώρησή τους από το νησί: «Γυρίσαμε στο λιμάνι του Κορθίου και στα Αηδόνια… Επειδή κατά το βράδυ ο βοριάς ησύχασε κάπως, πήγαμε στο λιμάνι, κοιμηθήκαμε σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα και την Τετάρτη, στις τρεις το πρωί, επιβιβαστήκαμε στο πλοίο εξαιρετικά ευχαριστημένοι από τη διαμονή μας στην Άνδρο που ήταν πολύ ευχάριστη.»
Στα 1841 ο Jean Alexandre Buchon αναφέρει: «Αποβιβαστήκαμε κοντά στις αποθήκες / μαγαζιά (πρωτότυπο: “magasins”) και στο Υγειονομείο, χτισμένο στην ακτή, και πήγαμε κατευθείαν, άλλοι πεζή και άλλοι με μουλάρι, στο χωριό Κόρθιο, που ορθώνεται σε μια ωραιότατη τοποθεσία πάνω σε έναν λοφίσκο με ελαφρά κλίση, μεταξύ δύο κοιλάδων που τις διατρέχει ένα ποταμάκι.» Όπως και ο Barker, έτσι και ο Buchon θα κινηθεί από τον Όρμο Κορθίου προς τη Χώρα με πλωτό μέσο: «…σκέφτηκα ότι θα ήταν προτιμότερο να κατευθυνθώ προς το λιμάνι και να ξαναβρώ το κότερο για να κοιμηθώ στην κουκέτα μου… Βρήκα τη βάρκα να με περιμένει, διότι οι σύντροφοί μου, πιστεύοντας ότι από το Κόρθιο μέχρι το Κάτω Κάστρο θα χρειάζονταν μόνο δύο ώρες, είχαν φύγει με μουλάρια, ο δε κύριος Θεοτόκης πατήρ είχε επιβιβαστεί στο κότερο και είχε στείλει να με βρουν. Σκεφτόταν να κάνει πανιά τη νύχτα αν τυχόν δεν επέστρεφα έως τις δέκα, γιατί φανταζόταν ότι ίσως είχα πάει και εγώ στο Κάτω Κάστρο. Επιβιβάστηκα στο κότερο, ζήτησα να με σερβίρουν το δείπνο και έδωσα εντολή να σαλπάρουμε για το Κάτω Κάστρο, έτσι ώστε να φτάσουμε νωρίς το πρωί… Έφτασα στο Κάστρο στις έξι το πρωί.»
Σε ό,τι αφορά το λιμάνι του Κορθίου, οι συγκρίσεις με αυτό της Χώρας δίνουν και παίρνουν: Ο Benjamin Barker (1829) μας πληροφορεί για το λιμάνι της Χώρας ότι: «Το λιμάνι είναι κακό και μόνο μικρά πλοία μπορουν να αγκυροβολήσουν το καλοκαίρι, το χειμώνα καταφεύγουν στο Κόρθι». Ο Gregory A. Perdicaris (1839) αντίστοιχα καταγράφει για τη Χώρα ότι: «Η θέση της στην άκρη της κοιλάδας είναι εξαιρετικά ευνοϊκή, αλλά το λιμάνι της, όπως και εκείνο του Κορθίου, είναι εκτεθειμένο στους βοριάδες και την περίοδο των μελτεμιών κάθε επικοινωνία διακόπτεται επί εβδομάδες».
Ο Brandis (1838) αναφέρεται στη φιλονικία Χώρας – Κορθίου σχετικά με τη δημιουργία λιμένα: «Στην Άνδρο ο κομματισμός καθορίζεται από συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως αυτό της δημιουργίας ενός λιμανιού στην περισσότερο καλλιεργημένη και κατοικημένη βόρεια (εννοεί ανατολική) ακτή του νησιού. Το Κόρθι επιθυμεί να δει την προκυμαία του να προστατεύεται από ένα μόλο, η πόλη της Άνδρου τη δικιά της επίσης. Παρουσιάζουν ως επιχειρήματα το πρώτο τη μεγάλη καταλληλότητα του κόλπου του, η δεύτερη τα τριάντα μεγαλύτερα και εξήντα μικρότερα πλοία της, καθώς και το σημαντικό ποσόν που μπορεί να συνεισφέρει και ήδη άρχισε να συγκεντρώνει από εκούσιες εισφορές».
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Buchon (1841) σημειώνει: «Στις έξι το πρωί, αγκυροβολήσαμε στο λιμάνι του Κορθίου. Μία δαπάνη εκατό περίπου χιλιάδων δραχμών θα αρκούσε για να χτιστεί εκεί ένας λιμενοβραχίονας που θα παρείχε ασφάλεια στο λιμάνι και θα αύξανε τον πλούτο του τόπου, αλλά μια μικρόψυχη αντιζηλία έχει σταθεί εώς τώρα εμπόδιο στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Η παλιά πρωτεύουσα, ονόματι Κάστρο, έχει άθλιο λιμάνι ή μάλλον δεν έχει καθόλου λιμάνι, διότι το υπάρχον είναι τόσο πλατύ που ο άνεμος εισβάλλει από παντού. Η Άνδρος ολόκληρη θα ευχόταν να κάνει η κυβέρνηση κάποιες θυσίες προκειμένου να τους εξασφαλίσει λιμάνι και επικαλείται το πλεονέκτημα της θέσης του Κάστρου, που είναι το πιο εύφορο και πυκνοκατοικημένο τμήμα του νησιού. Το Κόρθιο, από πλευράς του, επικαλείται το ασήμαντο κόστος που θα είχε μια λύση προς όφελός του, οι δε κτηματίες του ισχυρίζονται ότι δεν περιμένουν παρά τη βελτίωση του λιμανιού τους για να κατέβουν από τον λόφο και να εγκατασταθούν παρά θίν’αλός. Εν μέσω αυτών των αντεγκλήσεων, δεν προχωρά τίποτα και το λιμάνι δύσκολα μπορεί να αποτελέσει σήμερα ασφαλές καταφύγιο για πολλά σκάφη ταυτοχρόνως.»
Ο Alfred Philippson (1890) μας πληροφορεί ότι ο Όρμος Κορθίου, όπως και η Χώρα και το Γαύριο είχε «αστική μορφή» και ο οικισμός απαρτιζόταν «μόνον από σπίτια με λευκό επίχρισμα και επίπεδες στέγες, τα οποία συνωστίζονται στους δρόμους και τα σοκάκια… Η θέση του λιμένα του Κορθίου (503 κάτοικοι) – το ομώνυμο αρχικό χωριό (εννοεί Άνω Κόρθι) στο νότιο άκρο του βουνού είναι τώρα ασήμαντο – ομοιάζει με εκείνη της Χώρας. Κείται στο πίσω μέρος ενός ευρέος και ανοικτού προς τα βορειοανατολικά όρμου, εκεί όπου μία χαμηλή οροσειρά, η οποία χωρίζει δύο εύφορες κοιλάδες, εκτείνεται έως την ακτή, χωρίς όμως να εισέρχεται στη θάλασσα… Το Κόρθιο εξάγει ετησίως 3-4 εκατομμύρια λεμόνια και σημαντική ποσότητα ελιών. Η περιοχή συνίσταται κυρίως από έναν δρόμο που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής, με σπίτια χτισμένα πυκνά το ένα δίπλα στο άλλο. Το σύνολο του γεωγραφικού τμήματος έχει δεκαεπτά οικισμούς και αριθμεί 5.364 κατοίκους… Από την τελευταία απογραφή (1889 – 1896 – 18.809 κάτοικοι) ο πληθυσμός του νησιού εμφανίζει πολύ μικρή αύξηση, παρά ταύτα σε σχέση με την απογραφή του 1879 (22.562 κάτοικοι) μεγάλη μείωση, και μάλιστα στο σύνολο των δήμων. Μόνον η πρωτεύουσα έχει διατηρήσει αναλλοίωτο τον πληθυσμό της. Τούτο το γεγονός υποδηλώνει σημαντική μετανάστευση του υπαίθριου πληθυσμού μεταξύ των ετών 1879 και 1889, και μάλιστα το γυναικείο φύλο κατέχει εδώ εξέχουσα θέση. Στα αστικά κέντρα οι Ανδριώτισσες χαίρουν εκτίμησης ως υπηρετικό προσωπικό και ιδιαιτέρως ως τροφοί. Οι άνδρες ξενιτεύονται, άλλοι ως οικοδόμοι (ιδιαιτέρως εκείνοι από το Κόρθιο), άλλοι ως ναυτικοί… Μόνον η πρωτεύουσα της Άνδρου διαθέτει σημαντικό στόλο και πληθυσμό που ασχολείται με τη ναυτιλία, ενώ στο Κόρθιο υπάρχουν κάποιοι ψαράδες και ναυτικοί… Οι τρεις λιμένες του νησιού προσεγγίζονται από ένα επιβατηγό και ένα τοπικό ατμόπλοιο, που πλέει μεταξύ Λαυρίου και Τήνου. Επιπλέον, η Χώρα και το Κόρθιο εξυπηρετούνται από ένα πλοίο της γραμμής “Κωνσταντινούπολη – Μικρασιατικά Παράλια – Σύρος – Κρήτη”, που πλέει υπό αγγλική σημαία».
Οι περιηγητές (Brandis 1838, Perdicaris 1839, Bent 1882-1884, Philippson 1890) μας πληροφορούν ότι ο κάμπος του Κορθίου, καλύπτεται από το Γιαλό μέχρι το Κόρθι από άμμο. Μάλιστα ορισμένοι αναφέρουν ότι αυτό έχει συμβεί την περίοδο εκείνη, ενώ η κατάσταση βαίνει επιδεινούμενη (Brandis 1838, Perdicaris 1839). O Bent (1882-1884) για παράδειγμα αναφέρει: «Σχετικά πρόσφατα μια αμμοθύελλα έπληξε την κοιλάδα. Μουριές και κυπαρίσσια ξεπρόβαλαν αλλόκοτα μέσα από τους αμμόλοφους που έμοιαζαν με τις θίνες της Ολλανδίας. Και το μοναδικό αποτελεσματικό εμπόδιο στην επέλαση της άμμου φαίνεται ότι ήταν ένα τείχος από κυπαρίσσια, πίσω από το οποίο προστατεύτηκαν οι κήποι και οι πύργοι των Κορθιανών από την καταστροφή που έπληξε τα χωράφια της εξωτερικής πλευράς.» Σε αυτό το πλαίσιο η διαδρομή από τον Όρμο Κορθίου προς τα Αηδόνια ή το Κόρθι περνάει μέσα από αμμώδες έδαφος. Χαρακτηριστικά ο Brandis (1838) αναφέρει: «Πηγαίναμε με τα πόδια και περάσαμε πρώτα μέσα από άμμο και μετά από ένα κοπιαστικό μονοπάτι, φτάσαμε στο χαριτωμένο “δάσος των αηδονίων”…»
Ο Barker (1829) σχετικά με τη διαδρομή Όρμου Κορθίου – Κορθίου αναφέρει: «Το πρώτο μέρος στο οποίο πήγα ήταν το Κόρθι ή Απάνω Κάστρο στην Άνδρο. Είναι μεγάλο χωριό που απέχει περίπου ένα τέταρτο της ώρας πεζοπορία από τη θάλασσα. Μαζί με τα διάσπαρτα σπίτια της περιοχής κατοικείται από περίπου 800 ή 1000 οικογένειες. Τα περισσότερα σπίτια είναι παλαιοί πέτρινοι πύργοι με στιβαρή κατασκευή μέσα σε κήπους και γραφικοί στην όψη. Είχαν κτιστεί κατά τον τρόπο αυτό από την εποχή που το Αρχιπέλαγος λυμαίνονταν πειρατές, οι οποίοι έκαναν συχνές επιδρομές και μάστιζαν την περιοχή.»
Τέλος, ο Bent (1882-1884) αναφέρει τη διαδρομή από την κοιλάδα του Κορθίου προς την Παλαιόπολη: «Την επόμενη ημέρα πήγαμε δυτικά επάνω από την κοιλάδα του Κορθίου… Αλλά στην κορυφή του βουνού ζαρώσαμε πάλι από τον αιώνιο εχθρό μας, τον βασιλιά Βοριά… Όλα φάνηκαν να αλλάζουν μόλις αφήσαμε τις κοιλάδες. Τα ορεινά αυτά σύνορα είναι τόσο αποτελεσματικά όσο και η θάλασσα. Η δυτική και η βόρεια Άνδρος διαφέρουν αρκετά. Καθώς ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε γρήγορα τις πιο απότομες πλαγιές της δυτικής Άνδρου, η θέα από τα υψώματα του νησιού ήταν εξαιρετική: ένα ακόμη από τα ποικιλόμορφα νησιωτικά συμπλέγματα που συνιστούν τη γοητεία των Κυκλάδων. Κοντά μας τώρα ήταν η νήσος Γυάρος… Η Παλαιόπολη, όπως αποκαλούν τώρα οι Ανδριώτες την τοποθεσία όπου υπάρχουν ακόμη τα ερείπια της αρχαίας πόλης, είναι ένα θαυμάσιο μέρος.» Η διαδρομή εξόδου από την κοιλάδα του Κορθίου, όπως βλέπουμε στο χάρτη των Μαμάη – Σταυλά (1894) ακολουθούσε το ρου του Καππαριανού ποταμού. Φτάνοντας στους Μωρακαίους της Καππαριάς, ανέβαινε στο Βορεινό και στη συνέχεια στον Προφήτη Ηλία της Καππαριάς για να περάσει στη δυτική πλευρά του νησιού με θέα τη Γυάρο. Στη συνέχεια η στράτα ακολουθούσε περίπου τη σημερινή διαδρομή του αμαξιτού δρόμου μέχρι λίγο πριν το Ζαγανιάρι.
Το Στενό και η Αγία Μόνη
Δύο περιηγητές μας δίνουν πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το μοναστήρι της Αγίας Μόνης στο Στενό. Με βάση τις διηγήσεις τους, φωτίζονται απόκρυφες δραστηριότητες στην περιοχή του Στενού αλλά και ο προσκυνηματικός χαρακτήρας της περιοχής. Στα 1839 ο Gregory A. Perdicaris θα περάσει από την Τήνο απέναντι στο Στενό της Άνδρου όπου θα αποβιβαστεί:
«Το μίστικο άφησε το αγκυροβόλιό του στην Τήνο μόλις φόρτωσε και έπλευσε γρήγορα στην απέναντι ακτή. Όμως ενώ ο άνεμος ήταν σχεδόν ανεπαίσθητος στο λιμάνι, έπνεε ισχυρότατος και αδιάκοπα στο στενό και τα κύματα ξεπερνούσαν το ύψος του πλοίου και χτυπούσαν ζωηρά το κατάστρωμα προτού ξεσπάσουν στις ακτές της Άνδρου. Το νησί φαινόταν έρημο και χρειάστηκε να περπατήσουμε φορτωμένοι με τις αποσκευές μας πάνω από τρία ή τέσσερα μίλια για να φτάσουμε στο μετόχι ή αγρόκτημα, της Αγίας Μονής, όπου μας περιποιήθηκε ο φτωχός πλην φιλόξενος ηγούμενος.
Αυτό το μοναστήρι βρίσκεται σε ευχάριστη τοποθεσία, στην κορυφή μιας μικρής κοιλάδας. Το τελευταίο διάστημα της Ελληνικής Επανάστασης έγινε καταφύγιο για τους θρασείς κουρσάρους που μάστιζαν τις θάλασσες και μόλυναν ακόμη και αυτό το ιερό, κάνοντάς το λημέρι ληστών. Αυτοί, ωστόσο, καθησύχασαν τους φόβους της ένοχης συνείδησής τους θέτοντας τον άγιο ως προστάτη τους. Εφόσον ο άγιος, και το ιερό του, είχε μερτικό στο πλιάτσικο, δεν θα μπορούσε να μένει αδιάφορος στις επιτυχίες των κουρσάρων, ιδίως όταν λήστευαν μόνο αιρετικούς και Τούρκους.»
Στη συνέχεια ο περιηγητής περιγράφει τη διαδρομή από την Αγία Μόνη προς τ’Αηδόνια:
«Ύστερα από ανάπαυση μιας νύχτας στο μίζερο κελί του ηγούμενου, αναχωρήσαμε από το μετόχι για Αηδόνια. Η πρώτη ώρα της διαδρομής με τα ζώα έγινε μέσω μιας βραχώδους και έρημης περιοχής, αλλά μόλις φθάσαμε στο ψηλότερο μέρος της ράχης, τα σημάδια καλλιεργημένης γης άρχισαν να πυκνώνουν και τελικά τα μάτια μας αντίκρισαν την ωραία κοιλάδα του Κορθίου, η οποία με τα λευκά σπίτια της, τους πράσινους αγρούς, τα δάση από πορτοκαλιές και λεμονιές αποτελούσε τέλεια αντίθεση με τις άδενδρες περιοχές από όπου είχαμε περάσει κατά τη διαδρομή μας. Κατηφορίσαμε προς την απομονωμένη κοιλάδα, κατεβαίνοντας συνεχώς πεζούλες και περνώντας μέσα από αμπέλια και ελαιώνες που βρίσκονται γύρω από τα αγροκτήματα των χωρικών, και ανεβήκαμε στα Αηδόνια, δηλαδή την κατοικία των ομώνυμων πουλιών.»
Η συγκεκριμένη διαδρομή, όπως μπορούμε να δούμε με βάση τις παλιές αεροφωτογραφίες του Κτηματολογίου, λίγο μετά την Αγία Μόνη, ακολουθεί τη διαδρομή του σημερινού χωματόδρομου από το Μοναστήρι μέχρι τον Προφήτη Ηλία στην κορυφή της Ράχης. Εναλλακτικά, ο χάρτης των Μαμάη – Σταυλά του 1894, παρουσιάζει μια άλλη διαδρομή μέσω του κοντινού Άγ. Νικολάου, όπου και η σημαντικότερη πηγή των υδάτων της περιοχής της Μονής, προς το Φραγκάκι και τις υπώρειες του Προφήτη Ηλία. Από εκεί, οι σηματοδοτημένες διαδρομές από Προφήτη Ηλία προς Πίσω Μεριά (διαδρομή #19) και από εκεί προς Αηδόνια (διαδρομή #4), θα μπορούσαν να αντιστοιχούν στη διαδρομή που διένυσε ο Perdicaris, όπως φαίνεται παρακάτω:
Το δρομολόγιο που ακολούθησε ο Perdicaris δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με βεβαιότητα, καθώς οι στράτες από τα χωριά της Ράχης προς το Στενό είναι πολλές και αλληλοσυνδέονται. Με βάση την περιγραφή, πάντως, φαίνεται πρώτα να κατέβηκε στην κοιλάδα του Κορθίου και στη συνέχεια να ανέβηκε (πιθανόν από το Κόρθι) προς τ’Αηδόνια.
Ο ίδιος περιηγητής μας δίνει μια άλλη σημαντική πληροφορία για το Στενό: «Οι κάτοικοι γνωρίζοντας την ανάγκη έκαναν τελευταία κάποιες προσπάθειες προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ασφαλές λιμάνι (αναφέρεται στη Χώρα) και να υλοποιηθεί κάποια χερσαία σύνδεση με την Τήνο από το Στενό. Αλλά αυτά τα σχέδια, αν και υψίστης σημασίας για τα συμφέροντα του νησιού, δεν έτυχαν της ανάλογης υποστήριξης από την κυβέρνηση, γεγονός που επιδεινώνεται αν αναλογιστεί κανείς ότι η φορολογία της Άνδρου είναι πιο βαριά τώρα παρά επί Τουρκοκρατίας».
Όπως φαίνεται η ιδέα για χερσαία σύνδεση της Άνδρου με την Τήνο είναι αρκετά παλιά.
Ο Bent (1882-1884) μας δίνει μια ακόμη ενδιαφέρουσα πληροφορία για την Αγία Μόνη, η οποία φανερώνει τον προσκυνηματικό χαρακτήρα του Στενού: «Προς τον νότο (της κοιλάδας του Κορθίου) η γη εκτείνεται πετρώδης και άγονη έως το μεσημβρινό ακρωτήριο. Εκεί κοντά υπάρχει ένα ερειπωμένο πλέον μοναστήρι, όπου τα παλαιότερα χρόνια γινόταν η περίφημη πανήγυρις των Κυκλάδων, προτού “επινοηθεί” η Ευαγγελίστρια στην Τήνο. Παντού ακούγεται το ίδιο παράπονο: “Ο κόσμος ερχόταν εδώ πριν από την Τήνο”. Όλα σχεδόν τα νησιά παραπονούνται ότι οι θαυματουργοί ναοί τους έχουν περιπέσει σε αφάνεια τα τελευταία χρόνια.»
Γιώργος Αρ. Γλυνός
Για το Ά μέρος της μελέτης (Χώρα και Παλαιόπολη):
Βιβλιογραφία:
- Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021
- Ελληνικό Κτηματολόγιο – Αεροφωτογραφίες 1945 – 1960: http://gis.ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx?fbclid=IwAR0AlmElwo-SgP-JHMpLAdjwIOhcvkTDcqZhhFawAPKlN0tDOpRXHaZm5Vs
- Οι σηματοδοτημένες διαδρομές στο Site της Andros Routes: https://www.androsroutes.gr/el/overview-page/
- Σύνδεσμος απεικόνισης Διαδρομών Περιηγητών: https://www.google.com/maps/d/u/1/edit?mid=1Ep1cZgQBUokmVJgxSBw51sPDIZt1orXi&usp=sharing
- Ηλ. Κολοβός: Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό Πλαίσιο, Ανδριακά Χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006
- https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/o-ermis-tis-androy-ena-agalma-taxidemeno
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 581)
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 567)
- Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 563)
- Εκλογικός κατάλογος 1844 Δήμου Άνδρου:
- Νικ. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 177
- Ν. Πετρόχειλος, Συμβολές στην Ιστορία της Άνδρου μέσα από τις επιγραφές και τα μνημεία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 2007, σελ. 326
- Βαλμά Παυλώφ Ευδοκία, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα της εποχής του Καποδίστρια (1828 – 1832), Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1997
- Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Δ. Βασιλειάδης, «Βυζαντινά μνημεία της Άνδρου: Ο ναός του Αγίου Νικολάου Κορθίου», Αρχαιολογική Εφημερίς 1960, σελ. 16-37
- Χαράλαμπος Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Δ. Αντωνίου: Κατάλογος των Εκκλησιών της Νήσου Άνδρου (16 Αυγούστου 1833), Η Άνδρος μέσα από το αρχείο του Υπουργείου Παιδείας (1833-1850) Ανδριακά Χρονικά 20, Τόμος Α’ Εκκλησιαστικά, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1993
- Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
- Γ. Πάλλης, Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου, Η Βυζαντινή άνδρος (4ος – 12ος Αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, Ανδριακά Χρονικά 43, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2016
- Γ. Πάλλης, Εύανδρος – Χριστιανικά γλυπτά από το Επάνω Κάστρο της Άνδρου, σελ. 251 – 268, Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2009
- Ν. Πετρόχειλος, Η επιτύμβια στήλη του Ερμησίου Αλεξανδρέως, Άγκυρα, Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, Άνδρος 2018
- A. Buchon, Atlas des Nouvelles Recherches Historiques sur la Principauté Française de Morée et ses hautes Baronies, Au Comptoir des Imprimeurs unis, Paris, πίνακας XL, σχέδιο 30, πίνακας XLI, σχέδιο 2 https://books.google.gr/books?id=xPJRAAAAcAAJ&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0&fbclid=IwAR1uhWtP40MnP9k2UJRab1F-elM91VuFSgDfwKVcduH6rMzqzK5zgVj95iI#v=onepage&q&f=false
- Ν. Βασιλόπουλος, Το λοξό γεφύρι των Αηδονίων και η Αρχοντική Στράτα:
https://androshistoria.blogspot.com/2015/08/blog-post.html
- Λίστα διατηρητέων μνημείων της Άνδρου – Αλάι της Βουργάρας:
http://listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=36
- Ελ. Δεληγιάννη Δωρή et al, Έρευνα και Ανασκαφή στο Επάνω Κάστρο Άνδρου, Το αρχαιολογικό έργο στα νησιά του Αιγαίου, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ρόδος 2013, Μυτιλήνη 2017
- Δ. Πολέμης, Οι Αφεντότοποι της Άνδρου, Πέταλον 2, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 27
Πολύ καλή δουλειά!
Μπράβο, πολύ καλή δουλειά