Νέα

Οι διαδρομές των περιηγητών της Άνδρου – Μέρος Α΄: Η Χώρα και η Παλαιόπολη, του Γιώργου Αρ. Γλυνού

Alfred Philippson (1890): «Μόνον διασχίζοντας πεζός το νησί ανακαλύπτει κανείς τον πλούτο και τα στολίδια του…»

Μια θερινή βραδιά του 2021, είχαμε την τιμή να συναντήσουμε μαζί με το Σπ. Τσαούση τον Καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτρη Ι. Κυρτάτα. Στη διάρκεια μιας ζωηρής συζήτησης, ο Καθηγητής μάς επεσήμανε τη σημασία του παλαιού δικτύου διαδρομών – στρατών και μονοπατιών, η παλαιότητα του οποίου, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να ξεπερνά τη ζωή οικισμών ή την έλευση και παρέλευση επωνύμων οικογενειών.

Την ίδια περίοδο, πραγματοποιήθηκε η έκδοση από το Μουσείο Μπενάκη και την Καΐρειο Βιβλιοθήκη, ενός πολύ σημαντικού έργου: του βιβλίου «Αναζητώντας την Άνδρο»1. Η έκδοση αυτή, έργο πολλών ετών, περιλαμβάνει μία πολύτιμη συλλογή κειμένων, χαρτών και απεικονίσεων των περιηγητών της Άνδρου από τον 15ο – 19ο αιώνα. Η κύρια πηγή της έκδοσης είναι η εξαιρετικής σημασίας συλλογή του Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου. Ο συλλέκτης επιθυμούσε την έκδοση των περιηγητικών περιγραφών που αφορούσαν την Άνδρο και σε συνεργασία με τον αείμνηστο Δημ. Πολέμη, πρωτεργάτη και διευθυντή της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, σχημάτισαν ένα περίγραμμα της έκδοσης.

Η έκδοση βρίθει πληροφοριών για την καθημερινή ζωή στο νησί, τις συνήθειες των κατοίκων, την παραγωγή περίφημων μεταξωτών υφασμάτων, λεμονιών αλλά και εξαιρετικού κρασιού, τις σχέσεις Αρχόντων – κολίγων, Καθολικών και Ορθοδόξων. Παράλληλα, από τις περιγραφές των περιηγητών, έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε πολύτιμες πληροφορίες για τις διαδρομές που φαίνεται να ακολουθούσαν οι περιηγητές.

Πράγματι, η πλειάδα αυτή των περιηγητικών κειμένων, περιλαμβάνει πάνω από 80 οδοιπορικά στο διάστημα μεταξύ του 17ου – 19ου αιώνα. Αρκετά από τα οδοιπορικά αφορούν τις ίδιες διαδρομές, καθιστώντας φανερό ότι υπήρχαν κύριοι οδικοί άξονες που ακολουθούνταν κατ’επανάληψη, καθώς οι περιγραφές συγκλίνουν μεταξύ τους σε ό,τι αφορά πολύ χαρακτηριστικά σημεία των διαδρομών αυτών.

Οι διαδρομές αυτές, όπως μας πληροφορούν οι περιηγητές, χρησιμοποιούνταν από επαγγελματίες αγωγιάτες. Συγκεκριμένα ο Alfred Philippson (1890) αναφέρει: «Λόγω της μεγάλης έκτασης του νησιού η χερσαία συγκοινωνία είναι σημαντική και διεκπεραιώνεται κυρίως από μερικούς επαγγελματίες αγωγιάτες… η συγκοινωνία πραγματοποιείται από ημιόνους μέσα από μονοπάτια. Τα τελευταία έχουν κατασκευασθεί στις κλιτύς του νότιου τμήματος του νησιού με τη μορφή κλιμακωτών δρόμων… Κάθε αναβαθμός αποτελείται από επιφάνεια πλάτους 1,5 έως 2μ. με κλίση προς την πλευρά του βουνού, επενδεδυμένη, κατά κανόνα, με λείες λίθινες πλάκες, η οποία διαμορφώνεται με πολύ χαμηλή κατωφέρεια οδηγώντας έτσι στον επόμενο αναβαθμό. Αυτές οι σκάλες είναι κατασκευασμένες για να διευκολύνουν κυρίως τους ημιόνους, ενώ για έναν διαβάτη δεν υπάρχει τίποτε πιο εξαντλητικό από το να κατέβει πηδώντας μερικές εκατοντάδες μέτρα μίας τέτοιας σκάλας αλλάζοντας άνισα το βηματισμό του. Τουλάχιστον, πρέπει να αναγνωρίσει κάποιος ότι στα νησιά οι σημαντικότεροι δρόμοι κατασκευάζονται, ενώ στην ηπειρωτική χώρα υπάρχουν μόνο πατημένα φυσικά μονοπάτια.»

Λιθόστρωτη οδός από του Κοχύλου προς τον Όρμο Κορθίου

Από τη μελέτη των διαδρομών αυτών, προκύπτουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στον τρόπο με τον οποίο χαράσσονταν οι διαδρομές. Οι στράτες όφειλαν να υπακούν σε πολύ πρακτικούς κανόνες. Έτσι, με βάση το ανάγλυφο, όφειλαν να ακολουθούν τις ταχύτερες διαδρομές σύνδεσης, με τις μικρότερες δυνατές κλίσεις, υπό το μεγάλο όμως περιορισμό της αποφυγής δημιουργίας σημαντικών τεχνικών έργων (π.χ. εκτεταμένοι εκβραχισμοί, δημιουργία γεφυριών κλπ.). Παράλληλα, όφειλαν να ακολουθούν διαδρομές σε επαφή με κατοικημένες περιοχές, σε περίπτωση όπου ανέκυπτε κάποια ανάγκη.

Τα αποτελέσματα αυτών των παραγόντων σε πολλές περιπτώσεις οδηγούσαν σε ένα δίκτυο κεντρικών αρτηριών πολύ διαφορετικών από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα. Η αποφυγή δημιουργίας τεχνικών έργων, όπως γεφύρια, σήμαινε ότι οι ρεματιές θα έπρεπε να διασχίζονται είτε ψηλά κοντά στη γέννεσή τους, είτε σε σημεία όπου τα ποτάμια κατέληγαν σε πλατύ επίπεδο χωρίς μεγάλη πλέον ορμή, όπου η διάσχισή τους θα ήταν εύκολη υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, οι χαράδρες θα έπρεπε κατά το δυνατόν να αποφεύγονται. Στο ίδιο πλαίσιο, πολύ συχνά οι διαδρομές βρίσκονταν πάνω ή πολύ κοντά στον υδροκρίτη ανάμεσα σε διαφορετικές κοιλάδες, ακολουθώντας τις ράχες των πλαγιών αλλά και τους αυχένες σύνδεσης των βουνών.

Σε ορισμένες περιπτώσεις κεντρικών αρτηριών, η κατασκευή και συντήρηση γεφυριών ήταν απαραίτητη (π.χ. φαράγγι Διποταμάτων). Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρατηρούμε ότι τα γεφύρια εξυπηρετούσαν τοπικές ανάγκες (π.χ. γεφύρι Στοιχειωμένης: σύνδεση Μεσαριάς με Φάλλικα, γεφύρια Αποικίων, Βουρκωτής, Καρόνα) και δεν περιλαμβάνονταν στις οδικές αρτηρίες που περιγράφουν οι περιηγητές, παρά μόνο όταν διευκόλυναν με μικρές παρακάμψεις τις αρτηρίες αυτές (π.χ. γεφύρι Στοιχειωμένης).

Η επιδίωξη όσο το δυνατόν μικρότερων κλίσεων στις διαδρομές, δε σήμαινε απαραίτητα και κίνηση σε χαμηλό υψόμετρο. Αντίθετα, το ανάγλυφο του νησιού με τις παράλληλες οροσειρές από τα δυτικά προς τα ανατολικά, σήμαινε ότι για να διασχίσει κάποιος το νησί, πορευόμενος από τα ορεινά κεφαλοχώρια του βορρά προς το νότο ή αντίστροφα, θα έπρεπε να ακολουθήσει διαδρομές που περνούσαν από ορεινές διαβάσεις ανάμεσα στα υψηλότερα σημεία του κάθε όρους. Ωστόσο, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι για να φτάσει σε αυτά τα σημεία ο διαβάτης, θα ακολουθούσε μια σταθερή πορεία ανόδου χωρίς σκαμπανεβάσματα μέχρι το σημείο διάσχισης της κορυφογραμμής. Στη συνέχεια η απώλεια υψομέτρου όφειλε να είναι η μικρότερη δυνατή, ακολουθώντας συνήθως τους αυχένες σύνδεσης των βουνών ή τον υδροκρίτη ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές κοιλάδες.

Στο βαθμό που το ανάγλυφο παρέμεινε ιστορικά αναλλοίωτο και οι δυνατότητες τεχνικών έργων για αρκετούς αιώνες περιορισμένες, η χάραξη των διαδρομών σύνδεσης σημαντικών παραγωγικών τμημάτων του νησιού, είναι εύλογο ότι θα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό σταθερή, αφού θα κάλυπτε τις ίδιες ιστορικές ανάγκες.

Ο Χάρτης των Μαμάη – Σταυλά του 1894

Για τη διασταύρωση και τεκμηρίωση των διαδρομών των περιηγητών, χρησιμοποιήθηκαν ο χάρτης του 1894 των Μαμάη – Σταυλά (Καΐρειος Βιβλιοθήκη), οι αεροφωτογραφίες της περιόδου 1945 – 1960 του Ελληνικού Κτηματολογίου2 αλλά και χάρτης της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού του 1991, όπου επισημαίνονται αρκετές από τις παλιές στράτες. Οι διαδρομές, με βάση αυτά τα εργαλεία, απεικονίστηκαν με χρήση του Google Earth, εντοπίζοντας τις εκάστοτε στενές ή τα μονοπάτια, ή όπου τα μονοπάτια είχαν πλέον εξαφανιστεί, με βάση την προσομοίωση των σημείων όπου αυτά περνούσαν στις αεροφωτογραφίες της περιόδου 1945 – 1960. Το δίκτυο των σηματοδοτημένων διαδρομών3 χρησιμοποιήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις για την υποβοήθηση της μελέτης των διαδρομών. Αρκετές από αυτές τις διαδρομές αποτυπώνονται ακέραιες ή τμηματικά για την αντιστοίχιση διαδρομών των περιηγητών, ή για την απεικόνιση του υπαρκτού δικτύου, όπου αυτό κρίθηκε πρόσφορο. Παρ’ό,τι μεγάλο τμήμα των διαδρομών των περιηγητών περιλαμβάνεται στο σηματοδοτημένο δίκτυο, σημαντικό τμήμα αυτών παραμένει μη σηματοδοτημένο, είτε επειδή δεν περνάει μέσα από οικισμούς με αποτέλεσμα να έχει εγκαταλειφθεί, είτε επειδή ακολουθεί διαδρομές παραπλήσιες με το κεντρικό οδικό δίκτυο ή έχει αντικατασταθεί από χωματοδρόμους.

Δείγμα απεικόνισης των παλιών αεροφωτογραφιών της περιόδου 1945 – 1960 στον ιστότοπο του Κτηματολογίου στην περιοχή πάνω από Μένητες και Στραπουργιές. Επισημαίνονται με κίτρινα βέλη ο εχητός του νερού των Εβρουσιών προς του Μύλους των Στραπουργιών, με κόκκινα η Φαρδιά Στράτα, με πράσινα μονοπάτι κοντά στην κορυφογραμμή προς τη Βίγλα καθώς και οδός σύνδεσης των προηγούμενων με τα Λάμυρα με μπλε.

Η χαρτογράφηση των διαδρομών που περιλαμβάνονται στις απεικονίσεις της μελέτης, διατίθεται σε σύνδεσμο στη βιβλιογραφία4.

Παράλληλα με την καταγραφή των διαδρομών των περιηγητών, επισημαίνονται και ορισμένα στοιχεία από τις ιστορικές περιγραφές των μνημείων αλλά και των κύριων οικισμών του τότε και του σήμερα.

Όλες οι αναφορές σε περιηγητές, προέρχονται από το βιβλίο: «Αναζητώντας την Άνδρο» 1, ενώ σε παρένθεση παρατίθεται το έτος ή το διάστημα κατά το οποίο εκτιμάται ότι πραγματοποιήθηκε η περιήγηση και όχι η έκδοση απαραίτητα της κάθε περιήγησης.

 

Η Χώρα

Σχεδόν το σύνολο των περιηγητών που επισκέπτονται την Άνδρο, μας δίνουν μια περιγραφή της Χώρας. Η μοναδική «πόλη» του νησιού ονομάζεται και Κάτω Κάστρο σε αντιδιαστολή με το Απάνω Κάστρο της περιοχής Κορθίου. Οι πρώτες αναφορές στην «πόλη της Άνδρου» ανάγονται στο 15ο αι. και 16ο αι. και περιλαμβάνουν σύντομες αναφορές από τους χαρτογράφους Cristoforo Buondelmonti (1419), Bartolommeo dalli Sonetti (1485), Piri Reis (1521 – 1526), Benedetto Bordone (1534) και Alonso de Santa Cruz (1539 – 1560).

Ο Francesco Lupazzolo (1638) είναι αρκετά πιο περιγραφικός σχετικά με τις ανθρώπινες δραστηριότητες στη Χώρα. Μας μιλά για μία πόλη 200 σπιτιών. Εδώ είναι η έδρα του Τούρκου διοικητή, του Καδή, ενώ έχει εγκατασταθεί «και ένας αριθμός 50 Τούρκικων οικογενειών στην πόλη και σε μεγάλο χωριό κοντά στη θάλασσα». Στην πόλη είναι συγκεντρωμένοι και οι άρχοντες, για τους οποίους ο Lupazzolo αναφέρει ότι: «Το αρχοντολόι στην πόλη κάθεται συνέχεια σε μια πλατεία και χαρτοπαίζει ή πίνει και τρώει». Ο Lupazzolo αναφέρεται και στο οχυρό στην άκρη του Κάτω Κάστρου: «Κοντά στην πόλη αυτή, πάνω σε οχυρωμένο σκόπελο, είναι χτισμένο ένα φρούριο πολύ δυνατό – αλλά ακατοίκητο – με μια εκκλησία λατινική.» Ως Καθεδρικός ναός της Λατινικής επισκοπής επισημαίνεται ο Άγιος Ανδρέας, ενώ στην πόλη αναφέρονται άλλες 6 λατινικές εκκλησίες μεταξύ των οποίων ο Άγιος Βερναρδίνος των Καπουτσίνων πατέρων (Φραγκομονάστηρο), οι οποίοι λειτουργούσαν σχολείο και για τους ελληνορθοδόξους.

Τις αναφορές του Lupazzolo (1638) φαίνεται να αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό και ο Jean de Thevenot (1655), ο οποίος προσθέτει αναφορά στο εκτεθειμένο του λιμένα του Κάτω Κάστρου στους αέρηδες. Ο Bernard Randolph (1664-1680) επισημαίνει ότι η πόλη είναι: «χωρίς άλλα τείχη εκτός από τις οικίες τους που συνδέονται αναμεταξύ τους. Εκεί που τελειώνουν τα σοκάκια υπάρχουν πύλες που κλείνουν κάθε νύχτα για να προφυλαχθούν από τους κουρσάρους.» Στα 1666-1667 ο Giuseppe Maria Sebastiani αναφέρει ότι: «Οι ελληνορθόδοξες εκκλησίες στη Χώρα είναι οκτώ. Των Λατίνων είναι πέντε με τον καθεδρικό του Αποστόλου Ανδρέα.»

Η Χώρα

Στα 16745 ο Γάλλος κουρσάρος Hugues de Crevelliers θα πραγματοποιήσει επιδρομή στη Χώρα καταστρέφοντας μεγάλο μέρος της. Το γεγονός αυτό θα έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή του τόπου, καθώς οι άρχοντες θα θεωρήσουν ότι το Κάτω Κάστρο δεν προσφέρει επαρκή ασφάλεια. Έτσι, θα καταφύγουν στην ενδοχώρα (Μεσαριά, Μένητες, Απατούρια, Αποίκια, Αηδόνια, Κόρθι κλπ.) φτιάχνοντας Πύργους, όπου πλέον θα διαμένουν και θα επισκέπτονται πλέον για τις δουλειές τους τη Χώρα.

Το γεγονός αυτό και τις συνέπειές του, περιγράφουν οι περιηγητές της εποχής. Ο Robert Saulger (1698) αναφέρει: «Μόνο στην Άνδρο φέρθηκε με βίαιο τρόπο (ο Hugues de Crevelliers) γιατί αρνήθηκαν να πληρώσουν εισφορά. Εισέβαλε στην πόλη με το σπαθί στο χέρι, κατέστρεψε τα μαγαζιά των μεγαλεμπόρων και άρπαξε πολλά ωραία μεταξωτά.» Αντίστοιχα ο Portier (1701) αναφέρει: «Προ εικοσιπενταετίας ένας κουρσάρος από τη La Ciotat λεηλάτησε την πόλη. Έκτοτε έκτισαν στην εξοχή μικρά κάστρα υπό μορφή πύργων ώστε να προφυλαχθούν από τις επιδρομές… αυτοί οι πύργοι απέχουν αρκετά ο ένας από τον άλλο…»

Ο Paul Lucas (1705) μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για τα κίνητρα της επίθεσης του Crevelliers: «Οι Έλληνες για να μην επισύρουν πάνω τους την τιμωρία ενός τέτοιου εγκλήματος, εναπόθεσαν εξ ολοκλήρου την εξόντωση των Τούρκων, που τους ενοχλούσαν, σ’έναν κουρσάρο ονόματι Crevelliers. Τον πλήρωσαν για τον σκοπό αυτό και τον έμπασαν μόνοι τους στην πόλη. Η απληστία του δεν αρκέστηκε στο να απογυμνώσει τους Τούρκους και τα σπίτια τους, αλλά λεηλάτησε και εκείνα των Χριστιανών, με αποτέλεσμα η Άνδρος να καταλήξει στην πλέον αξιοθρήνητη κατάσταση της οικουμένης.»

Πράγματι, η φυσική παρουσία των Τούρκων γαιοκτημόνων μετά την καταστροφή από τον Crevelliers θα είναι πολύ περιορισμένη πάνω στο νησί. Από τις διαθέσιμες πηγές5, προκύπτει ότι μετά το γεγονός αυτό, οι αναφορές σε φυσική παρουσία Τούρκων αφορούν κυρίως τα ανώτερα διοικητικά στελέχη στο νησί: τον τοποτηρητή του Καδή και τον Αγά, οι οποίοι διέμεναν στη Χώρα.

Η πόλη της Άνδρου, που πριν την καταστροφή του Crevelliers φερόταν να έχει 200 σπίτια, στις αρχές του 18ου αιώνα φαίνεται να έχει περιοριστεί στα μισά. Ο Portier (1701) αναφέρει: «Η Χώρα ή όπως την ονομάζουν η πόλη της Άνδρου, έχει περιορισθεί σε εκατό σπίτια κτισμένα πάνω σε μια γλώσσα γης που προχωρεί μέσα στη θάλασσα». Αντίστοιχα, ο Paul Lucas (1705) ερχόμενος από το νέο κέντρο του νησιού τη Μεσαριά, αναφέρει: «Σε απόσταση μιας λεύγας από τον κυριότερο αυτό οικισμό, και σε μια γλώσσα γης που εισχωρεί στη θάλασσα, υπάρχει ένα είδος πόλης, μικρής σήμερα, αλλά που φαίνεται να ήταν σημαντική άλλοτε. Δεν είδα παρά μια εκατοστή σπίτια το πολύ. Τα ερείπια που τα περιβάλλουν καταλαμβάνουν τόσο χώρο όσο και η ίδια η πόλη.»

Η παλιά πόλη ήταν δομημένη κυρίως από μικρά σπίτια. Ο Vincenzo Coronelli (1696) τα χαρακτηρίζει «χονδροειδή και ευτελή». Ο Rufus Anderson (1829) προσθέτει: «Από την πλευρά της πόλης προς την ενδοχώρα, η εξωτερική σειρά των σπιτιών είναι ενωμένη και δημιουργεί ένα είδος τείχους. Τα σπίτια είναι κακοφτιαγμένα, πολλά κακοσυντηρημένα, και γενικά η πόλη είναι ακανόνιστη και ρυπαρή. Έχει 500 κατοίκους.» O Brandis (1838) επισημαίνει: «Τα σπίτια δεν φαίνεται να είναι τόσο ευχάριστα και ευρύχωρα όσο των άλλων χωριών και είναι αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε στενά δρομάκια, για να προστατεύονται από τον καυτό ήλιο και τους βίαιους βοριάδες.» Ο Wolters (1840) συμπληρώνει: «Σ’αυτή την προεξοχή είναι χτισμένη η Χώρα της Άνδρου, τα σπίτια της οποίας φαίνονται παλαιά και παραμελημένα.»

Η συνοικία της Καμάρας στην παλιά πόλη της Χώρας

O Philippson (1890) αναφέρει σε σχέση με την παλιά πόλη: «Από το φρούριο, προς την πλευρά της ξηράς, ακολουθεί επί μίας προεξοχής η παλαιά πόλη. Τα ασπρισμένα σπίτια με την επίπεδη στέγη είναι κτισμένα τόσο κοντά το ένα με το άλλο, ώστε, στην πλειονότητα των δρόμων, τρεις άνθρωποι, παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, μόλις που χωρούν. Μερικά σοκάκια στεγάζονται με καμάρες. Προ της πύλης της παλαιάς πόλης, εκεί όπου η χερσόνησος ενώνεται με την ξηρά, βρίσκεται η πλατεία, ο χώρος της αγοράς, και από αυτό το σημείο εκτείνεται για κάποια απόσταση επί του βράχου ένα καινούργιο τμήμα της πόλης με πλατιά κεντρική οδό. Η πόλη είναι πολύ εύπορη.» Είναι η εποχή της ανάπτυξης της ναυτιλίας και της διαμόρφωσης του νέου τμήματος της πόλης με τα νεοκλασικά. Την ίδια περίοδο, φαίνεται ότι αρχίζουν να προστίθενται κεραμοσκεπές και στην παλιά πόλη.

Σε αυτό το πλαίσιο ο James Theodore Bent (1882-1884) αναφέρει: «Μόλις αποβιβαστήκαμε το τοπίο έπαψε να μας φαίνεται σκυθρωπό, χάρη στη γραφικότητα της Χώρας: παλαιά σπίτια όλων των χρωμάτων είναι κτισμένα σ’έναν στενό βράχο που εισχωρεί στη θάλασσα, ενώ σε μια βραχώδη νησίδα, που συνδέεται με αυτήν τη γλώσσα της στεριάς μέσω μιας υπέροχης γέφυρας, είναι κτισμένο το μεσαιωνικό κάστρο, ερειπωμένο τώρα πια… Κάναμε ένα μικρό περίπατο γύρω από τη Χώρα λίγο μετά την άφιξή μας και ευχαριστηθήκαμε με όλα όσα είδαμε. Στην παλαιά πόλη, στην άκρη του βράχου, μπαίνει κανείς από μία πύλη. Τα σπίτια είναι όμορφα, με περισσότερες ξύλινες κατασκευές απ’όσες συνηθίζεται σ’αυτά τα νησιά και οι στέγες με τα κόκκινα κεραμίδια ξεκουράζουν το βλέμμα μετά τα ατέλειωτα λιακωτά. Επάνω από πολλές εξώπορτες υπάρχει σκαλισμένο ένα μαρμάρινο καράβι, που υποδηλώνει το επάγγελμα του νοικοκύρη, όπως ακριβώς στις εισόδους των εκκλησιών υπάρχουν μαρμάρινα υπέρθυρα με τον προστάτη άγιο. Ένα δρομάκι οδηγεί στη γέφυρα – ένα επιβλητικό τόξο που τώρα πια καταρρέει – και οδηγεί στο νησί όπου ζούσαν οι Βενετοί άρχοντες της Άνδρου. Είναι κτισμένη με πρασινωπή πέτρα, καταφαγωμένη από την ορμή των κυμάτων, που όταν έχει τρικυμία τη χτυπούν με μανία.»

Αναφορά στην πλατεία της Χώρας, έξω από την πύλη της παλιάς πόλης κάνει και ο Jean Baptiste Gaspard d’Ansse de Villoison (1786): «οι Έλληνες περνούν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας σε αυτό που αποκαλούν δημόσια πλατεία, που είναι συνήθως πολύ μικρή, ή στην είσοδο του κάστρου, όπως στην Άνδρο. Είναι μια παλιά συνήθεια. Εκεί είναι που θα μιλήσουν για τα πολιτικά, μιας και τους αρέσει πολύ η συζήτηση, όπως στους αρχαίους, οι οποίοι αντάλλασσαν τα νέα στα σιδεράδικα για να ζεσταίνονται ή στα κουρεία. Εκεί κανονίζουν τις δουλειές τους, εκεί πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους.»

Ανάμεσα στα κτήρια που ξεχωρίζουν στην παλιά πόλη, είναι αναμφίβολα το μέγαρο των τελευταίων Λατίνων ηγεμόνων Σομμαρίπα που αναφέρει ο Portier (1701): «Εντός των τειχών της Χώρας ορθώνεται ένα αρκετά όμορφο μέγαρο από το οποίο δεν λείπει παρά μόνο η στέγη. Τα παράθυρα είναι επενδεδυμένα με ωραίο σκαλιστό μάρμαρο. Τα τείχη έχουν σχεδόν παντού διάσπαρτους θυρεούς και σύμβολα των αρχόντων Σουμμαρίπα στους οποίους ανήκε άλλοτε το νησί και οι οποίοι μετά την εισβολή των Τούρκων εγκαταστάθηκαν στη Νάξο.»

Το φρούριο (Μέσα Κάστρο) στην απόληξη της Χώρας

Τα ερείπια του οχυρού στην άκρη του Κάτω Κάστρου αποτυπώνονται εντυπωσιακά στις απεικονίσεις των Lupazzolo (1638) & Tournefort (1700). Ο Olfert Dapper (1688) αναφέρει ότι το «φρούριο χτισμένο πάνω σε βράχο και περιτριγυρισμένο από θάλασσα, επικοινωνεί με την πόλη μέσω γέφυρας.» Στα 1829 ο Anderson παρατηρεί: «Τα ερείπια ενός παλιού φρουρίου πιθανώς βενετσιάνικου υψώνονται στο άκρο της προεξοχής και το φρούριο χωρίζεται από τη στεριά με φαρδύ όρυγμα στο βράχο, απ’όπου περνά η θάλασσα και πάνω από το οποίο βρίσκεται η κατεστραμμένη αψίδα μιας γέφυρας.» Αντίστοιχα ο Ludwig Ross (1841) αναφέρει για τη νησίδα του Κάτω Κάστρου ότι: «ενώνεται με την ξηρά μόνο μέσω των ερειπίων μίας καμαρωτής γέφυρας και επί του οποίου βρίσκεται ένας κατερειπωμένος οχυρός πύργος του Μεσαίωνα.»

Η γέφυρα, τα τείχη και ο πύργος με την κινστέρνα στο φρούριο της Χώρας.

Ο Buchon (1841) σε ό,τι αφορά το οχυρό και τη σύνδεσή του με την ξηρά αναφέρει: «στο τέλος αυτής της γλώσσας, πάνω σε βράχο που ενώνεται μαζί της με μια υπερυψωμένη πολύ σύγχρονη γέφυρα, ενώ παλαιότερα ενωνόταν με μόλο, τα κατάλοιπα του οποίου διακρίνονται ακόμα μέσα στη θάλασσα, ορθώνονται τα ερείπια του φρουρίου… Περιπλέοντας τον βράχο πάνω στον οποίο ήταν χτισμένο το κάστρο των ηγεμόνων της Άνδρου, παρατήρησα τα ερείπια του μόλου που ένωνε την εποχή εκείνη το βράχο με την πόλη και στον οποίο θα πρέπει να στηριζόταν η κινητή γέφυρα. Είναι αρκετά δύσκολο να περάσει κανείς με πλεούμενο κάτω από τη γέφυρα, τόσο πολλά είναι τα θραύσματα του μόλου που φράζουν το πέρασμα.

Διέσχισα τη γέφυρα για να πάω να επισκεφτώ τα ερείπια του κάστρου. Δεν απομένουν παρά τα πλαϊνά του τείχους και κάποια κατάλοιπα πύργων χτισμένων με συνδετικό κονίαμα. Τρία μεγάλα τμήματα υφίστανται ακόμα, και μπορεί κανείς να ακολουθήσει γύρω από τον βράχο τα θεμέλια των τειχών του κάστρου που, καθώς φαίνεται, υπήρχε τον καιρό του Tournefort και ήταν τότε αρκετά μεγάλο, αν κρίνουμε από το σχέδιο του εν λόγω. Η πόλη περιβαλλόταν, όπως και το κάστρο, από τείχη, κατάλοιπα των οποίων εντοπίζονται στις δύο πλαγιές του βουνού από τη μεριά της θάλασσας.»

Τέλος ο Philippson (1890) παραθέτει: «Η αιχμή του προεξέχοντος βράχου της πόλης καταλαμβάνεται από τα ερείπια του μεσαιωνικού φρουρίου, το οποίο με τεχνητή τάφρο αποκόπτεται από την ξηρά. Μία κατερειπωμένη γέφυρα με οξυγώνια καμάρα ενώνει τις δύο πλευρές. Στην προέκταση του ακρωτηρίου υψώνεται επί ενός σκοπέλου ο φάρος.»

Τα Μπιρικαίικα, η Αγία Θαλασσινή, το φρούριο και ο φάρος Τουρλίτης στη Χώρα

Ο Πύργος του Αγά σύμφωνα με το κείμενο αλλά και την απεικόνιση του Tournefort (1700) βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης. Στο σημείο αυτό, και με υλικό από τον Πύργο, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε το Ορφανοτροφείο του Θεόφιλου Καΐρη, ίδρυμα το οποίο εκθειάζουν πολλαπλώς οι περιηγητές. Χαρακτηριστικά ο Curtius (1838) αναφέρει: «Επέστρεψα από την πόλη, η οποία είναι χτισμένη στην ανατολική ακτή, με τα γενοβέζικα καστέλα, που όμως δεν έχει κάτι άλλο αξιοπρόσεκτο, εκτός από ένα εξαιρετικό φιλανθρωπικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο διευθύνει ο Θεόφιλος Καΐρης, που ζει εδώ και διδάσκει με έναν απίστευτα ανιδιοτελή τρόπο, και εμπνέει με το παράδειγμά του πολλούς νέους που συρρέουν από όλες τις περιοχές. Ζει σαν αρχαίος φιλόσοφος και έχει μεγάλη επίδραση στους γύρω του – τις ώρες που πέρασα μαζί του αισθάνθηκα βαθιά συγκίνηση.» Αντίστοιχα ο Perdicaris (1839) σημειώνει: «εγώ περνούσα τις ελεύθερες ώρες μου στο Ορφανοτροφείο και με τη συντροφιά του Θεόφιλου Καΐρη, του οποίου οι αρετές  η μόρφωση και ο πατριωτισμός τον έχουν καταστήσει ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στην Ελλάδα…» Ο Brandis (1838) σχετικά με την τοποθεσία του ορφανοτροφείου επισημαίνει: «κατευθυνθήκαμε στο ίδρυμα του Θεόφιλου Καΐρη, που βρίσκεται έξω από την πόλη, στο πιο ψηλό σημείο του λόφου». Στη θέση του Ορφανοτροφείου αργότερα χτίστηκε το σημερινό Δημοτικό Σχολείο της Χώρας.

Η απεικόνιση της Χώρας σε λιθογραφία του Tournefort, με βάση την περιήγησή του στα 1700. Αποτυπώνεται η θέση του Πύργου του Αγά έξω από την πόλη, όπου χτίστηκε αργότερα το ορφανοτροφείο του Θεόφιλου Καΐρη.

Ένα άλλο μνημείο της Χώρας στο οποίο αναφέρονται οι περιηγητές είναι το Μεταξουργείο του Βάλβη. Ο Brandis (1838) αναφέρει: «επισκεφθήκαμε το μεγάλο μεταξουργείο, που ιδρύθηκε τώρα τελευταία και στο οποίο κλώθουν και κατασκευάζουν νήματα από μετάξι με την ιταλογαλλική μέθοδο.» Ο Ross (1841) επισκεπτόμενος τη Χώρα επισημαίνει: «δεν διαθέτει κάποιο άλλο αξιοθέατο, εκτός ενός νεοϊδρυθέντος σημαντικού μεταξουργείου, που αποτελεί ευχάριστη απόδειξη ότι η παραγωγή μεταξιού γνωρίζει και εδώ άνθηση.» Τέλος, η Christiane Luth (1845 – 1846) αναφέρει: «…φτάσαμε στην άλλη πλευρά του νησιού και αγκυροβολήσαμε μπροστά από ένα μεγάλο κτήριο, που είχε την όψη εργοστασίου και λειτουργούσε ως μεταξουργείο.»

 

Οι διαδρομές από τη Χώρα προς τα Λιβάδια τη Μεσαριά και τις Μένητες

Οι κάμποι των Λιβαδιών, των Λουριών και οι κατάφυτες Μένητες προκαλούσαν πάντα το θαυμασμό των περιηγητών. Στα 1638 ο Lupazzolo περιγράφει: «Ανάμεσα σε όλους τους κάμπους και τις κοιλάδες, που είναι πολλές, έχουν μία που λέγεται Μένητες, όνομα ταιριαστό, γιατί πράγματι είναι amena (ευχάριστη) ευάερη, εύφορη και ανείπωτης ομορφιάς, που ανθρώπινη ζωγραφική δεν μπορεί να απεικονίσει. Η ομορφιά της συνίσταται στους λόφους, που όλοι καλύπτονται από δέντρα κατάφορτα από καρπούς, όπως καρύδια, ελιές, δαμάσκηνα, ροδάκινα, μήλα, λεμόνια, κιτρολέμονα, κίτρα κάθε μεγέθους, κουκουνάρια και κάθε άλλο παρόμοιο είδος. Μετά από αυτά φαίνεται πιο κάτω από τους λόφους εκείνους μια κοιλάδα με νερόμυλους, σαράντα περίπου, συνεχόμενους με σπίτια, κάτω από τη βαθιά σκιά πυκνόφυλλων δέντρων της μίας ή της άλλης όχθης. Το νερό που κινεί τους μύλους πηγάζει κάτω από ένα ναό που ονομάζεται Παναγία του Κούμουλου…»

Πηγές στις Μένητες κάτω από την Παναγία Κούμουλο

Αντίστοιχα, στα 1700 ο Tournefort αναφέρει: «Βγαίνοντας από την πόλη συναντούμε τους ωραιότερους κάμπους του κόσμου. Αριστερά εκτείνεται η πεδιάδα των Λιβαδίων. Πρόκειται για εύφορα χωράφια φυτεμένα με πορτοκαλιές, λεμονιές, μουριές, τζιτζιφιές, ροδιές και συκιές. Παντού βλέπει κανείς κήπους και ρυάκια…Δεξιά από το κάστρο της Άνδρου, ο ταξιδιώτης μπαίνει στην κοιλάδα των Μενήτων. Αρδεύεται από τα ωραία μικρά ποτάμια που έρχονται από τα περίχωρα της φημισμένης εκκλησίας της Παναγίας του Κούμουλου, ψηλά στην κοιλάδα. Τα μικρά αυτά ποτάμια κινούν 8-9 μύλους.».

Ο κάμπος των Λιβαδίων και τα χωριά Λάμυρα, Μεσαθούρι, Υψηλού και Στραπουργιές

Στην περιοχή των Μενήτων, οι περιηγητές στη διάρκεια του 17ου αιώνα  αναφέρονται και στο παρεκκλήσι των Ιησουιτών της Αγίας Παρασκευής (Santa Veneranda) «στο άκρο της κοιλάδας» σύμφωνα με τους Thevenot (1655) και Coronelli (1696), οι οποίοι φαίνεται να αντλούν τις πληροφορίες τους από την περιγραφή του Lupazzolo (1638).

Οι περιηγητές περιγράφουν 3 διαδρομές από τη Χώρα προς τα Λιβάδια, την κοιλάδα των Λουριών και τη Μεσαριά καταλήγοντας στις Μένητες. Ο Wolters (1840) περιγράφει διαδοχικά τις διαδρομές στην κοιλάδα των Λουριών και κατόπιν σε αυτή των Λιβαδιών: «Αφού ξεκουράστηκα λιγάκι, ο γιος του οικοδεσπότη με προσκάλεσε για περίπατο στην κοιλάδα δεξιά από τη Χώρα, που είναι καλλιεργημένη με όμορφους κήπους από λεμονιές, ροδιές και άλλα. Ένα ποτάμι τη διασχίζει και εκβάλλει στη θάλασσα…Προς το βράδυ με προσκάλεσαν σε δεύτερο περίπατο στην κοιλάδα αριστερά από τη Χώρα που λέγεται Λιβάδια. Και αυτή η κοιλάδα αρδεύεται με τον ίδιο τρόπο από ένα ποτάμι, το οποίο τρέχει καθ’όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού ενώ το άλλο στην κοιλάδα δεξιά κάποιες φορές στερεύει.»

Το γεφύρι στη διαδρομή στα Λιβάδια.

Η διαδρομή από τη Χώρα στη Μεσαριά φαίνεται ότι διαρκούσε περίπου μία ώρα. O Buchon στα 1841 μας δίνει μια περιγραφή της διαδρομής: «Πηγαίνοντας από το Κάστρο στη Μεσαριά, βλέπεις από τις δύο πλευρές δύο βουνοπλαγιές καλυμμένες με όμορφα, καταπράσινα δέντρα. Ανάμεσα στα περιβόλια προβάλλουν εδώ κι εκεί ωραία άσπρα σπιτάκια. Από τη δεξιά πλευρά του δρόμου, προπαντός, σχηματίζεται μια πολύ ευειδής εικόνα. Το χωριό της Μεσαριάς είναι και αυτό επίσης χτισμένο σε μια χαριτωμένη τοποθεσία. Όλο αυτό το τμήμα του νησιού είναι πραγματικά απολαυστικό.»

Ο Buchon συνεχίζει από εκεί προς τις Μένητες: «Σε απόσταση ενός τετάρτου από τη Μεσαριά, διασχίζοντας το φαράγγι και ανεβαίνοντας στο βουνό, ανάμεσα στα καταπράσινα δέντρα, βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας της Κουμούλου, χτισμένη, καθώς λένε, στη θέση ενός ναού του Βάκχου. Μια πλούσια πηγή κυλά κάτω από την ίδια την εκκλησία και από εκεί απλώνεται στον κάμπο.» Την ίδια διαδρομή περιγράφει και η Christiane Luth (1845-1846): «Θα συνεχίζαμε τον περίπατό μας περνώντας κατά μήκος μίας κατάφυτης χαράδρας… Ξεκινήσαμε λοιπόν με τα πόδια, διασχίζοντας κατά μήκος του λόφου, τη χαράδρα που υδροδοτεί τη Μεσαριά. Ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Ανηφόριζε συνέχεια και το μονοπάτι ήταν στενό και γεμάτο πέτρες. .. Ήταν τόσο όμορφα εκεί, είχε μια τόσο ευχάριστη δροσιά και γύρω μας οι πλαγιές της χαράδρας ήταν κατάφυτες με όλων των λογιών τα δέντρα… Προχωρώντας, φτάσαμε στις πηγές ένα ωραιότατο μέρος με μια εκκλησούλα. Η εκκλησία λέγεται Κούμουλο, είναι όμως σχεδόν ερειπωμένη.»

O Bent (1882-1884) αναφέρει τη δημιουργία ενός νέου αμαξιτού δρόμου από τη Χώρα προς τη Μεσαριά, που αντιστοιχεί στη σημερινή χάραξη: «Πάνω από την εύφορη κοιλάδα κατασκευάζεται ένας καλός δρόμος, κατά μήκος του οποίου προχωρήσαμε με γοργό ρυθμό ώσπου φτάσαμε στο χωριό Μεσαριά, που έχει μια εκκλησία ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας, αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.» Τον ίδιο δρόμο αναφέρει και ο Philippson (1890): «Πέραν μίας νέας αμαξιτής οδού, η οποία για κάποια χιλιόμετρα οδηγεί διά μέσου της κοιλάδας από την πρωτεύουσα προς τα νοτιοδυτικά, αλλά χρησιμοποιείται ελάχιστα από αμάξια, η συγκοινωνία πραγματοποιείται από ημιόνους μέσα από μονοπάτια.»

Ο Βυζαντινός Ταξιάρχης της Μεσαριάς (12ος αι.)

 

Στην Παλαιόπολη

Η Παλαιόπολη είναι μία από τις περιοχές του νησιού που οι περιηγητές επισκέπτονται περισσότερο, προκειμένου να δουν τις αρχαιότητες της παλιάς πρωτεύουσας της Άνδρου. Η πρώτη αναφορά καταγράφεται ήδη στα 1683 από τον Allain Manesson Mallet, που σημειώνει: «Η αρχαία πόλη της Άνδρου, στο μέσον του νησιού, είναι σχεδόν ερειπωμένη.» Ο Tournefort στα 1700 αναφέρει: «Επισκεφθήκαμε τα ερείπια της Παλαιόπολης σε απόσταση δύο μιλίων από τον Αρνά στα νότια νοτιοδυτικά πέρα από το λιμάνι του Γαυρίου…». Στα 1750 ο Maihows επισκέπτεται την Ακρόπολη της αρχαίας πόλης, ψηλά στον Άγιο Δημήτριο, ενώ, χαμηλότερα, διαπιστώνει «διάσπαρτους εδώ κι εκεί κίονες, κιονόκρανα, βάθρα αρχαίων έργων και πολυτιμότατα μάρμαρα.»

Στο κέντρο της φωτογραφίας ο Άγιος Δημήτριος της Παλαιόπολης με τα τείχη της Ακρόπολης. Διακρίνεται ο πύργος της Ακρόπολης δεξιά από το ναό.

Από τα χρόνια της επανάστασης και μετά, το πνεύμα φιλελληνισμού που προέρχεται από τη μελέτη του κλασικού ελληνισμού, αυξάνει ραγδαία το πλήθος των περιηγητών που ενδιαφέρονται να επισκεφθούν τα ερείπια της αρχαίας πόλης. Ο Spectateur Oriental μας πληροφορεί στα 1823 ότι: «Όλη αυτή η τοποθεσία (Παλαιόπολη) τώρα πια έχει μεταβληθεί σε αμπελώνες και κήπους.Τα τείχη όμως, που περιέβαλαν το κάστρο σε μεγάλη έκταση, προσφέρονται ακόμη σε πολλά σημεία για εξερεύνηση, χτισμένα με γρανιτένιους λίθους κολοσσιαίων διαστάσεων.»

Η περιοχή της αρχαίας πόλης της Άνδρου από τους Αγ. Σαράντα της Κουβάρας. Διακρίνονται ο βυθισμένος λιμενοβραχίονας και η Ακρόπολη με τον πύργο, στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, ενώ δεξιά της, το σχεδόν ακέραιο δυτικό τείχος μέχρι το ύψος του επαρχιακού δρόμου.

Στα 1832 ο Δημήτρης Λουκρέζης6 (ή «Ξιάρης» όπως αναφέρει ο Buchon) θα ανακαλύψει σε ένα χωράφι του, το άγαλμα του «Ερμή της Άνδρου» (αντίγραφο του Ερμή του Πραξιτέλη), μαζί με ένα άλλο αρχαίο άγαλμα γυναίκας, που ακολουθεί τον τύπο της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας. Η εποχή συμπίπτει με αυτή του Όθωνα, γιου ενός μεγάλου φιλέλληνα του Λουδοβίκου Α΄ βασιλιά της Βαυαρίας. Ο Όθωνας έχει έρθει στην Ελλάδα γνωρίζοντας από τον πατέρα του το αρχαίο μεγαλείο του κλασικού ελληνισμού και προσπαθεί με κάθε τρόπο να το αναδείξει, σε μία χώρα, που από τότε, έχουν μεσολαβήσει πολλά. Πολλοί περιηγητές, άνθρωποι του βασιλιά, σπεύδουν εκείνα τα χρόνια να δουν από κοντά το άγαλμα που παραμένει για μια δεκαετία περίπου στην κατοχή του Λουκρέζη. Ανάμεσά τους οι Fiedler (1834-37), Brandis (1838), Curtius (1838), Ludwig Ross (1841), Buchon (1841).

Ο Buchon μάλιστα αναφέρει: «Τα δύο αγάλματα που είχε βρει ο Λουκρέζης βρίσκονται λίγο παρακάτω. Το ένα αναπαριστά γυναίκα με πτυχωτό χιτώνα… Το δεύτερο άγαλμα είναι ένα γλυπτό κεφαλαιώδους σημασίας…Πηγαίνοντας ο Λουκρέζης να ξεριζώσει βαθιά ριζωμένα αγριόχορτα, το βρήκε στο σημείο όπου παρέμενε κρυμμένο από τα βλέμματα επί πολλούς αιώνες. Πάνε οκτώ περίπου χρόνια που το ανακάλυψε. Έκτοτε οι τοπικές αρχές του απαγόρευσαν να κάνει ανασκαφές στο ίδιο σημείο, με το πρόσχημα ότι το ελληνικό υπουργείο θα τις ανελάμβανε μόνο του και θα τον αποζημίωνε με οκτακόσιες δραχμές για το άγαλμά του, πλην όμως τίποτα δεν έχει γίνει από τον καιρό εκείνο, το δε άγαλμα βρίσκεται ακόμα εκεί.

Ο Λουκρέζης μου προσέφερε τα δύο αγάλματα έναντι χιλίων δραχμών, πράγμα που θα του επέτρεπε να καταβάλει το πρόστιμο των τριακοσίων δραχμών, στο οποίο μπορεί να καταδικαστεί κανείς για εξαγωγή έργων τέχνης, αλλά ήμουν στο κότερο του βασιλέως και είχα Έλληνες ναύτες και ως εκ τούτου δεν μπορούσα επ’ουδενί να επωφεληθώ της ευκαιρίας.»

Τελικά, ο ίδιος ο Όθωνας θα επισκεφθεί την Παλαιόπολη και θα αγοράσει από το Λουκρέζη τα δύο αγάλματα που για πολλά χρόνια θα κοσμούν, ο μεν Ερμής το Εθνικό (Αρχαιολογικό) Μουσείο Αθηνών (1841 – 1981), η δε Ηρακλειώτισσα πρώτα τη βιβλιοθήκη του Αδριανού και στη συνέχεια το Εθνικό Μουσείο. Ο Πασχάλης μάλιστα σημειώνει ότι ο Όθωνας πρότεινε στο Λουκρέζη να στείλει το γιο του στη Γερμανία για σπουδές, αλλά εκείνος περιορίστηκε στο χρηματικό ποσό7.

Ο «Ερμής της Άνδρου» στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη Χώρα.

Οι περιηγητές μεταξύ άλλων, αναφέρονται πολύ συχνά στην Ακρόπολη της αρχαίας πόλης με τον Πύργο της, το δυτικό τείχος που την περιέβαλε και έφτανε μέχρι την παραλία, έναν ή δύο μεμονωμένους αρχαίους Πύργους, κάποια αγάλματα στη ρεματιά της Παλαιόπολης, τα νεκροταφεία εκτός του δυτικού και ανατολικού τείχους, ερείπια ναών, την επιγραφή της Ίσιδος αλλά και μια Πύλη προς την πλευρά του ανατολικού τείχους. Η αρχαία αυτή Πύλη, κυκλώπειων διαστάσεων, κοντά στη ρεματιά και πιθανότατα το ανατολικό αρχαίο τείχος, αποτυπώνεται σε προπολεμική φωτογραφία στην Ιστορία της Άνδρου του Δ. Πασχάλη8. Δυστυχώς, στις ημέρες μας, δε διασώζεται ιστάμενη, ωστόσο η θέση της είναι γνωστή και αποτυπώνεται και στο τοπογραφικό του Sauciuc9.

Η σύνδεση της Παλαιόπολης με την ανατολική ενδοχώρα

Η Παλαιόπολη όπως φαίνεται από τη σηματοδοτημένη διαδρομή Πιτροφού – Άνω Απροβάτου (#9).

Οι διαδρομές σύνδεσης της Παλαιόπολης με την ανατολική ενδοχώρα, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Λόγω του έντονου αναγλύφου μεταξύ Κόλυμπου και Παλαιόπολης αλλά και πάνω από την Παλαιόπολη, στην περιοχή των καταρρακτών, οι κλασικές διαδρομές σύνδεσης με την περιοχή των χωριών της Χώρας, στην πλευρά του Πετάλου, ακολουθούσαν μία πολύ ορεινή διάβαση την οποία περιγράφουν αρκετοί περιηγητές. Τα χωράφια της Παλαιόπολης ανήκαν κυρίως σε Στραπουργιανούς, οι οποίοι αρχικά έκτισαν κονάκια τα οποία μετεξελίχθηκαν από το 19ο αιώνα και μετά σε μόνιμες κατοικίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Δημήτρης Λουκρέζης, στον εκλογικό κατάλογο του 1844 καταγράφεται στην οικιστική ενότητα των Λαμύρων10 (όπου συμπεριλαμβάνονται οι Στραπουργιές & Μεσαθούρι), ενώ η Παλαιόπολη απουσιάζει πλήρως από τον κατάλογο αυτό. Οι διαδρομές σύνδεσης από τις Στραπουργιές προς την Παλαιόπολη ήταν κυρίως η Φαρδιά Στράτα11 και η χαμηλότερη παράλληλή της, σηματοδοτημένη διαδρομή #9. Οι δύο αυτές διαδρομές συναντιούνται κοντά στον εχητό της Φλέας. Στη συνέχεια ο δρόμος διακλαδίζεται κατηφορίζοντας απότομα προς την Παλαιόπολη (σηματοδοτημένη διαδρομή #9α) ή συνεχίζοντας ψηλά πάνω από τους καταρράκτες προς Άνω Απροβάτου (συνέχεια σηματοδοτημένης διαδρομής #9).

Καταρράκτης στη σηματοδοτημένη διαδρομή από Πιτροφό προς Άνω Απροβάτου (#9), ψηλά πάνω από την Παλαιόπολη

Σε αυτό το πλαίσιο ο Fiedler (1834-1837) αναχωρώντας από την Παλαιόπολη αναφέρει: «Κατόπιν κατευθυνθήκαμε προς τη Χώρα και ο Λουκρέζης εκ νέου με συνόδευσε, διότι έπρεπε να πάρουμε από εκεί δύο άλογα. Η θύελλα συνέχιζε να μαίνεται για δέκατη συνεχή ημέρα και μόλις φθάσαμε πλησίον του υψώματος που βρίσκεται επάνω από την Παλαιόπολη ο θυελλώδης άνεμος ήταν τόσο ισχυρός, ώστε μπορούσε κάποιος να βαδίζει προς τα εμπρός μόνον σκυμμένος και με πολύ κόπο… Καθ’οδόν εμφανίζονται στον σχιστόλιθο σποραδικά λεπτά στρώματα ασβεστόλιθου, πλησίον των οποίων και σε αυτό το μέρος, υπάρχει πάντα ασβεστοκάμινος. Κατά τη διαδρομή περνά κανείς από μία πηγή.»

Στη σηματοδοτημένη διαδρομή Άνω Απροβάτου – Πιτροφό – Στραπουργιές (#9) πάνω από τη Μελίδα, πλησιάζοντας προς Πιτροφό

Ο Brandis (1838), εκκινώντας από τη Μεσαριά, αναφέρει: «Ο δρόμος για την Παλαιόπολη περνάει μέσα από τις κοιλάδες και από τη ράχη του τρίτου βουνού του νησιού (αν μετρήσουμε αρχίζοντας από τη νότια άκρη)… Σε μία από τις κοιλάδες της βρίσκεται το χωριό Μένητες, που ανέφερα πιο πάνω. Οι καλλιέργειες είναι λιγότερες στα βορειοδυτικά, αλλά στις δυτικές πλαγιές του βουνού, που βλέπουν προς τη θάλασσα γύρω από την Παλαιόπολη, η βλάστηση είναι πλούσια.».

Ο Ross (1841) αναχωρώντας από την περιοχή της κοιλάδας της Μεσαριάς καταγράφει: «Το επόμενο πρωινό, μετά από μερικές ώρες ιππασίας κατά μήκος της βόρειας πλευράς της μεγάλης κορυφογραμμής, φθάσαμε στην Παλαιόπολη. Στο δρόμο δεν υπήρχε κάτι αξιοσημείωτο εκτός του μεγάλου πλήθους των πηγών, οι οποίες ακόμη και σε σημαντικό ύψος εκπηγάζουν από το σχιστολιθικό πέτρωμα. Στην Παλαιόπολη το ατμόπλοιο παρέλαβε εκ νέου τους ταξιδιώτες.»

Πηγαία νερά λίγο μετά τον Πιτροφό στη σηματοδοτημένη διαδρομή Στραπουργιές – Πιτροφός – Άνω Απροβάτου (#9). Στο σημείο αυτό ο διαβάτης συναντά μονολιθικά γεφύρια, από μεγάλους σχιστόλιθους.

Τέλος, ο Philippson (1890) αναφέρει: «Από τη χοάνη της κοιλάδας των Λιβαδιών, που κυρίως καλλιεργείται με δημητριακά, ανεβαίνει κανείς από πέρασμα σε υψόμετρο 569μ. προς τα δυτικά και κατηφορίζει απότομα στο χωριό Παλαιόπολη, το μέρος όπου βρίσκεται η αρχαία πρωτεύουσα της Άνδρου.»

Οι ανωτέρω αναφορές είναι χαρακτηριστικές για την ορεινή διάβαση πάνω από τον Προφήτη Ηλία στη Μελίδα και οι αναφορές σε ασβεστοκάμινα στην περιοχή, χαρακτηρίζουν τα ορεινά του Πιτροφού. Οι πλούσιες πηγές στην περιοχή σχετίζονται με τις πηγές στην περιοχή του Πιτροφού και της Μελίδας και κυρίως την πηγή της Φλέας. Τα νερά της Φλέας αρχικά έρρεαν προς την περιοχή της Παλαιόπολης. Σε άγνωστη εποχή δημιουργήθηκαν κανάλια που διοχέτευαν το νερό προς διαφορετικές κατευθύνσεις, η κύριοτερη από τις οποίες ήταν η Μελίδα με τους νερόμυλούς της, εμπλουτίζοντας το Μεγάλο Ποταμό στην κίνησή του προς τη Μεσαριά και τα Λιβάδια. Έτσι τα πλούσια ύδατα της Φλέας μεταφέρθηκαν τεχνητά από τη Δυτική στην Ανατολική ακτή, ποτίζοντας την ανατολική ενδοχώρα.

Η σύνδεση της Παλαιόπολης με τα χωριά στη νότια πλαγιά του Πετάλου μέσω της ορεινής διάβασης κοντά στην πηγή της Φλέας. Με μπλε χρώμα η σηματοδοτημένη διαδρομή από Στραπουργιές για Παλαιόπολη (#9 & #9α). Με κίτρινο χρώμα η Φαρδιά Στράτα και η συνέχεια της σηματοδοτημένης διαδρομής προς Άνω Απροβάτου (#9). Με ροζ χρώμα οι συνδέσεις των δύο οδών προς Μεσαριά και Μένητες. Με γαλάζιο χρώμα ο εχητός της Φλέας προς Μελίδα, που διασχίζει τη Φαρδιά στράτα και τη σηματοδοτημένη διαδρομή Στραπουργιών – Παλαιόπολης.

Ωστόσο, αυτή η ορεινή διαδρομή, που ο Buchon (1841) την καταγράφει ως «τρίωρη κοπιαστική πορεία», είναι μάλλον απίθανο να ήταν η βασική διαδρομή σύνδεσης της αρχαίας πρωτεύουσας με την ανατολική παραγωγική ενδοχώρα. Ο Philippson (1890) σχετικά επισημαίνει: «Η παλιά πρωτεύουσα (Παλαιόπολη), λοιπόν, βρισκόταν σε μία δύσβατη απόκρημνη και εξαιρετικά άβολη βουνοπλαγιά, ενώ δεν διέθετε ούτε κάποιο ιδιαίτερο φυσικό οχυρό ύψωμα – η ακρόπολη δεν αποκόπτεται σχεδόν καθόλου από την υπόλοιπη κλιτύ – ούτε φυσικό λιμένα και, επιπλέον, δεν ήλεγχε κάποια εύφορη πεδιάδα, προϋποθέσεις οι οποίες, είτε μεμονωμένες είτε όλες μαζί, απαντούν σχεδόν σε κάθε αρχαία ελληνική πόλη. Είναι αλήθεια ότι υπήρχε πολύ νερό, επιπλέον η πόλη βρισκόταν κοντά στη δίοδο που συνδέει τη δυτική ακτή με τη μεγάλη κοιλάδα, την καρδιά του νησιού. Τούτο ήταν σε κάθε περίπτωση καθοριστικό για τη θέση της αρχαίας πρωτεύουσας, καθότι η στραμμένη προς την Ελλάδα δυτική ακτή θα πρέπει να ήταν η με διαφορά σημαντικότερη συγκοινωνιακή πλευρά του νησιού. Προς τούτοις, παρατηρείται συχνά ότι οι αρχαίες ναυτικές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου επιζητούσαν τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία από τους θερινούς βόρειους ανέμους, σε αντίθεση με τις σημερινές που προτάσσουν την προστασία από τις χειρότερες χειμερινές νότιες θύελλες. Ο λόγος είναι ότι κατά την πρώιμη Αρχαιότητα ανέλκυαν στη διάρκεια του χειμώνα τα πλοία στην άμμο και τα άφηναν εκεί. Μία τοποθεσία που προστατεύεται από τον βοριά και ταυτόχρονα διαθέτει αμμώδη ακτή ήταν επαρκής για την αρχαία ναυσιπλοΐα, και αυτές οι προϋποθέσεις τηρούνταν στην Παλαιόπολη. Αργότερα, όταν άρχισαν να χρησιμοποιούν μεγαλύτερα πλοία, η ανέλκυση των οποίων στη στεριά δεν ήταν πια τόσο εύκολη, οι ήδη υπάρχουσες πόλεις φυσικά συνέχισαν να υφίστανται για πολύ ακόμη και εξυπηρετούνταν είτε με τεχνητές λιμενικές εγκαταστάσεις είτε, εναλλακτικά, μετέφεραν ένα μέρος της συγκοινωνίας σε συγκεκριμένους προστατευμένους λιμένες (όπως το Γαύριο). Και τα δύο φαίνεται ότι ισχύουν στην περίπτωσή μας… Η επιλογή του Γαυρίου για πρωτεύουσα εμποδίστηκε, παρά το γεγονός ότι διέθετε καλύτερο λιμένα, λόγω της έκκεντρης θέσης του. Επιπλέον, καθώς με την παρακμή της Ελλάδας κατά τον Μεσαίωνα οι επαφές με την Ανατολή άρχισαν να επικρατούν εκείνων με τη Δύση, η ανατολική ακτή κατέστη η κύρια συγκοινωνιακή πλευρά. Τούτο παρέμεινε αμετάβλητο μέχρι την ανεξαρτησία της Ελλάδος, και ακόμη σήμερα η Χώρα έχει πυκνή συγκοινωνία με τους λιμένες της Τουρκίας και του Πόντου.»

Η περιοχή της αρχαίας πόλης της Άνδρου

Ο Philippson τονίζει την κοντινή επαφή της αρχαίας πρωτεύουσας με την ανατολική ενδοχώρα και τη δυνατότητα λειτουργίας της, ως ενδιάμεσου σταθμού, μεταξύ αυτής και του φυσικού λιμένα του Γαυρίου, όπου μπορούσαν να αγκυροβολήσουν με ασφάλεια μεγαλύτερα πλοία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Fiedler (1834 – 1837) μας περιγράφει μια άλλη διαδρομή από την Παλαιόπολη προς τη Σταυροπέδα και κατ’επέκταση προς την ανατολική ενδοχώρα, η οποία θα μπορούσε να εξυπηρετεί τους σκοπούς που αναφέρει ο Philippson. Η στράτα αυτή, που, ανάμεσα σε Σταυροπέδα και Κόλυμπο, κινείται λίγα μέτρα ψηλότερα από το σημερινό αμαξιτό δρόμο, στο ύψος του Κόλυμπου κατηφορίζει προς την ακτή της Παλαιόπολης. Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγει το δύσκολο και απότομο κομμάτι από τον Κόλυμπο έως την Παλαιόπολη, όπου χρειάστηκαν σημαντικοί εκβραχισμοί για τη δημιουργία του σημερινού επαρχιακού δρόμου, έργο το οποίο ήταν αδύνατο να εκτελεστεί στα αρχαία ή μεσαιωνικά χρόνια.

Ο Fiedler χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ο Λουκρέζης με συνόδευσε από την Παλαιόπολη στα νότια του νησιού. Διασχίσαμε την κοιλάδα μέχρι την έξοδο που βρίσκεται στο νότιο μέρος κοντά στην ακτή, περνώντας απότομους βράχους. Οι άνθρωποι εδώ πρέπει να αναρριχηθούν και γι’αυτό ήθελα να κατέβω από το αλογάκι μου όταν ο δρόμος έγινε πολύ απότομος, αλλά ο Λουκρέζης, στον οποίο ανήκε το ζώο, δεν κατέβηκε από το δικό του και μου φώναξε ότι: “το άλογο είναι συνηθισμένο στους βράχους, πρέπει να μείνεις επάνω, είναι σαν κατσίκι.” Κρατήθηκα από τη χαίτη και αυτό, προς γενική κατάπληξη, σκαρφάλωνε τους απότομους βράχους με εμένα επάνω, σαν να ήταν όντως κατσίκι…Μετά από μία ώρα φθάσαμε μπροστά σε κάποια ρομαντική βραχοσειρά. Κατόπιν μία κοιλάδα διασχίζει το νησί με κατεύθυνση από δυτικά προς τα ανατολικά, οι κλιτύες είναι γεμάτες με άνδηρα και στα σημεία που ρέει νερό τα πάντα πρασινίζουν.» Η κοιλάδα αφορά τον κάμπο του Πιτροφού και την κοιλάδα της Μεσαριάς όπως φαίνονται από τη Σταυροπέδα, καθώς στη συνέχεια θα συνεχίσει νοτιότερα περιγράφοντας την κοιλάδα του Κορθίου.

Η αναφορά περί διάσχισης της κοιλάδας της Παλαιόπολης «μέχρι την έξοδο που βρίσκεται στο νότιο μέρος κοντά στην ακτή», σκιαγραφεί μια διαδρομή σαφώς διαφορετική από εκείνη μέσω της ορεινής διάβασης πάνω από τη Μελίδα. Τη διαδρομή αυτή δείχνει χαρακτηριστικά και ο χάρτης των Μαμάη – Σταυλά, από τον Κόλυμπο στην ακτή της Παλαιόπολης. Από εκεί η στράτα περνούσε από την περιοχή κοντά στην αρχαία αγορά, κατόπιν ανηφόριζε προς την Αγία Ελεούσα και στη συνέχεια προς το ύψος περίπου του σημερινού επαρχιακού δρόμου προς το Απροβάτου και την Υψηλή. Αυτό φανερώνει και την κομβική θέση της αρχαίας αγοράς στο δρόμο της δυτικής ακτής, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος έπρεπε να κατέβει στη θάλασσα και να ξανανέβει, προκειμένου να αποφύγει το δύσκολο ανάγλυφο της κατωφέρειας του Πετάλου, στο ύψος του Κόλυμπου.

Απόσπασμα του χάρτη των Μαμάη και Σταυλά (1894) όπου επισημαίνεται η διαδρομή από τη Σταυροπέδα προς τον Κόλυμπο, την ακτή της Παλαιόπολης την Κυρά Λεούσα (Αγία Ελεούσα) και το Απροβάτου.

 

Απεικόνιση της περιοχής της Παλαιόπολης και των διαδρομών που τη διασχίζουν. Πάνω από τους καταρράκτες διακρίνεται με κίτρινο χρώμα η διαδρομή Πιτροφού – Άνω Απροβάτου (#9), με μπλε χρώμα η παράκαμψη αυτής προς την Παλαιόπολη (#9α), με γαλάζιο χρώμα παρακλάδια αυτής προς Άνω και Κάτω Παλαιόπολη. Με πράσινο χρώμα η κυκλικη σηματοδοτημένη διαδρομή (#9α). Με κόκκινο η διαδρομή από την ακτή της Παλαιόπολης προς Κόλυμπο και Σταυροπέδα, που αναφέρει ο Fiedler, η οποία παρακάμπτει το δύσκολο τμήμα ανάμεσα σε Κόλυμπο και Παλαιόπολη. Με πορτοκαλί οι διαδρομές προς Αγ. Ελεούσα, Μπατσί & Γαύριο. Με ροζ άλλες διαδρομές εντός της Παλαιόπολης. Σε λευκό περίγραμμα τα όρια της εντός των τειχών αρχαίας πόλης, με βάση το τοπογραφικό της μελέτης των Τελεβάντου & Παλαιοκρασά12.

 

Απεικόνιση της περιοχής της Παλαιόπολης. Με μπλε χρώμα η διαδρομή Παλαιόπολης – Πιτροφού (#9α), με γαλάζιο χρώμα παρακλάδια αυτής προς Άνω και Κάτω Παλαιόπολη. Με πράσινο χρώμα η κυκλικη σηματοδοτημένη διαδρομή (#9α). Με κόκκινο η διαδρομή από την ακτή της Παλαιόπολης προς Κόλυμπο και Σταυροπέδα, που αναφέρει ο Fiedler, που παρακάμπτει το δύσκολο τμήμα ανάμεσα σε Κόλυμπο και Παλαιόπολη. Με πορτοκαλί οι διαδρομές προς Αγ. Ελεούσα, Μπατσί & Γαύριο. Με ροζ άλλες διαδρομές εντός της Παλαιόπολης. Σε λευκό περίγραμμα τα όρια της εντός των τειχών αρχαίας πόλης, με βάση το τοπογραφικό της μελέτης των Τελεβάντου & Παλαιοκρασά12. Επισημαίνεται και η θέση της αρχαίας πύλης που αναφέρουν οι περιηγητές, με βάση το τοπογραφικό του Sauciuc9.

Όπως φαίνεται και από τα ανωτέρω γραφήματα, η στράτα από Στραπουργιές προς τα κονάκια και μετέπειτα το χωριό της Παλαιόπολης, αποσκοπούσε ακριβώς στη διευκόλυνση αυτής της μετακίνησης. Το μεγαλύτερο μέρος άλλωστε του νεότερου οικισμού, ήταν πιθανότατα εκτός των τειχών της αρχαίας πόλης. Η αρχαία αγορά, το εμπορικό κέντρο της πόλης, βρισκόταν αρκετά χαμηλότερα. Φαίνεται λοιπόν, ότι η πιο πρακτική διαδρομή εξυπηρέτησης του κατώτερου τμήματος της αρχαίας πρωτεύουσας με την ανατολική ενδοχώρα, ήταν διαμέσω της διαδρομής που ξεκινά από την ακτή της Παλαιόπολης και κινείται προς τη Σταυροπέδα. Η διαδρομή αυτή, μέχρι τη Σταυροπέδα, δεν ξεπερνούσε τα 285μ υψόμετρο, ενώ η διαδρομή μέσω της ορεινής διάβασης πάνω από τη Μελίδα και κοντά στην πηγή της Φλέας, άγγιζε τα 570μ., απαιτώντας πολύ μεγαλύτερη καταβολή προσπάθειας για τη μεταφορά των εμπορευμάτων από και προς το αρχαίο λιμάνι.

Η διαδρομή από την ακτή της Παλαιόπολης προς τον Κόλυμπο.

Την ίδια διαδρομή φαίνεται να ακολούθησε και ο Brandis (1838) κινούμενος από την Παλαιόπολη προς τη Μονή Παναχράντου: «Αφού μείναμε τέσσερις έως πέντε ώρες στην περιοχή της (Παλαιόπολης), πήραμε, κάπως αργά, το δρόμο της επιστροφής. Ακολουθήσαμε τη συντομότερη διαδρομή για το μοναστήρι και, αφού προχωρήσαμε μία έως μιάμιση ώρα καβάλα στα ζώα μας στη δεύτερη ή τρίτη βαθμίδα που σχηματίζει το βουνό πάνω από τη θάλασσα, διασχίσαμε τη μακρά κοιλάδα της Μεσαριάς, που εκτείνεται ως τη θάλασσα, ανεβήκαμε μέχρι τη μέση της βορειοδυτικής πλαγιάς του βουνού, περνώντας μέσα από τις χαράδρες της και φτάσαμε επιτέλους στο μοναστήρι (Μ. Παναχράντου) μέσα σε βαθύ σκοτάδι και έχοντας πάθει διάφορες ζημιές στα επικίνδυνα μονοπάτια. Η βορειοδυτική αυτή πλαγιά του δεύτερου βουνού είναι επίσης έξοχα καλλιεργημένη, αν και δεν είναι τόσο ελκυστική όσο η απέναντι, που προστατεύεται περισσότερο από το δυνατό βοριά.»

Η περιγραφή του οδοιπορικού παραπέμπει σε κίνηση προς τη Σταυροπέδα από την Παλαιόπολη και στη συνέχεια κατά την πορεία της σηματοδοτημένης διαδρομής από Ζαγορά για Μονή Παναχράντου (#7), από το ύψος της Αγίας Τριάδας στη Σταυροπέδα μέχρι τη Μονή, στις βορειοδυτικές πλαγιές των Γερακώνων.

Με κόκκινο χρώμα αποτυπώνεται η διαδρομή του Fiedler από την ακτή της Παλαιόπολης προς τα νότια, η οποία, μετά τον Κόλυμπο, απέχει λίγα μέτρα από το σημερινό επαρχιακό δρόμο. Με πράσινο χρώμα η σηματοδοτημένη διαδρομή Ζαγοράς – Μονής Παναχράντου (#7), με μπλε η διαδρομή Στραπουργιών – Παλαιόπολης (#9, #9α), με κίτρινο η Φαρδιά Στράτα και η συνέχεια της προς Άνω Απροβάτου (#9), με ροζ οι συνδέσεις με Μένητες & Μεσαριά και με γαλάζιο η στράτα από Μεσαριά προς Πιτροφό, Κάτω Μελίδα, Σταυροπέδα και διακλάδωση προς Αποθήκες ή Χαλκολιμνιώνα.

Διαδρομές μέσα στην Παλαιόπολη

Ο Buchon (1841) αναφέρει, επίσης, δύο «αντίθετες» διαδρομές από το χώρο του ερειπιώνα προς το χωριό. Στην περιγραφή της δεύτερης αναφέρεται: «Νωρίς στις έξι το πρωί, ξαναπήγα συνοδευόμενος από τον Δημήτρη Λουκρέζη, να επισκεφτώ τον ερειπιώνα της Παλαιόπολης. Κατηφορίσαμε από την άλλη πλευρά, την αντίθετη από αυτή που είχα πάρει ανεβαίνοντας, και σταματήσαμε πρώτα μπροστά στην αρχαία πύλη, που παρέμενε όρθια. Αποτελείται από τρεις πελώριους λίθους, δύο κάθετους, δώδεκα ποδών ύψους, σε απόσταση έξι ποδών ο μεν από τον δε, και έναν τρίτο, τοποθετημένο εγκαρσίως πάνω στους άλλους δύο. Εκεί κοντά είναι και τα κατάλοιπα ενός ελληνικού τείχους. Μέτρησα ένα τμήμα του, δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε περίπου μέτρων ύψους και δώδεκα πλάτους. Οι δόμοι αποτελούνται από ογκόλιθους τριών περίπου μέτρων μήκους. Το τμήμα αυτό βρίσκεται κοντά στη ρεματιά και μοιάζει να καταλήγει σε έναν πύργο από τον οποίο απομένουν μερικά σκόρπια θραύσματα…»

Το σύγχρονο χωριό της Παλαιόπολης. Το μεγαλύτερο τμήμα βρίσκεται πάνω από την περιοχή της αρχαίας πόλης.

Οι διαδρομές αυτές πιθανότατα αντιστοιχούν στις στράτες που έχουν σηματοδοτηθεί στο πλαίσιο της κυκλικής διαδρομής (#9α) από την παραλία και όπως συνεχίζουν προς τον οικισμό. Η μεν πρώτη κοντά στο ανατολικό νεκροταφείο, η δεύτερη από την περιοχή της πύλης προς την ακτή και την αρχαία αγορά. Άλλωστε, στη συνέχεια του κειμένου αναφέρει, «λίγο παρακάτω», τη θέση όπου βρέθηκαν τα αγάλματα του Ερμή και της Ηρακλειώτισσας, θέση η οποία δεν απείχε πολύ από την αρχαία αγορά.

 

Από την Παλαιόπολη στη Μονή Αγίας

O Buchon (1841) φεύγοντας από την Παλαιόπολη θα επισκεφθεί τη Μονή Αγίας. Η διαδρομή που περιγράφει περνάει μέσα από το πυκνό δάσος που εκτείνεται πέρα από το δυτικό τείχος της Παλαιόπολης και προς το Άνω Απροβάτου: «Στις δέκα το πρωί, καβάλησα πάλι το μουλάρι μου και με τον κουφό καλόγερο για συνοδεία συνέχισα την πορεία μου προς το μοναστήρι της Αγίας. Ο δρόμος είναι απαίσιος και αυτό που τον κάνει ακόμη πιο επικίνδυνο είναι τα δεντράκια, τα κλαδιά των οποίων απλώνονται από πάνω του απειλώντας τους περαστικούς και επιφυλάσσοντάς τους τη μοίρα του Αβεσαλώμ. Έτσι κι αλλιώς, η θέα δεν αποζημιώνει για τους κόπους της διαδρομής.»

Στην περιοχή αυτή, μία στράτα συνδέει την Άνω Παλαιόπολη με τη σηματοδοτημένη διαδρομή Πιτροφού – Άνω Απροβάτου (#9), περνώντας δίπλα στην Ακρόπολη της Παλαιόπολης και μέσα από το πυκνό δάσος.

Μια πιθανή απεικόνιση της διαδρομής του Buchon (1841) από την Παλαιόπολη προς τη Μονή Αγίας. Με κίτρινο η σηματοδοτημένη διαδρομή Στραπουργιών – Πιτροφού – Άνω Απροβάτου (#9) και με ροζ η διαδρομή σύνδεσης αυτής με την Άνω Παλαιόπολη, μέσω της αρχαίας Ακρόπολης.

Την αντίθετη διαδρομή από τη Μονή Αγίας προς την Παλαιόπολη είχε διανύσει ο Fiedler (1834 – 1837) περιγράφοντάς την ως εξής: «Από το Μοναστήρι κατευθύνθηκα νότια προς την Παλαιόπολη. Ο δρόμος για εκεί είναι εξαιρετικά κοπιώδης, στενός και βραχώδης. Παντού είναι ορατός ο σχιστόλιθος.» Η περιγραφή εδώ φαίνεται να επικεντρώνεται στο πρώτο τμήμα της διαδρομής μέχρι το Απροβάτου, όπου ο διαβάτης κινείται σε βραχώδες έδαφος. Στην περιοχή υπάρχει ο περίφημος «Πλακωτός δρόμος», που αποτελεί τμήμα της σηματοδοτημένης διαδρομής Μπατσίου – Άνω Απροβάτου (#11 – #11α). Στη συνέχεια αναφέρεται η άφιξη στην Παλαιόπολη, πιθανότατα σε υψηλό σημείο, καθ’ό,τι η περιγραφή του περιηγητή ξεκινά από τα ψηλότερα επίπεδα με τους κάθετους βράχους και προχωρά σταδιακά προς την ακτή. Η περιγραφή ξεκινά ως εξής: «Κατά το εσπέρας φθάσαμε σε έναν μεγάλο, βραχώδη και θεατρικά σχηματισμένο όρμο στην ακτή, όπου όλα ήταν καταπράσινα. Τον μεγάλο κήπο περιέκλειε από το επάνω μέρος ένα ημικύκλιο γυμνών όγκων βράχων και από κάτω η θάλασσα.»

Η μεσόγεια διαδρομή από τη Μονή Αγίας προς την Παλαιόπολη μέσω του «Πλακωτού Δρόμου», που περιγράφεται από τους Fiedler (1834-1837) & Buchon (1841).

Η διαδρομή αποτυπώνεται στο χάρτη των Μαμάη – Σταυλά (1894). Από τη Μονή Αγίας, η στράτα φαίνεται να κατηφόριζε τη λοφοσειρά του Αγίου Μάμαντα λίγο ανατολικότερα από την περιοχή του Αγίου Ζαχαρία και Αγίου Κηρύκου. Στη συνέχεια περνούσε από τον υδροκρίτη που διαχωρίζει την κοιλάδα του Μπατσίου από εκείνη της Κατακοίλου – Ατενίου. Στη συνέχεια ακολουθεί τη διαδρομή προς τον «Πλακωτό δρόμο» κάτω από το Οβρυόκαστρο, προς Άνω Απροβάτου (#11 – #11α).

Η μεσόγεια διαδρομή από τη Μονή Αγίας προς Άνω Απροβάτου και Παλαιόπολη όπως αποτυπώνεται στο χάρτη των Μαμάη – Σταυλά (1894).

Παρά το γεγονός ότι η διαδρομή από τη Μονή Αγίας προς την περιοχή του Σπανού κοντά στην Άρνη, αποτελούσε βασικό οδικό άξονα στα μεσαιωνικά χρόνια μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη του Μπατσίου και η παρακμή της Μονής στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, φαίνεται να οδήγησε στην παραμέληση του τμήματος από τη Μονή Αγίας μέχρι το ύψος του Αγίου Κηρύκου / Αγίου Ζαχαρία. Στις παλιές αεροφωτογραφίες του Κτηματολογίου, με δυσκολία εντοπίζουμε ίχνη της στράτας σε αυτό το τμήμα. Καθώς το Μπατσί αναπτυσσόταν, η μεσόγεια αυτή διαδρομή φαίνεται να εγκαταλείπεται, καθώς οι κατερχόμενοι από την Άρνη κατέληγαν στο Μπατσί και από εκεί ακολουθούσαν προς Γαύριο την παράλια στράτα, στη θέση της οποίας δημιουργήθηκε ο σημερινός αμαξιτος δρόμος. Διατηρήθηκε η στράτα Μπατσίου – Κατακοίλου με τις συνδέσεις προς Άγιο Κήρυκο / Άγιο Ζαχαρία καθώς και της Μονής Αγίας απ’ευθείας με το Μπατσί και φαίνεται να εγκαταλείφθηκε η συντήρηση της διαδρομής από τον Άγιο Κήρυκο προς τη Μονή. Ένας χωματόδρομος στην περιοχή σήμερα, περνάει από παρόμοια διαδρομή με αυτή που δείχνει ο χάρτης των Μαμάη – Σταυλά, από τη Μονή Αγίας προς τον υδροκρίτη μεταξύ των κοιλάδων Κατακοίλου και Μπατσίου.

Η μεσόγεια διαδρομή από τη Μονή Αγίας προς Παλαιόπολη, μέσω του υδροκρίτη που διαχωρίζει την κοιλάδα του Μπατσίου από εκείνη της Κατακοίλου – Ατενίου.

 

Από την Παλαιόπολη προς τα Τρομάρχια και το Στενό

Όπως αναφέραμε, ο Δ. Λουκρέζης συνόδευσε τον Karl Gustav Fiedler (1834 – 1837) σε μία περιπλάνηση προς το νότιο τμήμα της Άνδρου, διασχίζοντας τη δυτική πλευρά του νησιού. Φεύγοντας από την Παλαιόπολη προς τη νότια έξοδό της, κοντά στην ακτή, ο περιηγητής αναφέρει:

«Μετά από μία ώρα φθάσαμε μπροστά σε κάποια ρομαντική βραχοσειρά. Κατόπιν μία κοιλάδα διασχίζει το νησί με κατεύθυνση από δυτικά προς τα ανατολικά, οι κλιτύες είναι γεμάτες με άνδηρα και στα σημεία που ρέει νερό τα πάντα πρασινίζουν… Αφού κάποιος διασχίσει τούτη την κοιλάδα, τα στρώματα στο δεύτερο βουνό (Γερακώνες) παρουσιάζουν κλίση 7 έως 8 μοίρες στα βορειοδυτικά, ενώ πίσω από το βουνό προσεγγίζει κανείς μία άλλη κοιλάδα, που διασχίζει το νησί με κατεύθυνση από δυτικά προς τα ανατολικά. Εμφανίζονται κάποια χωριά με αρκετά σπίτια που είναι τετράγωνα καθώς και ένας χαμηλός ισχυρός πύργος. Σε τούτον κατοικούν οι πλούσιοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι εκεί διαμένουν ασφαλώς οχυρωμένοι, αφού σε περίπτωση ξαφνικής επίθεσης, σε έναν τέτοιο πύργο δύνανται με μικρά όπλα να υπερασπίσουν καλύτερα τους εαυτούς τους. Τα κτίσματα είναι ασβεστωμένα. Μπορεί επίσης κάποιος να δει λευκές εκκλησίες και πολλούς λευκούς πυργίσκους, που δεν είναι πολύ ψηλοί και σε κάθε γωνία έχουν επάλξεις, ενώ στο επάνω μέρος τους κοσμούνται με διακεκομμένη τοιχοποιία. Υπάρχουν επίσης πύργοι για περιστέρια, κατασκευασμένοι με περισσότερο διάκοσμο και επιμέλεια από ό,τι τα κανονικά σπίτια.»

Η περιγραφή περί ρομαντικής βραχοσειράς πιθανότατα αφορά το βραχώδες τοπίο στην περιοχή γύρω από τη Σταυροπέδα και ίσως μέχρι το ακρωτήρι του Στρόφιλα. Στη συνέχεια περιγράφεται ο κάμπος του Πιτροφού και η κοιλάδα της Μεσαριάς, ενώ στη συνέχεια η διάσχιση των Γερακώνων και κατόπιν η εποπτεία της κοιλάδας του Κορθίου με τα χωριά, αλλά και τους περιστεριώνες, οι οποίοι, ιδίως στην περιοχή της Καππαριάς, ήταν πολυπληθείς.

Η διαδρομή αυτή στη δυτική πλευρά του νησιού, μέσω της Σταυροπέδας, όπως περιγράψαμε, ανεβαίνει από την ακτή της Παλαιόπολης στον Κόλυμπο και στη συνέχεια εντοπίζεται λίγα μέτρα ψηλότερα από το επίπεδο του σημερινού επαρχιακού δρόμου μέχρι τη Σταυροπέδα. Λίγα μέτρα μετά τη διασταύρωση της Σταυροπέδας προς Κόρθι, περνάει στην αντίθετη πλευρά του αμαξιτού δρόμου, και κινείται παράλληλα, φτάνοντας στην Αγία Τριάδα, όπου διασταυρώνεται με τη σηματοδοτημένη διαδρομή Ζαγοράς – Μονής Παναχράντου (#7). Η διαδρομή προσπερνά το Ζαγανιάρι, όπου υπάρχει παρακλάδι εισόδου στο χωριό, και συναντά εκ νέου τον επαρχιακό δρόμο στο ύψος της διασταύρωσης με τον ορεινό δρόμο προς Βουνί / Κοχύλου.

Η διαδρομή του Fiedler στη δυτική πλευρά του νησιού από την Παλαιόπολη έως το Ζαγανιάρι

Από το σημείο αυτό μέχρι τα Σταυριά κινείται είτε μέσα στο σημερινό επαρχιακό δρόμο ή παράπλευρα σε αυτόν μέχρι που ανηφορίζει σταθερά προς τον Προφήτη Ηλία πάνω από την Καππαριά, σημείο διασταύρωσης με τη στράτα προς την κοιλάδα του Κορθίου.

Η διαδρομή του Fiedler (με κίτρινο) από τη διασταύρωση μετά το Ζαγανιάρι, περνώντας από τον Άι Γιώργη το Φαράλη και έως τη διασταύρωση στα Σταυριά. Με γαλάζιο η διαδρομή προς την κοιλάδα του Κορθίου.

Στη συνέχεια ο Fiedler αφηγείται: «Διασχίσαμε και αυτή την κοιλάδα και συνεχίσαμε προς τα νότια, ανεβαίνοντας την κλιτύ του βουνού. Σε ερημική τοποθεσία μεταξύ των βράχων κείται επί μίας χαμηλής προεξοχής μοναστήρι που κατοικείται από μερικούς μοναχούς. Ακόμη νοτιότερα το μικρό μας μονοπάτι χάθηκε στα βράχια και έτσι κατευθυνθήκαμε προς την κορυφή του βουνού.»

Η Μονή Τρομαρχίων

Εδώ φαίνεται ότι το μοναστήρι αφορά τη Μονή Τρομαρχίων, και, συνεπώς, περιγράφεται η διαδρομή στα Σταυριά, ανεβαίνοντας την κλιτύ του βουνού μετά τον Άγιο Μάμα. Η Μονή των Τρομαρχίων αναφέρεται ως λειτουργούσα και από τον Buchon λίγα χρόνια αργότερα (1841). Η περιοχή νοτιότερα από τη Μονή Τρομαρχίων προς τον Αμύγδαλο, περνάει από εξαιρετικά βραχώδη και απόκρημνη περιοχή, όπου ο περιηγητής αναφέρει ότι το μονοπάτι χάθηκε στα βράχια και έτσι κατευθύνθηκε προς την κορυφή του βουνού κοντά στον Προφήτη Ηλία.

Η βραχώδης περιοχή νοτιότερα από τη Μονή Τρομαρχίων

Το ενδεχόμενο η Μονή να αφορούσε τη Ζωοδόχο Πηγή Φλετρών και το μονοπάτι που χανόταν στα βράχια, να αφορά εκείνο προς Φραγκάκι, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται με βάση τις πληροφορίες για τα μοναστήρια που παραθέτει ο Buchon (1841). Η Μονή Φλετρών αναφέρεται πράγματι από τον Johann Daniel Ferdinand Neigebaur (1842), ωστόσο το εν λόγω κείμενο δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστο, καθώς περιλαμβάνει αρκετές ανακρίβειες (π.χ. ο πύργος του Αγίου Πέτρου τοποθετείται στο Φελλό), καθώς ο συντάκτης δεν φαίνεται να είχε επισκεφθεί το νησί, ενώ το κείμενό του συγκεντρώνει πληροφορίες άλλων περιηγητών, πολλές από τις οποίες είναι αρκετά παλιές.

Η στράτα που ανηφορίζει προς τον Άγιο Βασίλη και τον Προφήτη Ηλία στην κορυφή της Ράχης

Στη συνέχεια ο Fiedler, στην αναζήτησή του για αξιόλογα ορυκτά ή μάρμαρα, αναφέρει: «Προς τα νότια του νησιού ο στίλβων σχιστόλιθος περιέχει περισσότερο άργιλο, προσεγγίζοντας εντονότερα ως προς τη μορφή του τον αργιλικό σχιστόλιθο με πλούσια λάμψη. Καλύπτεται με παχύ στρώμα ασβεστόλιθου, ενώ η στρώση του παρουσιάζει κλίση στα νότια. Το βουνό χαμηλώνει προς το μικρό θαλάσσιο στενό που χωρίζει την Άνδρο από την Τήνο.

Η περιοχή στο Στενό Τήνου – Άνδρου

Επιστρέψαμε προς ένα χωριό ονόματι Αϊπάτια το οποίο βρίσκεται στη νότια πλευρά της κοιλάδας που διασχίσαμε τελευταία για να αναπαυθούμε λίγο και να δροσιστούμε μιας και για πέντε ώρες περιπλανώμεθα στις ερημικές, βραχώδεις κλιτύς. Οι περισσότεροι κάτοικοι δεν ήταν στα σπίτια τους, ενώ όσοι είχαν μείνει πίσω δεν γνώριζαν ποια ακριβώς συμπεριφορά έπρεπε να επιδείξουν απέναντί μας. Μας έφεραν εξαιρετικό κρασί και μόλις πληρώσαμε έφεραν πουλερικά, τυρί, κ.ο.κ. σε ποσότητες μεγαλύτερες από όσες χρειαζόμαστε. Από τούτο το χωριό διακρίνει κανείς βόρεια της κοιλάδας τέσσερις βραχώδεις και έξι πεπλατυσμένες βουνοκορφές, επίσης στα βόρεια μία δευτερεύουσα, μάλλον καλλιεργούμενη κοιλάδα.

Μόλις τη νύχτα φθάσαμε ξανά πίσω στην Παλαιόπολη.»

Όπως φαίνεται από την ανωτέρω περιγραφή, ο Fiedler μετά την κορυφή του Προφήτη Ηλία, φαίνεται να πορεύτηκε μέχρι κάποιο σημείο όπου είχε εποπτεία στο Στενό Άνδρου – Τήνου, χωρίς ωστόσο να έφτασε μέχρι εκεί, μιας και δεν αναφέρεται καθόλου η Αγία Μόνη. Στη συνέχεια πορεύτηκε προς τ’Αϋπάτια απ’όπου επόπτευσε τις τέσσερις βραχώδεις βουνοκορφές των Γερακώνων (Γερακώνα, Προφήτης Ηλίας, Λευκόποδας, Απάνω Κάστρο) και έξι ακόμη «πεπλατυσμένες» (πιθανότατα τo Φανό, το Παλαιόκαστρο, τον Παχύβουνα και ίσως τις τρεις κορυφές πάνω από το Βουνί – Τσιροβλίδι, Καψοράχη κλπ.), καθώς και την κοιλάδα του Ρωγιανού ποταμού.

Προσεγγίζοντας την Πίσω Μεριά – απέναντι οι «τέσσερις βραχώδεις και έξι πεπλατυσμένες βουνοκρφές» των Γερακώνων.

Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι σε έγγραφο εκείνης της περιόδου, απογραφής των νερόμυλων της Άνδρου13, στ’Αϋπάτια συμπεριλαμβάνονταν και οι οικισμοί της Πίσω Μεριάς όπου υπήρχαν οι νερόμυλοι του Μπουρού. Δεν αποκλείεται λοιπόν, η αναφορά στ’Αϋπάτια να σχετίζεται και με την Πίσω Μεριά απ’όπου η επόπτευση των κορυφογραμμών των Γερακώνων είναι εφικτή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, απ’ό,τι από τ’Αϋπάτια.

Μια πιθανή αποτύπωση της περιήγησης του Fiedler στα Σταυριά προς τη Μονή Τρομαρχίων και από εκεί στην κορυφή του Προφήτη Ηλία. Στη συνέχεια της διαδρομής φαίνεται να κατόπτευσε την περιοχή του Στενού και να επέστρεψε στην Παλαιόπολη, κάνοντας στάση στ’Αϋπάτια.

Γιώργος Αρ. Γλυνός

 

Βιβλιογραφία:

  1. Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021
  2. Ελληνικό Κτηματολόγιο – Αεροφωτογραφίες 1945 – 1960: http://gis.ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx?fbclid=IwAR0AlmElwo-SgP-JHMpLAdjwIOhcvkTDcqZhhFawAPKlN0tDOpRXHaZm5Vs
  3. Οι σηματοδοτημένες διαδρομές στο Site της Andros Routes: https://www.androsroutes.gr/el/overview-page/
  4. Σύνδεσμος απεικόνισης Διαδρομών Περιηγητών: https://www.google.com/maps/d/u/1/edit?mid=1Ep1cZgQBUokmVJgxSBw51sPDIZt1orXi&usp=sharing
  5. Ηλ. Κολοβός: Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό Πλαίσιο, Ανδριακά Χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006
  6. https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/o-ermis-tis-androy-ena-agalma-taxidemeno
  7. Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 581)
  8. Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 567)
  9. Δημ. Π. Πασχάλης, Ιστορία της Νήσου Άνδρου – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2004 (τομ. Α σελ. 563)
  10. Εκλογικός κατάλογος 1844 Δήμου Άνδρου:

http://cyclades.eie.gr/psifiaki-archiothiki/eklogiki-katalogi/eklogikos-katalogos-dimou-androu-eparchias-androu-1844/

  1. Νικ. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 177
  2. Ν. Πετρόχειλος, Συμβολές στην Ιστορία της Άνδρου μέσα από τις επιγραφές και τα μνημεία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 2007, σελ. 326
  3. Βαλμά Παυλώφ Ευδοκία, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα της εποχής του Καποδίστρια (1828 – 1832), Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1997

2 Σχόλια

  • Συγχαρητήρια σε όλους όσους βοήθησαν για να συνταχθεί το άρθρο βρήσκωντας πηγές που υπάρχουν από ανθρώπουε με μεράκι για τον τόπο και την ιστορία του . Επίσης θερμά μπράβο στην δημοσίευση από τον Περίγυρο !!!

    Δίνει χρήσιμες πληροφορίες σε ανθρώπους που ζούν και εργάζονται στην Άνδρο και ιδιάιτερα σε εκείνους που εργάζονται στον τουρισμό .
    Δηλ για όλους μας !!!

  • Εξαιρετική δουλειά όπως πάντα, συγχαρητήρια. Ελπίζω αυτή και τις παρόμοιες ανακοινώσεις κάποια στιγμή να τις δούμε έντυπες.

Αφήστε ένα σχόλιο

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας

Εάν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα νέα μας καταχωρίστε το email σας στην παρακάτω φόρμα.
Διατηρούμε τα δεδομένα σας ιδιωτικά. Για περισσότερες πληροφορίες και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά σας διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου μας.

Video της Ημέρας

Αρχείο

Βρείτε μας και στα Socia Media

© 2018 - 2023 | Ο Περίγυρος της Κινηματογραφικής Λέσχης της Άνδρου | Crafted by  Spirilio