Οι περιοχές Natura και το δημόσιο συμφέρον
Η οδηγία Ε.Ε. για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και η απειλή Ευρωδικαστηρίου
Μια βραδυφλεγή βόμβα, η οποία απειλεί να τινάξει στον αέρα το σύστημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης στην Ελλάδα, αποτελεί η παράλειψη της χώρας μας να εξετάζει πριν αδειοδοτήσει τη συμβατότητα έργων και δραστηριοτήτων με τις περιοχές Natura. Σειρά αποφάσεων του Ευρωδικαστηρίου τα τελευταία χρόνια έχει καταδείξει τη σημασία της διαδικασίας αυτής, που ονομάζεται «δέουσα εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων», αλλά και τον έλεγχο αυτής από ανεξάρτητη Αρχή και όχι από ιδιώτες ή τα όργανα του υπουργείου Περιβάλλοντος. Αντιθέτως η Ελλάδα όχι μόνο έχει ενσωματώσει και εφαρμόσει με στρεβλό τρόπο την οδηγία για τη δέουσα εκτίμηση, αλλά την τελευταία δεκαετία αποδυναμώνει συστηματικά ακόμα και τη βασική διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, επιλογή που μπορεί σύντομα να τη φέρει στο εδώλιο του Ευρωδικαστηρίου.
Η δέουσα εκτίμηση είναι μια διαδικασία κατά την οποία πρέπει να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις που θα έχει ένα έργο ή μια δραστηριότητα –μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα υπάρχοντα ή σχεδιαζόμενα– στα είδη ή και στους οικοτόπους των περιοχών Natura. Πρόκειται για μια διαδικασία που πρέπει να πραγματοποιείται πριν από την έγκριση ενός σχεδίου, ουσιαστικά και από τη συνήθη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης: ένα πρώτο πράσινο φως.
Οι ιδιαιτερότητες
Η διαδικασία της δέουσας εκτίμησης έχει βέβαια πολλές ιδιαιτερότητες. Κατ’ αρχάς, δεν αφορά μόνο τις περιοχές Natura, αλλά κάθε έργο που μπορεί να τις επηρεάσει, ακόμα κι αν είναι έξω από αυτές. Επιπλέον, δεν αφορά μόνο τις κατηγορίες εκείνων των έργων που κανονικά χρειάζονται περιβαλλοντική αδειοδότηση. Τέλος –και πιο σημαντικό– πρέπει, σύμφωνα με το Ευρωδικαστήριο, να βασίζεται «σε πλήρεις, ακριβείς και οριστικές διαπιστώσεις και συμπεράσματα, ικανά να διασκεδάσουν οποιαδήποτε εύλογη επιστημονικής φύσεως αμφιβολία». Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει γίνει η δέουσα εκτίμηση όταν δεν υπάρχουν στοιχεία ή αξιόπιστα και επικαιροποιημένα δεδομένα. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το Ευρωδικαστήριο, το έργο είναι προτιμότερο να απορριφθεί.
Οι προβλέψεις αυτές είναι η βασική αιτία που η δέουσα εκτίμηση δεν μεταφέρθηκε σωστά και εφαρμόζεται με στρεβλό τρόπο στη χώρα μας. Η οδηγία που την προβλέπει (92/43/ΕΟΚ) ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το 1998 με μια κοινή υπουργική απόφαση, ενώ τροποποιήθηκε (στην πραγματικότητα περιεπλάκη) με τον ν. 4014/11. «Το βασικό ζήτημα στη χώρα μας είναι ότι η οδηγία δεν έχει κατανοηθεί σωστά, ούτε από τη Διοίκηση ούτε από τη Δικαιοσύνη», εκτιμά ο Γιώργος Μπάλιας, δικηγόρος, αναπληρωτής καθηγητής Περιβαλλοντικής Πολιτικής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. «Κατ’ αρχάς χρειάζεται μια χωριστή, διακριτή διαδικασία. Πρώτα, η αρμόδια Αρχή θα εξετάσει κατά πόσον το προτεινόμενο έργο θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (screening), μηδενός έργου εξαιρουμένου. Αυτό το πρόβλημα εντόπισε και η Ε.Ε. και με πρόσφατη αιτιολογημένη γνώμη ετοιμάζεται να μας παραπέμψει στο Ευρωδικαστήριο. Η Αρχή πρέπει να εξετάσει την υπόθεση όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά, να την αξιολογήσει με λεπτομέρεια. Μάλιστα στη δέουσα εκτίμηση εφαρμόζεται η αρχή της προφύλαξης: αν υπάρχει αμφιβολία, λ.χ. ελλείψει επιστημονικών στοιχείων, τότε η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική».
Η μόνη εναλλακτική που δίνεται στην περίπτωση αυτή είναι το κράτος-μέλος να αποδείξει ότι το έργο εξυπηρετεί λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. «Το Ευρωδικαστήριο έχει μια πλούσια νομολογία επάνω στο θέμα αυτό. Δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις οποιοδήποτε έργο ως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος λ.χ. επειδή θα φέρει θέσεις εργασίας. Πρέπει να αποδείξεις λ.χ. και την κοινωνική σημασία του. Για παράδειγμα, ένας δρόμος που θα διέλθει από μια περιοχή Natura αλλά θα βγάλει από την απομόνωση οικισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο ανάδοχος του έργου θα πρέπει να αναλάβει τα έξοδα για την πραγματοποίηση αντισταθμιστικών μέτρων, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει στη χώρα μας».
Ποια έργα αφορά
Μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της δέουσας εκτίμησης είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να αφορά έργα που σύμφωνα με τη νομοθεσία χρειάζονται περιβαλλοντική αδειοδότηση. «Αφορά όλα τα έργα που γίνονται κοντά ή μέσα σε μια περιοχή Natura», εξηγεί η Ιόλη Χριστοπούλου, διευθύντρια πολιτικής στο Green Tank (δεξαμενή σκέψης για περιβαλλοντικά θέματα). «Ειδικά στη χώρα μας, η νομοθεσία για τις εκτός σχεδίου περιοχές δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα στις Natura, γιατί επιτρέπει πάρα πολλές δραστηριότητες, οι επιπτώσεις των οποίων δεν αξιολογούνται ούτε ειδικά ούτε συνολικά, όπως λ.χ. η δόμηση. Το είδαμε και στην πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας για την πλημμελή προστασία του Κυπαρισσιακού κόλπου, όπου το Ευρωδικαστήριο είπε ξεκάθαρα ότι δεν είχε γίνει δέουσα εκτίμηση για τις επιπτώσεις της διάσπαρτης δόμησης στην περιοχή κοντά στις ακτές».
Ελλειψη Αρχής
Ενα άλλο βασικό ζήτημα είναι ποιος αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας τη δέουσα εκτίμηση. «Το 2017 το Ευρωδικαστήριο εξέδωσε μια πολύ σημαντική απόφαση για τη Γαλλία. Οπως όρισε, πρέπει να υπάρχει μια ανεξάρτητη περιβαλλοντική Αρχή που να εξετάζει τη δέουσα εκτίμηση, η οποία να μην εντάσσεται λειτουργικά στην αδειοδοτούσα Αρχή, δηλαδή στο υπουργείο Περιβάλλοντος», λέει ο κ. Μπάλιας. «Στη συνέχεια, η Γαλλία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Ισπανία, η Ιταλία και άλλες χώρες προχώρησαν στην ίδρυση ανεξάρτητης Αρχής. Σε πολλές χώρες μάλιστα αυτή η Αρχή αναλαμβάνει και την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει ακόμα τέτοια πρόθεση. Ομως, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από μια Αρχή που θα έχει εχέγγυα ανεξαρτησίας είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς διασφαλίζει την αμεροληψία».
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στην Ελλάδα αιτιολογημένη γνώμη (τελευταίο στάδιο πριν από την παραπομπή στο Ευρωδικαστήριο) για την πλημμελή μεταφορά οδηγίας για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η αιτιολογημένη γνώμη έχει αναφορά και στο ζήτημα της δέουσας εκτίμησης, παρότι δεν αποτελεί το κεντρικό θέμα της.
Υποστελεχωμένες οι υπηρεσίες
Ένα σημαντικό για την περιβαλλοντική αδειοδότηση σκέλος, το οποίο εξακολουθεί στη χώρα μας να αντιμετωπίζεται με αμηχανία ή αδιαφορία, είναι η ενίσχυση των αδειοδοτικών μηχανισμών. Πέρυσι το υπουργείο Περιβάλλοντος προέβλεψε ότι η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος ή των άλλων αρμόδιων υπηρεσιών της αυτοδιοίκησης θα μπορεί να ενισχύεται με ιδιώτες, προς περιορισμό της γραφειοκρατίας. Ομως το ζήτημα της υποστελέχωσης της κεντρικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΔΙΠΑ) παραμένει και η υποβοήθηση της υπηρεσίας από ιδιώτες δεν μπορεί να την υποκαταστήσει, ούτε πρέπει οι κρατικές αδειοδοτικές αρχές να μετατραπούν σε «σφραγίδα». «Οι περισσότερες αδειοδοτικές υπηρεσίες, κεντρικές και αποκεντρωμένες, είναι υποστελεχωμένες. Επιπλέον, δεν έχουν τρόπο επαλήθευσης των στοιχείων που τους κατατίθενται. Στοιχεία που θα έπρεπε να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα και στο κοινό, για να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαβούλευση», εκτιμά η κ. Χριστοπούλου. «Επομένως, τον βασικό λόγο έχει ο μελετητής που προσλαμβάνει ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος για να κάνει τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ο,τι επιτυγχάνεται μέσα στην υπηρεσία επιτυγχάνεται με πολύ κόπο και κάτω από πολλή πίεση».
Εξαιρετικά χρήσιμη η αναδημοσίευση.