Το έτος 2021 υπό κανονικές συνθήκες είναι και έτος απογραφής. Με την αφορμή αυτή, επιχειρούμε μια αποτύπωση κάποιων πληθυσμιακών στοιχείων της Άνδρου από το 1670 έως σήμερα. Το ζητούμενο δεν είναι η σύγκριση των πληθυσμιακών μεγεθών με απόλυτη ακρίβεια, αλλά η αποτύπωση της ανθρώπινης παρουσίας στο χώρο στη διάρκεια αυτών των εκατονταετιών.
Στη διάρκεια των Οθωμανικών χρόνων και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια τα διαθέσιμα στοιχεία καταγράφουν τον πληθυσμό σε επίπεδο νοικοκυριών (αριθμό οικογενειών) ανά ενορία. Μέχρι στιγμής έχουν επισημανθεί και δημοσιευτεί από αυτή την περίοδο τα κατωτέρω:
• Οθωμανικά κατάστιχα του 16701 (κτηματολόγιο και κατάστιχο κεφαλικού φόρου) τα οποία μας δίνουν πλούσιες πληροφορίες για την καταγραφή των νοικοκυριών στα διαμερίσματα Κάτω Κάστρου (Χώρας), Επάνω Κάστρου (Κορθίου), Αμολόχου και Αρνά, ανά ενορία.
• Κατάστιχο της σπέντζας των αρχών του 18ου αιώνα (πιθανότατα 1715): περιλαμβάνει πληροφορίες για τα νοικοκυριά του Κάτω Κάστρου ανά ενορία2.
• Κτηματολόγιο του 1815 από όπου προκύπτει το πλήθος νοικοκυριών στο Κάτω Κάστρο ανά ενορία3.
• Για τον Αμόλοχο διασώζεται αναφορά του αριθμού των νοικοκυριών ανά ενορία του 18234.
• Κατάλογος των ενοριών του 1834 της Επισκοπής Άνδρου για το σύνολο του νησιού με αναφορά στο πλήθος των νοικοκυριών5.
Πολύτιμες πληροφορίες για τις ενορίες και εκκλησίες του νησιού μπορούμε να αντλήσουμε και από τον κατάλογο των αδειών γάμου που διατηρεί η Καϊρειος Βιβλιοθήκη6. Το μητρώο αυτό είναι ιδιαίτερα πληροφοριακό για την περίοδο 1860 – 1948, δίνοντάς μας πολλές πληροφορίες για την ανάπτυξη νέων ενοριών, τη μεταβολή ενοριακών εκκλησιών άλλα και τη σταδιακή εγκατάλειψη κάποιων χωριών. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται η διεξαγωγή γάμου σε εκκλησία εκτός του χωριού στο οποίο γίνεται αναφορά. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε μικρότερα χωριά ή σε περιπτώσεις που οι γάμοι διεξήχθησαν σε σημαντικές κοντινές εκκλησίες. Για παράδειγμα η Κοίμηση Θεοτόκου της Χώρας, εμφανίζεται σε αρκετές περιπτώσεις γάμων στα κοντινά χωριά. Εξαιτίας αυτού, η σειρά των χωριών στους πίνακες των ενοριών, ακολουθεί μια γεωγραφική αλληλουχία, ούτως ώστε κοντινά χωριά να αναφέρονται χωρίς μεγάλη απόσταση.
Συνδυάζοντας τα ανωτέρω στοιχεία ανά διαμέρισμα προκύπτει ένας κατάλογος των ενοριών ή εκκλησιών στις αντίστοιχες περιόδους όπου αυτά είναι διαθέσιμα. Με βάση το πλήθος των καταγεγραμμένων νοικοκυριών πραγματοποιείται μια εκτίμηση του πληθυσμού. Για τα στοιχεία που προκύπτουν από τα κατάστιχα του 1670 έχει χρησιμοποιηθεί η μεθοδολογία που εφαρμόζει ο Ηλ. Κολοβός1, δηλαδή ο πληθυσμός των ενήλικων αρρένων πολλαπλασιασμένος επί 4. Για τα στοιχεία των ετών 1715, 1815, 1823 & 1834 ακολουθείται η μεθοδολογία του Δημ. Πολέμη5, που πολλαπλασιάζει τα νοικοκυριά επί το συντελεστή 4. Η χρήση του συντελεστή 4 στα στοιχεία του 1834 παράγει αποτελέσματα πολύ κοντά και στα στοιχεία πληθυσμού βάσει ΦΕΚ του 1835 (14.367 άτομα).
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις πληθυσμού, συνδυάζονται με 4 ενδεικτικές απογραφές των ετών 1896, 1940, 1951 και 20117.
Η πρώτη απογραφή κατά την οποία διατίθενται αναλυτικά στοιχεία ανά χωριό αφορά εκείνη του 1879. Στο διάστημα μεταξύ του 1839 και 1879, οι σχετικές πληθυσμιακές αναφορές δείχνουν μεγέθη που κινούνται μεταξύ 17,8 χιλ. – 22,6 χιλ. κατοίκων με αρκετά μεγάλες διακυμάνσεις σε μικρά χρονικά διαστήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις απογραφές του 1870, 1879, 1889 ο πληθυσμός της Άνδρου είχε ως εξής:
1870: 19.674
1879: 22.562
1889: 18.148
Η μεταβολή που παρατηρείται από το 1879 στο 1889 είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ποτέ (-20%), γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω το κατά πόσο είναι συγκρίσιμα τα δεδομένα του 1879 με τις μεταγενέστερες απογραφές. Στην περίοδο 1879 – 1889 πράγματι παρατηρείτο σημαντικό ρεύμα μετανάστευσης προς πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, αλλά και σε εμπορικές πόλεις της Ρουμανίας8, ωστόσο η μείωση που προκύπτει ξεπερνά ακόμη και τη μεταπολεμική περίοδο, όπου παρατηρήθηκε σημαντική έξοδος του πληθυσμού προς την Αθήνα. Αντίστοιχα, στα στοιχεία του 1889 παρατηρούνται ελλείψεις, όπως για παράδειγμα η μη καταγραφή συνοικιών της Πίσω Μεριάς.
Για τους ανωτέρω λόγους επιλέγεται η χρήση της απογραφής του 1896 ως πιο ενδεικτικής σε σχέση με τις προηγούμενες. Σε ορισμένες περιοχές ο πληθυσμός σημείωσε άνοδο στα χρόνια του μεσοπολέμου, κυρίως λόγω της ναυτιλίας. Για το λόγο αυτό απεικονίζεται η απογραφή του 1940. Στα μεταπολεμικά χρόνια χρησιμοποιείται η απογραφή του 1951 ώστε να αποτυπωθεί η εικόνα μετά τον πόλεμο και πριν την κορύφωση του ρεύματος αστυφιλίας προς την Αθήνα καθώς επίσης και η τελευταία διαθέσιμη του 2011. Αναλυτικά στοιχεία των επίσημων απογραφών 1879-2011 αποτυπώνονται στο παράρτημα.
Επειδή σε ορισμένες απογραφές τα όρια των οικισμών μεταβάλλονται (π.χ. συμπερίληψη Μέσα Χωριού στις απογραφές 1907, 1920 σε γειτονικούς οικισμούς), η χρήση λίγων απογραφών επιτρέπει την πιο αναλυτική αποτύπωση των χωριών στο χώρο. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις είμαστε αναγκασμένοι να ενοποιήσουμε χωριά είτε λόγω μη συμπερίληψής τους στις απογραφές (π.χ. Αποίκια και Απατούρια) είτε λόγω της μεταβολής των ορίων των ενοριών. Για παράδειγμα στη σημερινή κοινότητα Λαμύρων, στο κατάστιχο του 1670 αποτυπώνονται τα Λάμυρα, τα Άνω Λάμυρα, τα Τσυπρίνια (Κυπρίνια), τ’Αψηλού (Υψηλού) και οι Στραπουργιές. Στα Άνω Λάμυρα περιλαμβάνεται η Παναγία Μεσαθουρίου, ενώ στη λίστα των ενοριών του 1834 τα Κυπρίνια καταγράφονται από κοινού με τμήμα ενορίας του Υψηλού. Για τους ανωτέρω λόγους Λάμυρα, Μεσαθούρι, Κυπρίνια και Υψηλού εμφανίζονται ενοποιημένα.
Διαμέρισμα Άνδρου / Κάτω Κάστρου
Οι πίνακες των ενοριών με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία των ετών 1670, 1715, 1815, 1834 και τα σχετικά στοιχεία αδειών γάμου έχουν ως εξής:
Πιτροφός, Μένητες, Μεσαριά:
Λάμυρα, Κυπρίνια, Μεσαθούρι, Υψηλού, Στραπουργιές, Εβρουσιές:
Αποίκια, Βουρκωτή, Στενιές, Χώρα:
Συνετί, Βραχνού, Λιβάδια, Πέρα Χωριά:
Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις πληθυσμού και τα πληθυσμιακά μεγέθη των απογραφών του 1896, 1940, 1951 & 2011 προκύπτουν τα παρακάτω:
*Στη Χώρα στα στοιχεία του 1670 περιλαμβάνονται και 13 άτομα κατ’εκτίμηση τα οποία δεν κατατάσσονται σε ενορίες.
Από τα ανωτέρω στοιχεία, παρά την όποια προβληματική φύση των δεδομένων όπως οι εκτιμήσεις πληθυσμού, προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Η μείωση του πληθυσμού της Χώρας μεταξύ 1670 και 1715 είναι σημαντική και οφείλεται στη δήωση του Κάστρου της Χώρας από τον κουρσάρο Ούγο Ντε Κρεβελιέ στα 1674(1). Η καταστροφή του Κάστρου οδήγησε την πλειοψηφία των αρχόντων εκτός του Κάστρου, κτίζοντας πύργους στα ενδότερα όπως στη Μεσαριά, στα Απατούρια αλλά και σε Κόρθι και Αηδόνια.
Τα περισσότερα χωριά του διαμερίσματος καταγράφονται σε όλες τις ιστορικές περιόδους από τα 1670 και μετά. Εξαιρέσεις αποτελούν οι Εβρουσιές, η Μελίδα, το Ζαγανιάρι, τα Βραχνού. Το Αλαδινού αναφέρεται ήδη στα 1700 από τον περιηγητή Tournefort9. Η μη αναφορά στις πρώτες περιόδους (1670, 1715) πιθανότατα οφείλεται σε συμπερίληψη σε κάποια άλλη ενορία.
Οι Εβρουσιές καταγράφονται ως ενορία μέχρι και το 1815 αλλά και στο ΦΕΚ του 1835. Στις επίσημες απογραφές του Ελληνικού κράτους (ακόμη και του 1879) απουσιάζουν, αν και στον κατάλογο των γάμων υπάρχει καταγραφή άδειας γάμου το 1879 σχετιζόμενης με τις Εβρουσιές στον Άγιο Παντελεήμονα (προφανώς των Στραπουργιών – όπου ανήκαν οι Εβρουσιές).
Σε ό,τι αφορά τα Βραχνού, ο Ηλ. Κολοβός1 συσχετίζει την ενορία του Αγ. Δημητρίου στα Φάλικα με την ενορία στα Βραχνού, χωριό το οποίο καταγράφεται το 1815 και το 1834. Ωστόσο η ανάλυση των ονομάτων της ενορίας Αγ. Δημητρίου Φαλίκων στα 1670 παρουσιάζει μια ενορία όπου τα 2/3 των εγγραφών σχετίζονται με αρβανίτικες οικογένειες (οικογένειες Μάνεση10, Μορφονά με πατρώνυμο Γκίκας, Μπαχούλα με πατρώνυμο Πέπας). Η εμφάνιση ονομάτων με αρβανίτικα χαρακτηριστικά σε Φάλικα, Σασά και Κουρέλι στα 1670 δεν είναι ασυνήθης. Αντίθετα, στις ενορίες Λιβαδίων και Συνετίου η εμφάνιση ονομάτων με αρβανίτικα χαρακτηριστικά είναι αρκετά σπάνια (< 10%). Τα επώνυμα άλλωστε που κυριαρχούν στα Βραχνού με βάση τον εκλογικό κατάλογο του 184411 αλλά και τη λίστα των γάμων είναι: Χαζάπης, Βούλγαρης, Γαρύφαλλος, Μήλας, Αστράς, Κορκόδειλος, Μπράτης, Παντζόπουλος, Τατάκης κ.ά. Είναι πιθανότερο λοιπόν η ενορία Αγ. Δημητρίου Φαλίκων να αναφέρεται πράγματι σε συνοικία στα Φάλικα πλησίον της ομώνυμης εκκλησίας στην κάτω γειτονιά του οικισμού, παρά στα Βραχνού. Οποιαδήποτε ενδεχόμενη συσχέτιση με τον εγκαταλειμμένο οικισμό του Πετριά, αν και ενδιαφέρουσα, είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί, καθώς ο Πετριάς δεν καταγράφεται σε κάποια από τις ανωτέρω πηγές διακριτά από τα Φάλικα.
Το Ζαγανιάρι καταγράφεται ήδη από το ΦΕΚ του 1835 αλλά και με την απογραφή του 1879 (ως «Δραγανάρι»), ενώ άδειες γάμου στον Άγιο Νικόλαο καταγράφονται ήδη από το 1862.
Στα στοιχεία των ενοριών η Μελίδα δεν καταγράφεται διακριτά από τον Πιτροφό, παρά μόνο στο μητρώο των αδειών γάμου. Ο τελευταίος γάμος που σχετίζεται με τη Μελίδα καταγράφεται στα 1942, αν και οι τελευταίοι 5 αναφέρονται σποραδικά στην περίοδο 1903 – 1942. Ο οικισμός στις απογραφές καταγράφεται με κατοίκους μέχρι το 1991.
Διαμέρισμα Κορθίου / Απάνω Κάστρου:
Οι πίνακες των ενοριών με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία των ετών 1670, 1834 και τα σχετικά στοιχεία αδειών γάμου έχουν ως εξής:
Καππαριά, Πίσω Μεριά, Αμονακλειού, Κόρθι, Αηδόνια:
Αλαμανιά, Αγ. Μαρίνα, Χώνες, Όρμος Κορθίου, Ρωγό, Λαρδιά, Πισκοπειό, Γιαννισαίο, Κοχύλου, Βουνί:
Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις πληθυσμού και τα πληθυσμιακά μεγέθη των απογραφών του 1896, 1940, 1951 & 2011 προκύπτουν τα παρακάτω:
Στην απογραφή του 1670 στον οικισμό του Κορθίου συγκαταλέγονται και οι ενορίες της Αγίας Άννας και των Αγίων Σαράντα (Άγιοι Πάντες) που στη συνέχεια καταγράφονται ως Αηδόνια, ενώ εμφανίζεται και ο Άγιος Γεώργιος που στα 1834 καταγράφεται ως ενορία του Μουσιώνα.
Αντίστοιχα στην Πίσω Μεριά καταγράφονται οι ενορίες Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίας), Αγίας Άννας, Αγίας Παρασκευής, Αγίου Γεωργίου στις «Αμονακλειόπετρες», Αγίου Δημητρίου και Αγίας Μαρίνας («στο παραπάνω χωριό»). Η σημερινή ενοριακή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής μάλλον θα πρέπει να ταυτιστεί με την προαναφερθείσα ενορία, ενώ και αυτή της Αγίας Άννας με την ενοριακή εκκλησία στα όρια με τα Αϋπάτια. Ο Άγιος Γεώργιος πιθανότατα αφορά το ναό του ταφείου κοντά στις εγκαταλειμμένες «Πέτρες», ενώ ο Άγιος Δημήτριος θα πρέπει να ταυτιστεί με το ναό στα Έξω Αϋπάτια.
Ζωοδόχος Πηγή εντοπίζεται σήμερα πλησίον της Αγίας Παρασκευής. Ωστόσο η Παναγία του Νιώνα, που παρουσιάζει ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της Λατινοκρατίας12, ενδέχεται να συσχετίζεται με την προαναφερθείσα ενορία της Ζωοδόχου Πηγής η οποία παρουσιάζει υπολογίσιμο μέγεθος. Δεν αποκλείεται λοιπόν σε αυτή την περίπτωση να έχει υπάρξει αλλαγή αφιέρωσης και η Ζωοδόχος Πηγή να αφορά την Παναγία στο Νιώνα.
Σε ό,τι αφορά την Αγία Μαρίνα, πρέπει να αναφερθεί ότι η ενορία αυτή, στο κατάστιχο του 1670, καταγράφεται ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο στα Έξω Αϋπάτια και τις Χώνες. Δεν αποκλείεται λοιπόν να πρόκειται για τον ομώνυμο οικισμό της Αγίας Μαρίνας. Η ανάλυση των επωνύμων της Αγίας Μαρίνας που αναφέρονται στα κατάστιχα του 1670, συντείνει προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς το 89% των επωνύμων της ενορίας συναντάται στα χωριά της πλευράς των Γερακώνων όπως Χώνες, Καππαριά, Βουνί, Πισκοπειό, Ρωγό, Λαρδιά, Αγρίδια, Κοχύλου, ενώ μόλις το 21% των επωνύμων συναντάται στα χωριά από την πλευρά της Ράχης (εν προκειμένω Πίσω Μεριά, Κόρθι – πρόκειται για επώνυμα που στο σύνολό τους άλλωστε καταγράφονται και στην πλευρά των Γερακώνων).
Στο ίδιο πλαίσιο, είναι ενδιαφέρον ότι στην ενορία της Αγίας Μαρίνας καταγράφονται 3 Αλαμάνοι, γεγονός που ίσως συνδέεται με τη δημιουργία της Αλαμανιάς. Πράγματι, ο Δημ. Πολέμης13 αναφέρει έγγραφο του 1665 όπου περιγράφεται κάμπος στην περιοχή του χωριού Αϋπάτια «εις το Πέραμα εις των Αλαμαναίων από κάτω». Στην ίδια αναφορά, καταγράφεται και το τοπωνύμιο «Αλαμαναίος» από έγγραφα των ετών 1676 & 1735. Ο Δημ. Πολέμης συμπεραίνει ότι ο όρος «των Αλαμαναίων» θα πρέπει να ταυτιστεί με την Αλαμανιά καθώς σε ένα από τα έγγραφα δηλώνεται ότι πρόκειται για κατοικημένη περιοχή, ενώ ο κάμπος στο Πέραμα, πράγματι κείται κάτω από την Αλαμανιά.
Στο Ρωγό πέρα από τη διαχρονικά ενοριακή εκκλησία της Παναγίας στο Έξω Ρωγό, γάμοι καταγράφονται μέχρι και το 1891 και στην παλιά ενοριακή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στα Βορνά.
Στο Πισκοπειό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εναλλαγή των ενοριακών εκκλησιών. Ενώ στο κατάστιχο του 1670 καταγράφεται ως ενοριακή εκκλησία 33 νοικοκυριών η Παναγία, στη λίστα των ενοριών του 1834 εμφανίζεται ως ενοριακή εκκλησία 53 νοικοκυριών ο Άγιος Νικόλαος για να το διαδεχθεί, με βάση το μητρώο των γάμων, η σημερινή Ζωοδόχος Πηγή από το 1886 και μετά. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι κάτω από τον οικισμό του Πισκοπειού απαντάται ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου εφαπτόμενη στην Παναγία τη Δίφορη. Ωστόσο το μέγεθος της εκκλησίας είναι ιδιαίτερα μικρό για τόσο μεγάλη ενορία. Σύμφωνα με την επιγραφή της Ζωοδόχου Πηγής, οι εργασίες φαίνεται να εκκίνησαν το 1884, ενώ με βάση το μητρώο των γάμων, στον Άγιο Νικόλαο καταγράφονται, μεταξύ άλλων, ένας γάμος στα τέλη του 1884 κι ένας στις αρχές του 1886. Το γεγονός αυτό καθιστά δύσκολη την αλλαγή αφιέρωσης του ναού (από Αγ. Νικολάου σε Ζωοδόχου Πηγής) κατόπιν της ανακατασκευής του.
Με βάση το κατάστιχο του 1670 στα Αγρίδια εμφανίζονται δύο ενορίες αυτή της Παναγίας καθώς κι εκείνη του Χριστού. Η Παναγία πιθανότατα πρέπει να ταυτιστεί με το ναό που προϋπήρχε της Αγριδιώτισσας έξω από το Γιαννισαίο. Στην περιοχή ο περιηγητής Tournefort στα 1700 καταγράφει τόσο το Γιαννισαίο όσο και τα Αγρίδια9. Η ενορία του Χριστού θα πρέπει να ταυτιστεί με τη Λαρδιά όπου και σήμερα η ενοριακή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος αναφέρεται ως «Χριστός» από τους ντόπιους. Άλλωστε ο οικισμός αναφέρεται ως «χωριό του Λαρδιά» ήδη από το 166614. Προβληματισμό ωστόσο προκαλεί η αφιέρωση της ενοριακής εκκλησίας που καταγράφεται στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Εκτός από τη σημερινή ενοριακή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στο χωριό σήμερα υπάρχει και ο ναός της «Γέννησης της Θεοτόκου». Πάρα ταύτα, στο έγγραφο της Επισκοπής Άνδρου του 1834 αλλά και στο μητρώο των αδειών γάμου, καταγράφεται ενοριακή εκκλησία «Γέννηση του Χριστού». Μάλιστα καταγράφονται παράλληλα γάμοι μέχρι το 1914 στη Γέννηση του Χριστού και από το 1875 στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα. Εδώ επισημαίνεται ότι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος ανακατασκευάστηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα στη θέση παλαιότερης εκκλησίας.
Στου Κοχύλου ως πρώτη ενορία καταγράφεται στα 1670 αυτή του Αγίου Νικολάου, ενώ του Αγίου Γεωργίου καταγράφεται στην έκθεση του 1834. Αντίστοιχα στο Βουνί, καταγράφεται η Αγία Παρασκευή στο Έξω Βουνί στα 1670 και τα Εισόδια της Θεοτόκου στο Μέσα Βουνί στην αναφορά του 1834.
Διαμέρισμα Άρνης / Μπατσίου:
Οι πίνακες των ενοριών με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία των ετών 1670, 1834 και τα σχετικά στοιχεία αδειών γάμου έχουν ως εξής:
Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις πληθυσμού και τα πληθυσμιακά μεγέθη των απογραφών του 1896, 1940, 1951 & 2011 προκύπτουν τα παρακάτω:
Όπως παρατηρείται ανωτέρω, η οικιστική συγκρότηση της περιοχής φαίνεται στην περίοδο αναφοράς να ξεκινά από την Άρνη. Μάλιστα με βάση την κατανομή των ενοριακών εκκλησιών που καταγράφονται στα κατάστιχα του 1670, η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής εντοπίζονται στο σχεδόν εγκαταλειμμένο σήμερα Απανοχώρι. Οι ενορίες που καταγράφονται είναι του Αγ. Γεωργίου στο Απανοχώρι, του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου & Παναγίας στην περιοχή Κουρτεσαίων (Κουρτέστα) του Απανοχωρίου, του Αγ. Ιωάννου Προδρόμου κοντά στον πύργο Ταγκαλάκη – Πολίτη, της Παναγίας Κακονομαίων και της Παναγίας των Μπαλαίων.
Με βάση τα στοιχεία των ενοριών του 1834, το κέντρο βάρους της οικιστικής συγκρότησης φαίνεται να μετατοπίζεται, καθώς σε Απανοχώρι / Κουρτεσαίους διατηρείται ακόμη σημαντικό μέρος του πληθυσμού, ωστόσο η περιοχή των Μπαλαίων (Παναγία Μπαλαίων / Άγιοι Πάντες) και των Ρεμάτων (Αγία Κυριακή) φαίνεται να καταγράφει πλέον δυναμική ανάπτυξη.
Η περιοχή της Άρνης που φαίνεται να κατοικήθηκε πρώτα: Στο κέντρο η Παναγία των Μπαλαίων και οι Άγιοι Πάντες, λίγο δεξιότερα ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος και η Παναγία Κουρτεσαίων. Δεξιότερα διακρίνεται ο Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος και ψηλότερα η υπόλοιπη περιοχή του Απανοχωρίου.
Παράλληλα, στα 1834 σημαντικό μέγεθος καταγράφεται πλέον και στην Κατάκοιλο με 94 νοικοκυριά.
Στους μετεπαναστατικούς χρόνους καταγράφονται πλέον και το Μπατσί, το Απροβάτου και η Παλαιόπολη. Σε όλους τους ανωτέρω οικισμούς το μητρώο των γάμων εμφανίζει άδειες από το 1860 όπου εκκινεί και η σχετική καταγραφή (Παλαιόπολη ήδη από το 1856). Στις επίσημες απογραφές καταγράφεται πλέον και το Ατένι στην περιοχή, με τους παλαιότερους γάμους να ανάγονται στο 1884, σχετιζόμενοι με τον Αϊ Γιάννη το Θεολόγο στην Κατάκοιλο.
Στο Μπατσί η πλειοψηφία των γάμων καταγράφεται στην παλιά ενοριακή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Σε ό,τι αφορά την Παλαιόπολη ο Δημ. Πολέμης επισημαίνει ότι δημιουργήθηκε κυρίως από κατοίκους των Στραπουργιών, ενώ το Μπατσί και το Απροβάτου από κατοίκους της Άρνης και της Κατακοίλου15.
Διαμέρισμα Γαυρίου / Αμολόχου
Οι πίνακες των ενοριών με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία των ετών 1670, 1823, 1834 και τα σχετικά στοιχεία αδειών γάμου έχουν ως εξής:
Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις πληθυσμού και τα πληθυσμιακά μεγέθη των απογραφών του 1896, 1940, 1951 & 2011 προκύπτουν τα παρακάτω:
Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι ο Αμόλοχος ή αλλιώς το «Μεγάλο Χωριό» όπως αποκαλείτο, υπήρξε για αρκετά μεγάλο διάστημα ο μεγαλύτερος οικισμός του νησιού. Τόσο στα 1670 όσο και στις αρχές του 19ου αιώνα ο αριθμός των καταγεγραμμένων νοικοκυριών παραμένει σημαντικά ανώτερος από τη Χώρα αλλά και την Άρνη που εμφανίζεται δεύτερη. Το μέγεθος που καταγράφεται ιδίως στα 1823 είναι πράγματι εντυπωσιακό και μας θυμίζει τη δύναμη που είχε ο επίτροπος Αμολόχου Γιαννούλης Δημητρίου στα χρόνια της επανάστασης, όταν είχε συστήσει εκστρατευτικό σώμα που συμμετείχε σε επιχειρήσεις στη Νότιο Εύβοια μεταξύ των οποίων και στην πολιορκία της Καρύστου16.
Ωστόσο μελετητές17 έχουν προβάλει επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσον το σύνολο των νοικοκυριών του Αμολόχου ήταν πράγματι εγκατεστημένο μόνιμα στα στενά όρια του Αμολόχου ή απλά υπάγονταν σε ενορίες του Αμολόχου. Επίσης η μη αναφορά συγκεκριμένων χωριών που καταγράφονται ήδη πριν το 1670 (π.χ. Κατάκοιλος 1571, Γίδες 160018) γενικά στα διαμερίσματα Αμολόχου και Άρνης δημιουργεί ερωτήματα σε σχέση με το καθολικό των σχετικών στοιχείων προ του 1834. Άλλωστε σε έγγραφα του 182919 & 183016 καταγράφονται «δημογέροντες Μακροταντάλου, Φελλού, Γαβριού (Άνω Γαύριο)». Οφείλουμε πάντως να αναφέρουμε ότι και ο περιηγητής Tournefort στα 1700 αναφέρει στη Βόρεια Άνδρο μόνο τ’Αρνά και τον Αμόλοχο9.
Ο Τίτος Γιοχάλας υποστηρίζει ότι από τον Αμόλοχο, οι κάτοικοι αρχικά δημιούργησαν καλύβες στις απομακρυσμένες καλλιεργούμενες περιοχές, προκειμένου να μπορούν να διανυκτερεύουν όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Σταδιακά και «με τη δημιουργία νέων οικογενειών οι καλύβες αντικαταστάθηκαν από πέτρινα κονάκια. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν σιγά σιγά μόνιμοι μικροοικισμοί και οικισμοί όπως οι Μερμηγκιές, η Ψωριάρεζα, ο Κάλαμος, ο Αγιάννης, οι Χάρτες, οι Φρουσαίοι, το Καλυβάρι, το Βαρίδι (και ο συνοικισμός του Ζουραίοι), του Παλαιστού, η Λιβάδεζα, το Βιτάλι (και ο συνοικισμός του Καλοκαιρινή), το Σιδόντα, ο Φελλός, το Κουμάρι, το Απάνω Γαύριο. Το Κουμάρι και το Γαυριό αναφέρονται ως περιοχές ήδη το 1580, αλλά το σημερινό Γαύριο είναι δημιούργημα των μετεπαναστατικών χρόνων, αφού το πρώτο οίκημα χτίστηκε εκεί μόλις το 1831. Ο Αμόλοχος τροφοδότησε τη δημιουργία όλων αυτών των οικισμών ιδιαίτερα του Γαυρίου με αποτέλεσμα να περιπέσει ο ίδιος σε μαρασμό» 20.
Τα ανωτέρω δικαιολογούν και τη μορφή των περισσότερων μη παράλιων οικισμών στη Βόρεια Άνδρο, όπου απουσιάζουν οι συνεκτικοί οικισμοί με κάποια πλατεία. Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις οι οικισμοί προσομοιάζουν με ένα άθροισμα κατοικημένων αγροκτημάτων.
Το Γαύριο πράγματι στα 1831 εμφανίζεται να έχει μόνο ένα κτήριο προορισμένο για τις ανάγκες των υπό κάθαρση ναυτικών21. Ωστόσο πολύ νωρίς οι δημόσιες υπηρεσίες θα μεταφερθούν από τον Αμόλοχο στο Γαύριο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το αίτημα Χιωτών προσφύγων, μετά την καταστροφή του 1822, το οποίο αναφέρει ο Δημ. Πασχάλης, να τους δοθεί το Γαύριο ως τόπος εγκατάστασης λόγω και του λιμανιού και της επίκαιρης θέσης του. Ωστόσο το αίτημα απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στη Σύρο, η οποία σύντομα έγινε σημαντικό εμπορικό λιμάνι και πρωτεύουσα των Κυκλάδων22.
Από τα στοιχεία που παραθέσαμε ανωτέρω επισημαίνεται ότι στις περιοχές Άνω Γαυρίου, Ξεροκάμπου, Σχόλης, Κουμαρίου και Γαυρίου οι σχετικοί γάμοι πραγματοποιούνται στις τρεις σημαντικές εκκλησίες της περιοχής Αγ. Γεωργίου & Αγ. Σοφίας του Άνω Γαυρίου και στον Άγ. Νικόλαο του Γαυρίου.
Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλλαγή της ενοριακής εκκλησίας στο Φελλό από την Υπαπαντή στην Ευαγγελίστρια μετά και τη μερική καταστροφή του οικισμού από κακοκαιρία στις αρχές της δεκαετίας του 1860.
Στους εγκαταλειμμένους οικισμούς Κούντουρα (κάτω από τη Λιβάδιζα) και Μεργαλά (κοντά στο Σιδόντα) εντοπίζονται κάποιοι γάμοι πιθανότατα στις κοντινές ενορίες του Βιταλίου και του Σιδόντα αντίστοιχα. Ο Μεργαλάς αναφέρεται στην απογραφή του 1928 όταν εμφάνιζε 27 άτομα. Στην ίδια απογραφή καταγράφονται ο Αϊ Γιάννης (21 κάτοικοι) και ο Κάλαμος (32 άτομα).
Οι προκλήσεις της νεώτερης εποχής
Η ίδρυση του Ελληνικού κράτους και η καταπολέμηση της πειρατείας στο χώρο του Αιγαίου, ήδη από τα πρώτα χρόνια ζωής της νεοσύστατης πολιτείας, επέτρεψε τη σταδιακή αλλαγή του πατροπαράδοτου αγροτικού προτύπου που ίσχυε στο νησί για πολλούς αιώνες. Νέοι παράλιοι οικισμοί δημιουργήθηκαν στα διαμερίσματα Αμολόχου, Άρνης και Κορθίου. Συγκεκριμένα το Γαύριο, το Μπατσί και ο Όρμος Κορθίου αντίστοιχα, πολύ γρήγορα εξελίχθηκαν σε τοπικά κέντρα εμπορίου και προσέλκυσαν τα δυναμικότερα τμήματα των τοπικών κοινωνιών. Πολύ σύντομα αποτέλεσαν τα νέα διοικητικά κέντρα των αντίστοιχων περιοχών. Παράλληλα, η Χώρα απέκτησε και πάλι το ρόλο της διοικητικής έδρας του νησιού, η οποία στα χρόνια των κοτσαμπάσηδων μοιραζόταν ανάμεσα σε Μεσαριά και Αηδόνια, ανάλογα με την έδρα του εκάστοτε τοπικού άρχοντα.
Η ανάπτυξη της ποντοπόρου ναυτιλίας υπήρξε ο καθοριστικότερος παράγοντας στην οικονομική άνθιση που παρουσίασε το νησί μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Παράλληλα, οι παροικίες Ανδριωτών στη διάρκεια του 19ου αιώνα σε πόλεις όπως η Σμύρνη, επέτρεψαν την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τα Μικρασιατικά παράλια τα οποία ωφέλησαν ιδιαίτερα τους ανατολικούς παράκτιους οικισμούς όπως τη Χώρα και τον Όρμο Κορθίου. Η Μικρασιατική καταστροφή έθεσε ένα απότομο τέλος σε αυτές τις δραστηριότητες, αφήνοντας σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα εμπορικά κέντρα χωρίς σαφή πλέον προσανατολισμό. Αντίθετα, το Γαύριο και το Μπατσί διατηρούσαν πάντα τις σχέσεις τους με την Αττική και τη γειτονική Καρυστία.
Η βιομηχανική επανάσταση, η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, η υιοθέτηση νέων πρακτικών υγιεινής / αντιμετώπισης νοσημάτων και το άνοιγμα νέων μεταναστευτικών ροών (π.χ. προς Αμερική) δημιούργησε μία σειρά προκλήσεων που όλες συνετέλεσαν στην οριστική έξοδο από το νησί σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Αρχικά η υιοθέτηση νέων πρακτικών υγιεινής αλλά και η ύπαρξη πλέον καταρτισμένων ιατρών στη διάρκεια του 19ου αιώνα, οδήγησε σε σημαντική αύξηση του πληθυσμού, καθώς καταπολεμήθηκε η παιδική θνησιμότητα και σειρά ασθενειών. Παράλληλα η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής και η ανάπτυξη νέων χωρών – παραγωγών με μαζική παραγωγή αγροτικών προϊόντων, κατέστησε τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα της Άνδρου ασύμφορα λόγω του μικρού κλήρου και της αδυναμίας εφαρμογής των σύγχρονων μηχανικών μέσων στις αιμασιές. Το μίγμα υπερπληθυσμού και έλλειψης ανταγωνιστικότητας οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στη μαζική μετανάστευση από το νησί. Παράλληλα, η καταστροφή του τομέα της σηροτροφίας, λόγω αρρώστιας στις μουριές, οι οποίες παρείχαν την απαραίτητη τροφή για τους μεταξοσκώληκες, στέρησε ένα σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν της Άνδρου από την τοπική οικονομία. Τα μεταξωτά της Άνδρου φαίνεται να είχαν αποτελέσει σημαντικό στοιχείο του εμπορίου του νησιού ήδη από τα χρόνια του Βυζαντίου.
Η ναυτιλία έδωσε κάποιες διεξόδους. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται από τις απογραφές της περιόδου 1896 – 1940. Έτσι, ενώ στα περισσότερα αγροτικά χωριά παρουσιάζεται μείωση του πληθυσμού μετά το 1896 λόγω της εξωτερικής και εσωτερικής μετανάστευσης, σε ορισμένους κατ’εξοχήν ναυτικούς οικισμούς, συνεχίζεται η ανάπτυξη μέχρι το 1940. Ως τέτοια επισημαίνονται οι Στενιές, το Συνετί και η Χώρα. Ο εμπορικός στόλος των Ανδριωτών εφοπλιστών δέχθηκε καίριο πλήγμα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με αποτέλεσμα την υψηλή ανεργία των ναυτικών μετά τον πόλεμο. Παρ’ό,τι το χαμένο έδαφος αναπληρώθηκε γρήγορα με απόκτηση νέων πλοίων, οι περισσότεροι ναυτικοί, ακολουθώντας το ρεύμα της αστυφιλίας προς την Αθήνα, προτίμησαν να διαμένουν μόνιμα και να επενδύουν στην αγορά κατοικιών προς ενοικίαση στην Αθήνα παρά στην Άνδρο.
Τις τελευταίες δεκαετίες η ανάπτυξη του τουρισμού ανέκοψε τη δραματική μείωση του πληθυσμού, πρωτίστως στις πλέον τουριστικές περιοχές όπως το Μπατσί. Παράλληλα, νέοι παράκτιοι οικισμοί δημιουργήθηκαν στον Κάτω Άγιο Πέτρο και στο Κυπρί, εξαιτίας της τουριστικής ανάπτυξης.
Με βάση τα ανωτέρω, είναι χαρακτηριστικό ότι οι παράκτιοι οικισμοί της Χώρας, Γαυρίου, Μπατσίου, Όρμου Κορθίου, Στενιών, Κάτω Αγίου Πέτρου, Κυπρίου και Κούρταλη, συγκεντρώνουν πλέον το 47% του πληθυσμού του νησιού τη στιγμή που στα 1670 και 1834 ο πληθυσμός των παράκτιων οικισμών εκτιμάται ότι κυμαίνονταν περί του 12%, εξαιτίας και του φόβου της πειρατείας.
Παράλληλα, η ανάπτυξη του τουρισμού αλλά και οι αυξημένες σχέσεις με την Αττική έχουν οδηγήσει και σε μετατόπιση του κέντρου βάρους του πληθυσμού στο νησί. Η Άνδρος, στο μεγαλύτερο μέρος της, χαρακτηρίζεται από παράλληλες, εύφορες κοιλάδες με αρκετά νερά που ρέουν προς τις ανατολικές ακτές (περίπου 71% επιφάνειας). Στις δυτικές υπήνεμες ακτές καταλήγουν οι λεκάνες απορροής που καλύπτουν περίπου το 21% της επιφάνειας. Αρκετή από αυτή την επιφάνεια, ιδίως στα νότια, είναι ιδιαιτέρως επικλινής σε σχέση με τις ανατολικές κοιλάδες. Από τη Μέση Βυζαντινή περίοδο (7ος αιώνας) και μέχρι περίπου και το 18ο αιώνα, οι περιοχές της δυτικής πλευράς, παρέμειναν σχεδόν ακατοίκητες. Ελάχιστες εξαιρέσεις αποτελούν το Κάστρο του Μακροταντάλου, οι Μονές Ζωοδόχου Πηγής και Τρομαρχίων, καθώς και κάποιες αναφορές στο Απροβάτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εν λόγω περιοχή, στην απογραφή του 1670, δεν αναφέρεται καμία ενορία.
Παρ’όλ’αυτά, οι δυτικές ακτές, λόγω των ευνοϊκότερων συνθηκών ναυσιπλοϊας είχαν αποτελέσει τη σημαντικότερη περιοχή του νησιού στα χρόνια της αρχαιότητας (βλ. αρχαιολογικούς χώρους σε Στρόφιλα, Πλάκα, Ζαγορά, Υψηλού, Παλαιόπολη). Με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και τον ορισμό της πρωτεύουσας στην Αθήνα, οι συνθήκες υπήρξαν ευνοϊκές για επανακατοίκηση του δυτικού τμήματος του νησιού. Στις υπήνεμες παραλίες στη δυτική ακτή, ευνοείται η ανάπτυξη του τουρισμού και η δημιουργία παράκτιων οικισμών, καθώς η περιοχή είναι προφυλαγμένη από τους βόρειους ανέμους. Έτσι, με βάση την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός σε οικιστικές περιοχές όπως το Μπατσί, το Γαύριο, η Παλαιόπολη, το Απροβάτου, το Κυπρί, ο Άγιος Πέτρος, ο Φελλός, ανέρχεται πλέον σε 31%, από 13% με βάση την απογραφή του 1879. Χαρακτηριστική της ανάπτυξης και των προοπτικών της περιοχής, είναι και η έντονη οικοδομική δραστηριότητα τις τελευταίες δεκαετίες.
Όπως φαίνεται παρακάτω, στην περίοδο 1896 – 2011, με βάση τις απογραφές, η μεγαλύτερη μείωση πληθυσμου συντελέστηκε στην περιοχή του Κορθίου όπου η μείωση έφτασε το 64%. Ακολουθεί το διαμέρισμα του Γαυρίου με 52%. Στην περιοχή της Χώρας στην ίδια περίοδο η μείωση ανήλθε σε 51% (56% στην περίοδο 1940 – 2011), ενώ στην περιοχή του Μπατσίου η μείωση ήταν μόλις 28%, εξαιτίας του τουριστικού θερέτρου της, όπου συγκεντρώνονται περίπου τα 2/3 του πληθυσμού της περιοχής.
Η ανάπτυξη του τουρισμού στην Άνδρο αποτελεί στην παρούσα φάση μία σημαντική λύση στο δημογραφικό πρόβλημα του νησιού και στην εξασφάλιση θέσεων απασχόλησης πάνω στο νησί. Αυτό αποδεικνύεται και από τα δημογραφικά στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών στις περιοχές όπου αναπτύσσεται περισσότερο ο τουρισμός στο νησί. Παράλληλα οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν νέες δυνατότητες παραμονής στο νησί και είτε εξ αποστάσεως απασχόλησης είτε ηλεκτρονικού εμπορίου. Οι σχετικές υποδομές ωστόσο είναι απαραίτητο να ενισχυθούν προκειμένου οι τομείς αυτοί να μπορέσουν να αναπτυχθούν απρόσκοπτα.
Παράρτημα: Στοιχεία Απογραφών πραγματικού πληθυσμού 1879 – 2011
Βιβλιογραφία:
1. Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
2. Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 6, Περί τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721
3. Δημ. Ι. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, σελ. 143-144, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1981, ανατύπωση 2019
4. Δημ. Ι. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, σελ. 146, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1981, ανατύπωση 2019
5. Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 5, Σημειώματα – Οι ενοριακοί ναοί της Άνδρου κατά το έτος 1834, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
6. http://www.steniotes.gr/Various/AdeiesGamouAndres.htm
7. ΦΕΚ Απογραφών πληθυσμού 1879 – 2011 https://www.eetaa.gr/index.php?tag=apografes
8. Δημ. Ι. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, σελ. 203-204, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1981, ανατύπωση 2019
9. Pitton De Tournefort, Relation d’un voyage du Levant fait par ordre du Roy (Παρίσι, 1717) τόμ Α΄ σελ. 348-349.
10. Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα, σελ. 91 – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
11. Εκλογικός κατάλογος Άνδρου 1844:
12. Νικ. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, σελ. 274-276 Άνδρος 2015
13. Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου (σελ. 162 – 163)
14. Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 4, 1984, Καϊρικά έγγραφα σελ. 8 – Έτος 1666 – Πωλείται «ένα κομμάτι περιβόλι ευρισκόμενον εις το χωρίο του Λαρδιά εις τον Άγιον Βασίλειον».
15. Δημ. Ι. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, σελ. 189, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1981, ανατύπωση 2019
16. Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα, σελ. 29-37 – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
17. Νικ. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, σελ. 127-128 Άνδρος 2015
18. Δημ. Πολέμης, Οι αφεντότοποι της Άνδρου, σελ. 28, Ανδριακά Χρονικά 30, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1999
19. Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» Β΄ Τόμος σελ. 430-431, Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004
20. Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα, σελ. 22-23 – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
21. Δημ. Ι. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, σελ. 146, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1981, ανατύπωση 2019
22. Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» Β΄ Τόμος σελ. 423, Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004
Μπράβο, εξαιρετική εργασία. Μία εμπεριστατωμένη καταγραφή- ανάλυση, πληθυσμιακή, κοινωνική , οικονομική της ‘Ανδρου.