Ο Γιαλός (Όρμος Κορθίου) ως οικισμός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, συστάθηκε στα χρόνια της επανάστασης. Μέχρι εκείνα τα χρόνια η περιοχή χρησιμοποιούνταν ως λιμάνι για την εμπορική κίνηση της περιοχής του Κορθίου.
Οι Δ. Πασχάλης1 και Δ. Πολέμης2 καταγράφουν μάλιστα ότι ο Όρμος αναφερόταν παλαιότερα ως «Καραβοστάσι».
Το θαλάσσιο εμπόριο στην περιοχή φαίνεται να είχε ιστορία αιώνων. Αυτό αποδεικνύεται από τα ευρήματα της ανασκαφής στον Αϊ Γιάννη Θεολόγο στο Κόρθι3, όπου έχουν εντοπιστεί λυχνάρια καθώς και κεραμική από τη Μικρά Ασία, τη Βόρεια Αφρική, τα νησιά του Αιγαίου αλλά και την ηπειρωτική Ελλάδα, με τα παλαιότερα από αυτά να ανάγονται στον 5ο αι. μ.Χ. Τα ευρήματα καλύπτουν όλη την περίοδο μέχρι τους νεότερους χρόνους, γεγονός που αποδεικνύει τη διαρκή εμπορική κίνηση. Είναι πολύ πιθανό η περιοχή του Κορθίου, πέρα από αγροτικά προϊόντα, να εξήγαγε μεταξωτά υφάσματα, ιδίως μετά τον 11ο αιώνα όταν και παρουσιάζεται τοπική άνθηση.
Στους προεπαναστατικούς χρόνους σε Οθωμανική έκθεση του 1806, ο Δημ. Πασχάλης4 αναφέρει στην περιοχή την αλιευτική τράτα του Πολυχρόνη Ζαγοραίου, τα τζερνίκια του Δήμου Ψαρού Μοσχονησιώτη, του Ν. Σταματούδη, του Θεοδ. Σκαζή, του Ιωάννη Ζαρμπή, τα περάματα του Μιχ. Γιανσεμή, του Νικ. Δούκα και τα σακτούρια του Σταμ. Ελευθερίου και Ιωάν. Φήμη (ίσως Φίφη).
Στην περιοχή πρέπει να υπήρχαν αποθήκες για τα εμπορεύματα που ίσως λειτουργούσαν και ως μαγαζιά, όπως φαίνεται άλλωστε από αναφορά σε πειρατική επιδρομή. Ο Δημ. Πασχάλης5 αναφέρει σχετκά: «Την 25 Νοεμβρίου 1791 πειραταί, παραπλανήσαντες τους φυλάττοντας εις το Στενό Ρογιανούς, ήλθον την 2 μετά το μεσονύκτιον ώραν εις Κόρθιον και εν συνεννοήσει μετά των εντοπίων Κωνσταντή Ρόμπου, Θοδωρή Ψάλτη και Σαλούβαρδου έσπασαν το μαγαζί του Κωνσταντή Τρίπου και το έγδυσαν».
Οι εμπορικές σχέσεις φαίνεται να ήταν πολλές με τη Χίο, τα Ψαρά και τη Μικρά Ασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην επανάσταση τα Ψαριανά μπουρλότα είχαν αρκετούς Ανδριώτες στα πληρώματα6. Αναφέρεται μάλιστα από τον Δημ. Πασχάλη7 το παρακάτω:
Του Μπειρίκου την Κανάρια
Την επήραν στα Ψαρά
Να την κάμουνε μπουρλότο
Για να κάψουν τον Πασά
Αντίστοιχα, οι Ψαριανοί ναυτικοί αλλά και πειρατές φαίνεται στη διάρκεια της επανάστασης να επισκέπτονται συχνά το Γιαλό8. Όπως επισημαίνει σχετικά ο Δ. Πασχάλης, είναι χαρακτηριστικό της παρουσίας Ψαριανών στην περιοχή του Κορθίου και το επώνυμο «Ψαρός / Ψαρρός».
Στα χρόνια της επανάστασης φαίνεται να συρρέουν στο Γιαλό αρκετοί πρόσφυγες λόγω των σφαγών σε Αϊβαλί (Κυδωνίες / Μοσχονήσια), Χίο και Ψαρά, οι οποίοι εγκαθίστανται πλέον στην περιοχή. Στον εκλογικό κατάλογο του 18449 στον Όρμο Κορθίου αναφέρονται 21 ενήλικοι άρρενες. Ανάμεσα σε αυτούς, με ένδειξη εγκατάστασης το 1823 & 1824 εμφανίζονται σχεδόν οι μισοί, με τα εξής επώνυμα: δύο Μοσχονήσιοι, ένας Αμουργιανός, δύο Ζαγοραίοι, δυό Καλιάκοι, ένας Καλανιώτης κι ένας Ζωγράφος.
Σε μία εποχή που το 95% του πληθυσμού στην περιοχή είναι είτε αγρότες είτε κτηματίες, όλοι οι ανωτέρω καταγράφονται ως επιτηδευματίες (έμποροι, αλιείς, υφαντές, παπουτσήδες αλλά και ένας ζωγράφος). Άλλοι πρόσφατα εγκατεστημένοι στην περιοχή, πιθανότατα πρόσφυγες, είναι οι ονόματι Αϊβαλιώτης σε Κόρθι και Ρωγό και Μπορνοβαλής στ’Αμονακλειού.
Στους υπόλοιπους, «αυτόχθονες» κατοίκους του Γιαλού την ίδια εποχή, καταγράφονται 5 ναύτες, 2 έμποροι (Γιαμπάνης, Μητροφάνης), 1 παπουτσής, 2 κτηματίες (Καμπανάς, Κοντόσταυλος) και 2 γεωργοί. Παρά την καταγεγραμμένη εγκατάσταση προσφύγων στα χρόνια της επανάστασης, στην περιοχή δεν συγκροτείται σχετική ενορία τα επόμενα 10 χρόνια. Στο έγγραφο της επισκοπής του 183410 όπου καταγράφονται οι ενορίες του νησιού, ο Όρμος Κορθίου απουσιάζει. Το ίδιο συμβαίνει και σε Γαύριο και Μπατσί που επίσης συστάθηκαν ως οικισμοί μετεπαναστατικά.
Στα 1841 ο περιηγητής Alexandre Buchon11, ξεκινά το ταξίδι του στην Άνδρο επισκεπτόμενος το Κόρθι. Το Γιαλό τον αναφέρει ως «λιμάνι του Κορθίου» (port de Corthion), ενώ επισημαίνει ότι «αποβιβαστήκαμε κοντά στα μαγαζιά και στο υγειονομείο που είναι πάνω στην ακτή». Το υγειονομείο προφανώς αναφέρεται στην ύπαρξη χώρου καραντίνας για την αποφυγή διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων. Αντίστοιχη εγκατάσταση υπήρχε την ίδια εποχή στο Νειμποριό στη Χώρα (Λαζαρέτο)12. Ο Buchon επισημαίνει ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάλλιστα μία λιμενική εγκατάσταση στην περιοχή του Γιαλού που θα οδηγούσε σε τοπική ανάπτυξη και θα αποτελούσε πόλο έλξης για να «κατέβει» ο κόσμος από τα χωριά στους γύρω λόφους και να κατοικήσει παραλιακά, ωστόσο η φιλονικία με την περιοχή της Χώρας δεν επιτρέπει να προχωρήσει το έργο αυτό. Μάλιστα διατυπώνει την άποψη ότι η Χώρα διαθέτει ένα «απεχθές» (“détestable”) λιμάνι το οποίο είναι ανοιχτό στον καιρό.
Απόπειρες για δημιουργία λιμανιού θα γίνουν κάποιες δεκαετίες αργότερα. Αρχικά στα 1866 θα επιβληθούν λιμενικοί φόροι για την κατασκευή «προκυμαίας στο Κόρθι», ενώ στα 187813 ο πολιτικός μηχανικός Κουμέλης14 θα αναλάβει τη δημιουργία λιμένος στην Αγία Αικατερίνη, όπου θα δημιουργηθεί κυματοθραύστης 50 μέτρων ως προέκταση του Παχύκαβου. Ωστόσο, το έργο θα εγκαταλειφθεί πριν την ολοκλήρωσή του και η θάλασσα λίγο αργότερα θα το παρασύρει, ενώ νεότερη προσπάθεια θα αστοχήσει εκ νέου.
Ο Δημ. Ι. Ψαρρός (1975) στην έκδοση «Μνήμες» αναφέρει ότι: «Κάτω στο επίνειον του Κορθίου δεν υπήρχον σπίτια. Μετά την απελευθέρωσιν άρχισαν και κτιζότανε μαγαζιά επί της παραλίας του όρμου κοντά στη θάλασσα και τούτο, για να διευκολύνεται η εκφόρτωσις του λαθρεμπορίου, καπνός, ζάχαρη κλπ. που τα φέρνανε από τα νησιά του Αιγαίου».
Ανάμεσα στα παλαιότερα κτίσματα του Γιαλού θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται οι οικίες στο ύψος της νεότερης σκάλας. Αφού περάσουμε την παλιά σκάλα με κατεύθυνση προς την αγορά και μετά το τέλος της παλιάς προκυμαίας υπάρχει οικία με επιγραφή στο υπέρθυρο του 1854 κατασκευασμένη από τον Γ. Ν. Καϊρη.
Στην αναφορά του Δημ. Ι. Ψαρρού σίγουρα περιλαμβάνονται και οι αποθήκες στην αγορά του Γιαλού που ήταν κτισμένες πάνω στην ακτή. Οι παλαιότεροι θυμούνταν ότι μπροστά από τα περισσότερα κτίσματα παρεμβάλλονταν λίγα μέτρα ακτής. Στα περισσότερα σημεία χτίστηκε μουράγιο ώστε να προστατεύονται από τις κακοκαιρίες. Ωστόσο, είναι εμφανής η αλλαγή του αιγιαλού στις φωτογραφίες, πιθανότατα από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά, όταν η ακτή μπροστά από τα περισσότερα σπίτια και μαγαζιά εξαφανίστηκε οριστικά και η θάλασσα έφτασε μέχρι τα μουράγια. Σε ό,τι αφορά τα λαθραία εμπορεύματα, συχνά κρύβονταν και στις διάφορες σπηλιές στη γύρω θαλάσσια περιοχή.
Ο Δημ. Ι. Ψαρρός επίσης θυμάται: «Επί κεφαλής της εμπορικής κινήσεως ήτο ένας μεγαλεπίβολος άνθρωπος, ο Νικόλαος Μανάλης… Είχε δύο μεγάλες αποθήκες. Στη μια συνεκέντρωνε τα λεμόνια και τα σύκα. Άφθονα ήταν τότε τα λεμονόδενδρα και οι συκιές. Τα λεμόνια τα έβαζε σε ξύλινα κιβώτια, αφού προηγουμένως τα τύλιγαν αι εργάτριαι ένα ένα σε τσιγαρόχαρτο για να διατηρούνται. Αυτά τα λεμόνια προορίζοντο για μακρυνές αγορές. Όσα προορίζοντο για τον Πειραιά τα κατεβάζουν οι χωρικοί με κοφίνια και τα έριχναν απ’ευθείας στο αμπάρι του καϊκιού βάζοντας κατά διαστήματα και πικροδάφνες (δουράφες) για να μη σαπίζουν. Τα σύκα τα κάνανε επιλογή οι γεωργοί. Τα καλά τα λέγανε μιστάλια. Αυτά τα κατέβαζαν προς πώλησιν, τα υπόλοιπα τα εχρησιμοποιούσαν για τροφή των χοίρων.»
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα δημιουργούνται σημαντικές παροικίες Κορθιανών στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη αλλά και την Αλεξάνδρεια. Στην Πόλη και στη Σύρο υπήρχαν αρκετοί Κορθιανοί χτιστάδες. Μάλιστα στην περιοχή της Πλάκας, μετά την παραλία Αμμουδαριά, υπήρχαν λατομεία που προμήθευαν υλικά για το χτίσιμο της Ερμούπολης. Αρκετοί ήταν έμποροι στην Πόλη και στη Σμύρνη, ενώ πολλές γυναίκες πήγαιναν στις πόλεις αυτές ως τροφοί. Με την ύπαρξη αυτών των δικτύων, η εμπορική κίνηση με τις περιοχές αυτές ήταν εύλογο να ανθίσει.
Εξαγωγή μαρμάρων
Ο Δημ. Πασχάλης15 αναφέρει μάλιστα εξαγωγή άριστης ποιότητας μαρμάρου στη Σμύρνη από την περιοχή των Κρεμμύδων στο Στενό. Συγκεκριμένα καταγράφει: «εκτεταμένα στρώματα μαρμάρου αρίστης ποιότητος ανευρέθησαν τελευταίον εις την εν Κορθίω παρά το Στενόν θέσιν «Κρεμμυδαριά». Τα μάρμαρα ταύτα είναι αδρομερή και λευκότατα, πολύ δε ανώτερα των της Τήνου και εφάμιλλα των μαρμάρων της Πεντέλης. Κατεσκευάσθη δε υπό των λατόμων και οδός, δι’ης και μεγάλα τεμάχια μαρμάρου δύνανται να μεταφερθώσιν ευκόλως μέχρι της παραλίας. Εις Σμύρνην εγίνετο άλλοτε μεγάλη εξαγωγή των μαρμάρων τούτων της Άνδρου».
Στην περιοχή από τις Κρεμμύδες μέχρι τα Φλετρά εντοπίζονται πράγματι πολλά στρώματα μαρμάρου. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι η ρεματιά που πηγάζει ανάμεσα στα Φλετρά και το Φραγκάκι, αναφέρεται ως «Μάρμαρα», ενώ το ίδιο τοπωνύμιο έχει παραθαλάσσια περιοχή ανάμεσα στον Κάβο του Οργίνου και πριν τις Κρεμμύδες.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι οι ιδιοκτησίες της περιοχής, παραδοσιακά, ανήκαν στα χωριά Αηδόνια, Κόρθι, Μουσιώνας, Αμονακλειού.
Σε αυτά τα χωριά αλλά και στην ευρύτερη ζώνη έχουν επισημανθεί σημαντικά ευρήματα βυζαντινής μαρμαρογλυπτικής, ως επί το πλείστον σε δεύτερη χρήση, στη Μονή Φλετρών, στους Αγίους Τεσσαράκοντα Αηδονίων, στον Ταξιάρχη στ’Αμονακλειού και φυσικά στο βυζαντινό ναό του Άγιου Νικολάου στο Κόρθι. Αντίστοιχα ευρήματα έχουν επισημανθεί στην περιοχή του Κοχύλου, του Επάνω Κάστρου αλλά και της Μονής του Αγ. Αντωνίου στο Βουνί16. Σε συνδυασμό με τα μεταβυζαντινά δείγματα μαρμαρογλυπτικής στη βρύση των Αηδονίων («Ποταμός») αλλά και τη Μονή Αλινού, θα είχε πολύ ενδιαφέρον να εξεταστεί αν έχει χρησιμοποιηθεί ντόπιο μάρμαρο από την περιοχή του Στενού σε κάποια από αυτές τις περιπτώσεις.
Γιώργος Αρ. Γλυνός
Βιβλιογραφία:
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 118, 667.
- Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 6, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου «Καραβοστάσι» σελ. 296, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, 1995 Άνδρος
- Μαρίνα Βόγκλη, «Κεραμική από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι» Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μηνημέιων. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης – Αθήνα 20 Μαρτίου 2015 – Ανδριακά Χρονικά – 43 – Καϊρειος Βιβλιοθήκη Άνδρος 2016
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 87, 88.
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 301.
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 409.
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 402.
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 305.
- Εκλογικός κατάλογος Κορθίου 1844:
- Δημ. Πολέμης, «Οι Ενοριακοί ναοί της Άνδρου κατά το έτος 1834», Πέταλον 5, (1990) σ. 208-215, Καϊρειος Βιβλιοθήκη.
- Buchon, Voyage dans l’Eubee, les iles loniennes et les Cyclades en 1841, Paris 1911 (εκδ. J. Longon).
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 313.
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 78, 79.
- Δημ. Ι. Ψαρρού, «Μνήμες» (1975), Έκδοση Δήμου Κορθίου Άνδρου, 2000.
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004, σελ. 171.
Γ. Πάλλης, «Η μεσοβυζαντινή γλυπτική ως πηγή για την τοπογραφία και την ιστορία της Άνδρου», Ανδριακά Χρονικά 43, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδ