Στη σκιά του ιστορικού Παλαιόκαστρου και γύρω από το Ρωγιανό ποταμό, ένα σύνολο μικρών οικισμών ξεδιπλώνει την ομορφιά του και σε ταξιδεύει στο χρόνο.
Βορνά, Γαρυφαλαίο, Περαίο, Έξω Ρωγό και Τραβαίο, μαζί με το εκτεταμένο δίκτυο νερόμυλων μέχρι τις εκβολές του ποταμού στον Όρμο Κορθίου, μαρτυρούν την προβιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής και την πληθυσμιακή έκρηξη κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα.
Το Έξω Ρωγό αποτελεί το σημαντικότερο από τους οικισμούς και διαθέτει ιδιαίτερα μεσαιωνικά χαρακτηριστικά. Η πολύ κοντινή απόσταση από τη θάλασσα, αλλά σε υψόμετρο 100μ. – 130μ. υπό το φόβο των πειρατών, καθώς και το μεγάλο εύρος των ιδιοκτησιών του από τα σημερινά όρια του Γιαλού έως τον Παχύκαβο, το Καλαμονάρι και το Μπουρό, δείχνει ότι ο οικισμός ήταν πιθανότατα υπεύθυνος για τη θαλάσσια εποπτεία της περιοχής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αγία Σοφία στον Παχύκαβο, που σύμφωνα με βιβλιογραφικές αναφορές(1), εδράζεται επί βυζαντινής οκτάπλευρης βίγλας, αποτελεί τμήμα της «επικράτειας» του Ρωγού.
Τη χρησιμότητα του χωριού ως προκεχωρημένη θέση επιτήρησης της θαλάσσιας περιοχής του Όρμου Κορθίου φαίνεται να ενισχύει και η καταγραφή του Δημήτρη Πασχάλη(2) ότι: «Ύπερθεν του χωρίου θέσις Βιγλαράκια».
Σημαντικές πληροφορίες για τον οικισμό(3) μας παρέχει η αρχιτεκτονική μελέτη που διεξήχθη από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο τον Οκτώβριο του 2016. Σε αυτή την καταγραφή διατυπώνεται η άποψη ότι: «οι πρώτες οικίες στον πυρήνα του χωριού χρονολογούνται στα τέλη του 12ου αιώνα». Αν και δε διευκρινίζεται πώς προκύπτει η εκτίμηση της χρονολόγησης, τα σπίτια στον πυρήνα του οικισμού παρουσιάζουν εντυπωσιακή συνεκτικότητα, κάτι που δεν συναντάται συχνά στην Άνδρο.
Τα σπίτια στο μικρό αυτό πυρήνα σχηματίζουν ένα πραγματικό αμυντικό οχυρό το οποίο διατρέχει ένα στενό πέρασμα, πραγματική ενέδρα για τους πειρατές.
Οι συνεχείς αλλαγές πορείας στο σοκάκι περιόριζαν το οπτικό πεδίο όσων το διέσχιζαν και οι ταράτσες – αυλές των σπιτιών που δεσπόζουν, καθιστούσαν τους φιλόδοξους εισβολείς περικυκλωμένους με την είσοδό τους, καθώς ήταν ευάλωτοι σε επιθέσεις από ψηλά και από διαφορετικές πλευρές ταυτόχρονα.
Η πρόσβαση των σπιτιών, φαίνεται ότι γινόταν μέσα από το δρόμο αυτό και όχι από τους περιμετρικούς δρόμους, οι οποίοι εμφανίζουν παράθυρα σε υψηλότερα επίπεδα, εν πολλοίς ακόμη και σήμερα.
Σε επικοινωνία μας με τον Επίκουρο Καθηγητή Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης Γιώργο Πάλλη, σχετικά με το ζήτημα του πυρήνα του οικισμού στο Έξω Ρωγό, μας ανέφερε τα ακόλουθα: «Ο πυρήνας αυτός θυμίζει πάρα πολύ τη μέθοδο με την οποία οι δυτικοί “συνοίκιζαν” τους κατοίκους αγροτικών περιοχών για να τους προστατεύσουν από τους πειρατές και να διασφαλίζουν την παραγωγή και τα έσοδά τους. Έχουμε το κάστρο Σίφνου, την Κίμωλο, την Αντίπαρο και πιο μακριά τα μαστιχοχώρια της Χίου. Σε όλα αυτά συγκροτούνται μικροί ή πιο μεγάλοι οικισμοί από σπίτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο, με τις εξωτερικές τους όψεις να σχηματίζουν ένα υποτυπώδες τείχος. Αυτά γίνονται το 14ο-15 αιώνα. Το μυαλό μου πάει φυσικά στο Επάνω Κάστρο και σε μία πρωτοβουλία να γίνει πιο παραγωγική η περιοχή, δημιουργώντας μικρά οχυρωμένα χωριά λίγων οικογενειών στην περιφέρειά του. Ίσως έτσι άρχισε η έξοδος από το κάστρο. Έχουμε στο Επάνω Κάστρο μια φάση εγκατάλειψης, ίσως τον 14-15ο αιώνα. Επίσης έχουμε μετά την οριστική εγκατάλειψή του τον 16ο, αφού ήρθαν οι Οθωμανοί.»
Η απογραφή του 1670(4) φαίνεται να στηρίζει την ανωτέρω υπόθεση ύπαρξης ενός μικρού συνεκτικού οικισμού στο Έξω Ρωγό, δεδομένου ότι καταγράφει στην περιοχή του Ρωγού 12 νοικοκυριά με ενοριακή εκκλησία την Παναγία, η οποία παραπέμπει στην Κοίμηση της Θεοτόκου του Έξω Ρωγού.
Με βάση τη μέθοδο που ακολουθεί ο Ηλ. Κολοβός(4) για την εκτίμηση του πληθυσμού της Άνδρου (ενήλικοι άρρενες πολλαπλασιασμένοι επί τέσσερα), ο πληθυσμός του Ρωγού υπολογίζεται την εποχή αυτή (1670) περί τα 50 άτομα, τη στιγμή που στην Άνδρο εκτιμάται ότι ο πληθυσμός άγγιζε τις 6 χιλιάδες. Μέσα σε διάστημα δύο αιώνων, η ανάπτυξη του Ρωγού καθίσταται τόσο ραγδαία, ώστε στα 1834 να εμφανίζει 56 νοικοκυριά (224 άτομα εκτιμά ο Δημ. Πολέμης)(5), και στα 1879 να εμφανίζει 376 άτομα (1907: 320 άτομα), φανερώνοντας μια ανάπτυξη σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη που εμφάνιζε το νησί στην ίδια περίοδο (Άνδρος 1879: 22.562, 1907: 18.035)(6).
Είναι σαφές, ότι αυτή η έκρηξη του πληθυσμού κατέστη δυνατή με τη μείωση της πειρατείας από τα τέλη του 18ου αιώνα αλλά κυρίως μετά την επανάσταση.
Από τα Καϊρικά έγγραφα(7) του 17ου και 18ου αιώνα, διαπιστώνουμε ότι, παρά την ύπαρξη λίγων κατοίκων στα 1670, υπήρχαν αρκετές ιδιοκτησίες στην περιοχή του Ρωγού από τους κατοίκους της περιοχής των Αγριδίων και της Λαρδιάς.
Το έντονο ενδιαφέρον της οικογένειας Καΐρη να αγοράσουν περιβόλια και χωράφια τόσο στα Αγρίδια και τη Λαρδιά όσο και στο Ρωγό, φανερώνει ότι η περιοχή είχε διαμορφωθεί εξαιρετικά με αιμασιές αρκετούς αιώνες πριν, με σημαντικό σύστημα νηχτών και χαμολάκες που γέμιζαν συγκεκριμένες ημέρες της εβδομάδας. Το τέλος της πειρατείας επέτρεψε τη μετακίνηση πληθυσμών προς τα χαμηλά της πλαγιάς και γύρω από τη ρεματιά, αναπτύσσοντας έτσι και τους άλλους οικισμούς, σε συνέχεια του Έξω Ρωγού:
Τα Βορνά στα ριζά του Παλαιοκάστρου, το Γαρυφαλαίο κάτω από τη Λαρδιά, το Περραίο μετά το Γαρυφαλαίο να τα χωρίζει το ρέμα της Στίβας και το Τραβαίο κάτω από το Έξω Ρωγό και απέναντι από την Κοκκινιά του Γιαλού. Η Αγία Παρασκευή στα Βορνά υπήρξε στο παρελθόν ενοριακή εκκλησία για τα Βορνά και το Γαρυφαλαίο.
Σχετικά με την ετυμολογία του Ρωγού ο Δημ. Πασχάλης(2) παραθέτει: «Εκλήθη πιθανώς Ροώ, διότι μεταξύ της πλαγιάς, ένθα το χωρίον εγείρεται, και του όρους υπάρχει χείμαρρος, καθιστάμενος εν καιρώ βροχής ορμητικώτατος.»
Αντίστοιχα ο Ι.Κ. Βογιατζίδης(8) ερμηνεύει το Ροώ από το σιτοβολώνα ή τις αποθήκες δημητριακών ή ελαίου (ροός / ρογός – αρχαία – ρογοί). Πράγματι, η παραγωγή δημητριακών στην περιοχή (σιτάρι, κριθάρι, μιγάδι) υπήρξε σημαντική, εξαιτίας και των μεγάλων σχετικά άνυδρων εκτάσεων γύρω από τον κόλπο του Κορθίου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την πλειάδα νερόμυλων στο Ρωγιανό ποταμό και στο Καλαμονάρι.
Αρκετοί ντόπιοι ωστόσο, κάνουν λόγο για την ύπαρξη αρκετών ρηγμάτων στην περιοχή ακόμη και εντός του οικισμού του Έξω Ρωγού και προτάσσουν την πιθανότητα το όνομα να προκύπτει από το Ρωξ – Ρωγός (ρήγμα, σχισμή – συγγενές το απόρρωγος – κρημνώδης, που μετέρχεται ο Ανδ. Εμπειρίκος στον «Αίγαγρο»).
Πάντως η αποτύπωση του ονόματος ως «Ροώ» προκύπτει σε έγγραφα του 19ου αιώνα. Σε παλαιότερα έγγραφα καταγράφεται ο τύπος «Ρωγό», τόσο στην απογραφή του 1670(4) όπου εμφανίζεται ως «Ρωγό» (Roğo) & «Ρωγός» (Roğoz), όσο και στα Καϊρικά έγγραφα(7) του 17ου & 18ου αιώνα όπου καταγράφεται ως «Ρογό». Σε κάθε περίπτωση το όνομα παραπέμπει σε ελληνική ρίζα, καθώς ο φθόγγος «γ» δεν υφίσταται στα λατινικά / ιταλικά, ενώ αντίστοιχο τοπωνύμιο απαντάται στη βυζαντινή εποχή και στο Κάστρο των Ρωγών της Ηπείρου, κοντά στη Φιλιππιάδα.
Ο Δημ. Πολέμης(9), αποδίδει την ετυμολογία των οικισμών «Γαρυφαλαίο», «Περραίο» στην ύπαρξη αντίστοιχων οικογενειών «Γαρυφάλου» και «Πέρρου», ενώ πιθανολογεί αντίστοιχη προέλευση και για το «Τραβαίο», χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιορίσει σχετικό επώνυμο. Επισημαίνει ότι οι αρχικές μορφές των τοπωνυμίων που καταλήγουν σε -αίο, ήταν αρχικά στη μορφή –αίων, για παράδειγμα των «Γαρυφαλαίων», των «Περραίων», των «Τραβαίων» κι εν συνεχεία μετέπεσαν στη μορφή «Γαρυφαλαίο». Για τα «Βορνά» η ετυμολογία οφείλεται στη βορεινή κατεύθυνσή τους.
Τα Καϊρικά Έγγραφα
Πρώτη αναφορά στο Ρωγό στα Καϊρικά Έγγραφα πραγματοποιείται το 1671(7), σε πωλητήριο περιβολιού ιδιοκτησίας Δημ. Ξυγγά, κατοίκου Λαρδιάς (ενορία Χριστού) με βάση την απογραφή του 1670(4), όπου στα όμορρα περιβόλια καταγράφονται ιδιοκτησίες των αρχοντικών οικογενειών Νέρη, Παρόδου, Καϊρη και Πόγκα, που όλες κατοικούσαν στο Κάστρο της Χώρας. Μεταξύ των εκτιμητών του περιβολιού εμφανίζεται ο ιερέας του Αγ. Νικολάου του Κορθίου Ιωάννης Καραμάνος.
Εν συνεχεία στα 1703 καταγράφεται πώληση δύο χωραφιών στο Ρωγό, ένα εκ των οποίων στο ομώνυμο χωριό, από την αρχοντική οικογένεια Δαπόντε προς την οικογένεια Καϊρη. Στα συνορεύοντα χωράφια καταγράφεται ο γιος του παπά Αουστή Δαπόντε, που καταγράφεται ως ιερέας στην Παναγία του Ρωγού στην απογραφή του 1670, καθώς και «στράτα κουμούνα» (κοινόχρηστος δρόμος). Στους μάρτυρες του εγγράφου καταγράφεται μεταξύ άλλων ο παπα-Λινάρδος Καλογρίδης, πιθανότατα συγγενής των ιερέων της Λαρδιάς με το επώνυμο Καλογρίδη, οι οποίοι καταγράφονται στα 1670 στην ενορία του Χριστού.
Στα 1716 καταγράφεται νέα αγορά από την οικογένεια Καϊρη στο Ρωγό στην περιοχή «Σουκαλαριά», το οποίο εμφανίζεται πάνω σε «στράτα κουμούνα» και να συνορεύει με χωράφι της αρχοντικής οικογένειας Αθανάση από το Kάστρο της Χώρας, καθώς και του ιερέα Σαλονίκη πιθανότατα απογόνου του ιερέα στην Παναγία Αγριδίων.
Στα 1722 καταγράφεται πωλητήριο κλείσματος στην «Αγία Κεριακή» (άνωθεν του βόρειου μισού παραλιακού τμήματος του Όρμου Κορθίου), το οποίο συνόρευε με ιδιοκτησίες των οικογενειών Βαγιανού και Δαπόντε. Στους εκτιμητές καταγράφονται οι παπα Γιώργης Καστανός και Δημήτρης Γαρύφαλλος.
Στα 1744 ο Γιαννούλης Γλυνός συντάσσει πωλητήριο περιβολιού της οικογένειας Δαπόντε στο Ρωγό στην περιοχή «Κουντοριδιά».
Τέλος σε προικοσύμφωνο της οικογένειας Καϊρη του 1781 καταγράφεται ιδιοκτησία με «λάινα» στο Ρωγό.
Η οικογένεια Γλυνού / Γληνού και το Ρωγό
Στενά συνυφασμένη με το Ρωγό εμφανίζεται η οικογένεια Γλυνού. Με βάση τον εκλογικό κατάλογο του 1844(10), το επώνυμο Γλυνός εμφανίζεται ως το συνηθέστερο επώνυμο στην περιφέρεια Κορθίου με 29 καταγραφές και σημαντικότερο πυρήνα το Ρωγό, όπου εμφανίζονται 12 από αυτές. Ακολουθεί η Πίσω Μεριά, όπου υπάρχει και συνοικία Γλυνάδο, με 4 καταγραφές.
Ο Δημήτρης Πολέμης(11) καταγράφει το επώνυμο Γλυνός ήδη από το 1597 σε αφιέρωση περιβολιού στο Κόρθι προς τη Μονή Αγίας, όπου φαίνεται να συνορεύει ιδιοκτήτης ονόματι Ιάκουμος Γλυνός. Σε φορολογικό κατάστιχο του 1721(12) του Απάνω Κάστρου (περιφέρεια Κορθίου χωρίς να προσδιορίζονται περαιτέρω τα χωριά) καταγράφεται Γιάννης Γλυνός.
Είναι άξιο αναφοράς ότι στην ενδιάμεση απογραφή του 1670(4), το επώνυμο Γλυνός απουσιάζει από ολόκληρο το νησί. Ωστόσο, στο Ρωγό καταγράφονται τα ονόματα του Νικόλα Γαλανού και του άγαμου γιου του Αντώνη. Το επώνυμο Γαλανός αναφέρεται και στα Τσυπρίνια στην περιφέρεια Κάτω Κάστρου την ίδια εποχή, ενώ παραμένει ως τις μέρες μας στην περιοχή της Χώρας. Ωστόσο, είναι άγνωστο στην περιοχή του Κορθίου. Σε ερώτησή μας προς το συγγραφέα, Καθηγητή ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ηλία Κολοβό, μας επιβεβαίωσε ότι οι καταγραφές στο Ρωγό θα μπρούσαν κάλλιστα να αφορούν Γλυνούς αντί για Γαλανούς, καθ’ό,τι στα Οθωμανικά δεν υπάρχουν φωνήεντα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, στα 1744 ο Γιαννούλης Γλυνός συντάσσει πωλητήριο περιβολιού στο Ρωγό(7). Στους χρόνους της επανάστασης σε έγγραφο του 1829 που υπογράφουν οι περισσότεροι δημογέροντες της Άνδρου, εμφανίζεται ως «δημογέρων Ροού» ο Ιωάννης Γλυνός(13).
Αργότερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα ληξιαρχεία της Άνδρου θα αρχίσουν να καταγράφουν το επώνυμο με τη μορφή «Γληνός» (π.χ. εκλογικός κατάλογος Άνδρου 1877(14))
Ανάμεσα στις καταγραφές του Ρωγού στα 1844(10), διακρίνουμε το Γιαννούλη Γλυνό (Καραγιαννούλη), γεννημένο το 1779, τους απογόνους του οποίου έχει καταγράψει ο Γιάννης Καράλης σε ένα εντυπωσιακό οικογενειακό δέντρο που φτάνει ως τις παρυφές του 21ου αιώνα και περιλαμβάνει πάνω από 900 άτομα. Από το σύνολο αυτών των καταγραφών στον εκλογικό κατάλογο του 1844 μπορούμε να εντοπίσουμε 3 από τους 29 συνολικά Γλυνούς, γεγονός που φανερώνει πόσο πιο εκτεταμένη ήταν η εν λόγω οικογένεια.
Πάρα ταύτα, το οικογενειακό αυτό δέντρο που βασίστηκε στη μαρτυρία του Γιάννη Γλυνού (Πασχαλιώτη), αλλά και άλλων μελών της εν λόγω οικογένειας, εμφανίζει ως έναν από τους γιους του Καραγιαννούλη το Νικόλαο Γλυνό, άνθρωπο θηριώδους δύναμης, ο οποίος μετέφερε ένα κανόνι το 1827 από ναυάγιο στον Αύλακα, κοντά στης Γριάς το Πήδημα, στην πλατεία της Παναγίας του Έξω Ρωγού, το οποίο παραμένει στη θέση αυτή ως τις μέρες μας.
Οι υιοί του Νικόλαου Γλυνού φαίνεται ότι κληρονόμησαν τη σωματική ρώμη του πατέρα τους και αποκαλούνταν «Γιαννάκαρος», «Πέτραρος» και «Αλέξαρος». Σύμφωνα με τη μαρτυρία τόσο του Νικ. Στ. Γλυνού (Γύπαρη) απογόνου του «Αλέξαρου» αλλά και του Σταμάτη Σκόρδου(15) (απογόνου της αδερφής του «Αλέξαρου», Κατερινιώς), ο «Αλέξαρος» όντας ψηλός, είχε ένα κοντύτερο πρώτο εξάδελφο επίσης με το όνομα Αλέξανδρος, που τον αποκαλούσαν «Αλεξάκι» και διατηρούσε οικία στο Γαρυφαλαίο του Μέσα Ρωγού. Αυτός μετανάστευσε στη Σμύρνη όπου ήταν έμπορος κρασιού και απέκτησε 12 παιδιά.
Ο πρωτότοκος γιος του ήταν ο Δημήτρης Γληνός (1882 – 1943), η επιφανέστερη προσωπικότητα με καταγωγή από την περιοχή του Κορθίου. Ο Δημήτρης Γληνός φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, με τη βοήθεια του γιατρού Δημήτρη Χρόνη. Εν συνεχεία μετέβη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Φιλολογία, υποστηρίζοντας αρχικά την καθαρεύουσα, συμμετέχοντας μάλιστα στα «Ευαγγελικά» του 1901 εναντίον των δημοτικιστών. Αργότερα ο ίδιος θα γράψει: «όλη μου η ζωή είναι μια πορεία προς τα αριστερά.» Στο πανεπιστήμιο γνωρίζει τον Αλέξανδρο Δελμούζο και το Μανώλη Τριανταφυλλίδη και οι τρεις τους γίνονται οι κύριοι υπέρμαχοι της εφαρμογής της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση.
Αρκετές από τις επιστολές της αλληλογραφίας του Δημήτρη Γληνού με το Δελμούζο, στις δεκαετίες του 1910 & 1920, αποστέλλονται από το Κόρθι όπου συνήθιζε να παραθερίζει τους θερινούς μήνες(16). Στη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών στην Ιένα (1909) έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Κατά τη δεκαετία του 1910, στο πλαίσιο των Βενιζελικών κυβερνήσεων, λαμβάνει σημαντικές θέσεις και προωθεί τη νομοθετική πρωτοβουλία για την εφαρμογή της δημοτικής γλώσσας και άλλων μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης. Στα δημοσιεύματά του καταδεικνύει τα αδιέξοδα της «προγονοπληξίας» και του «στείρου κλασικισμού» στην εκπαίδευση και επιδιώκει «το αγαθό της παιδείας ν’απλωθεί σ’όλο το λαό». Σταδιακά, μετακινείται προς τις θέσεις του Κ.Κ.Ε. και το 1935 εξορίζεται με τον Κ. Βάρναλη στον Άη Στράτη. Ακολουθεί εξορία στην Ανάφη, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες, Ρωγιανοί συγγενείς του αποστέλουν τρόφιμα και αργότερα εγκλεισμός στην Ακροναυπλία. Το 1943 κι ενώ προορίζεται για επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης του ΕΑΜ, πεθαίνει από επιπλοκές στη διάρκεια εγχειρήσης.
Η εμπλοκή του Δημήτρη Γληνού με την αριστερά, προκάλεσε διάφορα προβλήματα στους φέροντες το ίδιο επώνυμο στην Άνδρο στους χρόνους του εμφυλίου και μετέπειτα, απόρροια των οποίων ήταν και η επαναφορά της διατύπωσης του επωνύμου στη μορφή Γλυνός έναντι του Γληνός, σε μία προσπάθεια να αποσείσουν οποιαδήποτε συγγενική σχέση με τη σημαντική αυτή προσωπικότητα.
Οι Νερόμυλοι του Ρωγού
Το Ρωγό παρουσιάζει ένα εντυπωσιακό δίκτυο υδρόμυλων. Η ρεματιά του «Ρωγιανού Ποταμού» δημιουργείται από τις επιμέρους ρεματιές του Πισκοπειού («Βοϊδόμαντρα»), Γιανισσαίου – Λαρδιάς («Π’σ’νάρι»), και των Αγριδίων («Σκοτεινές» – «Λαβαντάρα» – «Στίβα»). Τα νερά της «Βοϊδόμαντρας» συνήθως ρέουν καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου δημιουργώντας και τον εντυπωσιακό καταρράκτη στο «Πέραμα».
Η προς δημοσίευση μελέτη της Καϊρείου Βιβλιοθήκης των Νομικού – Λεκού, καταγράφει 12 νερόμυλους από το Μέσα Ρωγό έως την έξοδο του ποταμού στη θάλασσα. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε ανώτερα τμήματα της λεκάνης απορροής του ποταμού είναι και ο νερόμυλος της «Βοϊδόμαντρας» όπου άλεθαν κάτοικοι του Ρωγού, ο νερόμυλος της Καρυάς πιο ψηλά και ακόμη ψηλότερα οι τρεις μύλοι του Πισκοπειού. Επίσης άλλος ένας νερόμυλος καταγράφεται στις «Σκοτεινές» στο ύψος της Λαρδιάς (Λαβαντάρα στο ρέμα της Στίβας).
.
Το σύστημα των νηχτών της περιοχής είναι εντυπωσιακό και φαίνεται να κάλυπτε ενιαία τους περισσότερους από αυτούς τους νερόμυλους. Στη βόρεια πλευρά του ρέματος καταγράφονται μόλις 2 νερόμυλοι, άλλος ένας προς το Πέραμα, ενώ ο νερόμυλος στο Γαρυφαλαίο και τουλάχιστον άλλοι 7 που καταγράφονται στη νότια πλευρά του ρέματος, φαίνεται να υδροδοτούνταν από σύστημα νηχτών που ξεκινούσε πριν από το γεφύρι στο Μέσα Ρωγό και από τη Στίβα.
Ο νηχτός από τη Στίβα ενωνόταν με τον άλλο νηχτό, περνώντας πάνω από γεφύρι, το οποίο δεν υπάρχει στις ημέρες μας. Ο εν λόγω νηχτός και το παλιό γεφύρι αντικαταστάθηκαν από σωλήνα που επιζεί ακόμη και σήμερα κοντά στο σημερινό γεφύρι του Μέσα Ρωγού.
Τα χωράφια της περιοχής κοντά στο γεφύρι αποκαλούνται «Ασλάν» (λιοντάρι στα τούρκικα), καταδεικνύοντας παλιά τουρκική ιδιοκτησία. Στην απογραφή του 1670(4) καταγράφεται ο Μεχμέτ γιος του Αρσλάν μπεσέ, κάτοικος Κέας, ο οποίος κατείχε σημαντικές εκτάσεις στο Κάτω και Πάνω Κάστρο. Μάλιστα, εμφανίζεται ιδιοκτήτης 2 νερόμυλων στο Κάτω Κάστρο και 1,5 νερόμυλου στο Πάνω Κάστρο. Δεν αποκλείεται λοιπόν το όνομα της περιοχής να σχετίζεται με τον Αρσλάν μπεσέ και το σύστημα των νηχτών που εκκινεί στην περιοχή του γεφυριού να σχετίζεται με την ιδιοκτησία του.
Σε σχέση με τους καταγεγραμμένους νερόμυλους στο Ρωγό, στην απογραφή του 1670(4) εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης νερόμυλου ο Γιάννης Ξυγκάς.
Σε έκθεση προς την κυβέρνηση Καποδίστρια του 1830(17), καταγράφονται δύο μύλοι στο Ρωγό (στη σχετική καταχώρηση το Ρωγό καταγράφεται μαζί με τις Χώνες), ενώ στην ίδια αναφορά καταγράφονται 9 μύλοι στα Αηδόνια, 12 στα Αϊπάτια (πρέπει να περιλαμβάνονται και οι νερόμυλοι του Μπουρού στην Πίσω Μεριά), ενώ πέριξ των Διποταμάτων καταγράφονται 21 μύλοι (6 Κοχύλου, 12 Βουνί, 3 Συνετί).
Από τους 12 νερόμυλους που έχουν καταγραφεί στο Ρωγιανό ποταμό, οι 5 διατηρούν σήμερα τα περισσότερα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά, οι 4 έχουν μετασκευαστεί (μετατροπή χαζενέ – πύργος μύλου – σε περιστεριώνα, ενσωμάτωση σε οικία, μετατροπή για άλλη αγροτική χρήση) ενώ οι 3 έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Τις θέσεις των 11 νερόμυλων επιβεβαίωσαν τόσο ο Δημήτρης Γιαννίσης (από το Περραίο) όσο και ο Βαγγέλης Λεφάκης (από Ρούθουνα). Ο Δημήτρης Γιαννίσης πιθανολογεί ότι στην έξοδο του ρέματος στη θάλασσα υπήρχε και 12ος νερόμυλος. Η μελέτη των Νομικού – Λεκού φαίνεται να έχει τεκμηριώσει την ύπαρξη του 12ου νερόμυλου στη θέση του σημερινού φούρνου δίπλα στο γεφύρι, πιθανότατα πριν το 1900, καθώς οι σημερινοί ιδιοκτήτες της περιοχής δε γνωρίζουν κάτι σχετικό.
Επισημαίνουμε ότι μετά τον 11ο νερόμυλο στην Κοκκινιά, ο νηχτός διασχίζει διαγώνια το επόμενο χωράφι προς τον παραποτάμιο φράχτη. Παραμένει άγνωστο αν ο νηχτός συνέχιζε παραπέρα, ίσως παράλληλα με τον ψηλό ανεμοφράχτη που παρατηρείται στη νότια πλευρά του ρέματος στον Όρμο Κορθίου.
Εδώ να επισημάνουμε ότι σε Ρωγιανούς (Ζερτοπούλης, Σταματελόπουλος Δ. & Ιωάν.) ανήκουν 2 ακόμη νερόμυλοι κοντά στην παραλία στο Καλαμονάρι καθώς και ένας λίγο ψηλότερα στο ύψος του χωματόδρομου. Λίγο ψηλότερα στο Καλαμονάρι έχει καταγραφεί και 4ος νερόμυλος.
Το πλήθος των νερόμυλων στην περιοχή του Ρωγού (Ρωγιανός ποταμός 11 ή 12, Βοϊδόμαντρα 1, Καλαμονάρι τουλάχιστον 4), είναι πράγματι εντυπωσιακό. Μεγαλύτερο δίκτυο νερόμυλων στην Άνδρο παρατηρείται στα Διποτάματα, το οποίο εξυπηρετούσε το Συνετί, το Μέσα και Έξω Βουνί, το Κοχύλου και το Γιαννισαίο, καθώς και στην κοιλάδα των Φρουσαίων – Βαριδίου το οποίο εξυπηρετούσε τους κατοίκους του Αμολόχου, οι οποίοι, σύμφωνα με την απογραφή του 1670, ήταν περισσότεροι ακόμη κι από τους κατοίκους της Χώρας(4).
Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα – ερευνητή Στέφανο Νομικό, οι περιπτώσεις όπου παρατηρούνται εκτεταμένα δίκτυα αλλεπάλληλων νερόμυλων (π.χ. Διποτάματα, Ρωγό, Πίσω Μεριά, Άνω Γαύριο), αποδίδονται στις περιπτώσεις όπου το τρεχούμενο νερό δεν ήταν επαρκές σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, προκειμένου να παράσχει επαρκή αλεστική ικανότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτούνταν σημαντικά υδραυλικά έργα διαχείρισης και αποθήκευσης του νερού. Η διάρκεια αλέσματος περιοριζόταν στην εξάντληση του αποθέματος στις στέρνες και οι μεγαλύτερες από αυτές επαρκούσαν το πολύ για μισή μέρα αλέσματος. Αυτό ευνοούσε τη δημιουργία πολλών νερόμυλων με σχετιζόμενο υδραυλικό δίκτυο νηχτών και στερνών.
Η ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού νερόμυλων, φανερώνει τη μεγάλη παραγωγή δημητριακών στην περιοχή που, πιθανότατα, με βάση τα ιστορικά στοιχεία, φαίνεται να εντάθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν και ο πληθυσμός της περιοχής έφτασε στο ζενίθ του. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την επανάσταση αναπτύσσεται ο Όρμος Κορθίου όπου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου καθίσταται κέντρο της ευρύτερης περιοχής, αντικαθιστώντας το (Άνω) Κόρθι και τα Αηδόνια σε σημασία. Η εμπορική κίνηση στο Γιαλό ευνόησε περισσότερο τους κοντινούς νερόμυλους στο Ρωγό έναντι των παλαιότερων που καταγράφονται στη Ράχη, από τα Αηδόνια έως την Πίσω Μεριά.
Η ανθρωπογεωγραφία του Ρωγού στα 1670 και στα 1844
Με βάση την Οθωμανική απογραφή του 1670 που μας παρουσίασε ο Ηλ. Κολοβός(4) στο Ρωγό καταγράφονται οι παρακάτω:
- Παπα-Αουστής Νταπόντε (του παπα-Γιαννούλη). Ο ιερέας του χωριού στην Παναγία, ο οποίος φαίνεται να εμφάνιζε και τη μεγαλύτερη περιουσία μεταξύ των κατοίκων. Η οικογένεια Νταπόντε ήταν μεταξύ των ευγενών της εποχής της Λατινοκρατίας. Ο Νικ. Βασιλόπουλος(18) υποστηρίζει ότι κάποιοι τελευταίοι καθολικοί ευγενείς των οικογενειών Δελαγραμμάτικα και Νταπόντε στη διάρκεια του πρώτου αιώνα Οθωμανικής κυριαρχίας, κατέφυγαν στα Αηδόνια στη Νότια Άνδρο προκειμένου να είναι πλησίον της ακόμη ενετοκρατούμενης Τήνου. Στα 1670, πέραν του Ρωγού, καταγράφεται πλειάδα μελών της οικογένειας κατανεμημένη στο Κόρθι (11 – λογίζεται μαζί με τα Αηδόνια), στο κάστρο της Χώρας (6), στις Στραπουργιές (4), στα Λάμυρα (1) και στη Μεσσαριά (1).
- Γιάννης Γουλιαρμής του Δημήτρη. Η οικογένεια Γουλιαρμή καταγράφεται μεταξύ των ευγενών επί Λατινοκρατίας. Στα 1670 μέλη της οικογένειας καταγράφονται στα Λάμυρα (3), αλλά και ο ευκατάστατος Νικόλας Γουλιαρμής στην Παναγία Αγριδίων, ο οποίος στα Καϊρικά έγγραφα(7), εμφανίζεται ως εκτιμητής σε περιβόλι στη Λαρδιά στα 1673. Στα 1707 στα Καϊρικά έγγραφα(7), καταγράφεται ως εκτιμητής χωραφιού στ’Αγρίδια «εις την Κλωνάρα» ο Δημήτρης Γουλιαρμής. Το ακίνητο φαίνεται να το κατείχε στο παρελθόν η «παπαδιά του παπά Νικολού Γουλιαρμή».
- Γιάννης Ξυγγάς του Γιώργη. Εμφανίζεται ιδιοκτήτης νερόμυλου και ελαιοτριβείου. Με το επώνυμο Ξυγγάς εμφανίζεται μάρτυρας σε έγγραφο του 1598 με το λατινογενές βαπτιστικό Χρουσής (εκ του Crusino). (11) Το επώνυμο στα 1670 απαντάται και στη Λαρδιά (3 καταγραφές στην ενορία Χριστού).
- Γιάννης Ραϊσης του Δημήτρη: Εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου. Το επώνυμο ενδέχεται να σχετίζεται με το τούρκικο «Ρεϊς» που δηλώνει πλοίαρχο. Στα 1670 το επώνυμο απαντάται και σε Πίσω Μεριά (2), Παναγία Αγριδίων (1) και Βουνί (1).
- Νικολός Βλαχάκης του Γιάννη: Εμφανίζεται με σημαντική ακίνητη περιουσία. Το επώνυμο απαντάται και στου Κοχύλου (2) αλλά και στο Κόρθι (1). Στα 1696, μέλος της οικογένειας από του Κοχύλου εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης στα Αγρίδια ενώ στο ίδιο έγγραφο άλλο μέλος της οικογένειας εμφανίζεται ως μάρτυρας(7).
- Γιαννούλης Λάβδας του Λαζάρου: Με το επώνυμο Λάβδας καταγράφεται μάρτυρας σε έγγραφο ήδη από το 1585(11). Η οικογένεια Λάβδα στα 1670 εμφανίζεται εξαιρετικά διασπαρμένη σε όλο το νησί της Άνδρου. Στην Άρνη (4) και σε Σασά – Κουρέλι (4) υπάρχουν εμφανίσεις του επωνύμου με τα αρβανίτικα βαπτιστικά ή πατρώνυμα «Τούντας» και «Δήμας». Ο Τίτος Γιοχάλας καταγράφει τοπωνύμιο «Λαβδαίοι»(19), ως «πλασμένο από ελληνοφώνους σε περιοχή αρβανιτοφώνων». Το επώνυμο καταγράφεται και σε Πιτροφό (4), Καππαριά (2), Βουνί (1) και Πίσω Μεριά (1). Δεν αποκλείεται πάντως το επώνυμο να είναι βλαχικής προέλευσης. Όπως άλλωστε επισημαίνει ο Τίτος Γιοχάλας, η μετακίνηση Αρβανιτών προς τη Νότια Ελλάδα σε αρκετές περιστάσεις συμπαρέσυρε και άλλους πληθυσμούς (π.χ. σλαβικούς). Σε αυτό το πλαίσιο αποδίδει και τα Σλαβικά τοπωνύμια της Άνδρου: Ζαγορά, Ζόργκος, Γρεμμενίτσα, Στανίτσα, Ζάστανο(19).
- Νικολός Λουκίδης του Γιαννούλη. Ο Ηλ. Κολοβός(4) πιθανολογεί ότι πρόκειται για το επώνυμο Λουσίδης (εκ του γυναικείου βαπτιστικού Λουσία). Ο Νικολός Λουσίδης καταγράφεται στα 1706 ως ιδιοκτήτης χωραφιού στο Άνω Κάστρο στην Παναγία τη Φανερωμένη από κάτω «εις τις Αυλάκες»(7).
- Νικολός Φίφης του Καλούμενου: Στα 1670 καταγράφεται στο Κόρθι ο Τζαννής Φίφης του Φραγκούλη, ο ιερέας Παναγιώτης Φίφης στις Αμονακλειόπετρες καθώς και ο Κωνσταντίνος Φίφης στις Χώνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι και σήμερα τοπωνύμιο της περιοχής πέριξ του Τραβαίου ονομάζεται «Στου Φίφη».
- Γιάννης Ζερμαλιάς: Το επώνυμο καταγράφεται και σε Κόρθι (6), Αμονακλειού (1), Μονή Παναχράντου (1). Στο Έξω Ρωγό επισημαίνεται οικία του Ζουρμαλιά.
- Νικόλας Βαρτολομέος του Γιάννη. Το επώνυμο εμφανίζεται στα 1670 και στο Μοναστήρι της Αγίας (1).
- Γιαννούλης Ευδοκιάδης
- Νικόλας Γαλανός του Αντώνη και άγαμος γιος Αντώνης: Όπως αναφέραμε ανωτέρω, πιθανότατα πρόκειται περί Γλυνών καθώς στα Οθωμανικά δεν υπάρχουν φωνήεντα.
Ένα στοιχείο άξιο αναφοράς είναι ότι από την απογραφή του 1670 το Ρωγό, ανάμεσα σε όλα τα χωριά της Άνδρου, εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών που ενώ καταγράφονται στο κτηματολόγιο για τις περιουσίες τους, δεν εμφανίζονται στο κατάστιχο του κεφαλικού φόρου (46%). Δεν είναι σαφές αν αυτό σχετίζεται με κάποιο προνόμιο ατέλειας (ενδεχομένως σε κάποια συνοικία του χωριού π.χ. ευπρόσβλητη από την πλευρά της θάλασσας), ή αν πρόκειται για κάποιου είδους παράλειψη.
Στα 1844(10) η ανθρωπογεωγραφία του Ρωγού φαίνεται αρκετά διαφοροποιημένη, πολύ κοντινότερη στα σημερινά δεδομένα. Έτσι καταγράφονται τα παρακάτω επώνυμα:
- Γλυνός (12 εμφανίσεις).
- Τηνιακός (7 εμφανίσεις). Επώνυμο που καταγράφεται στα 1670 σε ολόκληρη την Άνδρο: σε Μονή Αγίας (6), Χώρα (5), Λιβάδια (3), Μεσσαριά (3), Κόρθι (2), Φάλικα (1), Στενιές (1), Αμόλοχο (1). Δεν αποκλείεται να πρόκειται για διαφορετικές οικογένειες, λόγω του δηλωτικού της προέλευσης. Πάντως το επώνυμο καταγράφεται ήδη από το 1590(11).
- Τέντες (5 εμφανίσεις).
- Ζέης Λεονάρδος & Ιωάννης. Ο Ληνάρδος Ζέης εμφανίζεται ως αρχιτέκτων στην ανακαίνιση της Παναγίας του Έξω Ρωγού στα 1846. Το επώνυμο στα 1844 απαντάται και στα Λάμυρα σε 5 περιπτώσεις. Η καταγωγή της οικογένειας σύμφωνα με τον Δημ. Πολέμη(9) προέρχεται από την οικογένεια ηγεμόνων της Άνδρου Τζεν, απ’όπου προέρχονται και τα τοπωνύμια Ζένιο και Τζέο (Καππαριά). Η συγγραφέας Άλκη Ζέη έλκει την καταγωγή της από την εν λόγω οικογένεια.
- Μπασταρδής (2 εμφανίσεις). Σε έγγραφο του 1598 εμφανίζεται ως μάρτυρας ο «κυρ Νικολός Πασταρδής»(11). Στα 1670 το επώνυμο Μπασταρδής εμφανίζεται σε Πισκοπειό και Κοχύλου, ενώ ως Μπαστάρδος σε Χώρα, Λάμυρα και Αμόλοχο.
- Ζαγοραίος Πολυχρόνης (αλιέας) και Κωνσταντίνος.
Με δύο εμφανίσεις καταγράφονται οι Λεφάκης, Βαγιανός και Μυλωνάς.
Στον εκλογικό κατάλογο εμφανίζονται να έχουν έρθει το 1823 ο ναύτης Σταματούδης Αναστάσιος και ο Αϊβαλιώτης Σάββας, προφανώς ως πρόσφυγες στην περίοδο της επανάστασης. Αντίστοιχα πολλοί πρόσφυγες καταγράφονται και στο νεοσύστατο Όρμο Κορθίου αλλά και τα γύρω χωριά (π.χ. Μοσχονήσιος, Αϊβαλιώτης, Μπορνοβαλής, Αμουργιανός, Καλανιώτης, Καλιάκος, Ζωγράφος κλπ).
Με μοναδική εμφάνιση καταγράφονται και τα επώυμα:
- Ζερτοπούλης: Το επώνυμο καταγράφεται παλαιότερα ως Ζορτοπούλη και φαίνεται να σχετίζεται με την οικογένεια Ζόρτη που καταγράφεται και ως Ζόλτη ή Ζλότη(7). Η απογραφή του 1670(4) εμφανίζει τους Ζόρτη και Ζορτοπούλη στην Παναγία Αγριδίων και στη Λαρδιά αντίστοιχα. Στα Καϊρικά έγγραφα(7), εμφανίζονται πολύ συχνά να πουλούν ιδιοκτησίες στη Λαρδιά στα 1666, 1683, 1722 και στις «Κλυδώνου» πάνω από τη Λαρδιά στα 1745. Επίσης καταγράφονται ως μάρτυρες σε έγγραφο στα 1677, δανειολήπτες στα 1705 και ως ιδιοκτήτες στη Λαρδιά στα 1673.
- Φολερός: Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας ήδη από τη Λατινοκρατία. Στα 1670 εμφανίζονται 5 μέλη της οικογένειας όλα στο Κάστρο της Χώρας. Στα Καϊρικά έγγραφα(7) εμφανίζονται συχνά ως μάρτυρες (1666, 1668, 1717, 1740), αλλά και ως πωλητές σε Αγρίδια (1731) και Λαρδιά (1740).
- Μήλας: Ο Κωνσταντής Μήλας εμφανίζεται ως δανειολήπτης στα Καϊρικά έγγραφα στα 1726(7).
- Γαρύφαλος: Ο Δημήτρης Γαρύφαλος στα 1722 εμφανίζεται ως εκτιμητής σε 3 διαφορετικά Καϊρικά έγγραφα(7) πωλητηρίων σε Αγρίδια, Λαρδιά και Αγ. Κεριακή Ρωγού.
- Κεραμάς: Η οικογένεια Κεραμά στα 1670(4) εμφανίζεται με 7 καταγραφές ιερέων και μίας χήρας σε Κόρθι (4), Κοχύλου (2), Πίσω Μεριά (1) και Βουνί (1). Ιερέας της οικογένειας εμφανίζεται ως εκτιμητής και ως μάρτυρας σε έγγραφο πωλητηρίου στη Λαρδιά του 1677(7).
Με μοναδική καταγραφή εμφανίζονται και τα επώνυμα: Ροντόλφος, Μπάβας, Γιαμπάνης, Μάστορης, Συριανός, Ξανθάκης, Σκαλάς, Πολυχρόνη, Κούλιαμπας, Ζέπος, Σπανός, Σταγκούρας, Τακτικός.
Τοπικές έριδες
Μεταξύ των γειτονικών οικισμών δεν έλειπαν οι τοπικές έριδες. Στο ψαροχώρι του Γιαλού, τα εκρηκτικά φαίνεται να μη βρίσκονταν σε υστέρηση και η παραγωγή μάσκουλων συνηθιζόταν. Μετά το γερμανικό ναυάγιο του Ανίτα το 1944 στα Κρύα νερά, στη νότια πλευρά του κόλπου του Κορθίου, ο τόπος φαίνεται να γέμισε πέρα από πυρομαχικά και με διάφορα αντικείμενα όπως μεγάλους μπρούτζινους κάλυκες από τα κανόνια του πλοίου τα οποία χρησιμοποιούσαν ως ανθοδοχεία.
Αλλά και το Ρωγό δε φαίνεται να υστερούσε αντίστοιχα και συχνά Γιαλός και Ρωγό γέμιζαν κάνες και αντάλλασσαν πυρά. Οι μεν φώναζαν «Φάτε φάβα Ρωγιανοί!!!» και οι Ρωγιανοί απαντούσαν «Φάτε φάβα Γιαλιώτες και πέρα μαχαλιώτες!!!». Κάποτε στο Έξω Ρωγό κι ενώ αντάλλασσαν πυρά με τους Γιαλιώτες από την Παναγία, γέμισαν ένα από τους μπρούτζινους κάλυκες και όταν τον πυροδότησαν έσπασαν τα τζάμια του ναού.
Υπάρχουν κι άλλες ιστορίες ακόμη και για παρακολούθηση και κλοπή των αντίπαλων πυρομαχικών.
Αλλά και μεταξύ των οικισμών του Ρωγού τα πειράγματα δεν έλειπαν, όπως και μεταξύ των ενοριών Παναγίας (Έξω Ρωγό – Περραίο) και Αγίας Παρασκευής (Βορνά – Γαρυφαλαίο). Μια δημώδης φράση αναφέρει:
Το Έξω Ρωγό είναι μάλαμα,
το Μέσα είναι Ασήμι.
Το Γαρ’φαλαίο και τα Βορνά,
είναι παλιομπακίρι.
Η ιστορία του Στεφανή
Μια καταπληκτική ιστορία που σχετίζεται με το Ρωγό και μας την ανέφερε ο Νίκος Στ. Γλυνός, είναι άξια αναφοράς.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1947, καταμεσίς του αδελφοκτόνου εμφυλίου, στη μάχη του Σαραντάπηχου στα όρια Αχαϊας και Κορινθίας ο στρατιώτης Σταματούδης Χρήστος του Χρήστου, γεννημένος το 1925 στον ΄Ορμο Κορθίου, έπεσε μαχόμενος(21).
Τρεις συντοπίτες του από το Ρωγό, φαντάροι του εθνικού στρατού, αποφασίζουν τότε να το σκάσουν. Ο ένας θα επιστρέψει άμεσα στο στράτευμα, ο άλλος λίγο αργότερα. Ο Στεφανής Πανταζής πηγαίνει στο Ρωγό και ζει κρυμμένος επί 23 χρόνια. Όλη αυτή την περίοδο κανείς χωριανός δεν πήγε να τον καταδώσει. Κυκλοφορούσε τη νύχτα και κρυβόταν τη μέρα. Μόνο ο γιατρός τον είχε επισκεφτεί, ο οποίος επίσης δεν είχε πει τίποτα.
Ένας από τα πολλά αδέλφια του, ήρθε από την Αμερική και μετά από συνεννόηση με δικηγόρο, αποφάσισαν να παραδοθεί ο Στεφανής. Μεταφέρθηκε το 1971 στις φυλακές της Αίγινας, δικάστηκε αλλά αφέθηκε ελεύθερος με το σκεπτικό ότι είχε αυτοτιμωρηθεί ο ίδιος με το βίο που έκανε όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Στεφανής συνέχισε να ζει μόνος στο πατρικό του στο Ρωγό και να απασχολείται με την γεωργία και κτηνοτροφία και τελικά πέθανε από φυσικά αίτια το 2006.
Η μείωση του πληθυσμού στον 20ο αιώνα
Μετά το 1907, ο πληθυσμός στο Ρωγό, όπως και στα περισσότερα χωριά της Άνδρου, άρχισε να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς. Οι αιτίες πολλές: η δεκαετής πολεμική περίοδος 1912 – 1922, η μετανάστευση προς την Αμερική, η μετάβαση σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στον Όρμο Κορθίου και τέλος η αστυφιλία προς την Αθήνα. Ο πληθυσμός μετά το 1971 φαίνεται να σταθεροποιείται μεταξύ 70 – 100 ατόμων, καθώς η εγγύτητα στον Όρμο Κορθίου, επέτρεψε στο Ρωγό να λειτουργεί ως κοντινό προάστιό του, σε αντίθεση με τη συνεχιζόμενη ραγδαία μείωση πληθυσμού σε γειτονικούς ιστορικούς οικισμούς όπως οι Χώνες, η Λαρδιά ή το Κοχύλου, τα οποία δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν ούτε το 20% του πληθυσμού που εμφάνιζαν το 1907.
Μια προτεινόμενη κυκλική διαδρομή
Ο επισκέπτης έχει πολλά να θαυμάσει στην περιοχή του Ρωγού: την εξαιρετική αναλλοίωτη αρχιτεκτονική στους οικισμούς, πλήθος κτισμάτων της υπαίθρου, όπως οι περίτεχνοι περιστεριώνες, τη ρεματιά του Ρωγού με τους νερόμυλους, που την άνοιξη ιδιαίτερα μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής.
Με αφετηρία την Κοκκινιά του Όρμου Κορθίου μπορούμε να περπατήσουμε μια κυκλική διαδρομή μέσα από τους οικισμούς του Ρωγού. Στο παλιό μονοπάτι της Κοκκινιάς, βρίσκεται ένας νερόμυλος που διατηρεί τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά και ο σκεπαστός (κλειστός) νηχτός που έρχεται από το Ρωγιανό ποταμό.
Κατηφορίζοντας το μονοπάτι προς το ποτάμι και συνεχίζοντας προς τη στράτα για το Ρωγό, συναντάμε την χαρακτηριστική παλιά μαρμάρινη επιγραφή. Αφού διασχίσουμε το Τραβαίο και τον Άι Γιάννη, φτάνουμε στην πηγή του Καρνάλη στο Έξω Ρωγό και μετά από λίγο στο ναό της Κοίμησης Θεοτόκου με το κανόνι από το ναυάγιο στον Αύλακα το 1827. Περιδιαβαίνουμε τα στενά του οικισμού με τη μεσαιωνική δομή πάνω από την πηγή.
Στη συνέχεια ακολουθούμε τη στράτα που κατηφορίζει προς Περραίο και τη Στίβα. Από το ρέμα της Στίβας ανηφορίζουμε στο Γαρυφαλαίο και περνάμε δίπλα στην πατρογονική οικία του Δημήτρη Γληνού. Η στράτα συναντά τη σηματοδοτημένη διαδρομή Όρμου Κορθίου – Βουνίου και συνεχίζουμε διασχίζοντας το γεφύρι στο Ρωγιανό ποταμό. Στα δεξιά του γεφυριού, ήταν η θέση ενός από τους νερόμυλους που πλέον δεν υπάρχουν (του Φολερού). Ωστόσο δεξιά από το γεφύρι λίγα μέτρα μέσα στη ρεματιά υπάρχει το σημείο εκκίνησης του νηχτού που τροφοδοτούσε το νερόμυλο και συνέχιζε προς τους επόμενους στη νότια πλευρά του ποταμού. Ο νηχτός είναι σήμερα εμφανής από την αριστερή (ανατολική) πλευρά του γεφυριού.
Ανεβαίνουμε τη στράτα για Βορνά και διασχίζουμε τον οικισμό με κατεύθυνση προς την Αγία Παρασκευή. Η θέα από τον παλιό ενοριακό ναό προς τη Λαρδιά, το Γιαννισαίο και τα Αγρίδια είναι πραγματικά μοναδική, αφού ο επισκέπτης απολαμβάνει το πλούσιο φυσικό περιβάλλον και τις υπέροχες αιμασιές της περιοχής. Η στράτα συνεχίζει μέχρι τον Άγιο Χαράλαμπο, λίγο παραπέρα, ενώ μια παράκαμψη κατηφορίζει προς το Πέραμα.
Η διάνοιξη χωματόδρομου κάτω από την Αγία Παρασκευή συνετέλεσε στη μη χρήση της στράτας Αγίας Παρασκευής – Περάματος και τα τελευταία χρόνια η διάβαση έχει καταστεί δυσχερής. Από το χωματόδρομο φτάνουμε στο «Πέραμα», το σημείο που ο διαβάτης διαπερνάει το ποτάμι, χωρίς γεφύρι. Ο καταρράκτης του Περάματος δεν απέχει πολύ από το σημείο που ο χωματόδρομος συναντά το παλιό μονοπάτι Αγ. Παρασκευής – Περάματος. Διασχίζοντας το Πέραμα, συναντάμε το εντυπωσιακό καλντερίμι της «Ξυλόσκαλας» που ανηφορίζει προς Αγ. Ματρώνα (Αγιά Τσουρά), όπου η στράτα διακλαδώνεται προς Πισκοπειό ή προς το Χριστό της Λαρδιάς.
Επιστρέφουμε από το χωματόδρομο, περνώντας τα Βορνά και όταν συναντούμε την Αγία Μονή κατηφορίζουμε τη στράτα που μας βγάζει στο μικρό τσιμεντένιο γεφυράκι του ποταμού. Ο νερόμυλος του Ζερτοπούλη είναι λίγα μέτρα πιο πάνω στη ρεματιά. Ακολουθούμε το ρου του ποταμού από το τσιμεντόδρομο όπου έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε άλλους 6 νερόμυλους μέχρι να φτάσουμε και πάλι στο Γιαλό.
Ευχαριστούμε θερμά τους καθηγητές Γιώργο Πάλλη και Ηλία Κολοβό για τις σημαντικές παρατηρήσεις τους, καθώς επίσης την Καϊρειο Βιβλιοθήκη και την κα Μαρία Χαλά για την πάντα εγκάρδια υποστήριξη που μας προσφέρουν. Τους Στέφανο Νομικό και Όλγα Λεκού για τις πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το δίκτυο νερόμυλων στην περιοχή του Κορθίου. Επίσης τους κ.κ. Δημήτρη Γιαννίση, Βαγγέλη Λεφάκη, Νίκο Στ. Γλυνό, Γιάννη Καράλη, Ειρήνη Μιχαηλίδη, Βάσω Παντερλή, Ιωάννη Τέντε και Παντεζή Τέντε για τις σημαντικές μαρτυρίες τους, χωρίς τις οποίες η εργασία αυτή δε θα ήταν εφικτή.
Γιώργος Γλυνός – MSc. Economics, University of Essex
Σπύρος Τσαούσης – MSc. Ευρωπαϊκές Σπουδές, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βιβλιογραφία:
- Μαρίνα Βόγκλη, «Κεραμική από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι» Η Βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) Νεότερα από την αρχαιολογική έρευνα και τις αποκαταστάσεις των μηνημέιων. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης – Αθήνα 20 Μαρτίου 2015 – Ανδριακά Χρονικά – 43 – Καϊρειος Βιβλιοθήκη Άνδρος 2016
- Δημ. Πασχάλης, Τοπωνυμικόν της Νήσου Άνδρου, Εστία 1933
- Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αρχικτεκτονική Ανάλυση Παραδοσιακών Κτηρίων και Συνόλων – Ρωγό http://5a.arch.ntua.gr/project/14166
- Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
- Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 5, Σημειώματα – Οι ενοριακοί ναοί της Άνδρου κατά το έτος 1834, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 1990
- ΦΕΚ Απογραφών πληθυσμού 1879 – 2011 https://www.eetaa.gr/index.php?tag=apografes
- Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 4, 1984, Καϊρικά έγγραφα
- Ι.Κ. Βογιατζίδης, Ανδριακά Χρονικά – Γλωσσάριον της Νήσου Άνδρου (σελ. 47) 1951
- Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 5, Παρατηρήσεις εις το τοπωνυμικόν της Άνδρου (σελ. 161, 162, 165, 175, 176)
- Εκλογικός κατάλογος Κορθίου 1844:
http://cyclades.eie.gr/psifiaki-archiothiki/eklogiki-katalogi/
- Δημ. Ι. Πολέμης, Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1999.
- Δημ. Ι. Πολέμης, Πέταλον 6, Περί τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721
- Δημ. Ν. Πασχάλη, «Ιστορία της Νήσου άνδρου» – Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός Αθήνα 2004
- Εκλογικός κατάλογος Άνδρου 1877:
http://cyclades.eie.gr/psifiaki-archiothiki/eklogiki-katalogi/eklogikos-katalogos-androu-1877/
- Σταμάτης Σκόρδος: Συμβολή στην Ιστορία των Ελλήνων Ναυτεργατών, Δήμος Αγίας Βαρβάρας 2006 (Σελ 61)
- Γιώργος Γάτος, 41 Γράμματα του Γληνού στο Δελμούζο, Ελληνικά Γράμματα 2003
- Βαλμά Παυλώφ Ευδοκία, Ανέκδοτα Ανδριακά Έγγραφα της εποχής του Καποδίστρια (1828 – 1832), Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1997
- Νικ. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστρα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα, Άνδρος 2015
- Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα – Εκδόσεις Τυπωθήτω Αθήνα 2010
- Αικατερίνη Ρεβυθιάδου – Τσότσου, Λίθινες τοξωτές γέφυρες της Άνδρου, Καϊρειος βιβλιοθήκη, Άνδρος 2015
Ωραίο το πόνημα για το χωριό μας αλλά υπάρχουν κάποιες λάθος αναφορές ίσως από λανθασμένη πληροφόρηση. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες ούτε για την ακριβή χρονολογία μεταφοράς του κανονιού ούτε από ποιον έγινε και η αρχική τοποθέτηση του ήταν στο χωράφι κάτω από την εκκλησία. Στον περίβολο της εκκλησίας μεταφέρθηκε όταν έγινε η διάνοιξη του αυτ/μου προς το χωριό μας το 1977 και το σημείο που βρίσκονταν έπεφτε μέσα στον δρόμο. Υπάρχουν φωτο της δεκαετίας του 60 που δείχνουν την αρχική του θέση. Επίσης δεν υπάρχει θέση πάνω Λετρίο στο Έξω Ρωγό Ένα μόνο σημείο ονομάζεται Λετρίο. Το σημείο που δείχνετε σαν πάνω Λετρίο το λέμε στο ΤεντοΝικόλα τον φούρνο. Κάποια φωτο που δείχνετε και λέτε το ελαιοτριβείο, βίδα του τεντοΓιάννη είναι αχυρώνας πάνω και κουμάσι από κάτω. Η βίδα είναι στο κατώι του σπιτιού, δεν φαίνεται όπως καταλαβαίνετε. Όσο αφορά για τον Στεφανή Πανταζή που έζησε πράγματι κρυμμένος για 20 και πλέον χρόνια στο χωριό μας, δεν αθωώθηκε γιατί το δικαστήριο του είπε αυτοτιμωρήθηκες ,αλλά επειδή είχε παραγραφεί το όποιο αδίκημα του. Τα γεγονότα που περιγράφονται όσο αφορά τον εμφύλιο δεν είναι έτσι ,αλλά επειδή αφορούν νεκρούς πλέον ανθρώπους ,δεν διευκρινίζω τίποτα. Επίσης η εκκλησία του χωριού στην τωρινή μορφή της ήλθε το 1864 όπως γράφει και το μάρμαρο στην πρόσοψη κάτω από το καμπαναριό, δεν έγινε ανακαίνιση τότε όπως αναφέρεται, αλλά δόθηκε ύψος και μπήκε και κεραμοσκεπή. Μπορεί κάποιος να δει εξωτερικά το παλαιό ύψος της εκκλησίας. Επίσης δεν υπήρξε ποτέ κοινόχρηστη αυλή στο σπίτι του Κουσουλού ,πρώην Ν Μήλα. Κάνω αυτές τις διευκρινίσεις πιστεύοντας ότι βάζω ένα μικρό λιθαράκι στο εξαιρετικό πόνημα σας για το χωριό μας, για το οποίο σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Μαίρη Ν Τηνιακού Έξω Ρωγό
Αγαπητή κυρία Μαίρη Ν Τηνιακού.
Ευχαριστούμε πολύ για τα σχόλιά σας. Αναζητούμε την ανατροφοδότηση για αυτές τις δημοσιεύσεις προκειμένου να αποδίδονται πάντα με περισσότερη ακρίβεια, να εμπλουτίζονται και να γίνονται οι απαραίτητες διορθώσεις.
Σε σχέση με τις παρατηρήσεις σας, ότι τη μεταφορά του κανονιού την πραγματοποίησε ο Νικόλαος Γλυνός, είναι πληροφορία από τον Γιάννη Γλυνό (Πασχαλιώτη) γεννημένο στις αρχές του 20ου αιώνα. Η πληροφορία έχει έρθει από το οικογενειακό δέντρο του Γιάννη Καράλη. Ο Νικόλαος Γλυνός ήταν κάτοχος μεγάλων εκτάσεων στην ευρύτερη περιοχή ενώ φέρεται να έκανε και μεταφορές εμπορευμάτων με καϊκι. Δεν εμφανίζεται πάντως στον εκλογικό κατάλογο του 1844 (ίσως είχε πεθάνει) σε αντίθεση με τον πατέρα του και δύο αδέρφια του. Το κανόνι πράγματι βρισκόταν εκεί που αναφέρετε και μεταφέρθηκε αργότερα στην πλατεία. Για το έτος μεταφοράς αποδεχθήκαμε την πληροφορία από την εικονιζόμενη επιγραφή.
Η πληροφορία για κοινόχρηστη αυλή στην οικία Κουσουλού είναι κάτι που καταγράφεται στην αρχιτεκτονική μελέτη του ΕΜΠ (βλ. βιβλιογραφία) στην οποία μπορείτε να ανατρέξετε για περισσότερες λεπτομέρειες.
Σε σχέση με τις αλλαγές στην Παναγία το 1846, οποιαδήποτε πληροφορία σχετίζεται με εργασίες της εποχής εκείνης είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. Στο βιβλίο του Ν. Βασιλόπουλου που φαίνεται στη βιβλιογραφία υπάρχει η διατύπωση: “Ρωγό με τους οικισμούς Ρωγού Αγ. Παρασκευή και Στίβα. Εκεί όλοι οι μικροί οικισμοί έχουν νεώτερες εκκλησίες τρίκλιτες κτισμένες επίσης γύρω στις αρχές του 19ου αι.” Με βάση την απογραφή του 1670, φαίνεται να υπήρχε προγενέστερη εκκλησία στο Ρωγό που καταγράφεται ως Παναγία. Το ποια ήταν η αρχική μορφή της θα μας έδινε πολλές πληροφορίες. Πάντως η επιγραφή του 1846 σε συνδυασμό με τις ανωτέρω πληροφορίες μας οδήγησαν στο συμπέρασμα που καταγράφεται στη λεζάντα της επιγραφής του 1846 για δημιουργία νεότερης τρίκλιτης.
Οι πληροφορίες για “βίδα Τεντογιάννη” και “Επάνω Λετρίο” μας δόθηκαν από εξωρωγιανό για τις συγκεκριμένες φωτογραφίες.
Για την ιστορία του Στεφανή, οι διαφορετικές μαρτυρίες περιείχαν και διαφορετικές πληροφορίες. Καταγράψαμε τις πληροφορίες που μπορούσαμε να επιβεβαιώσουμε (βλ. θάνατο Σταματούδη από αρχεία πεσόντων) και μόνο όσες άλλες φαινόταν να συγκλίνουν.
Θα επιδιώξουμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας προκειμένου να διευκρινιστούν τα σημεία που χρήζουν αναμόρφωσης.
Γιώργος Αρ. Γλυνός
Θέλω να συμπληρώσω την εξής μαρτυρία στην μνήμη του Χρίστου Σταματούδη που ήταν πρώτος μου ξάδελφος από την πλευρά του πατέρα μου. Η μητέρα του, αδελφή του πατέρα μου, έλεγε ότι το παιδί της σκοτώθηκε στο Ξυλόκαστρο, έτσι την είχαν ενημερώσει από τον στρατό, εκείνη είχαν ενημερώσει μιας και ο Χρίστος ήταν ορφανός από πατέρα. Σαν τόπος θανάτου του αναφέρεται το Σαραντάπηχο ορεινό χωριό και αυτό στο Νομό Κορινθίας στα αρχεία του στρατού. Μαίρη Ν Τηνιακού Έξω Ρωγό
Σας ευχαριστώ που δεχθήκατε τις διευκρινίσεις μου για κάποια πράγματα. Θα ήταν τιμή μου να επικοινωνήσετε μαζί μου να μιλήσουμε ζωντανά, για να σας πω ότι γνωρίζω για να διορθωθούν κάποια πράγματα που προφανώς προέκυψαν από λάθος πληροφόρηση. Μ Τηνιακού Έξω Ρωγό
Το άρθρο είναι περιεκτικό και χρήσιμο κύρια για τους νέους. Είμαι ανιψιός του Στεφανή και θα ήθελα να σας διορθώσω ότι αφενός συνελήφθη στο χωριό μετά από αστυνομική επιχείρηση κατόπιν καταγγελίας και αφετέρου μετά από παραμονή τριών τρεις βδομάδων στις φυλακές Αίγινας ακολούθησε δίκη όπου αθωώθηκε λόγω παραγραφής.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι για λόγους δημοσιογραφικής δεοντολογίας καλό θα είναι να ερωτώνται και οι συγγενείς πρώτου & δευτέρου βαθμού που είναι εν ζωή.
Ευχαριστώ Τάσος Μαρούσης ( το κινητό μου έχει ο κύριος Λουκίσσας )