Την Ιουλία Σταυρίδου την γνώρισα το 1995, όταν ο Παντελής Βούλγαρης στην Άνδρο, με προσκάλεσε να δουλέψω για πρώτη φορά στα γυρίσματα της ταινίας του “Ακροπόλ” και ο πρώτος σταθμός γυρισμάτων ήταν ένα τεράστιο θέατρο στη Σόφια όπου πήγα με μία πελώρια νταλίκα γεμάτη επιθεωρησιακά χρυσά σκηνικά, φτερά, πούπουλα και κουστούμια του Διονύση Φωτόπουλου και της Ιουλίας. Ένα μήνα κοντά κάτσαμε μέσα στο θέατρο εγώ περιφερόμενος και γενικών καθηκόντων στο φροντιστήριο και η Ιουλία με καρφίτσες και τα κορίτσια της να προβάρει και να διορθώνει στους ηθοποιούς ρούχα.
Τα γυρίσματα συνεχίστηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και με την Ιουλία, που μαζί με τα κουστούμια έκανε και τα σκηνικά, ετοιμάζαμε τους χώρους των γυρισμάτων και εκεί ήταν που γνώρισα πόσο ζεστός, ευαίσθητος, ντόμπρος, δοτικός και με χιούμορ άνθρωπος ήταν, στη Σαλαμίνα πατινάραμε την αυλή της γιαγιάς, στο “Κομπαρσάδικο ” μου μίλησε για τα χρώματα που ζεσταίνουν, που φωτίζουν χαρακτήρες, για τα υφάσματα και πως γράφουν στο πανί, για το τι πρέπει και πόσο να φαίνεται και τι όχι, αλλά και το σπουδαιότερο ότι, ότι φτιάχναμε μπορεί και να μη το βλέπαμε ποτέ στη οθόνη ιδίως με τον Παντελή σκηνοθέτη.
Ξαναβρεθήκαμε το 1997 στα βουνά της Ροδόπης για να μετατρέψουμε ένα κλειστό από το ’70 σχολείο σε στρατώνα για την ταινία “Όλα είναι δρόμος” και αυτή ήταν η τελευταία φορά, γιατί όποτε ξαναγύρισε ταινία ο Παντελής εκείνη είχε κλείσει με άλλο σκηνοθέτη.
Τη θυμήθηκα όμως στη πρώτη προβολή της “Μικράς Αγγλίας” που με τον Αντώνη Δαγκλίδη φτιάξαμε τόσα μαγαζιά και κόπηκαν όλα στο μοντάζ από τον άκαρδο Παντελή.
Φέτος τον Αύγουστο, στην αυλή διάβασα και χάρηκα το όνομά της στους τίτλους τέλους της ταινίας “Όχθες” του Πάνου Καρκανεβάτου. Όμως την άλλη μέρα έμαθα ότι νοσηλεύεται στην εντατική και προχθές ότι δεν θα τι ξαναδώ ποτέ. Έφυγε ολομόναχη. Πάντα θα την θυμάμαι και ιδίως όταν κάποιος βρίσκει τον χώρο που του φτιάχνω ωραίο και ζεστό.
Ωραίο αφιέρωμα Βαγγέλη. Οι άνθρωποι δεν φεύγουν όταν τους θυμόμαστε.