“Είμαι αυτός που δε φάνηκε στο λιμάνι.
Είμαι αυτός που έφυγε και δε γύρισε ποτέ.
Αυτός που διέσχισε τα πέλαγα και τους ωκεανούς σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Αυτός που άντεξε το μόχθο της θάλασσας και της ξενιτιάς, στράγγιξε τον ιδρώτα και την αγάπη του σ’ ένα γράμμα και το έστειλε πίσω στο νησί.
Άντεξα μια ζωή στη θάλασσα μακριά από οικογένεια και παιδιά, να ζω σα ξένος.
Αυτοί ήταν ο κάβος για τα όνειρα μου.
Ταξίδι χωρίς λιμάνι δεν υπάρχει, και το δικό σου λιμάνι είναι η αγκαλιά των ανθρώπων σου.
Ξέρεις ότι κάπου εκεί μακριά σ αυτή την άπειρη θάλασσα που σε κυκλώνει υπάρχει ένας βράχος για να επιστρέψεις.
Το νησί μου η Άνδρος. Μια πέτρα, έρημη στο μάτι του καιρού, βολοδέρνει αιώνες τώρα, και ως ύστατη πράξης αντίστασης, ακόμη κατοικείται.
Ήξερα πάντα ότι η πέτρα κατοικείται. Πριν από εμάς. Ότι είμαστε όλοι επισκέπτες.
Αυτό ήταν ο χρησμός που μου δόθηκε και ο πολιτισμός μου.
Περπάτησα από μικρός όλες τις ράχες και τα μονοπάτια του, και θαύμασα το αξεπέραστο έργο των προγόνων μου.
Σκέφτηκα πολλές φορές πως ήταν γίγαντες. Τεράστιοι άνθρωποι με υπερφυσικές δυνάμεις, ευγενείς με αίσθηση του Μέτρου και του Κάλλους. Φωτισμένοι όλοι τους.
Όλοι τους Αφανείς. Έτσι δεν είναι κι ο θεός ; σκεφτόμουν.
Όλοι τους μύστες. Μυημένοι στην Αρμονία και στο Μέτρο. Μυστικό πανάρχαιο ενός πολιτισμού αβρού και ευαίσθητου, ενός Ανθρώπου που ξέρει ότι είναι επισκέπτης. Που ακούει ακόμη το αόρατο και το αφανές, το βούισμα της μέλισσας, το κελάηδισμα των πουλιών, το θρόισμα από τα στάρια , τα κύματα, τον άνεμο..
Τον άνεμο ….
Αυτόν τον ιερό και απείθαρχο δαίμονα, τον άπειρο αόρατο και τερατώδη σαν όλους τους θεούς…ικανό να ξηλώσει στο διάβα του ότι δε φύτρωσε και δεν πλάστηκε από χέρια θεϊκά ή τουλάχιστον ικανά να ακούν τους θεούς, να αφουγκράζονται τη ματαιότητα της ύλης…
Αυτοί ήταν οι δικοί μου, αφανείς ήρωες, που πέτρα πέτρα κέντησαν αυτή την ιερή και αρμονική συνομιλία με το τοπίο και τα στοίχειά της Φύσης, από το Βορρά μέχρι το Νότο της Άνδρου μου.
Τις αιμασιές, τις πεζούλες, τα αλώνια, τους ανεμόμυλους και τους νερόμυλους, τα ξωκλήσια και τα τσικαλαριά, τα κελιά, και τα παράσπιτα, τους ανεμοφράκτες και τα τοξοτά γεφύρια, τους περιστεριώνες, τα μονοπάτια, τις αρχαίες στράτες, του Πύργους και τα κάστρα, σ ένα ταξίδι δίχως τέλος πίσω στο χρόνο…
Πάντα με την έννοια και το νοιάξικο για το μικρό και το πιο αδύναμο ..
Πως να σκεφτείς αλλιώς βλέποντας μια ταΐστρα χτισμένη στη γωνία του σπιτιού για το πουλί που περνά..
Πως να σκεφτείς αλλιώς βλέποντας στον πυθμένα μιας χαβούζας χτισμένη μια μικρή λεκάνη για να ζήσουν τα ψάρια μέχρι να αλλαχτεί το νερό…
Πως αλλιώς να σκεφτείς για την ψυχή και το πνεύμα, κι όλα αυτά τα ευλογημένα χέρια που καταθέσαν ένα κυκλώπειο μνημείο επιβίωσης, μόχθου, ομορφιάς και σοφίας, τη δική τους ‘Ακρόπολη ;
Πως αλλιώς να νιώσεις παντού την ταπεινότητα και τη ευγνωμοσύνη για τον πλούτο που τους προσφέρθηκε…ένα νησί που η φύση αποτύπωσε πλούσια την αρμονία των αντιθέτων, των ανέμων και των νερών που τρέχουν από τα περήφανα βουνά του.
Τα βουνά μου, εκεί που ανέβηκα πριν φύγω για να κοιτάξω τη θάλασσα μακριά και να μετρήσω το μεγεθός της. Εκεί που ένιωσα ελεύθερος και τεράστιος κι εγώ, ένα με το γαλάζιο θεριό που με κυκλώνει, πάνω και πέρα. Εκεί που ένιωσα άπειρος και αιώνιος κι εγώ, ένα με τη γη και τον ουρανό..
Εκεί που κρύφτηκα με την πρώτη μου αγάπη και αφήσαμε ένα ποίημα σκαλισμένο στο ξύλινη πόρτα που βρήκαμε ανοικτή, σ εκείνο το ξωκλήσι, εκεί ψηλά καταφύγιο του έρωτα μας…
Εκεί που ρούφηξα όση ομορφιά χωρούν τα σπλάχνα μου, που ένιωσα τον ίλιγγο και τον τρόμο του θείου.
Που μέτρησα τη δύναμη του θεού και των ανθρώπων μου, όλων αυτών των Αφανών..
Εκεί που ο άνεμος έφερε τη φωνή τους στ’ αυτιά μου και μου ψιθύρισε ..
΄΄ Η πέτρα κατοικείται ..
..από μνήμες, προσευχές και όνειρα…
.. Η ομορφιά είναι το βιός σου ..
..Κι αυτό το χρέος σου ..΄΄
Αυτό με κράτησε. Αυτό μου έδωσε μια άξια ζωή και ένα ωραίο θάνατο.
Γι’ αυτό μόχθησα, αυτός ήταν ο βωμός που αφιέρωσα τη ζωή μου όλη. Γι΄ αυτό χάθηκα μέσα στα κύματα.
Γι’ αυτό έκανα το κορμί μου, τάμα για το μέλλον, τους ανθρώπους μου, το νησί μου.
Κοιτώ το πέλαγος στραμμένος πάντα στον ορίζοντα, και κουβαλώ στους ώμους όλο το βιός μου.
Είναι ελαφρύ.
Όμως για πρώτη φορά νιώθω να λυγίζω…
Ακούω πίσω μου τις φωνές των ανθρώπων. Βλέπω τα τέρατα που κουβαλούν να καρφώσουν στα βουνά μου ξαπλωμένα μέσα στις ‘Παντόφλες΄ που έρχονται νύχτα.
Εγώ δίνω το σήμα ότι πλησιάζουν. Εγώ κατεβάζω τον κόσμο στο λιμάνι τις νύχτες.
Εγώ τους ψιθυρίζω στο αυτί και τους κρατώ ξάγρυπνους μετρημένες λέξεις ‘Ταπεινότητα Ομορφιά, Ευγνωμοσύνη, Αξιοπρέπεια, Ελευθερία..’
Φαίνονται μικροί και Αφανείς..
Να τους φοβάσαι..
Νιώθω στην πλάτη μου τις Ανεμογεννήτριες ν’ αναβοσβήνουν τα κόκκινα φώτα τους σε καμένο τόπο μες στο σκοτάδι..
Κάνω να λυγίσω…
Μπροστά μου όμως ακόμη το φως αιώνιο ξημερώνει μέσα απ’ τη θάλασσα ..
ΕΚΕΊ ΠΟΥ ΛΕΝ ΠΩΣ ΧΆΘΗΚΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΠΟΣΕΣ ΖΩΕΣ ΤΑΜΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
ΕΚΕΙ ΚΟΙΤΩ ΑΚΟΜΗ
ΠΡΟΣΑΝΝΑΜΑ ΓΙΝΟΜΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΚΟΜΗ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΠΙΣΩ
ΝΑ ΦΕΡΩ ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ
ΑΦΑΝΗΣ ΚΙ ΑΥΤΗ
ΚΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΤΗ ΒΛΕΠΕΙ
ΧΑΝΕΤΑΙ
ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΑ ΣΑΣ ΛΕΩ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ
ΑΦΑΝΗΣ
ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΧΑΜΕΝΟΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΛΩΣΕΙ Η ΑΣΧΗΜΙΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΔΕΝ ΣΑΣ ΘΕΛΩ”
Ε.Δ.
Tέλειο.!!!
Συγχαρητήρια στο εμπνευστή και συγγραφέα του.
Συγχαρητήρια, πολύ ωραία και βαθειά συναισθηματική γραφή από τον εμπνευστή συγγραφέα και ποιητή που αξίζει να μας αποκαλυφθεί.
Στον συγγραφέα και ποιητή του αξίζουν συγχαρητήρια και πρέπει να μας αποκαλυφθεί.
Η ευγένεια της ψυχής δεν αποκαλύπτεται είναι μέσα στα λόγια του κειμένου σταθερά φεγγοβολάει και καθοδηγεί. Συγχαρητήρια φίλε Ανδριώτη !!