Μάης. Η άνοιξη στις δόξες της κι η θάλασσα γυαλί στο Νειμποριό. Ο καπετάν Θοδωρής από μικρός στη σκούνα του μπάρμπα Γιώργου είχε αναθρέψει παιδιά κι εγγόνια. Το πετσί του είχε ψηθεί για τα καλά με την αλμύρα.
-Θόδωρε! Το δυόσμο για το φαΐ!
-Που να τον εύρω στη θάλασσα Μαριγώ;
-Αν περιμένεις απ’αυτόν καημένη, θα μείνεις αμανάτι!
-Δε βαριέσαι Ειρήνη… Κοίτα το γιο σου τον αλαφρόμυαλο κι ας το Θόδωρο ήσυχο…
Αξημέρωτα. Το καρνάγιο κοιμόταν ακόμα στην ησυχία της νύχτας. Ο καπετάν Θοδωρής κατηφόρισε στο λιμάνι να βρει τον Παναή, να πάνε για την ψαριά.
-Ώρα καλή καπετάνιο!
-Έχουμε κάλμα Παναή! Θα ναι καλή η ψαριά σήμερα. Μάζευέ τα και δρόμο, να δούμε τι αποκάναμε.
Μ’ ένα σάλτο μπήκανε στη σκούνα, ανάψανε το καραβοφάναρο και ξεμάκραιναν για τις Όρθιες Πέτρες.
Ο ορίζοντας πήρε να χρυσίζει. Απέναντι υψώνονταν τα Βραχνού, δίπλα τα Φάλικα κι η Πανάχραντος δεσποτική απάνω στους Γερακώνες. Μικρά σπιτάκια αχνοφαίνονταν στο πρώτο φέγγος της μέρας. Όπως κάθε πρωί, ο Μιχαλάκης της Ειρήνης, ξεγλίστρησε απ’τη μάνα του και κατέβηκε ξεκάλτσωτος στην αμμουδιά.
Ο πατέρας του πάλευε να στρώσει ένα καινούριο σκαρί.
-Γιατί ξεπόρτισες χαράματα;
Κοιτούσε τις βάρκες με τα κουπιά τους ασάλευτα… πως ξαπλώνανε στα νερά σαν κουρασμένες πλάτες.
-Μιά φορά μωρέ να μου’ δινες απόκριση και τι στον κόσμο! Να δούμε πως θα σε γλιτώσω πάλι απ’ τα χέρια της μάνας σου!
-Πατέρα… Έχεις δει ποτέ καΐκι ν’αρμενίζει αρόδου μοναχό;
-Τι λες παιδί μου; Τι ονείρατα τρελά είν’ ετούτα;
Πήρε τότε ένα χαρτί κι άρχισε παράμερα τη δουλειά. Δίπλωνε, ξαναδίπλωνε, τσάκιζε τις γωνίες με μανία… Το χάρτινο καράβι είχε την όψη ενός ονείρου παιδικού που έφτιαξαν τα μικρά του χέρια. Και τότε άρχισε να ελπίζει. Το άφησε στο νερό, όλο αγωνία να δει την πλεύση. Το καραβάκι αδέξιο μπατάρισε άτσαλα δεξιά, ύστερα έπεσε αριστερά, πήγε να λυγίσει το κατάρτι, μα το μικρό χέρι το συγκράτησε, να μάθουνε μαζί να περπατάνε στα ρηχά. Το κράταγε και το ‘σερνε μαζί του σκυμμένος στο ακριανό νερό που κρατούσε αιώνες την άμμο υγρή. Το’ σερνε και το ‘σερνε και πλάτσα πλούτσα με τα πόδια τα γυμνά του, το’ πλεε. Σιγά σιγά το καραβάκι αναθάρρυσε. Άλλαζε όψη. Δεν ήταν χάρτινο πια, μα εκεί που τ’ άγγιζε το παιδικό χεράκι άρχισε ξύλο να γίνεται. Κι εκείνος όλο το ‘πλεε. Και το χαρτί δυνάμωνε την πλεύση κι άρχισε σίγουρα να γίνεται σκαρί κανονικό.
-Τι καταπιάνεσαι μωρέ με τα καρυδότσουφλα;
-Μήπως και τα δικά σου πατέρα, σα ξανοιχτούνε δεν είναι καρυδότσουφλα; Τι θαρρείς πως καλαφατίζεις μέρα νύχτα;
Το αγόρι σήκωσε το βλέμμα κι αντίκρισε το φάρο τον Τουρλίτη. Του ‘φεξε, σαν να του’ κλείσε το μάτι. Τότε το παιδικό χεράκι άρχισε ν’ αλαφραίνει την αφή και να λευτερώνει το καράβι που βάδιζε αργά.
-Άιντε Νικολό μου! Καλά ταξίδια σου! Άμε στο φάρο! Αντε να ταξιδέψεις.
Μα το καΐκι στριφογυριζε μες στα μικρά του πόδια.
-Αντε Νικολό μου! Τράβα πέρα! Εγώ δε σ έκαμα για τα ρηχά παιγνίδια μου. Εγώ σ’εκαμα για τα μεγάλα ταξίδια, τα βαθιά νερά και τ’ άγνωστο. Άιντε να δεις το φάρο και τ’άπειρο νερό.
Τότε το καΐκι άρχισε ν’ ανεβοκατεβαινει τρεμάμενο στις ρυτίδες του νερού, να παίρνει βόλτες στον αέρα, να τρώει στα μούτρα τον αφρό. Μα όσο μακραινε δυνάμωνε κι έγινε άξιο σκαρί. Το αγόρι το’ βλέπε να πλέει προς τον Τουρλίτη κι όλο φούσκωνε από μέσα η περηφάνια. Μα το καΐκι αντί να κουκκιδίζει, μεγάλωνε όσο ξεμάκραινε. Έφτασε στο φάρο γερό και δυνατό κόντρα στα παιχνίδια του νερού. Ξάφνου, φάνηκε μια σκουνα να πλησιάζει. Ο καπετάν Θοδωρής κι ο Παναγής με τα πόδια στα κοντοβράκια και βουτηγμένοι στο ψάρι.
-Κοίτα Παναή! Ένα καΐκι! Δεν το χω ματαδεί στο καρνάγιο!!
-Τίνος είναι καπετάνιο;
-Ακυβέρνητο είναι!
-Νικόλα το λένε! Βλέπεις;
-Ποιός παλαβός παράτησε αδέσποτο μωρέ τέτοιο καΐκι;
-Δεν ξέρω καπετάνιο…
-Μα την αλήθεια μου, αυτό το σκαρί δε φαίνεται να φτιάχτηκε για κουμάντα Παναή. Το φτιάξανε χέρια λεύτερα και λεύτερο θα μείνει.
Ο Παναγής απορημένος έμεινε να κοιτάζει το καΐκι που έπλεε αρόδου, ήσυχο και μοναχό. Κι όσο βάλθηκε να ξεμπήγει τα ψάρια απ’τ’ αναμαλλιασμένα δίχτυα, πήρε τ’αυτί του μια παιδική φωνή να μουρμουράει ένα σκοπό…
“Βάρδα κι αράξαμε, έγια μόλα! Γειά σου καΐκι μου, Άη Νικόλα!”
Αμαλία Τηνιακού.
Μπράβο.Μαζι του ταξιδέψαμε κι εμείς