Ο πολύς κόσμος περνάει την άγνωστη περιοχή του Στενού μόνο για το πανηγύρι του Άη Γιάννη στις Κρεμύδες, τον Σεπτέμβριο και περνάει νύχτα και βαβαίως δεν βλέπει τίποτα, αν πας όμως μέρα, κατεβαίνοντας για τις Κρεμμύδες, στ’αριστερά σου θα δεις μία περιοχή όλο βράχια και προς τη ρεματιά αιμασές, δέντρα, ένα εκκλησάκι και πολλά μελίσσια.
Όταν πλησιάσεις θα δεις στη πλαγιά, σα να λείπει μία φέτα βράχου και από κάτω χτισμένα, ένα εκκλησάκι, κονάκια, στάβλοι, μία στέρνα που μαζεύει το δυσεύρετο στη περιοχή νερό, φυτεμένα κυπαρίσια , πολλά λάινα και πολλές σπαρμένες άσπρες κυψέλες.
Βλέπεις όμως εδώ και τα στήματα στις ξερολιθιές να είναι χτισμένα όχι από σχιστόλιθο, όπως είναι από τη πλευρά του βουνού που βλέπει στον Όρμο αλλά από μαρμαρόπετρα, όπως και οι πεσσοί και οι πλάκες της στέγης στα κονάκια από μαρμαρόπετρα είναι.
Αυτή τη περιοχή οι Κορθιανοί τη λένε ” οι Χαράδες”, τρώγοντας το δεύτερο “ρ” και το εκκλησάκι είναι η Παναγία η Γιάτρισσα που οι Αηδονιάτες τώρα το λειτουργάνε τη Λαμπροβδομάδα.
Υπάρχουν και άλλα εκκλησάκια στη περιοχή,
Στις Κρεμμύδες είναι διπλό το εκκλησάκι και στον Άη Γιάννη και στη Γέννηση της Παναγίας.
Στις Λεσπίδες , μία ρεματιά πιο πέρα είναι το εκκλησάκι και αυτό Γέννηση της Παναγίας και πιο κάτω στ’ Ανωάκια, μια σταλιά, είναι της Αγίας Άννας, μητέρα της Παναγίας.
Στη προφορική παράδοση όλα αυτά τα μέρη ήταν καλογερικά και ήταν μετόχια της Μονής του Στενού, της Αγίας Μόνης.
Οι πιο πολλοί καλόγεροι ήταν έξω και δούλευαν τη γη και για τη προσευχή τους έχτιζαν και ένα εκκλησάκι.
Κάθε Παρασκευή βράδυ έμπαιναν στη Μονή με τα γεννήματα τους και μετά τις Λειτουργίες ,τη Κυριακή το βράδυ γυρνούσαν πάλι στο μετόχι με το ψωμί και το κρασί της βδομάδας.
Όταν το μοναστήρι ερήμωσε, τα κτήματα ήρθαν στα χέρια των Κορθιανών που και αυτοί καταγίνονταν όλη μέρα σκυφτοί με το λιγοστό χώμα και το βράδυ γυρνούσαν στο σπίτι τους.
Στα πιο κοντινά χρόνια, οι Αηδονιάτες έρχονταν στις Χαράδες και λειτουργούσαν τη Παναγία την παραμονή του Αγίου Γιαννιού και το χάραμα ανήμερα, κατέβαιναν στις Κρεμύδες για τη λειτουργία και το απαραίτητο γλέντι.
Ο Βαγγέλης Μπενάς, που μεγάλωσε σ’αυτά τα μέρη, τελείωσε τη διήγησή του λέγοντας ότι τα ξωκλήσια ήταν σημεία αναφοράς και σεβασμού και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει ο Κορθιανός από το κτήμα του, το βράδυ και να μην μπει και ν’ανάψει ένα καντήλι στο κοντινό εκκλησάκι του ή το πρωί να μη ζητήσει από τη γυναίκα του μαζί με τα άλλα και ένα μπουκαλάκι λάδι για το καντήλι.
Ήθελα να ξέρω πόσο σ’ κόσμος μεγάλωσε σε αυτά τα μέρη χρόνια πριν
Δούλευαν σκληρά αλλά μεγάλωσαν Παιδιά εγγόνια δισέγγονα
Τα βλέπουμε από μακριά Βλέπουμε σπίτια που Που έχω μείνει μόνο πέτρες
Κτήματά γεμάτα μεγάλη βλάστηση και φρύγανα που Τα παλιά χρόνια ήταν Σπαρμένα Με διάφορα αγαθά
Ευτυχώς έχουμε τα όμορφα εξωκκλήσια μας Και μας κρατάνε και θυμόμαστε τα περασμένα σε αυτή την άγονη Περιοχή