Η αντιπαράθεση επιχειρημάτων στη δημόσια σφαίρα είναι βασικό κεκτημένο της δημοκρατίας. Σε μια προεκλογική περίοδο, ιδιαίτερα, είναι απαραίτητο να επιδιωχθούν συνθήκες που θα βοηθήσουν τους πολίτες στην τελική τους επιλογή.
Όταν οι θέσεις των συνδυασμών δημοσιεύονται ήδη σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα και έχουν γίνει ομιλίες με αναφορά σε διάφορα ζητήματα, τότε μια διαδικασία παράλληλων μονολόγων μεταξύ των υποψηφίων, σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, δεν φέρει κάποια προστιθέμενη αξία. Ειδικά όταν ο κύκλος ερωτήσεων είναι γνωστός και άρα οι απαντήσεις προετοιμασμένες.
Εκτός της παρουσίασης ιδεών, μια δημόσια αντιπαράθεση αναδεικνύει και άλλες ικανότητες των συμμετεχόντων. Την εμπιστοσύνη στον δημόσιο λόγο τους, την άμεση δημιουργία ενός λογικού επιχειρήματος, τη δυνατότητα ανάγνωσης των αντιδράσεων ενός ακροατηρίου και, ίσως το κυριότερο, την προθυμία να ακούσουν τα επιχειρήματα των άλλων και να απαντήσουν σε αυτά.
Είναι σημαντικό να υπάρχει κοινό και το πλαίσιο του διαλόγου να προβλέπει ερωτήσεις μεταξύ των υποψηφίων (να διαπιστώσουμε και τι ιεραρχούν υψηλότερα) αλλά και ερωτήματα πολιτών. Αν γίνει επίκλιση τεχνικών ζητημάτων ή χρονικού περιορισμού, θα μπορούσε να οργανωθεί και μια διαδραστική συζήτηση με πολίτες.
Εξαιρετικά τέτοια παραδείγματα έρχονται κυρίως από τον Αγγλοσαξονικό κόσμο και φυσικά οι πολίτες φέρουν και την ευθύνη να διατυπώσουν καίρια ερωτήματα που προβάλλουν ζητήματα και δεν ευτελίζουν το διάλογο.
Οι υποψήφιοι έχουν το σεβασμό μας όταν λένε ότι με καθαρό πρόσωπο κοιτάζουν τους πολίτες και είναι διαθέσιμοι. Μπορούν λοιπόν να το υποστηρίξουν έμπρακτα και με ένα ανοιχτό debate.