Μια ζωή στο πόδι, στη λάτρα της οικογένειας και της δουλειάς, εποχές που το καφενείο, στη είσοδο των Στενιών, ήταν και καθημερινό στέκι και κινηματογράφος για τους ντόπιους και απαραίτητη στάση για όσους επισκέπτες έβαζαν στο πρόγραμμά τους να περπατήσουν τα δρομάκια και ν’ανεβοκατέβουν τα σκαλοπάτια των πανέμορφων χωριών της Άνδρου.
Υψηλή, στητή και ακούραστη η κυρία Άννα να φροντίζει σπίτι, κοτέτσι, μπαξέδες και μετά στο πόστο της δουλειάς, να τηγανίζει κεφτέδες, κολοκυθολούλουδα και μανιτάρια, να ψήνει καφέδες, να γεμίζει τα ποτηράκια με ρακί, να ενημερώνει, να ενδιαφέρεται για λογιών λογιών περιστατικά και απόψεις, ένα θερμό πλάσμα με μεγάλη κοινωνικότητα, μια αληθινά ιδιαίτερη προσωπικότητα.
Όταν οι Στενιές άδειασαν από τους πολλούς μόνιμους κατοίκους και η πραγματικότητα της ηλικίας δεν της επέτρεπε να γυρίζει σαν τη σβούρα, δίχως τον Παναγιώτη της πια, τα τελευταία χρόνια, η κυρία Άννα έμεινε φύλακας άγγελος του χωριού, το αναμμένο φως της τα βράδια ήταν ο φάρος των Στενιών, μια παρηγοριά για τους λιγοστούς πλέον κατοίκους, πόσες φορές το γύρευα απ’το παράθυρό μου, να βεβαιωθώ ότι εκείνη είναι καλά, μια απόδειξη ότι το χωριό μας ζει.
Χαρήκαμε πολλές φορές τη συντροφιά η μια της άλλης, ειδικά κάποιους χειμώνες που δεν κυκλοφορούσε ψυχή και η κυρία Άννα παραμόνευε να πετύχει επιτέλους έναν άνθρωπο να πει δυο κουβέντες.
Ξύπνια , φωνακλού, απολαυστική αφηγήτρια, με γερό μνημονικό και ζουμερό λεξιλόγιο. Με τίμησε και με προσωπικές εξομολογήσεις, μεταξύ μας υπήρχε μια αμοιβαία εμπιστοσύνη, την αγάπησα πολύ, για πάντα.
Είναι κάποιες απουσίες που δεν περνούν στο ντούκου, σάμπως να μην υπάρχει τρόπος να κλείσει το κενό που αφήνουν στη ζωή της Άνδρου, όπως μου λείπουν, ο Αντώνης Πολέμης, ο Μιχάλης Κυρτάτας, ο Νικολός, αποζητώ τον Λούη των Κατακαλαίων και θα νιώθω πως οι Στενιές ορφάνεψαν δίχως την Άννα Κουρτέση.