Πολύς κόσμος βρέθηκε στην πλατεία “Βαλμά”, έναν πολύ όμορφο χώρο ιδανικό για την περίσταση, όπου ο Φιλοπρόοδος Όμιλος, ΤΟ ΓΑΥΡΙΟ, οργάνωσε την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Αντώνη Ρουπακιώτη με τίτλο “Εγώ δεν είναι ποιητής”.
Από την εκδήλωση, διαλέξαμε να σας δώσουμε αυτούσια την ομιλία του πρώην προέδρου του Ομίλου, Γιάννη Μαμάη που παρουσίασε το βιβλίο.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗ
Σας δείχνω το βιβλίο του Αντώνη Ρουπακιώτη με τίτλο «Εγώ δεν είμαι ποιητής» και σας παρακαλώ να μην τον πιστέψετε. Γιατί, κι αν ακόμα λέει, όσο λέει, την αλήθεια, τη λέει παραπειστικά και σαν να θέλει να παίξει ξεγελώντας μας. Ναι, δεν είναι ποιητής εξ επαγγέλματος, και τούτο το γνωρίζουν όλοι – μιας και ο Ρουπακιώτης είναι πρόσωπο δημόσιο, και όλοι γνωρίζουν και την δικηγορική του ιδιότητα και την πολιτική του δράση. Αλλά όχι, είναι ποιητής εκ των πραγμάτων, και τούτο αποδεικνύεται περίτρανα στις σελίδες του λυρικού πονήματός του που εκδόθηκε από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Θεμέλιο.
Κι αν λέει ότι δεν είναι ποιητής, δεν το λέει για να μην τον κρίνουμε τυχόν αυστηρά, όπως θα κρίναμε κάποιον που είναι ήδη αναγνωρισμένος ποιητής ή διατελεί επί έτη ενεργός στη θεραπεία των Μουσών. Εξ άλλου κάτι τέτοιο θα είχε εντελώς ταπεινά ελατήρια και εξ αρχής δεν θα άρμοζε στην προσωπικότητα του ανθρώπου που σήμερα τιμάμε και με τη δημιουργική του ιδιότητα στο αλωνάκι του λόγου. Και ιστορικά αν το δούμε εξ άλλου, η πιο κοντινή στη φιλολογία και στη λογοτεχνία τέχνη είναι αυτή του νομικού: του νομικού που πρέπει να χειρίζεται τον λόγο με εύστοχη φειδώ για να πείθει. Μια «καλή» πειστική αγόρευση, που θεμελιώνεται σε αυστηρά επιχειρήματα διατεταγμένα με συνοχή, είναι κανονικά ποίημα, που προκαλεί το ακροατήριο ως συλλογικό αναγνώστη να το απολαύσει και κατατείνει στο να πείσει τους κριτές ότι ορθώς ομιλεί και δικαίως λέγει.
Κρίνω ότι πρέπει να αφήσω τον λόγο στον ποιητή. Γι’ αυτό και θα διαβάσω το πρώτο ποίημα της συλλογής που είναι ομότιτλο με το βιβλίο. (σελ. 9).
Επιμένω στο «εγώ» του τίτλου, που επαναλαμβάνεται και στο σώμα των στίχων. Σε αυτό το «εγώ» βρίσκεται το κλειδί της κατανόησης του συνολικού λυρικού επιτεύγματος του Ρουπακιώτη. Κανονικά, από συντακτικής απόψεως, περιττεύει. Άρα, η εμφατικότητά του έρχεται να σημάνει και να αιτιολογήσει το «κατ’ εξαίρεσιν» της ποιητικής δράσης, πού είναι –καθώς λέει– τρέλα, και δη γεροντική. Είναι δηλαδή κάτι παράλογο.
Δεν θέλω να νομιστεί ότι παίζω με τις λέξεις, αλλά και η ποίηση είναι κάτι παράλογο – δεν είναι ο συνήθης λόγος, αλλά κάτι παρά τον λόγον, δηλαδή εκτός λογικής, και συνάμα κάτι παρά τω λόγω, παναπεί δίπλα στον λόγο. Σας ξαναθυμίζω τον τελευταίο στίχο του ποιήματος που μόλις διαβάσαμε: Γι’ αυτό και μένω δέσμιος στις λέξεις εσαεί.
Προδόθηκε ο ποιητής ως προς τη βούλησή του ή μήπως μας αναγγέλλει ευθέως την αλήθεια; Εκείνο το «εσαεί», η τελευταία λέξη του ποιήματος, αναιρεί όλα τα προηγούμενα, και δη το επίθετο «γεροντική». Για πάντα, από μιας αρχής δέθηκε με της λέξεις ο Ρουπακιώτης, και παραμένει δέσμιός τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, σας είπα να μην πιστέψετε τον τίτλο του βιβλίου.
Ο λόγος απασχολεί τον Ρουπακιώτη και ως ποιητή. Ο λόγος! Και ως λογική, και ως ομιλία, και ως αναζήτηση της αιτίας. Πρωτίστως όμως τον απασχολεί με την πρωταρχική ελληνική σημασία του: με αυτήν του κλάσματος, της αναλογικής σχέσης. Ας διαβάσουμε το εμβληματικό ποίημα της σελ. 15, με τίτλο Ο Τελάλης.
Πόσες ιδιότητες – υπαρκτές ή εικαζόμενες ή / και μη υφιστάμενες;! Οδηγητής, απλός πολίτης, δεκανέας, ψάλτης (δεξιός), τελάλης! Κλασματική προσωπικότητα, διασπασμένη, χωρισμένη και –το ξαναδιαβάζω– λέει διάφορα. Άλλο κλάσμα εδώ: ο ήδη κλασματικός λόγος, διαιρείται κι άλλο: λέει διάφορα. Κι επειδή τα διάφορα λογικώς διαφέρουν μεταξύ τους, ο τελάλης τους, ο ποιητής με άλλα λόγια, θα τα φωνάξει με στεντόρεια φωνή και θα συμβάλει στην περαιτέρω διαίρεσή τους. Μα τι είναι ο ποιητής από την πρώτη μέρα που εμφανίστηκε με το όνομα Όμηρος; Ένας τελάλης είναι που διαλαλεί διάφορα άσματα, ραψωδήματα, ποιήματα.
Και πόσων ειδών ποιήματα υπάρχουν; Ή καλύτερα: πόσων ειδών ποιήσεις; Άλλος διαμερισμός ιματίων εδώ! Θα πω κάτι που ίσως σας παραξενέψει, αλλά το πιστεύω ακράδαντα. Πέρα από τον τυπικό διαχωρισμό ανάμεσα στην «ποίηση του έρωτα» και στην ποίηση του θανάτου» κρίνω ότι δεν υπάρχει ποίηση που να μην είναι, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο πολιτική. Στον Ρουπακιώτη ανταμώνονται όλοι οι σχετικοί τρόποι. Γράφει πολιτική ποίηση για τον άνθρωπο που είναι πολίτης του κόσμου και πολιτική ποίηση για τον άνθρωπο που πολιτεύεται ενεργά, όπως ακριβώς είναι και ο ίδιος. Και αφού το κάνει, αμέσως σπεύδει να το αναιρέσει, και δή υπό τύπον Ερωτημάτων (σελ. 20).
Την περιπέτεια της ήττας των πολιτικών του απόψεων την έχει βιώσει βαθιά ο Ρουπακιώτης. Και προσκαλεί να του συμπαρασταθούν στην επώδυνη αυτή βίωση τον Τίτο, τον Τάσο, τον Μανόλη – τον Πατρίκιο, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, αλλά και τον Χρόνη Μίσσιο και τον Φώτη Αγγουλέ και τον προ ολίγων ημερών εκδημήσαντα Χρίστο Ρουμελιωτάκη, συνοδοιπόρο αυτόν όχι μόνο στον πολιτικό, αλλά και στον δικανικό στίβο.
Ο Καβάφης, ο Βολταίρος, ο Ρουσσώ, ο Μοντεσκιέ, ο Καντ, ο Καστοριάδης, ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης του Άξιον Εστί, ο Σεφέρης της Άρνησης κυκλοφορούν στις αράδες των στίχων του: σύναξη κορυφαίων ποιητών και πολιτικών φιλοσόφων στις σελίδες κάποιου που μας λέει ότι δεν είναι ποιητής, αλλά ένας απλός θεμιστοπόλος, ένας λειτουργός της Θέμιδος. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι στο ποίημα Οι νεκρόφιλοι, συναντάμε δίπλα στα ονόματα, τα άγια πλέον, του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, τα ονόματα των νεομαρτύρων της Δικαιοσύνης Παναγιώτη Γιδά, Παύλου Δελαπόρτα, Σπύρου Πλασκοβίτη και Αντώνη Μιχαλακέα. Καλύτερα όμως να διαβάσουμε το εμβληματικό αυτό ποίημα (σελ. 46) .
Οι τελευταίοι στίχοι μας θυμίζουν όχι μόνο τον Μανόλη Αναγνωστάκη, που με την ευθυβολία τους φέρνουν τον κάθε αναγνώστη στη θέση του «απολογούμενου», αλλά και την ανάγκη του τι αυτό, ο ίδιος ο Ρουπακιώτης προσωπικά λέει. Εδώ αρθρώνεται, δηλαδή, οριστικά ένα ιδιότυπο «ενώπιος ενωπίω», που έχει ήδη προεξαγγελθεί σε προηγούμενο ποίημα, στο Τώρα τι κάνουμε. Σας το διαβάζω αμέσως (σελ. 25).
Ακούσαμε ήδη ένα ποίημα ποιητικής, ένα ποίημα πολιτικό. Ο Ποιητής δεν λέει τίποτα, γιατί δεν βλέπει τίποτα, και οι καιροί έχουν αλλάξει, όπως έχουν αλλάξει και οι ρόλοι. Μια αδράνεια ποιητική και πολιτική κυριαρχεί. Ο λόγος στομώνεται, δεν δρα, δεν κομματιάζεται σε νέα κλασματικά μέρη, όπως θα έπρεπε. Ο Ρουπακιώτης αναζητεί τους λόγους, δηλαδή τις αιτίες αυτής της διαμορφωμένης κατάστασης. Ας ακούσουμε τι λέει στο ποίημα που τιτλοφορείται Δε γράφεις δύσκολα (σελ. 37).
Διαπιστώνει απλώς την αλλαγή των πάντων γύρω του. Γράφει απλά και κατανοητά, αλλά τούτο δεν φτάνει. Κινείται, αλλά κατ’ ουσίαν δεν μετακινείται, αφού όπου και αν πάει, στη γωνία Διδότου και Ιπποκράτους επανέρχεται. Κυκλώνει από παντού την ποίηση αλλά δεν την εκπορθεί. Ο κόσμος του… ο πεπρωμένος κόσμος του είναι η γωνία Διδότου και Ιπποκράτους, είναι αυτό που όλοι ξέρουμε, γιατί, όπως είπαμε, ο Αντώνης Ρουπακιώτης είναι πρόσωπο δημόσιο, πρόσωπο δηλαδή που δεν κρύβεται. Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω το τελευταίο ποίημα της συλλογής Εγώ δεν είμαι ποιητής. Το ποίημα αυτό τιτλοφορείται Εγώ είμαι αφηγητής. Το διαβάζω προλέγοντας ότι δεν χρειάζονται περισσότερα. Η βραχύτητα και η λιτότητά του αρθρώνουν μιαν εξομολόγηση αιτιολογική του γιατί ένας ποιητής, που δεν είναι ποιητής, γίνεται ποιητής, και μάλιστα καλός
παρακαλουμε διορθώστε το ονομα της Πλατείας δεν λέγεται Βαλμά αλλα ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΓΥΑΡΙΟΥ και τουτο γιατι η Πλατεία αυτή συμβολίζει την ίδια την ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ γαυριου στο ξρκίνημα της πορείας της αλησμόνητης Κατερίνας Τζουάννου.πουθενά δεν λέγεται και σε καμμιά απόφαση σαν πλατεία Βλμά, ούτε μπορει να ονομαστεί έτσι,ειδικα απο τους παλιούς Γυαριώτες που ξέρουν πώς ήταν αυτή η Πλατεία πίσω απο το κοινοτικό Κατάστημα και σε σχέση με το μικρό στενό μεταξύ του εν λόγω ιδιοκτήτη και του κοινοτικού κτιρίου.
Ας ρωτήσετε λοιπόν κανένα παλιό Γαυριώτη να σα το πεί.
ΠΑΝΤΑ ΛΕΓΟΤΑΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΑΛΜΑ
H ΣΧΟΛΙΑΣΤΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ” Κ.ΧΑΛΑΡΗ ” ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΜΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΑΥΡΙΟ . ΑΣ ΡΩΤΗΣΕΙ ΠΑΛΙΟΥΣ ΓΑΥΡΙΩΤΕΣ ΝΑ ΤΙΣ ΠΟΥΝ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΓΑΥΡΙΟΥ.
ΚΑΛΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΤΟΠΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΜΟΝΟΝ ΕΤΣΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ.
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΥΤΗ ΛΕΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΕΙΑ ” ΜΑΝΩΛΑΚΗ ΜΠΑΜΠΟΥΣΗ” ΤΟΥ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΒΑΛΜΑ.
ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΣΗΜΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ.
Η ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ”ΜΑΝΩΛΑΚΗ ΜΠΑΜΠΟΥΣΗ΄΄ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΥΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ,ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΘΥΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΓΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ.
ΒΑΛΜΑ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ , ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΩΡΕΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ ΒΑΛΜΑ, ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΠΑΝΕ ΕΚΕΙ ΝΑ ΦΑΝΕ .