Πριν λίγο καιρό έφυγε από κοντά μας ο Γιώργος Κωβαίος. Εκτός από την ευγένεια και το χαμόγελό του, θα μας λείψει και η φωνή του. Στους παλιότερους, αυτή η φωνή θα θυμίζει περασμένες εποχές, όταν ακόμα οι παρέες μαζεύονταν σε σπίτια και ταβέρνες και με συνοδεία κυρίως κιθάρας, ενίοτε και μπουζουκιού, γλεντούσαν με αγαπημένα λαϊκά τραγούδια. Κάποτε οι φωνές αυτές θα έσβηναν και οι στιγμές θα έμεναν χαραγμένες στη μνήμη όλων όσων τις έζησαν. Το ερώτημα είναι, τι γίνεται σήμερα; Ανανεώνεται αυτή η μορφή διασκέδασης ή χάνεται όπως τόσα άλλα στο διάβα του χρόνου; Η απάντηση είναι: ούτε το πρώτο αλλά ούτε και το δεύτερο.
Ο τρόπος διασκέδασης των σημερινών μεσηλίκων έχει αλλάξει αρκετά. Οι ταβέρνες έχουν αντικατασταθεί από τα νυχτερινά μπαρ, όπου οι θαμώνες διασκεδάζουν υπό τους ήχους του μεταμοντέρνου σκυλάδικου, ενός μουσικού είδους, τα τραγούδια του οποίου δεν ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο και, όπως τα προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ, έχουν κοντινή ημερομηνία λήξης. Η δε λαϊκή μουσική παράδοση αναβιώνει κυρίως σε χοροεσπερίδες και οικογενειακές συνευρέσεις, αγγίζοντας περισσότερο εκείνους που διατηρούν μέσα τους κάτι από τις αξίες μιας άλλης εποχής.
Για αυτούς τους νοσταλγούς της ρομαντικής εποχής του παρεΐστικου τρόπου διασκέδασης μετά μουσικής υπάρχει ένα και μοναδικό στέκι στη Χώρα της Άνδρου και τα περίχωρά της: Το καφενείο του Παριανού στα Αποίκια, ή όπως έχουμε συνηθίσει να το αποκαλούμε οι θαμώνες του, το καφενείο του Βασίλη και της Πηνελόπης. Σε αυτό, από τότε που άνοιξε, οι παρέες στήνουν αυθόρμητα μουσικά γλέντια, προς το τέλος των οποίων συνήθιζαν να συμμετέχουν και οι αμφιτρύωνες. Είναι τώρα λίγες εβδομάδες, όπου τα παιδιά που έχουν το μαγαζί, μαζί με τον Βαγγέλη Χαλά στο βιολί, παρουσιάζουν μία φορά τη βδομάδα, κάθε Πέμπτη βράδυ, ένα μουσικό πρόγραμμα με λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, παιγμένα με πολύ σεβασμό και προς τα τραγούδια και προς το κοινό.
Με τον τρόπο αυτό, η νυχτερινή ζωή της Χώρας και των περιχώρων ξανααποκτάει μετά από αρκετό καιρό ζωντανή μουσική σε εβδομαδιαία βάση.
Τώρα, γιατί αυτό είναι τόσο σημαντικό ώστε να αξίζει την ανάρτηση ενός κειμένου; Όχι πάντως για διαφήμιση του καφενείου: δεν την έχει ανάγκη. Ο σημαντικότερος λόγος είναι το παράπονο αφενός του κόσμου ότι δεν έχουν κάπου να πάνε να ακούσουν λίγη ζωντανή μουσική και αφετέρου των καταστηματαρχών ότι ο κόσμος έχει μειώσει τις εξόδους του λόγω κρίσης και ως εκ τούτου δεν έχουν δουλειά. Συνεπώς, ο σκοπός αυτού του κειμένου είναι να δημιουργήσει μία συνείδηση-γέφυρα μεταξύ των δύο αυτών ομάδων.
Αν τα μαγαζιά βάλουν ζωντανή μουσική, ο κόσμος θα έχει ένα παραπάνω κίνητρο να βγει από το σπίτι. Διότι κακά τα ψέματα: σε περίοδο κρίσης δύσκολα κανείς θα βγει να ξοδευτεί απλώς για ένα πιάτο φαΐ. Κι αν αυτό ισχύει και τα μαγαζιά με ζωντανή μουσική δουλέψουν, τότε μαζί τους θα ξαναβρούν δουλειά και οι υπάλληλοι των μαγαζιών αυτών, οι προμηθευτές τους στη Χώρα καθώς και οι μουσικοί, που για πολύ καιρό τώρα βρίσκαμε μεροκάματα μόνο εκτός Χώρας.
Η μουσική ψυχαγωγία από καθημερινός τρόπος ζωής τείνει να γίνει πολυτέλεια και τελικά να εκλείψει. Αν το αφήσουμε αυτό να συμβεί, θα έχουμε κάνει τη ζωή μας ακόμα πιο μίζερη. Αντιθέτως, το τραγούδι και η μουσική γενικότερα μας κάνουν πιο αισιόδοξους και αγαπημένους, ώστε να αντιμετωπίζουμε και τις υπόλοιπες καθημερινές δυσκολίες με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Επισκεφτείτε μία Πέμπτη βράδυ το καφενείο του Παργιανού και θα καταλάβετε τι εννοώ. Μέχρι τότε, πάρ’τε μια γεύση…
Κάρολος Γιαγιάννης
Εραστής της μουσικής