Τρίτη 22 Αυγούστου, σινέ αυλή, 21,15
«ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΠ’ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ»
BEAT THE DEVIL
Ιταλία, 1953, 89′
Σκηνοθεσία: John Huston
Σενάριο: John Huston, Truman Capote
Μουσική: Franco Mannino
Φωτογραφία: Oswald Morris
Μοντάζ: Ralph Kemplen
Κοστούμια: Betty Lee
Σχεδιασμός Παραγωγής: Bill Kirby
Πρωταγωνιστούν: Humphrey Bogart, Jennifer Jones, Gina Lollobrigida, Robert Morley, Peter Lorre, Edward Underdown, Ivor Barnard, Marco Tulli, Bernard Lee, Mario Perrone, Giulio Donnini, Saro Urzì, Juan de Landa, Aldo Silvani
ΣΥΝΟΨΗ
Ένα ζευγάρι τυχοδιωκτών (Bogart – Lolobrigida) συνοδευόμενο από μια συμμορία αποτεώνων (την γνωστή τετράδα Morley, Lorre,Barnard, Tulli), που από κάπου κρατάει το ζευγάρι δέσμιο των επιθυμιών της, περιφέρονται μάλλον ασκόπως σε μία παραθαλάσσια ιταλική πόλη έως ότου επισκευαστεί το πλοίο που θα τους μεταφέρει στην βρετανική Αφρική όπου ελπίζουν να υφαρπάξουν γη πλούσια σε ουράνιο. Κατά την διάρκεια της αναμονής τους συναντούν ένα ακόμη ζευγάρι (Jones- Underdown) εντελώς αταίριαστο και αρκετά περίεργο. Τα δύο ζευγάρια ερωτεύονται χιαστί και μέχρι το τέλος της ταινίας ειλικρινά δεν ξέρουμε ποιος δουλεύει ποιόν.
Η ταινία στην πραγματικότητα είναι μία παρωδία. Παρωδία των ταινιών που έκαναν γνωστό τον Bogart αλλά και γιατί όχι, και του συνόλου της παράδοσης του φιλμ νουάρ. Αρχικώς ο θεατής θεωρεί ότι θα δει ένα νουάρ. Η εισαγωγική σκηνή όπου εμφανίζονται ο Petersen και η συμμορία του με φάτσες που δεν αφήνουν και πολλά στην φαντασία όσον αφορά στο ποιόν τους, η Jones στην αμέσως επόμενη σκηνή, ξανθιά, μοιραία με το bitchy σχόλιο έτοιμο (Harry, we must beware of these men. They are desperate characters… Not one of them looked at my legs!), ο Bogart, η Lolobrigida που περιφέρεται σ` όλο το φιλμ με έξωμα προκλητικά φορέματα, ναι, ο θεατής θεωρεί ότι θα δει μία ταινία βασισμένη στην γνωστή πετυχημένη συνταγή. Καθώς οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη αμφιβολίες γεννιούνται, η ταινία είναι πολύ φωτεινή, οι άντρες είναι σχεδόν καρικατούρες, οι γυναίκες διαθέτουν ένα τέτοιο ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης και μία τόσο τετράγωνη λογική – στοιχεία που τις απομακρύνουν από το πρότυπο του μοιραίου (αυτό)καταστροφικού θηλυκού που έχουμε συνηθίσει-, οι ήρωες κυνηγούν χίμαιρες, ανεπίτρεπτα gags προκαλούν έως και γέλιο. Κάτι δεν πάει καλά. Μπα….. όλα μία χαρά πάνε. Απλώς έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα από τα αγαπημένα μας κινηματογραφικά είδη να αυτοσαρκάζει και μάλιστα με σημαία έναν πρωταγωνιστή ολκής.
Πρόσθετες Πληροφορίες
Το φιλμ βασίστηκε στο βιβλίο του Claud Cockburn (James Helvick ψευδώνυμο) ενός βρετανού αριστερού δημοσιογράφου. Διόρθωση: το φιλμ εκεί υποτίθεται ότι έπρεπε να βασίζεται. Ο Huston όμως την πρώτη κιόλας μέρα των γυρισμάτων στην Ιταλία αποφάσισε ότι καθόλου δεν τον ικανοποιούσε το σενάριο που είχε στα χέρια του και έτσι το έσκισε και κάλεσε τον Truman Capote να το ξαναγράψουν από την αρχή. Αυτό σημαίνει ότι το σενάριο γραφόταν ταυτόχρονα με τα γυρίσματα και το μεγαλύτερο μέρος των διαλόγων ολοκληρωνόταν λίγο πριν αναλάβει ρόλο η κάμερα. Η παραγωγή εξελισσόταν όχι πάντα σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και γι` αυτό, ό,τι μπορούσε έκανε και ο Capote με τις παραξενιές του (διέκοψε, ας πούμε, τα γυρίσματα προκειμένου να επιστρέψει στην Ρώμη για να δει τι έχει το αγαπημένο του κοράκι και δεν του μιλάει πλέον στο τηλέφωνο).
“Beat the devil (1953)” Από New York Times
«…Στους ηθοποιούς της ταινίας ξεχωρίζει ο Χάμφρει Μπόγκαρτ συνοδευόμενος από δύο γλυκύτατες και ταλαντούχες κοπέλες την Τζένιφερ Τζοουνς και την Τζίνα Λολομπριτζίντα καθώς και από άξιους ηθοποιούς όπως ο Ρόμπερτ Μόρλευ και ο Πίτερ Λορ. Πάνω από όλα όμως, ξεχωρίζει το διακεκριμένο σκηνοθετικό αποτύπωμα του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον, ο οποίος μαζί με τον Τρούμαν Καπότε προσάρμοσαν το σενάριο βασιζόμενοι σε ένα μυθιστόρημα του Τζέιμς Χέλβικ.»
13 Μαρτίου 1954, The New York Times
«…η χημεία μεταξύ του γκρουπ των ηθοποιών είναι αυτό που κάνει το φιλμ να διακρίνεται…»
{…} Το φιλμ βασίστηκε στο βιβλίο του Claud Cockburn (James Helvick ψευδώνυμο) ενός βρετανού αριστερού δημοσιογράφου. Διόρθωση: το φιλμ εκεί υποτίθεται ότι έπρεπε να βασίζεται. Ο Huston όμως την πρώτη κιόλας μέρα των γυρισμάτων στην Ιταλία αποφάσισε ότι καθόλου δεν τον ικανοποιούσε το σενάριο που είχε στα χέρια του και έτσι το έσκισε και κάλεσε τον Truman Capote να το ξαναγράψουν από την αρχή. Αυτό σημαίνει ότι το σενάριο γραφόταν ταυτόχρονα με τα γυρίσματα και το μεγαλύτερο μέρος των διαλόγων ολοκληρωνόταν λίγο πριν αναλάβει ρόλο η κάμερα. Η παραγωγή εξελισσόταν όχι πάντα σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και γι` αυτό, ό,τι μπορούσε έκανε και ο Capote με τις παραξενιές του (διέκοψε, ας πούμε, τα γυρίσματα προκειμένου να επιστρέψει στην Ρώμη για να δει τι έχει το αγαπημένο του κοράκι και δεν του μιλάει πλέον στο τηλέφωνο). {…}
Οι διάλογοι είναι εξαιρετικά σπιρτόζικοι κοφτοί και υπαινικτικοί, απολύτως παράλογοι σε ορισμένα σημεία και τελικά αυτό που κάνει το φιλμ να διακρίνεται είναι η χημεία μεταξύ του γκρουπ των ηθοποιών που επιλέχτηκαν να ερμηνεύσουν αυτούς τους εκκεντρικούς χαρακτήρες.
Ένα ζευγάρι τυχοδιωκτών (Bogart – Lolobrigida) συνοδευόμενο από μια συμμορία αποτεώνων (την γνωστή τετράδα Morley, Lorre,Barnard, Tulli), που από κάπου κρατάει το ζευγάρι δέσμιο των επιθυμιών της, περιφέρονται μάλλον ασκόπως σε μία παραθαλάσσια ιταλική πόλη έως ότου επισκευαστεί το πλοίο που θα τους μεταφέρει στην βρετανική Αφρική όπου ελπίζουν να υφαρπάξουν γη πλούσια σε ουράνιο. Κατά την διάρκεια της αναμονής τους συναντούν ένα ακόμη ζευγάρι (Jones- Underdown) εντελώς αταίριαστο και αρκετά περίεργο. Τα δύο ζευγάρια ερωτεύονται (!) χιαστί και μέχρι το τέλος της ταινίας ειλικρινά δεν ξέρουμε ποιος δουλεύει ποιόν. {…}
www.cine.gr
ΧΑΜΦΡΕΪ ΜΠΟΓΚΑΡΤ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή Bogey, όπως συνήθιζαν να τον λένε οι φίλοι του, (παρατσούκλι που του είχε κολλήσει ο φίλος του ηθοποιός Σπένσερ Τρέισι), γεννήθηκε το 1899 στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα κράμα ευσυνειδησίας, καλοσύνης, ταλέντου αλλά και μεγάλος φαν της οινοποσίας, του καπνίσματος και της άστατης ζωής. Αγαπούσε πολύ το διάβασμα, το σκάκι, την κλασική μουσική και απέφευγε όσο μπορούσε τα καλούπια. Είχε πολλούς φίλους ηθοποιούς που τον βοήθησαν να παίξει μικρούς ρόλους στο Broadway. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 υπογράφει συμβόλαιο με την Fox, αλλά επειδή δεν έρχεται η πολυπόθητη επιτυχία, αυτό διακόπτεται.
Απτόητος ο Βogey, το 1936, θα παίξει στην κινηματογραφική μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας του Ρόμπερτ Σέργουντ Το Απολιθωμένο Δάσος, όπου θα υποδυθεί τον φονιά Ντιούκ Μάντι, μετά από επίμονη προτροπή του μεγάλου ηθοποιού Λέσλι Χάουαρντ. Μετά από αυτό υπογράφει συμβόλαιο με την Warner, παίζοντας σε δεύτερους ρόλους, (1936-1940) μέχρι που πρωταγωνιστεί στο Γεράκι της Μάλτας (1941). Όλο αυτόν τον καιρό, έχει αρχίσει και καταξιώνεται και ως ηθοποιός (υποδυόμενος συνήθως τον γκάνγκστερ ή τον μαφιόζο), αλλά και ως άνθρωπος, που μάχεται για ένα δίκαιο κόσμο μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής, εκφράζοντας έντονα την αντίθεσή του για τον Μακάρθι.
Στο Γεράκι της Μάλτας, του Χιούστον, υποδύεται τον χαρακτήρα που έγινε το σήμα κατατεθέν του, αυτό του κυνικού αλλά και συνάμα έξυπνου και ευαίσθητου ιδιωτικού ντετέκτιβ. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία και διεθνής αναγνώρισή έρχεται όμως με τη γνωστή σε όλους μας και κλασική πια, Casablanca, στην οποία συνεργάστηκαν ιερά τέρατα, όπως ο Μαξ Στάινερ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, σε σκηνοθεσία Μάικλ Κερτίζ.
Ακολούθησαν οι ταινίες Η σειρήνα της Μαρτινίκα (1944), το πολύ καλό φιλμ νουάρ Ο μεγάλος ύπνος (1946), στο οποίο συμπρωταγωνιστεί και η μετέπειτα γυναίκα του, Λορίν Μπακόλ. Πρωταγωνίστησε και στην αγέραστη ταινία Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε (1948), καθώς και στη Βασίλισσα της Αφρικής, το 1951, με την Κάθριν Χέμπορν, για το οποίο πήρε και Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου. Μια από τις τελευταίες του ταινίες ήταν το Σαμπρίνα, με συμπρωταγωνίστριά του την αξιολάτρευτη Όντρεϊ Χέμπορν (1954).
Παντρεύτηκε 4 φορές, με διάφορες ηθοποιούς, έχοντας με κάποιες από αυτές θυελλώδεις σχέσεις, αλλά τον έρωτα τον γνώρισε στο πρόσωπο της Λορίν Μπακόλ, με την οποία έμεινε και ως το τέλος της ζωής του. Ήταν πάρα πολύ ταιριαστοί, όπως λένε πηγές από εκείνη την εποχή, συμπότες, συνοδοιπόροι, με πολύ χιούμορ και οι δύο και είχαν μεταξύ τους απίστευτη τρυφερότητα και αγάπη.
Ο Bogey, χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός σταρ όλων των εποχών, έγινε γραμματόσημο το 1997 στις ΗΠΑ αλλά και αγαπήθηκε όσο λίγοι, για τον αδέκαστο και τίμιο χαρακτήρα του, καθώς και για τις κινηματογραφικές επιτυχίες του. Στο τέλος της ζωής του, η υγεία του είχε κλονιστεί από το τσιγάρο και το αλκοόλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά αυτός δεν πτοούνταν, ούτε έχανε το χιούμορ του. Πέθανε το 1957 από καρκίνο του οισοφάγου. Η τελευταία ατάκα αυτού του gentleman του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, είναι διανθισμένη από αυτή την αίσθηση του χιούμορ του: «Γαμώτο, δεν θα έπρεπε ποτέ να το γυρίσω από το ουίσκι στο μαρτίνι!»
ΤΖΟΝ ΧΙΟΥΣΤΟΝ (5 Αυγούστου 1906 – 28 Αυγούστου 1987)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου για την ταινία του 1948 Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre). Ο Χιούστον έγραψε το σενάριο στις περισσότερες από τις 37 ταινίες που σκηνοθέτησε στην καριέρα του, αρκετές από τις οποίες θεωρούνται κλασσικές μέχρι και σήμερα (Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941), Η ύαινα (In this our Life, 1942), Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre, 1948), Στη βοή της καταιγίδος (Key Largo, 1948), Η Ζούγκλα της Ασφάλτου (The Asphalt Jungle, 1950), Η Βασίλισσα της Αφρικής (The African Queen, 1951), Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge, 1952), Οι Αταίριαστοι (The Misfits, 1961), Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς (The Man Who Would Be King, 1975) και Η Τιμή των Πρίτσι (Prizzi’s Honor, 1985). Κατά την διάρκεια της καριέρας του έλαβε 15 υποψηφιότητες για Όσκαρ, είτε για τη σκηνοθεσία είτε για τη συγγραφή σεναρίου. Σκηνοθέτησε τόσο τον πατέρα του ηθοποιόΓουόλτερ Χιούστον στην ταινία Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε, όσο και την κόρη του Αντζέλικα Χιούστον στην ταινία Η Τιμή των Πρίτσι σε ρόλους που τους απέφεραν Όσκαρ Β’ Ανδρικού και Β’ Γυναικείου Ρόλου αντίστοιχα.
Έχοντας σπουδάσει Καλές Τέχνες στο Παρίσι, ο Χιούστον ήταν γνωστός για το γεγονός ότι σκηνοθετούσε έχοντας το όραμα του καλλιτέχνη. Εξερευνούσε την οπτική προοπτική των ταινιών του σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, σχεδιάζοντας την κάθε σκηνή σε χαρτί πριν τη γυρίσει κι έπειτα απαθανάτιζε τους ηθοποιούς του με το φακό του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σκηνοθέτες της περιόδου, που βασίζονταν στο τελικό μοντάζ του έργου τους για να του δώσουν μορφή, ο Χιούστον δημιουργούσε τις ταινίες του ενώ γυρίζονταν, καθιστώντας τις περισσότερο οικονομικές κι εγκεφαλικές κι ελαττώνοντας το χρόνο του τελικού τους μοντάζ.
Η θεματολογία του σκηνοθέτη είναι ποικίλη. Πολλές από τις ταινίες του ήταν βασισμένες σε σημαντικά μυθιστορήματα με έντονο το ηρωικό στοιχείο, ενώ άλλες ανήκουν στην κατηγορία των Φιλμ Νουάρ. Τα θέματα τα οποία απασχόλησαν σε μεγαλύτερο βαθμό το σκηνοθέτη ήταν η θρησκεία, η ελευθερία, η αλήθεια, η ψυχολογία, η αποικιοκρατία και ο πόλεμος.
Πριν γίνει δημιουργός ταινιών του Χόλιγουντ, ο Χιούστον υπήρξε ερασιτέχνης πυγμάχος, δημοσιογράφος, συγγραφέας διηγημάτων, ζωγράφος στο Παρίσι και στρατιώτης του ιππικού στο Μεξικό. Στους κύκλους του Χόλιγουντ συχνά αναφερόταν ως Τιτάνας, Επαναστάτης κι Άνδρας της Αναγέννησης. Ο συγγραφέας Ίαν Φριρ τον περιγράφει, ως τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ του Χόλιγουντ, καθώς δεν φοβήθηκε ποτέ να πραγματευτεί θέματα ταμπού για την εποχή τους.
ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ( 30 Σεπτεμβρίου 1924 – 25 Αυγούστου 1984)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα και το πραγματικό του όνομα ήταν Τρούμαν Στρέκφους Πέρσονς, γιος του πωλητή Άρκιουλους Πέρσονς και της Λίλι Μέι Φωκ. Τα παιδικά του χρόνια στιγματίστηκαν από μια ιδιαίτερα ταραγμένη οικογενειακή ζωή. Σε ηλικία τεσσάρων ετών και μετά από το διαζύγιο των γονέων του, η φροντίδα του ανατέθηκε στην οικογένεια της μητέρας του, στο Μόνρόεβιλ της Αλαμπάμα. Το 1933 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ζήσει με τη μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της, τον Τζόζεφ Καπότε, Κουβανό επιχειρηματία, ο οποίος τον υϊοθέτησε και τον μετονόμασε σε Τρούμαν Γκαρσία Καπότε.
Πραγματοποίησε τις πρώτες του σπουδές στο Trinity School της Νέα Υόρκης ενώ αργότερα φοίτησε στο Dwight School και στοGreenwich High School του Κονέκτικατ, όπου δημοσίευσε κείμενά του στην σχολική εφημερίδα The Green Witch. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του, προσελήφθη στο περιοδικό The New Yorker. Όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα για το είδος της απασχόλησής του, επρόκειτο για μία μάλλον ασήμαντη εργασία, ωστόσο ο Καπότε ήταν αποφασισμένος να μην συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο προκειμένου να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Το 1945, δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα με τίτλο Μύριαμ (Miriam), για το οποίο του απονεμήθηκε τον επόμενο χρόνο το βραβείο Ο. Henry Memorial Award. Η βράβευση αυτή, είχε ως αποτέλεσμα να ενδιαφερθεί για το έργο του ο εκδότης Μπένετ Σερφ, γεγονός που οδήγησε τελικά στην υπογραφή ενός συμβολαίου με τον εκδοτικό οίκο Random House, για την έκδοση ενός μυθιστορήματος.
Το μυθιστόρημά του, Άλλες φωνές άλλοι τόποι (Other voices, other rooms) εκδόθηκε το 1948 και εδραίωσε την φήμη του, ενώ αποτέλεσε επίσης σημαντική εμπορική επιτυχία πωλώντας περισσότερα από 26.000 αντίτυπα. Ο Καπότε περιέγραψε το έργο του, ως μία προσπάθεια να εξορκίσει δαίμονες. Ακολούθησε μία συλλογή διηγημάτων A Tree of Night and Other Stories και η νουβέλα The grass harp (1951), μία φανταστική ιστορία βασισμένη στην περίοδο της ζωής του στην Αλαμπάμα. Την δεκαετία του 1950 ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο, τη δημοσιογραφία, καθώς και με τον κινηματογράφο, ολοκληρώνοντας το σενάριο της ταινίας Συμβόλαιο με το Διάβολο (1953), του Τζον Χιούστον.
To Νοέμβριο του 1959, η είδηση για τέσσερις ανεξήγητους φόνους των μελών μίας οικογένειας στο Κάνσας, προκάλεσε το ενδιαφέρον του Καπότε, ο οποίος ξεκίνησε μία παρατεταμένη έρευνα του γεγονότος, που θα του παρείχε τη βάση για το επόμενο μυθιστόρημά του, με τίτλο Εν ψυχρώ. Σημαντική βοήθεια κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της έρευνας, πρόσφερε η συγγραφέας και παιδική φίλη του, Χάρπερ Λι, η οποία ταξίδεψε μαζί του στον τόπο του εγκλήματος και καλλιέργησε σχέσεις με την τοπική κοινωνία προκειμένου να εκμαιεύσουν πληροφορίες, μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις. Το Εν Ψυχρώ ολοκληρώθησε το 1966 και αποτέλεσε κατά πολλούς το πλέον πετυχημένο έργο του, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Ο ίδιος ο Καπότε, επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα νέο είδος λογοτεχνίας, το οποίο θα συνδύαζε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές μεθόδους με την δημοσιογραφικού τύπου εξιστόρηση ενός πραγματικού γεγονότος.
Η έκδοση του Εν Ψυχρώ συνοδεύτηκε από ένα πολυδιαφημισμένο πάρτυ που διοργάνωσε ο Καπότε στις 28 Νοεμβρίου του 1966, το οποίο αναγνωρίζεται ως ένα ιδιαίτερο γεγονός της δεκαετίας του ’60. Από την αρχή της σταδιοδρομίας του, ο Καπότε είχε καλλιεργήσει σχέσεις με άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες, προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας, αλλά και διεθνείς διασημότητες, προκαλώντας συχνά την προσοχή των μέσων ενημέρωσης για την ταραχώδη κοινωνική του ζωή, καθώς και την δηλωμένηομοφυλοφιλία του.
Επόμενο λογοτεχνικό έργο του Καπότε αποτέλεσε το – ημιτελές τελικά – μυθιστόρημα Όταν οι προσευχές εισακούονται (Answered Prayers), όπου επιχείρησε να περιγράψει την ζωή των πλούσιων και διάσημων φίλων του. Απόσπασμα του έργου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esquire το 1975, προκαλώντας την αντίδραση αρκετών φίλων του Καπότε, γιατί αποκάλυπτε προσωπικά στοιχεία.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώθηκε, πιθανώς εξαιτίας της απόρριψης πολλών φίλων του και υιοθέτησε μία άκρως εκκεντρική συμπεριφορά στις δημόσιες εμφανίσεις του, ενδεχομένως απόρροια του αλκοολισμού και της κατάχρησης άλλων ναρκωτικών ουσιών. Το τελευταίο λογοτεχνικό έργο του, που δημοσιεύτηκε ενώ βρισκόταν στη ζωή, ήταν η συλλογή διηγημάτων Μουσική για Χαμαιλέοντες (Music for Chameleons), το 1980.
Πέθανε στις 25 Αυγούστου 1984, ύστερα από υπερβολική δόση χαπιών, σε ηλικία 59 ετών. Ο θάνατός του συνέβη στην οικία της Τζοάν Κάρσον, πρώην συζύγου του Τζόνυ Κάρσον, στις τηλεοπτικές εκπομπές του οποίου ήταν συχνά καλεσμένος ο Καπότε.