Η ΓΗ ΤΡΕΜΕΙ
LA TERRA TREMA
Στην αυλή της Κινηματογραφικής Λέσχης Άνδρου 9:00μμ
και με κάθε ιταλική ταινία έχουμε και πολύ ωραίες πίτσες χορηγία του νέω cocktails & pizza , που βρίσκεται πίσω από τη “ΠΑΡΕΑ” στα “” παλιά χασαπιά”
Κλασική 1948 | Ασπρόμ. | Διάρκεια: 150′
Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι
Παραγωγή: Σάλβο Ντ’ Άντζελο
Σενάριο: Λουκίνο Βισκόντι, Αντόνιο Πιετράντζελι, Τζοβάνι Βέργκα (Μυθιστόρημα)
Πρωταγωνιστές: Αντόνιο Αρκιντιάκονο, Γκιουζέπε Αρκιδιάκονο, Βερένα Μπονακόρσο, Νικόλα Καστορίνο, Ρόσα Κοστάντσο, Αλφίο Φιτσέρα, Καρμέλα Φιτσέρα, Ροσάριο Γκαλβάνο
Κυκλοφορία: 1954
Πρώτη προβολή: 02/09/1948
Μουσική: Γουίλι Φερέρο
Διάρκεια: 165 λεπτά
Γλώσσα: Ιταλικά
«Η γη τρέμει» , δεύτερη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας αφιερωμένης στους εργάτες της Σικελίας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αφού έμεινε έξι μήνες στη Σικελία ο Βισκόντι με βοηθούς του τον Φράνκο Τζεφιρέλι και τον Φραντζέσκο Ρόζι, αποφάσισε να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα «I Malavoglia» χρησιμοποιώντας πραγματικούς χωρικούς ως ηθοποιούς και γράφοντας το σενάριο στη σικελική διάλεκτο. Στο ψαροχώρι Τρέτσα, παρακολουθούμε την ζωήla_terra_trema_1 των κατοίκων, μέσα από την οικογένεια Βαλάστρο που θέλει να ξεφύγει από την μέγκενη των χονδρεμπόρων. Οι Βαλάστρο, παλεύοντας ενάντια στη φύση και την κοινωνία, χάνουν όλα τους τα υπάρχοντα: το σπίτι και τη βάρκα. Αυτό που κερδίζουν είναι η ταξική τους συνειδητοποίηση.
«Ήθελα να κάνω μια ταινία απ’ το μυθιστόρημα του Βέργκα λέει ο σκηνοθέτης. Πιστεύοντας ότι η δύναμη του μυθιστορήματος βρισκόταν στο μουσικό, εσωτερικό ρυθμό του, το κλειδί της κινηματογραφικής μου προσέγγισης ήταν ακριβώς στο να πιάσω, να κάνω αισθητή την μαγεία αυτού του ρυθμού. Ένας ρυθμός που δίνει το θρησκευτικό και φαταλιστικό τόνο της αρχαίας τραγωδίας σ’ αυτά τ’ ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητας, σ’ αυτή τη σελίδα του επαρχιακού «χρονικού» που εγγράφεται ανάμεσα στο μονότονο μουρμούρισμα των κυμάτων που χτυπούν στα βράχια και το ασυνείδητο, χαρούμενο τραγούδι του Ρόκο Σπάτου».
Ο Βισκόντι κατορθώνει να κάνει μια «παράδοξη σύνθεση ρεαλισμού και εστετισμού» (Μπαζέν) και ν’ απογειώσει στο χώρο της όπερας ένα κοινό μελόδραμα…
… Θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα του άχρωμου ντοκιμαντέρ ή να υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες ενός διδακτικού μαρξιστικού έργου. Στην εποχή της η ταινία κατηγορήθηκε από μια μερίδα κριτικών για τα πολιτικά της αποφθέγματα: η πολιτική ωρίμανση των ηρώων θεωρήθηκε παρακινδυνευμένα ελπιδοφόρα. Ύστερα όμως από τόσα χρόνια, αυτό που μένει είναι ο μετεωρισμός του σκηνοθέτη ανάμεσα στην ομορφιά των κινηματογραφικών μέσων και στην απάνθρωπη ασχήμια της πραγματικότητας, μια ισορροπία σε τεντωμένο σκοινί που έχει σαν αποτέλεσμα ένα ρεαλιστικό αριστούργημα για το οποίο έγραψε ο Μπαζέν: «Οι ψαράδες του Βισκόντι είναι αληθινοί ψαράδες, αλλά βαδίζουν όπως οι πρίγκηπες της Τραγωδίας και οι ήρωες της Όπερας, ενώ η αξιοπρέπεια της φωτογραφίας δανείζει στα κουρέλια τους την αριστοκρατικότητα Αναγεννησιακού κεντήματος»
Η ταινία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας του 1948, έχασε το Χρυσό Λέοντα από τον Άμλετ (Hamlet, 1948) του Λόρενς Ολίβιε, αλλά έλαβε «Διεθνές Βραβείο» για το νεωτεριστικό της στυλ. Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν αρνητικές κατά την προβολή της ταινίας και κάποιοι βιάστηκαν να πουν ότι επρόκειτο για καλλιτεχνική αποτυχία. Σφυρίγματα, φωνές και προσβολές προς τον Βισκόντι γέμισαν την κινηματογραφική αίθουσα. Μέλη της χριστιανικής παράταξης τέθηκαν φανερά ενάντια στον ιταλικό κινηματογράφο και στον τρόπο αναπαράστασης της ζωής στην επαρχία. Όπως συνέβη και με το «Ossessione», έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση πολέμιοι της ταινίας ξεκίνησαν δυσφημιστική εκστρατεία, ώστε η ταινία να μην προβληθεί στους κινηματογράφους. Η μαζική προβολή της ταινίας έγινε το 1950, με μια ντουμπλαρισμένη έκδοση, όπου οι ήρωες εμφανίζονται να μιλούν ιταλικά με σικελική προφορά, αντί της διαλέκτου. Η έκδοση αυτή θεωρήθηκε αποτυχημένη και η διάρκεια της προβολής της ταινίας στους κινηματογράφους ήταν σύντομη.