Για το τεύχος-αφιέρωμα “THE FICTION ISSUE 2011” της LIFO, έλληνες συγγραφείς έγραψαν από ένα διήγημα για ένα νησί, για την Άνδρο η Μαρίνα Καραγάτση έδωσε το “Σημειώσεις από το τεφτέρι της Φλώρας” και η Βασιλική Ηλιοπούλου το “Μεσημέρι”
“Σημειώσεις απ’ το τεφτέρι της Φλώρας”.
Των Αγίων Θεοδώρων -θυμούμαι πως κόντευαν τα εξάμηνα του πατέρα μου- εγώ δεν πήγα στο ταφείο και την άλλη μέρα, εκεί, στα κεραμίδια του αντικρινού σπιτιού, ήρθαν και καθίσανε καμιά δεκαριά κοράκια κι έκραζαν λυπημένα. Ήταν οι παραπονεμένες ψυχές που δεν είχα πάει στο ταφείο να θυμιατίσω τους τάφους.
Το ξέρεις ότι έρχεται εδώ στα φυλλώματα ένα πουλί και με φωνάζει; «Φλώρα! Φλώρα!» «Καλά είμαι», του λέω. Και φεύγει. Δεν είναι αντριώτικο πουλί. Ίσως το έχει σκάσει από κλουβί. Είναι μαύρο σαν κοράκι και έχει ένα λειρί γαλάζιο και πάνω στον λαιμό λίγο κόκκινο. Έρχεται τρεις φορές τον μήνα.
«Φλώρα! Φλώρα!» «Καλά είμαι. Καλά είμαι». Και φεύγει. Όλα μιλάνε. Πρέπει, όμως, να τ’ αγαπάς και να προσέχεις και να πιστεύεις. Και οι πεταλούδες καταλαβαίνουν και τα μυρμήγκια και οι σκολόπετρες. Είχα πάει πέρσι τον χειμώνα για χόρτα στο βουνό. Κάποια στιγμή αρχίνησα να ψέλνω κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Σε λίγο, όμως, τα πόδια μου κοκάλωσαν. Δεν μπορούσα να προχωρήσω. Κοιτάζω κάτω.
Ήταν μια πέτρα. Σκύβω και τη σηκώνω και από κάτω τι να δω; Μια σκολόπετρα, μια σαρανταποδαρούσα. Είχε φωλιάσει η καημένη εκεί. Νομίζετε πως τη σκότωσα; Όχι. Αφού δεν ήθελε να μου κάνει κακό, γιατί να την σκοτώσω; Απαλά απαλά ακούμπησα πάλι την πέτρα πάνω της και την άφησα στην κρυψώνα της. Μόνο που εγώ, καλού κακού, πήγα παραπέρα για να μαζέψω χόρτα, γιατί κάποιοι λένε ότι το δηλητήριο της σκολόπετρας περνά και στα χορτάρια.
(…)
Μην τάξεις σ’ άγιο και παιδί. Τον χειμώνα πηγαίνω τακτικά κι ανάβω τα καντήλια στον Αϊ-Ερμόλα. Αγοράζω αυτά τα χοντρά κεριά των δώδεκα ημερών, γιατί, πού ξέρεις, μπορεί να πιάσει μεγάλη κακοκαιρία και να μην τα καταφέρω να πάω την ίδια εβδομάδα. Αν πάλι ο καιρός είναι καλός, πηγαίνω και μεσοβδόμαδα. Πέρσι, λοιπόν, ξεκίνησα να πάω ν’ ανάψω τα καντήλια μια μέρα με βαριά συννεφιά. Έλεγες ότι από στιγμή σε στιγμή θα πιάσει μπόρα. Καθώς περνούσα απ’ το Παραπόρτι κι αρχίνιζα ν’ ανηφορίζω το μονοπάτι, έκανα τον σταυρό μου και προσευχήθηκα στον άγιο: « Άγιε-Ερμόλα, βοήθησέ με να φτάσω στην εκκλησιά σου πριν πιάσει η βροχή».
Φτάνω στην εκκλησιά, ούτε σταγόνα, ανάβω τα καντήλια και το χοντρό κερί, στον γυρισμό μαζεύω και χόρτα, ούτε σταγόνα. Μόλις έβαλα το κλειδί να μπω στο σπίτι, να οι αστραπές και τα μπουμπουνητά. Σε λίγο έπιασε η μπόρα.
Όλοι οι άγιοι, βέβαια, ευχαριστιούνται όταν είναι αναμμένα τα καντήλια τους. Ο Αϊ-Ερμόλας, όμως, περισσότερο, έτσι που είναι ξεμοναχιασμένος πάνω στον Κάβο Σταρά. Περνούν τα βαπόρια νύχτα με φουρτούνα και βροχή και ξαφνικά αντικρίζουν το εκκλησάκι φωτισμένο και λένε: «Ναι! Υπάρχει ζωή».
(Το βιβλίο «Το ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι» της Μαρίνας Καραγάτση κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Άγρα.)
εδώ λόγω χώρου το διήγημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου